ΕΣΘΟΝΙΑ - ΤΑΛΙΝ, ΣΑΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια πόλη-αριστούργημα υψηλής αισθητικής, άνεσης και λειτουργικότητας. Με άπλετο χώρο για πεζούς, με δρόμους πλακόστρωτους, με αναρίθμητες αλέες, άλση και αλσύλλια απλωμένα παντού. Κάθε γωνιά κι ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα, κάθε κτήριο κι ένα μεσαιωνικό παραμύθι.
Του Κώστα Ζυρίνη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 352/13.01.2007
Ταλίν. Μέσα από το αγοραίο ρουφάω άπληστα τις πρώτες εικόνες μιας πόλη που γι αυτήν δεν ξέρω σχεδόν τίποτα.
Κίνηση πεζών και οχημάτων πολύ αραιή.
Δρόμοι πεντακάθαροι και μια εντυπωσιακή αρχιτεκτονική που εναρμονίζει εύστοχα το παλιό με το νεόδμητο.
Είναι άμεσα αισθητό πως οι Εσθονοί δεν χτίζουν σκυρόδετα κιβούρια για να θαφτούν μέσα τους.
Η λειτουργικότητα εδώ ισορροπεί αρμονικά με την αισθητική. Με το προβάδισμα σαφώς στην αισθητική. Ακριβώς το αντίθετο από το μπάχαλο που είθισται να αποκαλούμε «πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης των Αθηνών». Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη κι όπου κι αν πάω, αυτή η σύγκριση με την Αθήνα με πληγώνει.
Ανηφορίζουμε το λόφο της Πάνω Πόλης, της αναφερόμενης στο χάρτη μου ως «Τσομπέα».
«Αλεξάντερ Νιέφσκι!» μουρμουρίζω, θαυμάζοντας έναν υπέροχο ναό μέσα από το τζάμι του αγοραίου. Ο οδηγός γνέφει επιδοκιμαστικά.
Η Ισαβέλλα απορεί για την απροσδόκητη ευρυμάθειά μου.
Πώς μου ήρθε; Δεν έχω ιδέα. Κάπου, κάποτε, θα πρέπει να τον είδα, σε κάποια ταινία ίσως.
Πρόκειται για ένα αριστούργημα θρησκόπνευστης αρχιτεκτονικής. Όλες οι θρησκείες, λοιπόν, ή για να το πούμε αλλιώς, όλες οι υπερβατικές αναζητήσεις πέραν του πραγματικού, παράγουν αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Είναι σαν να θέλει ο Άνθρωπος να υπερβεί τη Φύση για να φτάσει στους θεούς του.
Ασ’ τον να θέλει! Αρκεί αυτό να μη γίνεται πρόσχημα για μισαλλόδοξους και κατακτητικούς πολέμους.
Είμαστε ήδη στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει στην παλιά πόλη. Το λιγοστό χιόνι διατηρείται μισοπαγωμένο στα ρείθρα, την ίδια στιγμή που η αρχιτεκτονική του χώρου μας υποβάλλει μια αίσθηση ήρεμης αρχοντικής αξιοπρέπειας. Για την ώρα δεν έχω δει (και δεν θα δω) ούτε ένα τόσο δα σκουπιδάκι στο παγωμένο λιθόστρωτο.
Η συμπαθής κυριούλα, που διευθύνει τη μικρή, καθαρή και καλόγουστη πανσιόν, μας παραδίδει το κλειδί. Προτιμά να μην καπνίζουμε μέσα στην ιδιοκτησία της, λέει, κι εγώ προτιμώ να μην της πω ότι δεν προτίθεμαι να υπακούσω σε ντιρεκτίβες που εκπορεύονται από οικονομικά κέντρα πέραν του Ατλαντικού, τα οποία κάθε άλλο παρά για την υγεία μου κόπτονται. Σιγά μη βγαίνω έξω στην παγωνιά για ν’ ανάψω το τσιμπούκι μου. Ας μας το ξεκαθάριζε τηλεφωνικώς πριν έρθουμε.
«Σπασίμπα, ταβάριτς»
Βγαίνουμε για μια πρώτη φωτογραφική παγανιά. Κρύο, να σου πέφτει η μύτη. Οκτώβρη μήνα… Σχεδόν αδύνατο να δουλέψω τη φωτογραφική με γυμνά χέρια. Με γάντια άσε, ακόμα χειρότερα.
Στεκόμαστε σ’ ένα μπελβεντέρε. Το μισό Ταλίν απλώνεται μπροστά μας. Οξύκορφες μεσαιωνικές στέγες, περίτεχνοι ανεμοδείκτες, και κάπου στο βάθος, προς το λιμάνι, μερικές εργοστασιακές τσιμινιέρες.
Μας πλησιάζει ένας αξιοπρεπώς ενδεδυμένος κύριος. Κάτι μας λέει σε μια γλώσσα που ίσως και να είναι η αγγλική ή, έστω, μια εκδοχή της.
Βγάζει το σακούλι που κρύβει στο παλτό του και μας δείχνει την πραμάτεια του, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά μπας και τον πάρει κάνα μάτι.
Τσίγκινα σημαιάκια με το σφυροδρέπανο, φθαρμένες κομματικές ταυτότητες και βιβλιάρια συνδρομών στο Κόμμα από τη σοβιετική περίοδο της χώρας. Καλημέρα θλίψη!
Τον παζαρεύω για λόγους αρχής κι εφοδιάζομαι με μερικά απ’ αυτά τα αποκαϊδια της πιο συναρπαστικής προσδοκίας που έζησε ποτέ η Ανθρωπότητα.
«Σπασίμπα, ταβάριτς», του λέω, και το πρόσωπό του περιβάλλεται από μια αιφνίδια λάμψη.
Αρχίζει να μου μιλάει ακατάσχετα στα ρώσικα κι εγώ πασχίζω να του δώσω να καταλάβει πως από την ρωσική γλώσσα δεν γνωρίζω παρά αυτές τις δύο λέξεις «σπασίμπα, ταβάριτς» (ευχαριστώ σύντροφε).
Περιφερόμαστε αχόρταγα και ακούραστα στο λιθοστρωμένο λαβύρινθο της παλιάς πόλης. Κάθε γωνιά κι ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα, κάθε κτίριο κι ένα μεσαιωνικό παραμύθι.
Πρόκειται για ένα εκτεταμένο πολεοδομικό συγκρότημα ανάδελφης σαγήνης. Μια μεσαιωνική αισθητική που πλούτισε με τις εικόνες της παραμύθια, ταινίες και μυθιστορήματα μέχρι τις μέρες μας.
Οι κοινωνικές συγκρούσεις άλλαξαν, αλλάζουν και θα συνεχίζουν να αλλάζουν της όψη της ανθρωπότητας σε ο,τι αφορά τις σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας. Όμως οι διαφορετικοί πολιτισμοί αντέχουν στο χρόνο. Οι ρίζες τους στην περίπου πέντε χιλιάδων χρόνων Ιστορίας της Ανθρωπότητας, αλλά και στη συνείδηση του κάθε ατόμου ξεχωριστά, είναι πανίσχυρες.
Μικρό ιστορικό σκαρίφημα
Η περιοχή του Ταλίν εποικίστηκε από φιλανδοουγγρικά φύλα πριν από τεσσερισήμισι χιλιετίες. Όμως, η ονομασία «Ταλίν» έλκει την καταγωγή του από τις λέξεις Taani linn, που στα εσθονικά σημαίνουν «Δανέζικη πόλη».
Είναι γιατί στην αρχή του δωδέκατου αιώνα οι πρόγονοι των σημερινών Δανών κατέλαβαν την περιοχή και την έκαναν τσιφλίκι τους.
Λίγο αργότερα όμως, κατά το 1227, πλάκωσαν οι «Ιππότες του Σπαθιού», κάτι γερμανογενείς μοναχοί αντεροβγάλτες, οι οποίοι υπέταξαν τους Δανούς και επέβαλαν τη δική τους τευτονική κυριαρχία.
Και για να κόψουν μαχαίρι κάθε όρεξη για εξέγερση, κότσαραν και το πρώτο πέτρινο κάστρο στην Τσομπέα. Μαζί με τους Ιππότες τους Σπαθιού ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και μια διακοσαριά Γερμανοί έμποροι γύρω από τον οχυρωμένο λόφο, ιδρύοντας τρόπον τινά και την Κάτω Πόλη.
Το 1238 οι Δανοί επιστρέφουν με νέα επεκτατική ορμή, κάνουν πέρα τους Γερμανούς, και κάνουν κουμάντο μέχρι το 1285 οπότε … οι Γερμανοί ξανάρχονται για να εντάξουν τον τόπο στην «Χανσεατική Λίγκα» για την οποία, συγγνώμη, αλλά δεν ξέρω τίποτε περισσότερο απ’ το όνομά της.
Το Δέκατο Έκτο αιώνα, Ρώσοι, Δανοί, Πολωνοί, Σουηδοί και Λιθουανοί ανταγωνίζονται λυσσαλέα για τον έλεγχο της Βαλτικής και το Ταλίν καταλήγει, το 1561, να βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των Σουηδών. Κάποιος είπε (ξέρω ποιος, αλλά άσε) πως η βία είναι η μαμή της Ιστορίας. Αρχίζω να το εμπεδώνω.
Το 1570, ο Ιβάν ο Τρομερός ανθρωποσφαγέας πολιορκεί το Ταλίν για περισσότερο από έξι μήνες, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει πίσω και να χαλάσει το ίματζ του. Τελικά, όμως, το Ταλίν δεν ηττήθηκε από τους Κοζάκους του τσάρου, αλλά από μια πανούκλα που αποδεκάτισε τον πληθυσμό τους κι έτσι αναγκάστηκε να παραδοθεί αμαχητί το 1710 στον άλλο «Μέγα», τον Πέτρο.
Το 1870 οι σιδηροτροχιές ενώνουν την Αγία Πετρούπολη με το Ταλίν για να το αναδείξουν, μ’ αυτόν τον τρόπο, σε λιμένα υψίστης σημασίας για τα ρωσικά συμφέροντα. Η έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκει το Ταλίν με μεγάλα ναυπηγεία και με πάνω από εκατό χιλιάδες κατοίκων, κατά ενενήντα τοις εκατό Εσθονούς.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την επικράτησή της, οι μπολσεβίκοι βιάζονται ν’ απεμπλακούν από τη δίνη του Πρώτου Παγκόσμιου και προχωρούν στην υπογραφή του Συμφώνου Μπρεστ-Λιτόφσκ με τους Γερμανούς. Εννοείται πως με βάση τη συμφωνία αυτή παραιτούνται και από το φιλέτο που ακούει στο όνομα Εσθονία.
Όμως … το 1919 η Εσθονία μαζί με τις αδελφές χώρες της Βαλτικής δηλώνουν ανεξάρτητες και πολύ σύντομα θα δείξουν την κλίση τους προς την ακροδεξιά εθνικιστική αντικομμουνιστική απολυταρχία. Το 1939 υπογράφεται το τοις πάσι γνωστό Σύμφωνο Μη Επίθεσης μεταξύ του Μολότοφ (τον γνωστό μπολσεβίκο ταραξία που έδωσε τα’ όνομά του στα ομώνυμα φλεγόμενα μπουκάλια) και του Ρίμπεντροπ, ενώ στους διαδρόμους, όπως λένε οι κακές γλώσσες, έγινε και στα μουλωχτά η γερμανοσοβιετική συμφωνία για το μοίρασμα της πίτας, ή άλλως, των ζωνών επιρροής στη Βαλτική.
Ένα χρόνο μετά, κι ενώ ακόμη μαίνεται ο Βήτα Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι γνωστός ως Στάλιν απλώνει τα κόκκινα στρατά του σ’ ολόκληρη τη Βαλτική για ν’ αποτρέψει την κυριαρχία των εγχώριων ναζί.
Επί τη ευκαιρία, προκηρύσσονται εκλογές και στις τρεις βαλτικές χώρες, για να τις κερδίσουν τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα (σιγά μήπως και δεν!). Κατόπιν τούτου, και οι τρεις χώρες «γίνονται δεκτές» ως νέες δημοκρατίες της «ενιαίας σοβιετικής πατρίδας».
Όταν ο Χίτλερ θα το πάρει απόφαση να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση θα ξεκινήσει πρώτα από την κατάληψη των τριών χωρών της Βαλτικής. Εδώ έχει εξασφαλισμένα ισχυρά φασιστοειδή ερείσματα που δεν βλέπουν την ώρα και τη στιγμή να κάνουν ντου στις εγχώριες εβραϊκές μειονότητες για ν’ αποδείξουν στον κομπλεξικό παράφρονα ότι είναι πιο ναζί κι απ’ αυτόν τον ίδιο.
Το ’44 οι Σοβιετικοί, προκειμένου να απωθήσουν τους ναζί, θα βομβαρδίσουν ανηλεώς το Ταλίν προκαλώντας του μεγάλες ζημιές, τις οποίες και θα επουλώσουν, βεβαίως, μετά το τέλος του πολέμου όταν θα πάρουν τον έλεγχο όλης της Βαλτικής. Κατά τη σοβιετική περίοδο, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, το Ταλίν θα γνωρίσει μεγάλη παραγωγική άνθιση. Ο πληθυσμός του, από εκατόν εβδομήντα πέντε χιλιάδες το ’37, μαζί με τους νεοφερμένους Ρώσους, Λευκορώσους και Ουκρανούς, θα φτάσει το μισό εκατομμύριο.
Την επομένη του πραξικοπήματος κατά του Γκορμπατσόφ το ’91, η Εσθονία θα προκηρύξει την ανεξαρτησία της.
Σήμερα η Εσθονία, της οποίας το μέγεθος είναι περίπου όσο το ένα τρίτο της Ελλάδας, κατοικείται από ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες ψυχές. Εξ’ αυτών, το εξήντα τα εκατό είναι εθνικά Εσθονοί, το είκοσι τοις εκατό Ρώσοι, και το υπόλοιπο Ουκρανοί, Λευκορώσοι και άλλοι. Έχει από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξ αυτού έγινε πλήρες μέλος το 2004. Όμως … Για την ώρα, το πενήντα τοις εκατό του πληθυσμού ζει, επισήμως, κάτω από το όριο της φτώχειας.
Καρλ και Φρίντριχ
Νομίζω ότι θα μπορούσα να περιφέρομαι αενάως σ’ αυτό το υπέροχο σκηνικό για να το απαθανατίζω στη διαφάνεια της μνήμης μου.
Να βιώνω τη φωτογράφηση περισσότερο σαν αυτοσκοπό και λιγότερο σαν μέσο. Είναι μια μέθη. Ναι, η ίδια η φωτογράφηση είναι ένα μεθυστικό ταξίδι.
Τώρα όμως, μια ηλικιωμένη γυναίκα βρίσκεται οριζοντιωμένη στο παγωμένο πλακόστρωτο, σαν πληγωμένο περιστέρι. Σαν γέρικο εγκαταλειμμένο σκυλί. Σε λίγο, καθώς θα τη σηκώνω μαζί με την Ισαβέλλα, θα διαπιστώσουμε ότι, ναι, είναι ζωντανή. Ίσως η βότκα της απελπισίας, ίσως… ίσως και να ’ναι άρρωστη, αλλά, κι αν δεν είναι η ίδια άρρωστη, άρρωστη θα πρέπει να είναι η κοινωνία που την περιβάλλει αφού τόσοι πέρασαν δίπλα της κοιτάζοντας αλλού. Για να μην πάρουν την ευθύνη! Για να μη χάσουν τον πολύτιμο χρόνο τους!
Η Ραεκότζα, η μεγάλη κεντρική πλατεία του Ταλίν, είναι μια ανεξίτηλη πινελιά στον καμβά της Ιστορίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Θα της δώσουμε τον κωδικό «Καρλ και Φρίντριχ» από την καλόγουστη επιγραφή του αγέρωχου αρχοντικού καφέ-ρεστοράν που καμαρώνει στην πάνω πλευρά.
Θα ερχόμαστε για δείπνο και θα σκαρώνουμε με τη φαντασία μας ένα σενάριο ότι, και καλά, οι Μαρξ και Ένγκελς θα πέρασαν κάποτε από δω για να συσκεφτούνε με την επαναστατική ιντελιγκέντσια της Εσθονίας.
Όμως, θα παίρνουμε το μπέκφαστ και τον εσπρέσο μας στο γωνιακό πρωϊνάδικο που δεν είναι μεν ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό, αλλά είναι ένα στρατηγικής σημασίας παρατηρητήριο. Και θα δειπνούμε στην «Τρόϊκα» (!), που δεσπόζει στην κάτω πλευρά του καρέ της πλατείας.
«Τρόικα» λοιπόν! Δεν θα το ’λεγα απλώς μπαρ. Είναι και μπαρ και μπιστρό και καπηλειό και … πάνω απ’ όλα αυθεντικό.
Μπίρες, βότκα, δυνατοί μεζέδες, καυτερά φαγητά, ημίφως. Τραπέζια, τάβλες, όλα από αδρό ξύλο.
Ο μπάρμαν κι ένας ρωμαλέος πορτιέρης μας κοιτάζουν από την μπάρα κάπως περίεργα. Ίσως και να τους ενοχλεί ο φωτογραφικός εξοπλισμός μου.
Ίσως γιατί σκαλίζω και μουρμουράω στο μαγνητοφωνάκι.
Ίσως γιατί μπήκα φορώντας ένα σκούφο που θυμίζει ρώσικο καλπάκι.
Καλύτερα να τον βγάλω λοιπόν και να τους μειδιάσω φιλικά.
Αυτό κι έκανα. Κι έφτιαξε λίγο το κλίμα.
Εκείνο που δεν θα ξεχάσω είναι ο τρόπος που ο σερβιριστής γέμιζε το μικρό ποτηράκι μου με βότκα.
Ξεκινούσε ακουμπώντας το στόμιο της φιάλης στο χείλος του μικρού ποτηριού και καθώς άρχιζε η ροή, σήκωνε αργά τη φιάλη, μισό μέτρο ψηλά, και ούτε μια σταγόνα έξω από το ποτήρι. Επειδή δεν είμαι μπαρόβιος κάτι τέτοια μ’ εντυπωσιάζουν. Του ζήτησα να τον φωτογραφίσω κι αντέδρασε ατσάλινα αρνητικός. Ένοιωσα ότι η νομιμότητα δεν κατοικοεδρεύει εδώ μέσα κι ευθυγραμμίστηκα σ’ αυτή τη συνθήκη.
Η Ιουλιέτα και η Σαλώμη
Όταν ζεις σε μια τόσο παρακμασμένη πόλη σαν την Αθήνα, της οποίας τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά είναι η ασύδοτη και χαοτική κυκλοφορία, η αχαλίνωτη πολεοδομική αυθαιρεσία και η διαφθορά όλων απ’ όλους, φαινόμενα που προμηνύουν κοινωνικοοικονομικό κραχ, δεν δικαιούσαι να χαιρεκακείς για την αναβίωση του πλέον ωμού καπιταλισμού, με την ωμή εγκληματικότητα που επισύρει, πάνω στις άλλοτε, έστω και με εισαγωγικά, σοσιαλιστικές κοινωνίες.
Μια ακόμη θεόρατη εκκλησία μ’ έναν πανύψηλο πυργίσκο σαν τσιμινιέρα τουβλοποιείου κολλημένο στο πλευρό της. Και βέβαια θ’ ανέβουμε. Για να μετρήσουμε τριακόσια πενήντα ελικοειδή και πολύ ψηλά σκαλοπάτια στο κατασκότεινο εσωτερικό της, στηριζόμενοι από ένα σκοινί που κάνει χρέη κουπαστής. Το δράμα είναι κάθε που διασταυρωνόμαστε με τους κατερχόμενους και πρέπει να κάνουμε χώρο για να περάσουν. Ποιο χώρο!
Η θέα μας αποζημιώνει.
Όλη η παλιά πόλη του Ταλίν, χαλί μπροστά μας.
Ένα αριστούργημα υψηλής αισθητικής, άνεσης και λειτουργικότητας.
Με άπλετο χώρο για πεζούς, με δρόμους πλακόστρωτους, με αναρίθμητες αλέες, άλση, και αλσύλλια απλωμένα παντού.
Να συγκρίνεις με την Αθήνα και να σε πλακώνει η κατάθλιψη.
Σουλατσάρουμε στο σύγχρονο κέντρο.
Μεγάλα πεζοδρόμια, λίγοι πεζοί, πολύ πράσινο, πολλά πάρκα, πολλά παγκάκια, πολλά ξέφωτα. Και αρκετοί που θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις ουρανοξύστες, που όμως ισορροπούν μέσα στη γενική αισθητική του χώρου.
Η αίσθησή μας είναι πως οι Εσθονοί είναι κλεισμένοι στον εαυτό τους, δεν είναι διαχυτικοί, αλλά διαθέτουν μια αυθεντική ευγένεια και αξιοπρέπεια στη συμπεριφορά τους.
Βραδινό σ’ ένα ακόμη από τα εστιατόρια της Παλιάς Πόλης. Εκτός από μεσαιωνικό ντεκόρ και εξαιρετικές γεύσεις, το μενού περιλαμβάνει και δρώμενο. Συμπλοκή για το χατίρι κάποιας Ιουλιέτας.
Τώρα η δυο μονομάχοι ξεθηκαρώνουν τα ξίφη τους. Ξιφομαχούν ο ένας πάνω στη ξύλινη σκάλα κι ο άλλος από κάτω. Είναι καλό, είναι ακροβατικό, σχεδόν χορευτικό, στηρίζεται όλο στην κίνηση. Καθόλου πρόζα.
Η Ιουλιέτα από το παραθυράκι του πύργου αγωνιά! Και πάνω που ο κάτω ξιφομάχος σφάζει τελικά τον πάνω, μπαίνει μια κουκλάρα με τα πέπλα της και ξεκινάει να χορεύει κάτι σαν το χορό της Σαλώμης. Ε ρε ένα ανατολίτικο και καθόλου μα καθόλου εσθονικό κούνημα της κοιλιάς! Αυτό κι αν είναι χάπενινγκ!
Η οκτάμετρη λιμουζίνα
Και ανεβαίνουμε τα πλακόστρωτα σοκάκια στην Τσομπέα με προορισμό το κατάλυμά μας. Δίπλα στην εκκλησία Αλεξάντερ Νιέφσκι σταθμεύει μια οκτάμετρη λιμουζίνα με τέσσερις πόρτες από κάθε πλευρά της. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο και δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να υπάρχει. Πού παράγεται; Και για τι είδους πόλεις και χρήσεις προορίζεται;
Το τι θα μπορούσε να γίνεται μέσα δεν είναι δυνατό να δούμε αλλά μπορούμε να το καταλάβουμε.
Ωστόσο έξω… δυο πεταλούδες κακαρίζουν καθώς ουρούν ένα μέτρο πιο πέρα απ’ την πόρτα του τερατώδους τροχοφόρου, ενώ ένα γορίλας με σώμα ντουλάπας αδειάζει επίσης ένα μέρος από τις βότκες που έχει ρίξει στο στομάχι του. Μέσα στο όχημα ένας χοντρός με άσπρο φουλάρι κι ένα χοντρό πούρο στο στόμα, ο μπος κατά πάσα πιθανότητα, στέλνει ατάραχος τις τολύπες του καπνού του προς τη μεριά μας. Τους προσπερνάμε γιατί η ατμόσφαιρα έχει την οσμή του κινδύνου.
Για περισσότερες φωτογραφίες από το Ταλίν: Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν