ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 1, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ MOORA MOORA.
Moora moora. Σιγά σιγά. Η απάντηση της Μαδαγασκάρης στη δυτική αντίληψη «ο χρόνος είναι χρήμα». Εδώ ο χρόνος δεν είναι αντίπαλος κανενός νευρόσπαστου, επιδιδόμενου στον άπελπι αγώνα δρόμου να προλάβει το δεν ξέρω τι. Ούτε ανταλλάξιμη αξία για τη συσσώρευση αγαθών. Εδώ ο χρόνος ανήκει στα «μικρά» της ζωής, που είναι και η ουσία της. Να κοιτάς το ποτάμι να κυλάει, ν’ ακούς τα φύλλα να θροΐζουν, ν’ ανασαίνεις το άρωμα των λουλουδιών. Ζωή σε ενεστώτα χρόνο, να τι είναι η Μαδαγασκάρη.
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτό: Κώστας Ζυρίνης
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 87 / 30.10.2001
ΟΤΑΝ ΘΑ ΛΑΒΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Αγαπητέ φίλε Μιχάλη,
Κοντεύει μήνας που μας έχεις χάσει κι επειδή σε ξέρω καλά φαντάζομαι τι μας έχεις σούρει όλον αυτόν τον καιρό που “τα γαϊδούρια δεν έχουν δώσει σημείο ζωής”.
Τι να σου λέω τώρα; Ότι δημόσια τηλέφωνα για διεθνείς κλήσεις έτυχαν μόνο δύο στο δρόμο μας ως τώρα κι ότι σε καλέσαμε αλλά έλειπες; Κόβω το κεφάλι μου πως δεν θα το πιστέψεις. Κι όμως έτσι είναι.
Κι αν δεν ήταν η δική σου γκρίνια, και η δικαιολογημένη ανησυχία της μάνας μου για την ακεραιότητά μας, γεγονός που μας επιβάλει την αναζήτηση κάποιου μέσου υπερπόντιας επικοινωνίας, σε βεβαιώνω πως δεν θα είχαμε καν αντιληφθεί πόσο μικρή διάδοση έχει στη Μαδαγασκάρη η καθ’ όλα σπουδαία εφεύρεση του Μπελ.
Ίσως γιατί το μόνο που δεν λείπει εδώ είναι η πραγματική επαφή των ανθρώπων μεταξύ τους, σε αντίθεση με αυτά που βιώνουμε εμείς στην πολιτισμένη Δύση όπου η ουσιαστική επικοινωνία είναι αντιστρόφως ανάλογη με τα δεκάδες μέσα που διαθέτουμε για την πραγμάτωσή της. Έτσι σκέφτηκα να επιστρέψω κι εγώ στη ξεχασμένη χρήση του παραδοσιακού ταχυδρομείου, στέλνοντας σου πλήρη αναφορά πεπραγμένων, γραμμένων με στυλό εφ’ απλού χάρτου. Η μέθοδος αυτή θα μας γλιτώσει συν τις άλλοις από τις πολλές ερωτήσεις σου κατά τη διάρκεια της προβολής των σλάιντς στο σπίτι μας. Καθόλου ευκαταφρόνητο πλεονέκτημα! Και τώρα καιρός ν’ ανοίξεις κάνα άτλαντα, αγεωγράφητε, να εντοπίσεις σε ποια πλάτη και μήκη της Γης περιφέρονται οι κολλητοί σου. Έτοιμος; Πάμε λοιπόν!
ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ
Ντιέγκο Σουαρέζ, ή αλλιώς Αντσιρανάνα, ονομάζεται η πόλη του απώτατου βορρά της Μαδακασκάρης απ’ όπου ξεκινήσαμε το πρωί καλύπτοντας καμιά εκατοστή χιλιόμετρα μέχρις εδώ, στο Εθνικό Πάρκο του Ανκαράνα, όπου στήσαμε και τον καταυλισμό μας.
Ψυχή ζώσα δεν υφίσταται σε ακτίνα πολλών δεκάδων χιλιομέτρων, παρ’ εκτός βεβαίως απ’ αυτές που απαρτίζουν την ομάδα μας και την πανίδα του δάσους. Η Φύση κι εμείς. Μια φύση σχεδόν αδιατάραχτη από ανθρώπινες δραστηριότητες, και που γι αυτό μας ανταμείβει απλόχερα με την εμπιστοσύνη των άφοβων (για την ώρα) θηλαστικών της.
Για να καταλάβεις τι εννοώ, απόψε την ώρα του δείπνου τα fosa fosa (μια μαδαγασκαριανή εκδοχή της σαρκοβόρας μοσχογαλής) πλησιάζανε την υπαίθρια “κουζίνα” μας προς αναζήτηση μεζέ, αδιαφορώντας παντελώς για την πολλαπλάσια σε όγκο, και ενδεχομένως επικίνδυνη γι αυτά, παρουσία μας. Είδαμε και πάθαμε να τα κρατήσουμε σε απόσταση ασφαλείας όσο ετοιμαζόταν η πιατέλα με το κοτόπουλο. Εκείνα επανέρχονταν κάθε τόσο να διεκδικήσουν μερίδιο, επίμονα σαν αδέσποτοι σκύλοι. Εννοείται πως στο τέλος μοιραστήκαμε το γεύμα μας μαζί τους. Ο πρώτος εξάλλου κανόνας της ειρηνικής συνύπαρξης είναι η δίκαιη κατανομή των αγαθών, άσχετα αν οι άρπαγες αυτού του πλανήτη επιμένουν να το ξεχνούν.
Τώρα, έξω από το αντίσκηνό μας απλώνεται σκοτάδι αδιαπέραστο. Το θρόισμα των φύλλων από τις σποραδικές ριπές του ανέμου φτάνει εδώ μέσα ίδιο βουητό κυμάτων φουρτουνιασμένης θάλασσας που τσακίζεται στα βράχια ενώ η σιωπή αντιλαλεί τις κραυγές των μικρών νυκτόβιων λεμούριων σαν ένα αόρατο φυσικό ηχείο. Μαγεία!
ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΗΤΟ
Σύμφωνα με τον χάρτη, μόλις καμιά τετρακοσαριά χιλιόμετρα χωρίζουν τη Μαδαγασκάρη από την ακτή της Μοζαμβίκης, γεγονός που γεωγραφικά τουλάχιστον την κατατάσσει ως ανήκουσα στην Αφρική.
Μη βιαστείς όμως να βγάλεις συμπεράσματα περί τη γεωλογία ή την εθνο- ανθρωπολογική σύνθεση της νήσου βασιζόμενος στην εγγύτητα της Μαύρης Ηπείρου γιατί θα την πατήσεις. Και εξηγούμαι αμέσως:
Σε αντίθεση με τα γειτονικά νησιά του Ινδικού (Μαυρίκιος, Ρεϋνιόν, Κομόρες και άλλα μικρότερα) , η Μαδαγασκάρη δεν έχει ηφαιστειακή καταγωγή αλλά χρωστάει την ύπαρξή της, ως νησί, στην μετακίνηση των τεκτονικών πλακών.
Πριν από 165 εκ. χρόνια, κι ενώ το κομμάτι της Γης που έμελλε στη συνέχεια να ονομαστεί Νότια Αμερική αποχαιρετούσε την Αφρική βάζοντας πλώρη για βορειοδυτικά, η Μαδαγασκάρη που ήταν επίσης ενσωματωμένη τότε στον ίδιο κορμό (μάλλον κάπου στο ύψος της Σομαλίας), αποφάσισε κι αυτή πως ήταν καιρός να απογαλακτίσει και να τραβήξει το δικό της ανεξάρτητο δρόμο προς νότο. Τις συνέπειες αυτής της πρώιμης αυτονόμησης φαντάζομαι να τις αντιλαμβάνεσαι.
Λίγα πράγματα πήρε μαζί της η Μαδαγασκάρη εγκαταλείποντας την πατρική εστία.
Εμφανές αφρικάνικο δάνειο αποτελεί το αιμάτινο χρώμα μεγάλων εκτάσεων λατερίτη, υπεύθυνο για την προσωνυμία της χώρας ως “Κόκκινο Νησί”. Κατά τα άλλα όμως, η Μαδαγασκάρη είναι αυτό που θα λέγαμε “αυτοδημιούργητη”.
Δηλαδή τα περισσότερα απ’ όσα φυτρώνουν ή ζουν σήμερα στο έδαφος της, διαμορφώθηκαν ανεξάρτητα από την εξέλιξη των ειδών στη γενέθλια ήπειρο και είναι έργα αμιγώς μαδαγασκαριανά.
Μιλάμε εν ολίγοις για ένα νησί ανάδελφο, όπου τέσσερα στα πέντε από τα δώδεκα χιλιάδες είδη της χλωρίδας που στολίζουν την επιφάνεια του είναι ενδημικά. Με πρώτα κι εντυπωσιακότερα βεβαίως τα ανεπανάληπτα μπαομπάμπ.
Και μη με ρωτήσεις τι είναι αυτό κι αν τρώγεται, γιατί αν δεν είχες εξορίσει από τη ζωή σου τη λογοτεχνία και την ποίηση υπέρ της τηλεόρασης, θα’ χες διαβάσει τον “Μικρό Πρίγκιπα” οπότε θα είχες τουλάχιστον ακούσει για τα μπαομπάμπ. Τέλος πάντων, άμα έρθει η στιγμή, θα σου πω γι αυτά, για την ώρα όμως βολέψου με τις φωτογραφίες που σου στέλνω, να δεις για τι υπέροχα δέντρα μιλάμε.
Άσε πια η πανίδα! Φαντάσου ένα παιδί ξαμολημένο σ’ ένα πολυκατάστημα με παιχνίδια, για να καταλάβεις την αγαλλίαση των βιολόγων μπροστά στην ποικιλία των έμβιων όντων της Μαδαγασκάρης. Λέω να μη σε ζαλίσω μ’ αριθμούς, αλλά σ’ αυτή τη φάση συγκράτησε μόνον αυτό: Πάνω από 95% των ερπετών, των αμφίβιων και των πεταλούδων, καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία των χερσαίων θηλαστικών, με εξέχοντες βεβαίως τους λεμούριους, είναι ενδημικά και δεν απαντώνται σε καμιά άλλη γωνιά του πλανήτη.
Κι οι άνθρωποι; θα αναρωτηθείς. Από πού προέρχεται αυτή η πανσπερμία φυλών που θαυμάζεις στις φωτογραφίες, με δέρματα σε όλες τις αποχρώσεις του καφέ, από το σχεδόν μαύρο του εβένου που ζώνει τις παράκτιες περιοχές, μέχρι τις διάφορες ανοιχτόχρωμες παραλλαγές που απαντώνται στα κεντρικά υψίπεδα της χώρας; Για άλλη μια φορά, οι απαντήσεις κρύβουν εκπλήξεις και οπωσδήποτε δεν είναι αυτές που θα υπολόγιζε κανείς με βάση τη γεωγραφία.
Ο ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΣ
Πρώτα πρώτα πρέπει να ξέρεις ότι η χρονολογική απαρχή του εποικισμού της Μαδαγασκάρης παραμένει σκοτεινή από πολλές απόψεις. Οι περισσότεροι ειδικοί πάντως την τοποθετούν μόλις πριν από 1500-2000 χρόνια, παρά την εγγύτητα της νήσου με την αφρικανική ήπειρο. Στα χρόνια δηλαδή που το μεγαλύτερο μέρος της γνωστής ανθρωπότητας στέναζε κάτω από τη σιδερένια φτέρνα της Pax Romana, η Μαδαγασκάρη ανήκε ακόμα αποκλειστικά στους λεμούριους και τα μπαομπάμπ της. Περίπου τότε, απ’ ό,τι φαίνεται, άρχισαν να προσεγγίζουν τις ακτές της οι πρώτοι έποικοι, και -ω, της έκπληξης! - δεν προέρχονταν από την κοντινή Αφρική αλλά, μάντεψε από που: Από τη μαλαϊκή χερσόνησο και την πολυαγαπημένη μου Ινδονησία!
Η αλήθεια είναι ότι οι Αφρικανοί ποτέ δεν φημίζονταν για τη ναυτοσύνη τους, σε αντίθεση με τους Ινδονησιομαλαίσιους που από καταβολής ιστορίας τους, άλλη δουλειά δεν κάνανε από το να σεργιανούν τις θάλασσες και να απλώνουν την εμπορική και πολιτισμική επιρροή τους από δω κι από κει. Στην περίπτωση όμως της Μαδαγασκάρης, μιλάμε για κοντά εξίμιση χιλιάδες χιλιόμετρα απόσταση Ινδικού Ωκεανού, όσα περίπου κάλυψε ο Κολόμβος διαπλέοντας τον Ατλαντικό μέχρι να πέσει πάνω στα πρώτα νησιά της Καραϊβικής.
Κι αν οι καραβέλες που διέθεσε στον Γενοβέζο εξερευνητή η στριμμένη συνονόματή μου βασίλισσα της Ισπανίας σου φαίνονται σήμερα σκέτα καρυδότσουφλα, φαντάσου τα πλεούμενα των ασιατών ναυτικών του 300 ή 400 μ.Χ.!
Βεβαία, πρέπει να σου πω πως κατά μία εκδοχή, εικάζεται ότι οι πρώτοι έποικοι δεν ακολούθησαν την ευθεία οδό αλλά κινήθηκαν αρχικά κατά μήκος των βόρειων ακτών του Ινδικού, εμπορευόμενοι με την Ινδία, την Αραβία και την Ανατολική Αφρική ώσπου βρέθηκαν κάποια στιγμή στην τότε έρημη από κατοίκους Μαδαγασκάρη. Εξίσου όμως ισχυρή προβάλει και η άποψη σύμφωνα με την οποία, κάποιοι ψυχωμένοι της εποχής εκείνης μπάρκαραν με αφετηρία τα νησιά του ινδονησιακού αρχιπελάγους και διέσχισαν εγκάρσια τον Ινδικό σε αναζήτηση νέων στεριών, σπρωγμένοι από τους βορειοανατολικούς ανέμους και τα θαλάσσια ρεύματα. Ένας μάλιστα ένθερμος και ριψοκίνδυνος θιασώτης αυτής της θεωρίας, κατάφερε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 να αποδείξει έμπρακτα το εφικτό του εγχειρήματος, ξεκινώντας από το Μπάλι πάνω σ’ ένα πρωτόγονο πλεούμενο και καλύπτοντας χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς τη διαδρομή μέχρι τη Μαδαγασκάρη. Όπως και να’ χει το πράγμα, το βέβαιο είναι ότι η πλειοψηφία των σημερινών Μαδαγασκαριανών, ή άλλως πως Μαλαγκάσι, κατάγονται από αυτούς τους πρώιμους Ινδονησιομαλαίσιους έποικους που εδώ αποκαλούνται συλλογικά Βαζίμπα.
Όσο για την αφρικανική συμμετοχή στον εποικισμό της Μαδαγασκάρης, μολονότι φυλετικά εμφανέστατη, παραμένει ακόμα σκοτεινή με την έννοια ότι λείπουν τα σχετικά ευρήματα που να πιστοποιούν το πώς και το πότε. Οι ερευνητές απλά υποθέτουν ότι διάφορες φυλές μπαντού, ορισμένες εξ’ αυτών εξισλαμισμένες, διέσχισαν κάποια στιγμή τον πορθμό της Μοζαμβίκης και αναμείχτηκαν με τους ήδη εγκατεστημένους Ασιάτες. Κάπως έτσι ζυμώθηκαν με τα χρόνια οι δεκαοχτώ διαφορετικές φυλές που κατοικούν σήμερα στο νησί κι από τις οποίες ξεπήδησε ένας μοναδικός στο είδος του αφροασιατικός πολιτισμός.
Αυτά γι απόψε, φιλαράκο, και κάπου εδώ αναγκαστικά θα διακόψω, γιατί οι μπαταρίες των φακών πνέουν πια τα λοίσθια. Άσε που η αυριανή μέρα περιλαμβάνει μια περίπου εφτάωρη πορεία αλλέ-ρετούρ στους βράχινους σχηματισμούς των “τσίνγκυ” (θα σου γράψω μια άλλη φορά γι αυτά), και δεν ξέρω αν και πως θα τα βγάλω πέρα. Πάντως, αν επιζήσω, υπόσχομαι να επανέλθω.
MOORA MOORA
Επέζησα! Καλύπτοντας μάλιστα εκείνη την περίφημη πορεία στον απολύτως τιμητικό χρόνο των εξίμιση ωρών. Κι επειδή ακόμη κι από δω, οχτώ χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, μαντεύω ένα υφάκι αμφισβήτησης στην έκφραση σου, επικαλούμαι τη μαρτυρία ανδρός και υιού, του Ζυρ και του Ορέστη δηλαδή, που αυτή τη στιγμή λικνίζονται δίπλα μου σε ισάριθμες αιώρες και πιστοποιούν αβίαστα πως ουδείς με κουβάλησε στην πλάτη του.
Να σ’ ενημερώσω δε πως από χτες έχει σημειωθεί μεταβολή στον τόπο διαμονής μας, κι έχουμε ανταλλάξει τα αντίσκηνα μας με κάτι υπέροχα καλαμένια καλύβια, καθώς και το δάσος του Ανκαράνα με μια θεϊκή παραλία στα περίχωρα του Ντιέγκο Σουαρέζ.
Αυτήν την ώρα που σου γράφω, το φως της ημέρας ετοιμάζεται να παραδώσει τη σκυτάλη στο ασταθές ηλεκτρικό ρεύμα όσων ελάχιστων οικημάτων εδώ γύρω διαθέτουν κάποια γεννήτρια. Οι υπόλοιποι Μαλαγκάσι ανά την επικράτεια θ’ ανάψουν σε λίγο τα κεριά και τις λάμπες θυέλλης, θα τις αποθέσουν στο χωμάτινο δάπεδο της καλύβας τους, στο πάγκο με τα εμπορεύματα και στα κατώφλια των λάσπινων σπιτιών, και θα συνεχίσουν κανονικά τις δραστηριότητες τους για τρεις-τέσσερις ώρες μέχρι να ’ρθει η στιγμή να πλαγιάσουν. Ζήτημα ρουτίνας σε μια χώρα όπου μόλις ένα στα δέκα νοικοκυριά διαθέτει ηλεκτροδότηση. Και μιλάμε βεβαίως αποκλειστικά για σπίτια μεγάλων αστικών περιοχών. Στα χωριά και τις κωμοπόλεις ούτε λόγος να γίνεται.
Κι όμως, ούτε που φαντάζεσαι πόση ζωή πάλλεται τα βράδια με επίκεντρο αυτές τις μικρές εστίες φωτός, ολόκληρες οικογένειες μαζεμένες σαν νυχτοπεταλούδες γύρω από τις φλογίτσες, να μοιράζονται στα δώδεκα μια πιατέλα ρύζι με σάλτσα, να κουβεντιάζουν με φίλους, να παζαρεύουν μικροαντικείμενα, να σκαλίζουν ξύλα, να μπαλώνουν δίκτυα, να παίζουν χαρτιά και σκάκι, όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως, και απολύτως προσαρμοσμένοι σε συνθήκες περιορισμένης ορατότητας. Και μέσα σ’ όλα, πάντα να περισσεύουν οι φιλόξενες αγκαλιές για να κουρνιάζουν μέσα τους κουρασμένα παιδιά και κοιμισμένα βρέφη.
Πρόσωπα χαρούμενα και χαμογελαστά παρά την απόλυτη λιτότητα της ζωής τους. Ή μήπως χάρη σ’ αυτή; Άνθρωποι που ζούνε με το τίποτε και χαίρονται με το παραμικρό. Γιατί στους απομονωμένους οικισμούς της μαδαγασκαριανής επαρχίας η ζωή όλων συνοψίζεται λίγο πολύ στα ίδια: μια καλύβα ή ένα λασπόσπιστο, λίγα μέτρα καλλιεργήσιμης γης ή μια ψαρόβαρκα. Α ναι, και μια αντίληψη της οικογένειας τόσο διευρυμένης που φτάνει να αγκαλιάζει ολόκληρο το χωριό και όχι μόνο.
Πρόκειται για μια περίπου ισότητα ανάμεσα στα μέλη μικρών κοινοτήτων που ασφαλώς δεν περιλαμβάνουν στην τοπική τους διάλεκτο όρους όπως “οικονομία της αγοράς”, “κοινωνία της κατανάλωσης” ή “ρυθμοί ανάπτυξης”. Και οπωσδήποτε όχι έννοιες όπως άγχος, βιασύνη ή αποδοτικότητα. Moora moora, είναι οι πρώτες λέξεις που μάθαμε στα Μαλαγκάσι: Σιγά σιγά. Η απάντηση της Μαδαγασκάρης στη δυτική αντίληψη περί χρόνου, που είναι ή οφείλει να είναι, χρήμα. Εδώ αντίθετα, ο χρόνος δεν είναι αντίπαλος κανενός αρρωστημένου νευρόσπαστου, επιδιδόμενου στον απέλπιδα αγώνα δρόμου να προλάβει το δεν ξέρω τι. Ούτε είναι μια συνεχής αντιμετάθεση της ζωής στο μέλλον. Μετά την αγορά του αυτοκινήτου, μετά την εξόφληση του στεγαστικού δανείου, μετά την επέκταση της επιχείρησης, μετά τις σπουδές των παιδιών, μετά τη συνταξιοδότηση, μετά θάνατον…. Και σίγουρα δεν είναι ανταλλάξιμη αξία, σφαχτάρι στο βωμό της μάχης για τη συσσώρευση αγαθών. Που εξασφαλίζουν, υποτίθεται, την ευτυχία, μόνο που δεν μένει πια ο χρόνος να τη ζήσεις. Εδώ ο χρόνος είναι φίλος και σύμμαχος, και αξία αυθύπαρκτη.
Χρόνος για να μοιράζεσαι τελετουργικά τα γεύματα της ημέρας, κι ας είναι το φαί λιγοστό. Παρέα με συγγενείς και φίλους κι όχι βιαστικά στα όρθια σε κάποιο φαστ φουντ. Χρόνος συναναστροφής και αλληλοβοήθειας με τον γείτονα στα αναγκαία της ζωής. Στη συγκομιδή του ρυζιού, στην επισκευή της στέγης πριν από την περίοδο των βροχών, στη μεταφορά κάποιου άρρωστου συγχωριανού στην πόλη. Αμοιβαία ανθρώπινη συμπαράσταση αντί για συνεχή αγορά απρόσωπων και συνήθως άχρηστων υπηρεσιών και προϊόντων. Χρόνος για τα “μικρά” της ζωής, που είναι και η ουσία της. Ν’ ακούς τα φύλλα να θροΐζουν, ν’ ανασαίνεις το άρωμα των λουλουδιών, να κοιτάς τη Φύση ν’ αλλάζει χρώματα στο διάβα της ημέρας. Ζωή σε ενεστώτα χρόνο, να τι είναι η Μαδαγασκάρη.
Και κοιτώ αυτούς τους απλούς ανθρώπους με την φυσική πραότητα, το ανυστερόβουλο χαμόγελο και την απροσποίητη ευγένεια, που μόνο στους λεγόμενους πρωτόγονους λαούς μπορείς ακόμα να συναντήσεις και τρέμω την ώρα των “εκπολιτιστών”. Αυτών που καραδοκούν να πλημμυρίσουν με τα καταναλωτικά σκουπίδια τους μια αγορά μέχρι πρότινος κλειστή στη Δύση και ν’ απλώσουν το μακρύ τους χέρι στα παρθένα κοιτάσματα χρυσού και πολύτιμων λίθων του νησιού. Και μην ακούσω πάλι για τα καλά του δυτικού πολιτισμού, για την παιδεία, την δημοκρατία, την περίθαλψη, για τα άλματα της τεχνολογίας και της ιατρικής, όχι τουλάχιστον από σένα Μιχάλη. Γιατί ποτέ μου δεν σου τα αρνήθηκα και το ξέρεις. Μόνο που αυτές οι κατακτήσεις του Ανθρώπου δεν περιλαμβάνονται στη λίστα των εξαγωγών προς τις Μαδαγασκάρες του πλανήτη. Κόκα κόλα, Μακ Ντόναλντς, Σήμενς και άλλα συναφή είναι η συνεισφορά της Δύσης στον εκπολιτισμό των “άγριων”. Α, ναι, και μερικοί επιλεγμένοι τύραννοι και χούντες της αρεσκείας της. Γιατί, ως γνωστόν, τα υπόλοιπα τριτοκοσμικά καθεστώτα, εκλεγμένα ή μη, τα πήρε ο διάολος αν παρ’ ελπίδα δεν εξασφαλίσουν πρώτα τη σφραγίδα της έγκρισης από κει που πρέπει.
Ο ΜΑΜΥ
Η γνωριμία μας ξεκίνησε ως μια συνηθισμένη επαγγελματική σχέση ανάμεσα σε πελάτες και οδηγό ναυλωμένου αυτοκινήτου. Για να μετεξελιχθεί μέσα σε λίγες μέρες σε μια φιλία που σφράγισε ανεξίτηλα την εδώ διαμονή μας. Και που μόνο για χάρη της θα άξιζε να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στη Μαδαγασκάρη. Τρεις βδομάδες μας περιέφερε ο Μάμυ με το τετράτροχό του, από την πρωτεύουσα Ανταναναρίβο μέχρι την Μορουντάβ και την Μπεκοπάκ κι από κει σε όλη την απάτητη δυτική ακτή ως την Τυλεάρ και το Σεντ Ωγκυστέν, πριν αρχίσουμε να ανηφορίζουμε την επιλεγόμενη “Εθνική Οδό αριθμό 7” προς τα πιο “αναπτυγμένα” κεντρικά υψίπεδα:
Προς τους ασβεστολιθικούς όγκους και τα φαράγγια του Ισάλ. Προς τα πατρογονικά εδάφη των ανοιχτόχρωμων φυλών Μπετσιλέο και Μερν, με τις εμφανείς ασιατικές καταβολές. Τις φυλές που έχουν κάνει την καθημερινότητά τους έργο τέχνης χωρίς να το ξέρουν, ζωγραφίζοντας ολόκληρα τοπία με τις καλλιέργειες και τα σπίτια τους. Αμπαλαβάο, Φιαναραντσόα, Ρανομαφάν, Αμπούστρ, Αντσιράμπε... Μέρες στα χρώματα των ορυζώνων, σκαλοπάτια γιγάντων που κατρακυλάνε τις πλαγιές, στεφανωμένα με τον πιο βαθύ μπλε ουρανό που ’χουν αντικρίσει τα μάτια μου. Μέρες στα σχήματα των χωραφιών, αφηρημένα γεωμετρικά μοτίβα στα απλωμένα χαλιά των οροπεδίων.
Μέρες στις γήινες αποχρώσεις των διάσπαρτων αγροτόσπιτων, από το αργιλώδες λευκό μέχρι το εκτυφλωτικό κόκκινο του λατερίτη, περνώντας ενδιάμεσα απ’ όλες τις παραλλαγές της ώχρας και του ροζ. Μέρες στο ρυθμό του moora moora, με τον Μάμυ να ξεδιπλώνει την ιστορία της πατρίδας του μαζί με τη μεταδοτική γαλήνη της σκέψης και της καρδιάς του. Πρόσφατα χωρισμένος από την Βελγίδα φίλη του που του ζήτησε να τον ακολουθήσει στις Βρυξέλλες. Πήγε, είδε κι απήλθε. Την αγαπάει, λέει, μα εκεί πέρα αποκλείεται να ζήσει. Γιατί εκεί οι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κάθε στιγμή από το άγχος τους να την κερδίσουν.
Όνειρό και φιλοδοξία του Μάμυ να συνεχίσει να κάνει όσο ζει ό,τι κάνει και σήμερα, ώσπου ν’ αποχαιρετήσει μια μέρα τον κόσμο ταξιδιώτης στο τιμόνι, σε κάποια απόμερη γωνιά της πατρίδας του.
Στη ζούγκλα της ανατολικής ακτής, ή στην έρημο του νότου.
Ή ακόμα στη δυτική σαβάνα, στη ρίζα ενός μπαομπάμπ, ή σε κάποιο χέρσο χωράφι, σπαρμένο τερμιτοφωλιές.
Έστω στις περιοχές εκείνες όπου, προς μεγάλη δυστυχία του και δική μας, οι φτωχοί νομάδες εκτροφείς των ζεμπύ, των μαδαγασκαριανών βοδιών με την αστεία καμπούρα, επιμένουν να καίνε τη γη για να χορταριάσει και να βοσκήσουν τα ζώα τους. Καταστρέφοντας συνάμα τα λίγα εναπομείναντα δέντρα της σαβάνας, υπολείμματα των δασών που άλλοτε σκέπαζαν ολόκληρο σχεδόν το νησί.
Να ζήσει και να πεθάνει στη Φύση, θέλει ο Μάμυ. Οπουδήποτε, αλλά όχι στην πόλη.
Έστω κι αν αυτή λέγεται Ανταναναρίβο, η πρωτεύουσα της χώρας, που στα δικά μας μάτια φαντάζει περισσότερο σαν ένα μεγάλο κι ευχάριστο απλωμένο χωριό. Με αραιές συνοικίες από σπίτια στην πλειοψηφία τους διώροφα, και σπαρμένα ρυζοχώραφα ανάμεσα τους.
Για τα μέτρα του Μάμυ όμως η Ανταναναρίβο είναι πόλη. Όπως είναι κάθε μέρος όπου στην ηχητική του μπάντα δεν κυριαρχούν οι συγχορδίες των πουλιών αλλά τα κλάξον των αυτοκινήτων. Και για τον Μάμυ, το αντάμωμα με την Φύση και τις μικρές κοινότητες των ανθρώπων που ζουν κοντά της είναι το παν.
Όσο πιο κακοτράχαλος ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτές τόσο το καλύτερο. Γιατί αυτό αποτελεί εγγύηση για συναντήσεις αυθεντικές, σε περιοχές σχεδόν ανέγγιχτες από τις έτσι κι αλλιώς λιγοστές ακόμα εξωτερικές επιδράσεις του τουρισμού. Σ’ αυτές μας πήγε ο Μάμυ κι έχουμε ιστορίες πολλές να σου διηγηθούμε, φιλαράκο, αλλά moora moora, δεν χωράνε όλα σ’ ένα γράμμα.
ΧΩΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙΣ
Ογδόντα χιλιάδες όλες κι όλες οι αφίξεις ξένων επισκεπτών που καταγράφονται ετησίως στη Μαδαγασκάρη. Ήτοι εφτά χιλιάδες το μήνα κατά μέσο όρο. Τόσοι περίπου είναι σπαρμένοι αυτή τη στιγμή μαζί μας πάνω στο τέταρτο σε μέγεθος νησί του κόσμου (μετά τη Γροιλανδία, τη Νέα Γουϊνέα και τη Βόρνεο). Εφτά χιλιάδες ταξιδιώτες ανάμεσα σε δεκατέσσερα εκατομμύρια Μαλαγκάσι, σε μια επιφάνεια όσο περίπου και της Γαλλίας! Αν αυτή η χώρα δεν αποτελεί πρόκληση και πρόσκληση για εξερεύνηση, τότε τι; Μια απάντηση βρίσκεται ίσως στα λόγια του Ορέστη που σήμερα το πρωί ξεπροβάλλοντας από την καλύβα του, αντί για καλημέρα μας δήλωσε εντελώς αναπάντεχα πως ήταν τελικά μεγάλο λάθος που επιλέξαμε τη Μαδαγασκάρη για διακοπές. Πριν προλάβει κανείς μας ν’ απορήσει μ’ αυτήν του την κρίση που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το χαμόγελο αγαλλίασης στο πρόσωπό του, η αμέσως επόμενη φράση του ξεκαθάριζε τα πράγματα με τον σαφέστερο τρόπο. Αυτή η χώρα, λέει, δεν είναι για επίσκεψη. Είναι για να μείνεις.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης για τη Μαδαγασκάρη:
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 2 - ΤΣΙΝΓΚΥ, ΠΕΤΡΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 3, ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΓΟΚΕΡΩ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 4 - ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΥΨΙΠΕΔΑ, ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 5 - ΑΝΤΑΝΑΝΑΡΙΒΟ, "Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΧΙΛΙΩΝ" | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 6 - ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΙΣΑΛΟ, ΑΦΡΙΚΑΝ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 7 - ΝΟΣΥ ΜΠΕ, ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΚΤΙΝΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 8 - ΖΑΦΙΜΑΝΙΡΥ, "ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ" | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 9 - Η ΓΗ ΤΩΝ ΜΠΑΟΜΠΑΜΠ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν