ΟΝΔΟΥΡΑ - ΚΟΠΑΝ, ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΓΙΑ
Εν αναμονή του άφαντου oνδουριανού συνοριακού, διαλογίζομαι πάνω στις συνέπειες αυτής της σύμβασης που ονομάζουμε σύνορα. Που ορίζει πως αυτό το δέντρο ανήκει στην από δω μεριά ενώ εκείνος ο θάμνος στην από κει. Και που η μετάβαση σου από το δέντρο στο θάμνο συνεπάγεται διαβατήρια, βίζες, άδειες παραμονής, άδειες εργασίες... Να χρειάζονταν άραγε διατυπώσεις την εποχή των Μάγια, για να μεταβείς για παράδειγμα από το Τικάλ, στο έδαφος της σημερινής Γουατεμάλας, μέχρι το Κοπάν, μέσα στα όρια της σημερινής Ονδούρας;
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτο: Κώστας Ζυρίνης
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ.215 / 22.05.2004
Διαβάστε επίσης σχετικά με τους αρχαίους Μάγια: ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 5 - ΤΙΚΑΛ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Το απότομο σταμάτημα του λεωφορείου συνοδεύεται από το μακρόσυρτο στρίγκλισμα του από αμνημονεύτων ετών ληγμένου συστήματος ανάρτησης.
- Τι έγινε;
- Μάλλον φτάσαμε.
- Φτάσαμε; Πού φτάσαμε;
Το μόνο που διακρίνεται έξω είναι δέντρα, θάμνοι, κι άλλα δέντρα, κι άλλοι θάμνοι, καθώς κι ένας νυσταλέος μικροπωλητής αναψυκτικών καθισμένος στην άκρη του δρόμου πάνω σ’ ένα καφάσι. Α ναι, είναι και δύο ξύλινες παράγκες σ’ ένα είδους ξέφωτου, καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα.
Σύνορα Γουατεμάλας-Ονδούρας. Το γουατεμαλτέκικο υπεραστικό αδειάζει μέσα στην ερημιά τους τελευταίους επτά επιβάτες του, κάνει επί τόπου μεταβολή, και αναχωρεί χωρίς άλλη χρονοτριβή για να επιστρέψει στην αφετηρία του, την Τσικιμούλα. Δύο ροδομάγουλοι μεσόκοποι Ιησουίτες ιεραπόστολοι, μια μοναχική Ισπανίδα με κλαρωτή φούστα και ασήκωτη κόκκινη βαλίτσα, ένας τριανταπεντάρης Αμερικανός με ξυρισμένο κρανίο, και μια συνήθης τριμελής ελληνική οικογένεια, όλοι μαζί προχωράμε σιωπηλά με τα πόδια προς αυτό που εξ’ επαγωγής συμπεραίνουμε ότι αποτελεί το σημείο συνοριακού ελέγχου. Δηλαδή τις δύο ξύλινες παράγκες. Μοναδική ηχητική επένδυση της σκηνής, το σούρσιμο της κόκκινης βαλίτσας με τα ροδάκια πάνω στην άσφαλτο.
Μετά από ένα πεντάλεπτο ενδελεχούς μελέτης του κάθε διαβατηρίου και την καταβολή (άνευ αποδείξεως) του ποσού των δυόμισι δολαρίων ανά ταξιδιωτική κεφαλή, οι δύο συνοριακοί της πρώτης καλύβας μας ανακοινώνουν με κάθε επισημότητα πως είμαστε ελεύθεροι να εγκαταλείψουμε το έδαφος της Γουατεμάλας. Άντιος μουτσάτσος λοιπόν, και μούτσας γράσιας.
Δεν είμαστε όμως δυστυχώς το ίδιο ελεύθεροι απ’ ό,τι φαίνεται να εισέλθουμε και στο έδαφος της Ονδούρας, καθώς από τη δεύτερη καλύβα λείπει ο ένας εκ των δύο αντίστοιχων υπαλλήλων της άλλης πλευράς. Ο οποίος απών υπάλληλος είναι ο μόνος αρμόδιος, λέει, για την εναπόθηση της πολύτιμης σφραγίδας εισόδου πάνω στα ταξιδιωτικά μας έγγραφα. Και τώρα τι γίνεται; Viene, viene, κάπου εδώ κοντά έχει πάει, μας διαβεβαιώνει χαμογελαστά ο έτερος (αναρμόδιος) συνάδελφός του.
Με άλυτη την απορία του τι μπορεί να σημαίνει αυτό το «κοντά» σ’ ένα μέρος όπου δεν έχει πουθενά να πας, κόβω στο μεταξύ βόλτες μέσα στη νεκρή ζώνη, δοκιμάζοντας εκείνο το περίεργο αίσθημα κενού που πάντα μου προξενεί η παραμεθόριος. Η ασάφεια του μεταβατικού. Η επίγνωση του ανάμεσα. Ο μετεωρισμός στο μεταίχμιο. Η παράδοξη κατάσταση του να βρίσκεται το σώμα σου από την μια μεριά, και το βλέμμα σου να ταξιδεύει ήδη απέναντι, στην άγνωστη χώρα το κατώφλι της οποίας ετοιμάζεσαι να διαβείς. Και το μυαλό σου να κυριαρχείται από τη θεωρητική γνώση ότι έτσι και βαδίσεις ακόμα μερικά βήματα, τσουπ αυτόματα αλλάζεις επικράτεια, και μαζί μ’ αυτή ενδεχομένως να αλλάζουν τα πάντα, οι νόμοι, το καθεστώς διακυβέρνησης, το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, η γλώσσα, τα ήθη, κι ένα σωρό άλλα. Μέσα σε λίγα βήματα…
Εν αναμονή του άφαντου Ονδουριανού συνοριακού, διαλογίζομαι πάνω στις συνέπειες αυτής της σύμβασης που ονομάζουμε σύνορα. Που ορίζει πως αυτό το δέντρο ανήκει στην από δω μεριά, ενώ εκείνος ο θάμνος στην από κει. Και που η μετάβαση σου από το δέντρο στο θάμνο συνεπάγεται διαβατήρια, βίζες, άδειες παραμονής, άδειες εργασίες. Περνάς, δεν περνάς, επιτρέπεται, απαγορεύεται. Πότε αλήθεια χαράχτηκαν όλες ετούτες οι μαύρες γραμμές πάνω στον παγκόσμιο χάρτη για ν’ αποχτήσει την τωρινή του όψη ενός γιγάντιου παζλ με ανισομεγέθεις και πολύσχημες ψηφίδες; Να χρειάζονταν άραγε διατυπώσεις - και τι είδους αλήθεια; - την εποχή των Μάγια, για να μεταβείς για παράδειγμα από το Τικάλ, στο έδαφος της σημερινής Γουατεμάλας, μέχρι το Κοπάν, μέσα στα όρια της σημερινής Ονδούρας;
Νάτος, ξεπρόβαλε μέσα από τα δέντρα και καταφτάνει φουριόζος. Το «κοντά» ήταν όντως κοντά, κάτι θάμνους πιο πέρα για την ακρίβεια. Εντάξει αμίγκο, μη ζορίζεσαι, δικαιολογημένη η απουσία, όλοι καταλάβαμε τι τρέχει. Μας σφραγίζει ωστόσο τα διαβατήρια σε χρόνο μηδέν και μας τα επιστρέφει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, έναντι ενός μόνο δολαρίου, και μάλιστα μετ’ αποδείξεως αυτή τη φορά. Μπιενβενίντος α Οντούρα. Γκράσιας σενιόρ!
Η ΠΡΩΤΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ
Τι χωρίζει άραγε την Ονδούρα από την Γουατεμάλα; Σε πρώτη ματιά τίποτε. Ίδια η χρήση της ισπανικής γλώσσας κι από τις δυο πλευρές των συνόρων, κοινή και η ιστορική διαδρομή, όπως εξάλλου και των άλλων χωρών της Κεντρικής Αμερικής όπου εκτεινόταν άλλοτε ο πολιτισμός των Μάγια. Ένας πολιτισμός που έχει αφήσει τα ίχνη του στο έδαφος πέντε διαφορετικών κρατών αφού στην ακμή του έφτασε να καλύπτει το δυτικό τμήμα της σημερινής Ονδούρας και του Σαλβαδόρ, ολόκληρη τη Γουατεμάλα και το Μπελίζε, καθώς και τις επαρχίες Τσιάπας, Ταμπάσκο, Καμπέτσε, Γιουκατάν και Κουιντάνα Ρόο του Νότιου Μεξικού, ήτοι 324.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα συνολικά.
Ταξί! Ταξί! Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μας έχουν πλευρίσει τρεις οδηγοί αγροτικών με ανοιχτές καρότσες και διεκδικούν τη μεταφορά μας στο Κοπάν Ρούινας – ή απλά Κοπάν για τους φίλους - την πλησιέστερη ονδουριανή κωμόπολη, δώδεκα περίπου χιλιόμετρα απόσταση από τα σύνορα.
Να λοιπόν μια πρώτη ορατή διαφορά με τη γείτονα: Απ’ αυτήν την πλευρά της γραμμής δεν διαφαίνεται, για την ώρα τουλάχιστον, κάποια δυνατότητα μετακίνησης με δημόσιο μέσο μεταφοράς.
Μετά την παράγκα-φυλάκιο, η άσφαλτος κόβεται μαχαίρι και παραχωρεί τη θέση της σ’ έναν σκονισμένο χωματόδρομο, όπου το μονότονο σούρσιμο της κόκκινης βαλίτσας από την Ισπανίδα έχει ήδη παραχωρήσει τη θέση του σ’ έναν ακατάσχετο λόξιγκα συνέπεια του χοροπηδητού στις γούβες και τα καρούμπαλα.
Η ισπανική αποικιοκρατική διοίκηση και η συνήθης φαγωμάρα με τις άλλες κυρίαρχες δυνάμεις του 19ου αιώνα - κυρίως με την Αγγλία και την Ολλανδία - για τον έλεγχο (και) αυτής της περιοχής της Γης καλλιέργησε το έδαφος για την μετά την ανεξαρτησία πολυδιάσπαση της Κεντρικής Αμερικής σε πολλές μικρές και αδύναμες κρατικές οντότητες. Μία ακόμη εφαρμογή της πολιτικής «η ισχύς (μου) εν τη διαιρέσει» (των άλλων).
Όσο για τη συνέχεια, η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε σταδιακά στη βορειο-αμερικάνικη πλευρά που εργάστηκε φιλότιμα και με τον αξιοσημείωτο ζήλο που πάντα την διακρίνει, για την πολύ ωφέλιμη (για την ίδια) συντήρηση και υποδαύλιση αυτού του κατακερματισμού. Σιγά την πρωτοτυπία δηλαδή.
Ο όρος «μπανανία» ως χαρακτηρισμός κράτους-ανδρείκελου πρωτοχρησιμοποιήθηκε αναφορικά με την Ονδούρα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, δύο αμερικάνικες εταιρίες, η United Fruit και η Standard Fruit έφτασαν να μονοπωλούν ουσιαστικά την τοπική αγορά της μπανάνας, κι αυτό τη στιγμή που το εν λόγω φρούτο άθροιζε ούτε λίγο ούτε πολύ τα δύο τρίτα των ονδουριανών εξαγωγών. Δηλαδή αποτελούσε τη βασική πηγή συναλλάγματος της χώρας. Δεν θέλει από κει και πέρα ιδιαίτερη φαντασία για να αντιληφθεί κανείς ποιοι καθόριζαν από τότε τα πολιτικά πράγματα στην Ονδούρα και πως οι διαπλεκόμενες μπανανοκυβερνήσεις ανεβοκατέβαιναν ανάλογα με το αν τα βρίσκανε ή όχι στη μεταξύ τους μοιρασιά τα δυο πανίσχυρα αμερικάνικα μπανανοσυγκροτήματα.
Ως μπανανία όμως, η Ονδούρα παρουσίαζε για τους επικυρίαρχους κι άλλη χρηστική αξία – πέραν, εννοείται, της ήδη άκρως κερδοφόρας μαναβικής.
Έτσι για παράδειγμα χρησιμοποιήθηκε από την CIA ως ορμητήριο για την οργάνωση πραξικοπήματος το 1954 στην Γουατεμάλα, ενώ κατά τη δεκαετία του ‘60, όταν στη γειτονική χώρα εκτός από μπανάνες άρχισε να φυτρώνει και το ανεπιθύμητο φρούτο της ένοπλης εξέγερσης, η Ονδούρα αποτέλεσε μία σωτήρια τάπα για την αναχαίτιση της εξάπλωσης της ολέθριας αυτής επιδημίας προς τα νότια της ηπείρου.
Την δε δεκαετία του ‘80, εφόσον παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες της αμερικάνικης προληπτικής ιατρικής το μικρόβιο του αντάρτικου μεταπήδησε εν τούτοις στη Νικαράγκουα, το έδαφος την νότιας Ονδούρας διατέθηκε αυτόματα στους sponsored by the USA Κόντρας ως εφαλτήριο κατά του απελευθερωτικού κινήματος των Σαντινίστας. Να λοιπόν που τα σύνορα, εκτός από Γεωγραφία μας διδάσκουν τελικά κυρίως Ιστορία. Σύγχρονη.
Βέβαια όσοι προσέρχονται να επισκεπτούν την Ονδούρα, και ειδικότερα το Κοπάν, κινούνται συνήθως ορμώμενοι από ιστορικά ερεθίσματα πολύ προγενέστερης εποχής. Της περιόδου που εκτείνεται από τον 5ο μέχρι τον 10ο αιώνα πιο συγκεκριμένα.
Κι αυτό γιατί σε μόλις ένα χιλιόμετρο απόσταση από την ισπανικού ύφους κωμόπολη με τα χαμηλά σπίτια και τα λιθόστρωτα δρομάκια βρίσκεται ο ομώνυμος αρχαιολογικός χώρος των Μάγια, ο σημαντικότερος μέσα στο έδαφος της Ονδούρας. Ένας χώρος που θεωρείται από τους ειδικούς Μαγιολόγους ως εφάμιλλος του Τικάλ στη Γουατεμάλα, ή του Τσιτσέν Ιτζά και του Ουξμάλ στο Μεξικό όσον αφορά στη λάμψη και την ιστορική του βαρύτητα.
Στο μεταξύ πάντως, εμένα τουλάχιστον, με έχουν ήδη κερδίσει τα καλντερίμια και η ατμόσφαιρα του σύγχρονου Κοπάν:
Οι έφιπποι άντρες με τα πλατύγυρα καπέλα σε βόλτα αναψυχής.
Η απαραίτητη κεντρική πλατεία με την ισπανότροπη εκκλησία.
Τα άλογα ως υποζύγια για τη μεταφορά εμπορευμάτων.
Οι γυναίκες που απλώνουν μπουγάδα στο σκοινί ή εμπορεύματα στο πεζοδρόμιο.
Ένα γούεστερν σκηνικό, στημένο εκ του φυσικού, που συμπληρώνουν οι ένοπλοι φρουροί «για παν ενδεχόμενο», έξω από τις δύο τράπεζες του Πάρκε Σεντράλ.
Και βεβαίως τα φαγάδικα αράδα – παρ’ ολίγο να γράψω σαλούν - το ένα πιο καλόγουστο απ’ τ’ άλλα.
Το νέο Κοπάν αρχίζει να παίρνει τα πάνω του, είναι φανερό. Και όμως… Χρειάστηκαν χίλια διακόσια χρόνια για να φτάσει ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής ν’ αγγίξει ξανά τα μεγέθη της ακμής του κατά την περίοδο των Μάγια. Το τι μεσολάβησε θα μας απαντηθεί κατά την επίσκεψη μας στην αρχαία πόλη.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΕ ΕΞΗΝΤΑ ΤΡΙΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ
Ας το ξεκαθαρίσουμε αμέσως τώρα: ο αρχαιολογικός χώρος του Κοπάν δεν απευθύνεται στους φαν των πυραμίδων. Όποιος έχει άρρηκτα συνδέσει μια επίσκεψη στα ερείπια των αρχαίων Μάγια με την έκκριση αδρεναλίνης από την αναρρίχηση του σε σαραντάμετρες ή και εξηντάμετρες κλιμακωτές πυραμίδες, θα πρέπει να αναζητήσει την τύχη του σε άλλα σημεία της Κεντρικής Αμερικής. Η μοναδικότητα του Κοπάν έγκειται σε κάτι εντελώς διαφορετικό: Απορρέει από το μεγάλο αριθμό και την καλλιτεχνική αξία των γλυπτών που έφεραν στο φως οι ανασκαφές, καθώς και από το γεγονός ότι εδώ αποκαλύφτηκε το μεγαλύτερο σε μήκος γραπτό κείμενο του Νέου Κόσμου, σκαλισμένο πάνω στη λεγόμενη «Ιερογλυφική Κλίμακα».
Έχουμε διαβεί την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και βαδίζουμε την μακριά δεντροσκεπή αλέα που οδηγεί στην καρδιά της αρχαίας πόλης. την αποκαλούμενη Μεγάλη Πλατεία.
Εδώ μαζεύονταν, λέει, τα πλήθη κατά τη διάρκεια των αλλοτινών μεγάλων θρησκευτικών τελετών αλλά και με την ευκαιρία διαφόρων κοινωνικών εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Πρόκειται για μια ισόπεδη ορθογώνια απλωσιά, εντυπωσιακής ομολογουμένως χωρητικότητας, όπου μπορούσε στην ανάγκη να φιλοξενηθεί ακόμα και ολόκληρη η πόλη.
Καλυμμένη σήμερα με γρασίδι, και περιστοιχισμένη από κερκίδες στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές της, η Μεγάλη Πλατεία νωρίς το πρωί απλώνεται άδεια, ακόμα κι από αλλοδαπούς επισκέπτες.
Τα μόνα πόδια που αυτήν τη στιγμή οργώνουν την πράσινη επιφάνεια είναι αυτά της Ισπανίδας με την κλαρωτή φούστα.
Χωρίς την κόκκινη βαλίτσα στο κατόπι της.
Νότια της Μεγάλης Πλατείας, η «Ιερογλυφική Κλίμακα» μετράει εξήντα τρία σκαλοπάτια κι ένα προστατευτικό σκέπαστρο που ανακόπτει δυστυχώς το δρόμο της προς τον ουρανό.
Η αποκρυπτογράφηση - που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί - των ιερογλυφικών έφερε εν πολλοίς τα πάνω κάτω σε διάφορες αντιλήψεις του παρελθόντος αναφορικά με τον πολιτισμό και την κοινωνική οργάνωση των αρχαίων Μάγια.
Οι πρώτοι αρχαιολόγοι που προσέγγισαν το φαινόμενο ερμήνευαν επί δεκαετίες τα δεκάδες γλυπτά που κοσμούν και σήμερα το χώρο της Μεγάλης Πλατείας ως αναπαραστάσεις θεών και μόνο, χωρίς να εξετάσουν ποτέ κάποια άλλη εκδοχή.
Όταν όμως οι σκαλισμένες βαθμίδες άρχισαν να μιλούν, τότε ξεπήδησε σιγά σιγά μιαν άλλη πραγματικότητα: Πολλά από τα γλυπτά απεικόνιζαν στην πραγματικότητα τους ηγεμόνες του Κοπάν, δηλαδή υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα.
Πρόσωπα που έζησαν και σφράγισαν την πορεία της πόλης από το 426 μ.Χ., οπότε κάνει την εμφάνισή του ο πρώτος μυστηριώδης βασιλιάς με το στακάτο όνομα Κ’νις Γιαξ Κ’ουκ Μο, μέχρι την παρακμή και την πλήρη ερήμωσή της στις αρχές του 10ου αιώνα.
Πριν η ιερογλυφική γραφή των Μάγια αρχίσει να διαβάζεται, κοινή πεποίθηση ήταν πως τα κείμενα πραγματεύονταν αποκλειστικά αστρονομικές μετρήσεις πάνω στις οποίες οι ιερείς στήριζαν διάφορες αστρολογικές προβλέψεις για τα μελλούμενα.
Η αποκρυπτογράφηση ωστόσο απέδειξε πως, παράλληλα με τις εντυπωσιακές πράγματι αστρονομικές πληροφορίες, εμπεριείχαν και στοιχεία για το βίο και την πολιτεία των ηγεμόνων του Κοπάν. Στοιχεία που ανέτρεπαν εν μέρει, και παράλληλα εμπλούτιζαν, την αρχική θεωρία σχετικά με την κοινωνική οργάνωση των Μάγια ως μια «ειρηνική θεοκρατία».
Τα κείμενα έφεραν στο προσκήνιο μια πιο σύνθετη εκδοχή, όπου ο εκάστοτε βασιλιάς δεν ηγεμόνευε απλά, αλλά διατηρούσε και ρόλο διαμεσολαβητή της πόλης προς τις θεότητες του Ουρανού και του Κάτω Κόσμου. Εμφανιζόταν δηλαδή κατά κάποιον τρόπο θεοποιημένος κι ο ίδιος, κατέχοντας μια θέση ανάλογη ας πούμε μ’ αυτή του Φαραώ στην αρχαία Αίγυπτο. Εξ’ ου και τα μνημεία επί μνημείων που χτίζονταν προς τιμήν και εξύψωσή των ηγεμόνων του Κοπάν και των άλλων πόλεων-κρατών των Μάγια.
Σε ο,τι αφορά δε τα περί ειρηνικής κοινωνίας, φευ, οι ελπίδες των αρχαιολόγων αποδείχτηκαν δυστυχώς φρούδες. Κανένα μυστικό ειρηνικής συνύπαρξης και φιλικής επίλυσης των διαφορών με τους γείτονες δεν είχαν ανακαλύψει οι αρχαίοι Μεσοαμερικανοί αυτόχθονες, το αντίθετο.
Τα αποκωδικοποιημένα κείμενα πιστοποιούν πως οι εχθροπραξίες έδιναν κι έπαιρναν γύρω από το Κοπάν όπως και σε όλη την επικράτεια των Μάγια εξάλλου, με στόχο – τι άλλο; - την κυριαρχία και τη συσσώρευση πλούτου.
Και όμως, όσο περίεργο κι αν μοιάζει σε πρώτη ματιά, η απότομη παρακμή του μεγαλύτερου πολιτισμού της Κεντρικής Αμερικής δεν οφείλεται τόσο στους πολέμους ή στην κατάκτηση από κάποια άλλη υπερδύναμη της εποχής.
Όπως και στο Ανγκόρ της μακρινής Καμπότζης, στην άλλη άκρη του πλανήτη, έτσι και στο Κοπάν, η Ιστορία καταγράφει έναν (ακόμη) αρχαίο πολιτισμό που κάποια στιγμή κατέρρευσε κυρίως κάτω από το βάρος της ίδιας του της μεγαλομανίας.
Ήταν ακριβώς την εποχή όπου, σ’ έναν αδιάκοπο αγώνα επίδειξης, το Κοπάν συγκέντρωνε ολοένα και μεγαλύτερο πληθυσμό κτιστάδων και βοηθητικού υπηρετικού προσωπικού σε βάρος της ομαλής ανάπτυξης του αγροτικού τομέα.
Η ακατάσχετη υλοτόμηση προς εξασφάλιση νέας καλλιεργήσιμης γης και η υπερεκμετάλλευση της υπάρχουσας οδήγησε σταδιακά σε μία μίνι οικολογική καταστροφή κι από κει βεβαίως στο μοιραίο: στη διάβρωση του εδάφους, στη συνεχή πτώση της πρωτογενούς παραγωγής, στον υποσιτισμό και στην ερήμωση. Όταν εν ολίγοις οι αρχαίοι Μάγια συνειδητο-ποίησαν ότι τα μνημεία της ματαιοδοξίας τους δεν τρώγονταν, ήταν ήδη αργά.
Είθε οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος να μην οδηγηθούν σε ανάλογες διαπιστώσεις - σε πλανητική πλέον κλίμακα - όταν κληθούν να ερμηνεύσουν αργότερα τα αίτια της κατάρρευσης του σημερινού κυρίαρχου πολιτισμού της κατανάλωσης και της καταστροφικής «ανάπτυξης».
Για περισσότερες φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης σχετικά με τους αρχαίους Μάγια: ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 5 - ΤΙΚΑΛ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν