ΣΥΜΗ, ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΛΑΜΨΗ ΑΠΟ ΑΣΥΜΗ
Πιάνουμε πρώτα στον Πανορμίτη όπου και ξεμπουκάρει από το "Σύμη Δύο" αγεληδόν και σπρώχνοντας ο θρησκευτικός τουρισμός. Είναι το πρώτο είδος μαζικού "τουρισμού" που γνώρισα στη ζωή μου από τον καιρό που με σέρνανε, παιδάκι εγώ, στην Παναγία της Τήνου, μεγάλη η χάρη της, για προσκύνημα και τα τοιαύτα. Τάματα, θάματα, κουλοί να βγάζουν χέρια, κουτσοί να βγάζουν πόδια, μουγκοί ν' αρχίζουν να βρίζουν, κι ας μην επεκταθώ. Θου Κύριε, που λένε.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 17 / 05.08.2000
ΘΟΥ ΚΥΡΙΕ!
Η οχληρή ηλικιωμένη κυρία είναι αποφασισμένη να περάσει με όλα της τα κιλά, που δεν είναι και λίγα, ακόμα και πάνω από το πτώμα μου προκειμένου να εκτελέσει, πρώτη αυτή, το θρησκευτικό της καθήκον: Το μαστ κεράκι και τον απαραίτητο όβολο της (δόση εξαγοράς των αμαρτιών της) στο παγκάρι του αγίου Ταξιάρχη Μιχαήλ του Πανορμίτη. Γιατί ζούμε, κύριε; Για να φάμε, να πιούμε και να, όλα τα συνεπακόλουθα. Εξασφαλίζοντας συνάμα και μια καλή θέση στον Παράδεισο με τα κατά καιρούς τάματα, γονυκλισίες και ευχέλαια.
Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί κι εγώ δεν βιαζόμαστε καθόλου να αποβιβαστούμε. Οι μεν γιατί δεν καταλαβαίνουν προς τι όλος αυτός ο πανικός, ο δε (εγώ δηλαδή) ακριβώς γιατί καταλαβαίνω. Και θα 'μαι ο έσχατος των εσχάτων που θα δρασκελίσω τον καταπέλτη αυτού του πλωτού μέσου (αν τον δρασκελίσω). Αφού τη μονή του Ταξιάρχη και το περιώνυμο καμπαναριό της μπορώ (αν θέλω) να τα φωτογραφίσω κάλλιστα και με την ησυχία μου από την κουπαστή του "Σύμη Δύο". Χωρίς τους ευλαβείς να μπαινοβγαίνουν μέσα στο κάντρο μου ή, ακόμη χειρότερα, να με σκουντάνε αγενώς.
Ο εν λόγω άγιος, λοιπόν, διαβάζω σ' ένα, κατά τα άλλα σοβαρό, τουριστικό έντυπο "... κάθε φορά που μετέφεραν στο Γιαλό την εικόνα του, αυτή επέστρεφε με θαυμαστό τρόπο στον Πανορμίτη. Γι αυτό και κτίστηκε η μονή εκεί", θαύμα, θαύμα! Ε, τώρα εγώ τι να προσθέσω; Μόνο τούτο: Ότι ο άγιος Ταξιάρχης Μιχαήλ με τη σαγήνη του συμβάλλει τα μάλα στην οικονομία της νήσου. Αυτό κι αν είναι θαύμα!
ΤΑΡΣΑΝΑΔΕΣ, ΑΛΙΚΗ ΚΑΙ "ΜΟΤΕΡ!"
Περιπλέουμε τη Σύμη από Πανορμίτη μεριά προς το Γιαλό, το λιμάνι της Σύμης, δηλαδή. Βράχοι αγέρωχοι, κρημνώδεις και άδενδροι, απρόσιτοι και έξοχοι. Κάπου κάπου και κά’νας ορμίσκος με αμμουδιά προσβάσιμη μόνο με πλεούμενο ή με καταρρίχηση.
Τούτη δω η άνυδρη κορφή κάποιου υποθαλάσσιου αιγιακού όγκου υπήρξε από την αρχαιότητα σπουδαίο κέντρο σπογγαλιείας και ναυπηγικής. Σε περιόδους που την κατείχαν οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, και οι Τούρκοι αργότερα, έφτασε να ρίχνει από τους ταρσανάδες της στη θάλασσα μέχρι και πεντακόσια ιστιοφόρα σκαριά το χρόνο και κατά το δέκατο έβδομο αιώνα ήταν το πλουσιότερο νησί και πρωτεύουσα των Δωδεκανήσων. Κατά τις αρχές δε του εικοστού έφτασε να 'χει πληθυσμό περί τις τριάντα χιλιάδες. Άλλο όμως να το λες, έτσι ξερά, κι άλλο να το βλέπεις στις μαυρόασπρες φωτογραφίες που δημιούργησε ο ομότεχνός μου Χάρης Τζάλας στις αρχές του χίλια εννιακόσια.
Η εμφάνιση των ατμόπλοιων, η ιταλική κατοχή από το χίλια εννιακόσια δώδεκα, η γερμανική αργότερα και τα συνθετικά σφουγγάρια, έριξαν τη Σύμη σε παραγωγικό και πληθυσμιακό μαρασμό. Με την Ελλάδα ενσωματώθηκε το χίλια εννιακόσια σαράντα οκτώ. Κι ελπίζω να μην το μετάνιωσε.
Μπαίνουμε στο λιμάνι. Φωτογραφίζω ακατάσχετα λες και ότι βλέπω θ' ανοίξει φτερά και θα πετάξει από στιγμή σε στιγμή. Το δικό μου μαστ για τους δικούς μου παράδεισους. Η Σύμη με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Κι αυτό είναι μη αναστρέψιμο. Τελεία και παύλα.
Ψάχνω για το "Αλίκη" στο Χαράνι όπου και τα παλιά καρνάγια. Πρέπει να εγκατασταθώ πάραυτα. Να μη χάσω ούτε στιγμή πολύτιμης φωτοθηρίας.
Ακούω ένα γνώριμο επαγγελματικό πρόσταγμα και ακινητοποιούμαι από ένα επίκτητο εξαρτημένο αντανακλαστικό. "Μοτέρ... αξιόν"! Ε, όχι! Έπεσα σε γύρισμα ταινίας. Μπροστά μου πλήρες συνεργείο, κάμερα, ρεφλεκτέρ, κλακέτα. Μπροστά μου κι ο Στέφανος ο ηλεκτρολόγος, η Φανή η μακιγιέζ κι άλλα γνωστά και άγνωστα σε μένα παιδιά του σινεμά. Αγκαλιές και φιλιά. Τι κάνεις εδώ, ρε Στέφανε; Δουλίτσα, μια ισπανο-ιταλο- γερμανο-ελληνική παραγωγή, εσύ; Εγώ είπα να αποτοξινωθώ για μερικά χρόνια από τον κινηματογράφο με το γράψιμο και τη φωτογραφία αλλά, απ' ότι φαίνεται, ο κινηματογράφος με κυνηγά ακόμη και δω, στη Σύμη. Μη χανόμαστε, ε! Προτίμησα όμως να χαθούμε αφού όπου κι αν τον συναντήσω ο κινηματογράφος με πληγώνει.
Χαράνι λέγεται η προβλήτα δίπλα στον κυρίως μυχό του λιμανιού. Παλιά υπέροχα κτήρια δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής με μεταναγεννησιακές και νεοκλασικές επιδράσεις, που κάποτε λειτούργησαν ως ναυπηγεία, εργοστάσια και ποιος ξέρει τι άλλο παρελκόμενο. Σήμερα τα περισσότερα απ αυτά είναι ανακαινισμένα ή ανακαινιζόμενα για άλλες χρήσεις, πιο σύγχρονης οικονομικής δραστηριότητας: Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια, μπουτίκ, σουβενίρ και τα τοιαύτα. Ένα απ αυτά είναι και το "Αλίκη". Παλιό αρχοντικό, αναστηλωμένο, ανακαινισμένο και πεντακάθαρο. Το παράθυρό μου δίνει στη θάλασσα. Που βρίσκεται από κάτω μου διαυγής και γαλήνια.
Ξαμολιέμαι κατά Χαράνι μεριά. Λείψανα ταρσανάδων. Τίποτα δε θυμίζει τα παλιά καρνάγια των μαυρόασπρων φωτογραφιών. Κάτι λίγα σκαφάκια μόνο μέσα κι έξω απ το νερό, ίσα για σπατουλάρισμα και ψιλομερεμέτια. Διπλαρώνω τον μάστορα. Ψόφια πράματα, μου λέει, τώρα τα σκάφη τ' αγοράζουν απ την Τουρκία, πού'ναι και φτηνά. Και πλαστικά. Ποιος θέλει σήμερα ξύλινο σκαρί από τη Σύμη! Ψόφια πράματα! Χαράνι στοπ. Κρίμα! Ντάξει, κάθε εποχή έχει τις ομορφιές της. Η δική μας, ποιες έχει; Κάποιες θα' χει, δεν μπορεί.
Αυτή την ανάγλυφη στο βράχο τριήρη κάπου την έχω ξαναδεί! Είναι πιστό, ή έτσι μου φαίνεται, αντίγραφο εκείνης που βρίσκεται στη βάση της αρχαίας ακρόπολης της Λίνδου. Ο Έλληνας ξεναγός δείχνει να ενοχλείται που βρίσκομαι ανάμεσα σ' αυτήν και το αλλοδαπό γκρουπάκι του. Το τουρ είναι χρονικά σφιχτό και πρέπει να τους ξεπετάξει. Εντάξει, μεγάλε, τελειώνω. Εξ άλλου βρέθηκα εδώ πριν από σένα.
ΤΟ ΒΡΥΣΑΚΙ
Η ζέστη είναι αφόρητη αλλά όταν ψωνίζομαι φωτογραφικώς μ'αυτό που με περιβάλλει δεν χαμπαριάζω από τίποτα. Ο στόχος μου είναι το Ποντικόκαστρο. Από κει πάνω, θα πρέπει να έχω μια εξαιρετική θέα του όλου μυχού.
Διασχίζω μια συνοικία του Γιαλού που τα περισσότερα από τα κτίρια της στέγαζαν άλλοτε οικογένειες εύπορων οικογενειών ή και δημόσιες υπηρεσίες. Τώρα χάσκουν ερειπωμένα μεταξύ φθοράς και κατάρρευσης, χωρίς στέγες, χωρίς πορτοπαράθυρα. Υπήρξαν στόχοι των εμπρηστικών βομβών του Δεύτερου Παγκόσμιου που ερείπωσαν το ένα τρίτο σχεδόν της πόλης. Μελαγχολικά φαντάσματα του σήμερα που περιμένουν κάποιον να τ' αγοράσει, να τ' αναστηλώσει και να εντάξει τη χρήση τους στην ανθούσα τουριστική βιομηχανία.
Ανήφορος. Τα δρομάκια στενά δαιδαλώδη και πεντακάθαρα. Σπίτια μονώροφα και διώροφα με δίρριχτες στέγες και αετώματα. Πόρτες με περιθύρωμα από πελεκητή πέτρα και παράθυρα με σιδεριές σφυρήλατες.
Όσο ανηφορίζω προς το Ποντικόκαστρο η κίνηση γίνεται όλο και πιο αραιή. Έως ανύπαρκτη. Λες και οι ντόπιοι δεν βγαίνουν ποτέ από τα σπίτια τους. Λες και οι μόνοι που έχουν λόγο να κυκλοφορούν εδώ είναι οι τουρίστες, οι αλλοεθνείς εργαζόμενοι εισαγωγής και κάποιοι ταξιδευτές με μια φωτογραφική στο χέρι.
Δεν βρίσκω ποιον να ρωτήσω το πού και προς τα πού. Υπολογίζω πως είμαι στις άνω παρυφές της πόλης που κάτω της, στο λιμάνι, λέγεται Γιαλός και δω πάνω στα ψηλά λέγεται Χωριό. Κάθομαι σε μια σκιά. Σκουπίζω τον ιδρώτα μου και ανάβω το τσιμπούκι.
Πρέπει να μου κόψεις τα χέρια για να μη το φωτογραφίσω. Μιλάμε για εξάρτηση δηλαδή. Δεν είναι παρά ένας τσίγκινος κατοχικός νιπτήρας, το "βρυσάκι" όπως το λέγαμε τότε, κρεμασμένος στον τοίχο της ανοιχτής αυλής, πάνω από έναν τσιμεντένιο νεροχύτη. Ασβέστης στο πάλλευκο και λαδομπογιά στο μπλε μαρέν. Με γυρίζει δεκαετίες πίσω.
ΓΟΥΕΡ ΑΡ ΓΙΟΥ ΦΡΟΜ;
Είμαι στους Μύλους λίγο πριν από το Ποντικόκαστρο, δίπλα σ' ένα μαντρί. Βλέπω έναν μπάρμπα με τραγιάσκα και γκλίτσα να με πλησιάζει έμπλεος περιεργείας. Γουέρ αρ γιου φρομ; μου λέει. Δεν πρόκειται για εκ παραδρομής επανάληψη του περιστατικού με την ντυμένη στα παραδοσιακά της γιαγιά στη Λίνδο. Πρόκειται για κατάσταση πραγμάτων στα τουριστοδίαιτα νησιά μας. Φρομ Αθήνα, του απαντώ. Μιλάς ελληνικά, ρε κουμπάρε; απορεί. Κοντεύω να τα ξεχάσω, του ξαναπαντώ.
Έχει τα γιδοπρόβατά του εδώ πάνω στα βραχοτόπια, έχει το σπιτικό του, έχει τα διηπειρωτικά εμβάσματα από τα παιδιά του που έμειναν στην ξενιτιά, έχει κι έναν απ αυτούς τους αναστηλωμένους από την αρχαιολογική υπηρεσία υπέροχους μύλους ιδιοκτησία του.
Τι να το κάνεις, το κράτος δεν μας αφήνει να τους ρίξουμε και να χτίσουμε ένα σπιτάκι για τα παιδιά μας. Διατηρητέος, λέει, ο Μύλος. Ναι αλλά είναι δικός μου από πάππου προς πάππου, κύριε κράτος. Δεν έχω δίκιο; Γιατί να του πω πως δεν έχει δίκιο αφού το ξέρει καλύτερα από μένα και ως πονηρούλης Έλληνας είναι υπέρ ή κατά της Πολιτείας κατά πως φυσά ο άνεμος των προσωπικών του συμφερόντων;
Κάτσαμε σε δυο ασβεστωμένα αγκωνάρια. Οφείλω να παραδεχτώ πως παρ' ότι είμαι γέννημα και θρέμμα της πόλης των Αθηνών, και συγκεκριμένα των Πετραλώνων, τα οποία ουδέποτε υπήρξαν βιότοπος αιγοπροβάτων, η για άλλους αποφορά που αποπνέουν οι τράγοι και τα γίδια, εμένα δε μ' ενοχλεί καθόλου. Ίσα, ίσα! Τη νοιώθω ως υγεία.
Υπάρχουνε δουλειές, λέει ο μπάρμπας, δόξα τω Θεώ, αλλά, να, δεν έχουμε αποχέτευση, πρόβλημα μεγάλο διότι τώρα δεν μας φτάνουν οι βόθροι όπως τα παλιά τα χρόνια. Δεν έχουμε και νερό. Άμα δεν βρέξει το χειμώνα, το καλοκαίρι δεν έχουμε νερό και μας το φέρνει το νερουλάδικο από τη Ρόδο. Επιδοτούμενο, δε λέω, αλλά.
Φέρνω την κουβέντα στα παλιά, στην σπογγαλιεία.
Εμείς οι Συμιακοί, λέει με καμάρι, είχαμε τους καλύτερους σφουγγαράδες. Κανείς δεν μας παράβγαινε. Κι ο Στάθης ο Χατζής, τον έχεις ακουστά; δικός μας ήτανε. Συμιακός. Ο Χατζής, που λες, έφτασε στα εβδομήντα τρία μέτρα βυθό και κράτησε αναπνιά τριάμισι λεπτά. Ρεκόρ παγκόσμιο που λένε.
Με σκάφανδρο; τον ρωτώ. Τι σκάφανδρο; τότενες οι παππούδες μας βουτούσανε ολόγυμνοι. Με τα σκάφανδρα που μας φέρανε οι ξένοι αρχίσανε κι οι χαμοί. Κάθε οικογένεια και τους νεκρούς της. Άλλα χρόνια τότενες. Τώρα, αυτά τα σφουγγάρια που είδες να πουλάνε στο Γιαλό, είναι εισαγωγής, για σας τους τουρίστες.
Με προσβάλεις, μπάρμπα.
Αργότερα, προς επίρρωση των λεγόμενών του, θα διαβάσω σ' ένα εξόχως κατατοπιστικό άρθρο του Συμαίου εκδότη Κώστα Κοντού, που αφορά σ' όλη αυτή την ιστορία της σπογγαλιείας, πως "... Από το 1866 μέχρι το 1955 κατεγράφησαν 10.000 θάνατοι με τα σκάφανδρα και 20.000 παραλύσεις στα σπογγαλιευτικά νησιά, ενώ το ίδιο διάστημα με τη γυμνή κατάδυση είχε μόνον 10 θύματα, τα 5 από καρχαρίες και τα υπόλοιπα από απώλεια του σκανταλιού, του σχοινιού δηλαδή που ανέσυραν τον δύτη."
Γκουντ μπάϊ, λέω στο μπάρμπα και συνεχίζω στην κακοτράχαλη ατραπό που θα με βγάλει στην κορυφή. Να ξανακλείσεις το φράχτη, μου φωνάζει καθώς ξεμακραίνω, μη και μου φύγουν τα ζώα. Ο κέϊ, μπάρμπα, θα τό' χω στα υπόψη.
Ποντικόκαστρο: Δεν είναι παρά κάποια λείψανα της κυκλικής τοιχοδομής του κάστρου που έχτισαν οι Σπαρτιάτες όταν νίκησαν τους Αθηναίους σε μια ναυμαχία ανάμεσα στη Σύμη και την Κνίδο. Τώρα στα χαλάσματά του και στις πέριξ εδαφικές πτυχώσεις κατοικούν αιγοπρόβατα. Γεγονός που διαπίστωσα κάπως απότομα όταν πετάχτηκε ξαφνικά από πίσω μου, από το φόβο του κι αυτός, ένας μαύρος τράγος ακολουθούμενος από το σόϊ του. Λαχτάρισα. Δεν θυμάμαι, έκλεισα το φράχτη;
Η θέα από το Ποντικόκαστρο είναι το κάτι άλλο. Μια ανεκτίμητη οπτική γωνία που θα μου επιτρέψει να απαθανατίσω και γω με τη σειρά μου την υπέροχη αυτή νήσο. Από δω, μέσ' απ αυτή την πανδαισία φωτοσκιών, χρωμάτων και μορφών, χάνονται και οι λίγες ασκήμιες των ανθρώπων.
ΠΡΩΤΙΕΣ
Απόγευμα. Είμαι αραχτός και ξεϊδρωτος στην πλακόστρωτη προκυμαία μπροστά στην είσοδο του "Αλίκη". Ψάθινες πολυθρονίτσες με βαθύσκιες ομπρέλες, διπλό εσπρέσο και, κατόπτευση - φωτογράφιση του ποικιλόμορφου και ποικιλόχρωμου αλλοεθνούς και ομοεθνούς πλήθους που σουλατσάρει ενθάδε ωσάν σε πασαρέλα. Ορκίζομαι εκ των προτέρων πως οι εθνολογικές επισημάνσεις μου αίτινες έπονται δεν είναι παρά προϊόν ζύμωσης πολύχρονων ταξιδιωτικών παρατηρήσεων.
Οι πιο φωνακλάδες, λοιπόν, είναι οι Ιταλοί και μετά οι Έλληνες. Οι πιο εκδηλωτικοί είναι οι Έλληνες και μετά οι Ιταλοί. Στα πουρμπουάρ οι πιο ανοιχτοχέρηδες είναι ωσαύτως οι Έλληνες. Οι δε πιο καρμίρηδες είναι οι Γερμανοί και έπονται οι Άγγλοι. Οι πιο δήθεν είναι οι Γάλλοι και έπονται οι Ιταλοί. Οι πιο μέθυσοι είναι οι Άγγλοι και έπονται οι Γερμανοί. Οι πιο αυθάδεις (αλλά και οι πιο αφελείς) είναι οι Αμερικάνοι. Οι πιο πολιτισμένοι, οι πιο εργατικοί αλλά και επίσης μεγάλες μπέκρες είναι οι Πολωνοί. Οι Πολωνίδες είναι οι πιο ανυπόκριτες και οι πιο άμεσες. Επ’ αυτού, έπονται οι Ρωσίδες. Τα ωραιότερα κορμιά είθισται, από κεκτημένη ταχύτητα, να θεωρούνται τα των Γαλλίδων, πλην όμως εγώ (χωρίς ίχνος σωβινισμού) θεωρώ ότι τα διαθέτουν οι Ελληνίδες μέχρι τα εικοσιοχτώ τους. Οι δε μάνες και οι γιαγιάδες τους μας έχουν προκύψει ως οι πιο χαμηλοκώλες παγκοσμίως. Στο ντύσιμο, και πάλι στις Ελληνίδες δίνω την πρωτιά ενώ στις Ιταλίδες τη δευτεριά. Στο ντύσιμο, επίσης, οι πιο αμήχανοι είναι οι Γερμανοί και οι Γερμανίδες μιας κάποιας ηλικίας. Όσο για τα υπερβάλλοντα λίπη, η πρωτιά μοιράζεται σε Γερμανούς, Αμερικάνους και Έλληνες άνω των πενήντα. Για ανάλογες πρωτιές, που αφορούν την εγκληματικότητα κυρίως, προτιμώ να μην τοποθετηθώ για λόγους τακτ.
ΜΠΟΓΚΟΥΣΑ
Η, όντως περίφημη, Καλή Στράτα με τα πεντακόσια σκαλοπάτια που συνδέει το Γιαλό με το Χωριό, δεν είναι άλλη παρά η ίδια που διέτρεξα και χτες, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, μετά το Ποντικόκαστρο. Και η Μεγάλη Παναγιά με την "ανεπανάληπτη" θέα προς το Γιαλό, δεν είναι άλλη από την ίδια εκκλησία όπου κατέληξα και χτές στην άγονη προσπάθειά μου να βρω μια ακόμη καλύτερη οπτική του λιμανιού.
Το κακό με τη Σύμη, όπως και με άλλες νησιωτικές και ηπειρωτικές επαρχίες της χώρας, είναι το ότι δεν συναντάς εύκολα ντόπιους για να ρωτήσεις το πού και πώς. Δεν είναι καθόλου υπερβολή αυτό. Τα χωριά μας, ανάλογα και με την εποχή του έτους φυσικά, είναι ή ακατοίκητα (ασχέτως με την πληθωρική και συχνά αυθαίρετη δόμηση των "εξοχικών" των νεοελλήνων) ή υπερκατοικημένα από τον περαστικό τουρισμό και τον, λίγο πολύ μόνιμο, πληθυσμό του εισαγόμενου εργατικού δυναμικού. Μήπως ξέρετε πού;... Εγκώ δεν ξέρει, είμαι από Βόρειο `Ηπειρο... Κανείς δεν ξέρει.
Πεντακόσα σκαλοπάτια! Πρωί πρωί! Κατόπιν τούτου τι να σου κάνουν τα γυμναστήρια; Ευτυχώς που αυτή τη φορά δεν ξέχασα το ειδικό για τον ιδρώτα πετσετάκι μου. Όταν ξέρεις ότι μπορείς ν' αποτυπώσεις με τη φωτογραφική σου αυτό που βλέπεις και όπως το βλέπεις, κάθε φραστική περιγραφή καθίσταται ισχνή. `Η, άλλως, η φραστική περιγραφή και η απεικόνιση του ίδιου θέματος, όταν δεν είναι μεταξύ τους συμπληρωματικές, είναι ανταγωνιστικές. Θα περιοριστώ, λοιπόν, να δηλώσω πως η πόλη της Σύμης διαθέτει μια γαλήνια ομορφιά, απ αυτές που κάθε φορά και αυθορμήτως χαρακτηρίζω "ανυπέρβλητες", "ανεπανάληπτες" και άλλα τέτοια ενθουσιώδη.
Είμαι στο δρόμο της επιστροφής από την Καλή Στράτα. Είναι δω ένα σκιερό καφενεδάκι πού' χα τσεκάρει από χτες. Ότι πρέπει για να ξεχάσεις τον καύσωνα. Το όνομα αυτής που σερβίρει τον παγωμένο φραπέ μου, Μπογκούσα.
Είσαι Πολωνή;
Εγώ μπαμπά Πολωνό, μαμά Ελληνίδα πρόσφυγας, καταλαβαίνεις; Εμφύλιο, πώς το λέτε σεις;
Προσπαθεί να με συγκινήσει. Φαίνεται ότι πιάνει το μελό της προσφυγιάς. Και δικαίως, ιδίως αν πρόκειται για τη δική μας, της υποχώρησης του Δημοκρατικού Στρατού. Γλυκιά, υπερδραστήρια και τσαχπίνα η Μπογκούσα. Απ’ αυτή θα μάθω ότι πολύ λίγοι ντόπιοι δουλεύουν ως μανάβηδες, μπακάληδες, σφουγγαροπώλες, δημόσιοι υπάλληλοι και πάντως όλοι, ή σχεδόν όλοι, έχουν τον Πολωνό ή τον Αλβανό τους, ανάλογα με την ειδικότητα. Νοικιάζουν τα σπίτια τους σ' επιχειρηματίες αλλοδαπούς ή από την ηπειρωτική Ελλάδα, για να γίνουν ρουμς του λετ, οτελς ή μπαρ, έχουν συχνά και το έμβασμα των παιδιών από τα ξένα, γιατί να δουλέψουν;
Παίρνεις καλά λεφτά, Μπογκούσα; Εγώ, δουλεύει για τρεις, μου απαντά, και παίρνει λεφτά για δύο, καταλαβαίνεις; Και βέβαια καταλαβαίνω, Μπογκούσα, εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι πού κρύβεται η φτωχή Ελλάδα. Σου λέω τη σκέψη μου, Μπογκούσα, κι ας σου φανεί ιδεολογικώς αμαρτωλή. Αμαρτωλή; τι θα πει αμαρτωλή; απορεί η Μπογκούσα. Έλα ντε!
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν