ΜΑΛΙ 1 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΑΜΑΚΟ ΣΤΟ ΜΟΠΤΙ, ΖΩΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ

Front Picture: 

Μια πολύχρωμη, πολύοσμη και θορυβώδης συγκέντρωση κτιρίων, ανθρώπων και ζώων έλξης. Εδώ νομίζεις πως οι αιώνες ανακατεύονται μεταξύ τους σαν τραπουλόχαρτα, πως συνυπάρχουν διαφορετικά στάδια ιστορικής εξέλιξης και πως ο πλούτος, όπου κι αν βρίσκεται, είναι πολύ καλά κρυμμένος από τα μάτια εκείνων που τη νύχτα κοιμούνται έξω, στις κόχες των βρώμικων τοίχων.


 

Του Κώστα Ζυρίνη


Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ.47/03.03.2001.


 

   

Η Άφιξη.


Εδώ με φέρνει η γοητεία της σχεδόν άγνωστης σε μένα Μαύρης Αφρικής και τα χνάρια των αρχαίων πολιτισμών της.


Εδώ, θέλω να βιώσω από κοντά τις ανιμιστικές φυλές των Ντονγκόν, να διαπλεύσω το Νίγηρα και να φτάσω μέχρι τη μυθική Τιμπουκτού.

Θέλω να μιλήσω με αυθεντικό φύλαρχο Τουαρένγκ στις νότιες παρυφές της Σαχάρας και...


Και, επιτέλους, δε μ’ αρέσει ν’ αρχίζω το ταξίδι μου με γκρίνια, πλην όμως δεν μπορώ να παραβλέψω το χάλι αυτού του αχαρακτήριστου χώρου που αξιώνει να θεωρείται αεροδρόμιο. Και μάλιστα πρωτεύουσας.


Ίσως και να’ ναι η κόπωση που τα κάνει όλα πιο δυσάρεστα. Αθήνα - Παρίσι - πολύωρη αναμονή ανταπόκρισης - Μπαμακό. Κι έτσι κι έχεις πιει τον τελευταίο καφέ σου στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκωλ, το αεροδρόμιο της Μπαμακό σε κάνει να νοσταλγείς ακόμα και το Ελληνικό.



Βρισκόμαστε στριμωγμένοι ανάμεσα σ’ ένα πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος, που αγνοεί οποιαδήποτε εκδήλωση θυμίζει αυτό που εμείς συνηθίζουμε να θεωρούμε ευγένεια, και πασχίζουμε να μη χάσουμε απ τα μάτια μας το παρδαλό φορτίο του κυλιόμενου ιμάντα.

 

Όλοι οι άλλοι αρπάζουν από κάτι και μόνο τα δικά μας μπαγκάζια δεν λεν να εμφανιστούν. Τι διάολο!


Η Ισαβέλλα ψάχνεται απελπισμένα να βρει σε ποια τσέπη έβαλε τα "λάγκετζ τίκετς" την ίδια στιγμή που ένας θεόρατος αυτόχθων με εκτοπίζει βάναυσα για ν’ αρπάξει εγκαίρως την, επίσης θεόρατη, αποσκευή του.

 

Αν ήμασταν στο Ελληνικό θα τον ξέχεζα πατόκορφα αλλά εδώ δεν τολμώ ούτε καν να τον αγριοκοιτάξω. Δε με παίρνει. Μιλάμε για μαύρο κολοσσό, και μάλιστα στο ζωτικό του χώρο. Είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων. Ας πρόσεχα.


Πάντως, τα τελευταία μπαγκάζια του ιμάντα ήταν τα δικά μας.      

                                                                                     

Βγαίνουμε απ τ’ αεροδρόμιο. Μαύρη μαυρίλα. Λες και πρόκειται για συσκότιση εν όψει επικείμενων αεροπορικών βομβαρδισμών. Μας την πέφτει ακαριαία ένα φορτικό πλήθος από ταξιτζήδες. Έτσι δηλώνουν, τουλάχιστον. Ταξί μαντάμ, ταξί μεσιέ. Και τι μου εγγυάται εμένα ότι θα μας πάνε εκεί που θέλουμε και δεν θα καταλήξουμε χωρίς πορτοφόλια σε κάποια βρώμικη όχθη του Νίγηρα; Το σκοτάδι εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα άμυνας. Πότε είναι η επόμενη πτήση για Παρίσι, ρε Ισαβέλλα;


Οτέλ Λακ Ντέμπο, του λέω με ύφος ανθρώπου που ξέρει (δήθεν) καλά τα κατατόπια, κι αφού προηγουμένως φρόντισα να απομνημονεύσω τον αριθμό κυκλοφορίας της σακαράκας του για την οποία ουδείς θα μπορούσε να εκτιμήσει με βεβαιότητα το μέχρι πού μπορεί να φτάσει χωρίς να διαλυθεί. Μπιενσύρ, μεσιέ! Δεν μπορεί, λέω από μέσα μου, ταξιτζής θα είναι.


Δεν ξέρουμε τίποτα γι αυτό το "Λακ Ντέμπο". Το μόνο που ξέρουμε είναι πως βρίσκεται στην αμέσως κατώτερη κατηγορία από κείνη του "Μαντέ", του μοναδικού κυριλάτου ξενοδοχείου της Μπαμακό. Διασχίζουμε μια πόλη με αραιά χλωμά φώτα και κάποιες σκοτεινές  σιλουέτες, προφανώς άστεγων, που τονίζουν την ερημιά της. Μια απροσδιόριστη και ερεβώδης απειλή.  


Ξενοδοχείο "Λακ Ντέμπο": Σκέτο ψυχοπλάκωμα. Ο μελανόδερμος τυπάς πίσω από τον πάγκο, χολωμένος που διακόψαμε το σεισμογενές ροχαλητό του, δεν καταλαβαίνει ούτε λέξη από τις γλώσσες που έχουν λατινική ρίζα, παρεκτός από κάτι αποικιακά γαλλικούλια. Σαμπρ, ρε φίλε, δωμάτιο, τι άλλο θα μπορούσαμε να θέλουμε νυχτιάτικα στην καρδιά της Αφρικής; Καταϊφι;


Οι τοίχοι του "σαμπρ" είναι σαγρέ μπεζ με σχέδια που φιλοτέχνησε η υγρασία και, προφανώς, δεν είχαν την τιμή να βαφτούν ποτέ. Το πάτωμα είναι επενδυμένο από κομμάτια φθαρμένου μουσαμά με παράταιρα σχέδια. Πάνω απ το κεφάλι μας αιωρείται ένας γλόμπος με αρρωστημένο φως κι ένας ανεμιστήρας που ψυχορραγεί εκπνέοντας έναν μονότονο μεταλλικό λυγμό.

 

Εντοπίζω στον τοίχο κάποιες κρεμάστρες από σύρμα που δεν αντέχουν ούτε το βάρος μιας κάλτσας και διαπιστώνω πως το διπλό κρεβάτι βουλιάζει κατά τόπους γιατί του λείπουν μερικές σανίδες.

 

Ο καμπινές είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Χωρίζεται από το υπόλοιπο "σαμπρ" από ένα είδος κουρτίνας που άρχισε κάποτε την καριέρα της ως σεντόνι.

 

Η "λεκάνη" δεν περιγράφεται με όρους γλωσσικής ευπρέπειας. Το καζανάκι... απλώς δε λειτουργεί.

 

Κι όταν άνοιξα (από νοσηρή περιέργεια) τη βρύση του νιπτήρα διαπίστωσα πως το νερό έχει το χρώμα του κάτουρου. Και μάλιστα του θολού κάτουρου.

 

Ευτυχώς που στον ταξιδιωτικό εξοπλισμό μας εμπεριέχονται εκτός των άλλων και φουσκωτά μαξιλαράκια, πεντακάθαρα σεντόνια, δραστικά κουνουποκτόνα και ταμπλέτες μικροπούρ που, στην ανάγκη, καθιστούν πόσιμα ακόμα και τα βοθρολύματα. Για τη θρασύτατη συντροφιά των κατσαρίδων (που δεν με φοβήθηκαν καθόλου) θα ενημερώσω την Ισαβέλλα αύριο. Ή και καθόλου.

 

Καλώς ήρθαμε στο Μάλι! Και μην ακούσω καμιά βλακεία του τύπου "τι Μπαλί, τι Μαλί", έτσι;

 

Οι πρώτες εντυπώσεις


Η νύχτα δίνει τη θέση της στη μέρα, αφού δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, και ‘μεις ξαμολιόμαστε (με ανακούφιση) από το οτέλ Λακ Ντέμπο για οπουδήποτε αλλού.


Η Μπαμακό στο φως της μέρας ανατρέπει εντελώς τη χτεσινοβραδινή μας αίσθηση.

 

Είναι μια πολύχρωμη, πολύοσμη και θορυβώδης συγκέντρωση κτιρίων, ανθρώπων και ζώων έλξης. Νομίζεις πως εδώ οι αιώνες ανακατεύονται μεταξύ τους σαν τραπουλόχαρτα, πως συνυπάρχουν διαφορετικά στάδια ιστορικής εξέλιξης και πως ο πλούτος, όπου κι αν βρίσκεται, είναι πολύ καλά κρυμμένος από τα μάτια εκείνων που τη νύχτα κοιμούνται έξω, στις κόχες των βρώμικων τοίχων.

 

Μοιάζει με πόλη που σχεδιάστηκε μ’ ενθουσιασμό, κάποτε, σε κάποιες καλές στιγμές της ιστορίας της αλλά τώρα, να, λες και γέρασε πριν μπει στην εφηβεία της. Πλατειές λεωφόροι με άναρχη κίνηση και φιλόδοξες πλατείες: Αβενύ Μάο Τσε Τουνγκ, Πλας Λουμούμπα, Ρυ Καρλ Μαρξ, και πού’ σαι ακόμα! Όλα στο χρώμα της σκόνης, στο μολυβί της ρύπανσης και στην ιστορική λήθη. Εκτός από τα γυναικεία ρούχα: μια πανδαισία χρωμάτων. Χρώματα, χρώματα, χρώματα, μαύρη επιδερμίδα, κάτασπρα δόντια και σκληρά βλέμματα. Και φωνές να διαλαλούν το απλωμένο στο πεζοδρόμιο εμπόρευμα. Και δαιμονισμένα κορναρίσματα. Και σκόνη. Μπαμακό!


Απορώ πώς διάολο τα καταφέρνουν οι Μαλινέζοι να παράγουν τόσο πολύ και τόσο άσπρο σάλιο, πώς μπορούν να το εκτοξεύουν σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, και μάλιστα σε τόσο μεγάλη συχνότητα. Το βράδυ που θα φτάσει ο Ζακ θα τον ρωτήσω.  


Αυτές τις πρώτες ώρες, πριν φέρω το στόχαστρο της φωτογραφικής στο μάτι μου, μετράω και ζυγιάζω καταστάσεις. Με τα χρόνια έχω διδαχτεί πως κάθε εθνικός πολιτισμός αντιδρά με το δικό του τρόπο απέναντι στο φωτογραφικό φακό του ξένου. Αυτό το μαθαίνεις μέσα σε λίγες ώρες και αναλόγως χαράζεις την τακτική και τη στρατηγική σου. Η Μπαμακό, πάντως, μου αντιστέκεται. Κι όχι με κάποια ψεύτικη ή και αληθινή ντροπαλοσύνη, όπως στη νοτιοανατολική Ασία ας πούμε, αλλά με κάποια προφανή εχθρότητα.  


Στοχεύω έναν άμορφο σωρό από σκουριασμένα παλιοσίδερα που κάποτε είχαν υπόσταση ως αυτοκίνητο και λίγο πριν ρίξω το κλικ το οπτικό μου πεδίο σκοτεινιάζει από τον όγκο ενός εξαγριωμένου μελανόδερμου νταγκλαρά που συνοδεύεται από τρεις ομόθυμους αλητάμπουρες. Φωνάζουν όλοι μαζί με τις έξι σφιγμένες γροθιές τους ψηλά, στο ύψος του προσώπου μου, και ‘γω το παίζω ψύχραιμος τη στιγμή που η ψυχή μου έχει ήδη μετοικήσει εσπευσμένα γι αλλού. Τι λεν αυτοί, ρε Ισαβέλλα;

 

Ο άγριος με τα αποικιακά γαλλικά του επιμένει ότι φωτογράφισα την αδερφή του και ότι θα τη δημοσιεύσω γυμνή στην Ευρώπη για να γίνω πλούσιος, ενώ αυτός θα μείνει φτωχός κι ατιμασμένος. Ρε πού μπλέξαμε! Γύρω μας δεν υπάρχει κανένα άτομο γένους θηλυκού, ντυμένο ή γυμνό, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αδερφή του. Το μάτι μου ψάχνει απεγνωσμένα για κάνα ένστολο φρουρό της τάξης. Εις μάτην. Κι όταν (για άλλο λόγο) έβαλα το χέρι μου στην τσέπη το βλέμμα του νταγκλαρά καρφώθηκε ακριβώς εκεί και η ένταση της φωνής του μειώθηκε κατά πενήντα τοις εκατό. Κατάλαβα. Δυο γαλλικά φράγκα ήταν αρκετά για την αποκατάσταση της θιγμένης εθνικής αξιοπρέπειάς του. Αλλά και πάρα πολλά για μια φωτογραφία στραπατσαρισμένου οχήματος (που δεν τράβηξα).  


Χωθήκαμε (και χαθήκαμε) σ’ ένα σκεπασμένο από πολύχρωμες πλαστικές τέντες λαϊκό παζάρι διαπιστώνοντας πως εδώ ο χάρτης της Μπαμακό μάς είναι εντελώς άχρηστος. Ακόμα κι η βελόνα της πυξίδας μου έπαθε παράκρουση. Ένας λαβύρινθος με μια ενιαία μάζα από ανθρώπινα σώματα κι εμπορεύματα σε πάγκους ή απλωμένα καταγής ν’ αργοσαλεύει μέσα του. Μετά από ώρες στριμωξίδι ξαναβγήκαμε στο ίδιο σημείο. Αρτιμελείς.


Απέναντί μας βρίσκεται μια εξόχου αισθητικής πρόσοψη γερασμένου και στερημένου συντήρησης σιδηροδρομικού σταθμού. Μπροστά της απλώνεται μια αγορά λουλουδιών, ζαρζαβατικών και φρούτων. Γυναίκες με πολύχρωμες φορεσιές και μωρά κρεμασμένα στη ράχη ή στο βυζί τους. Σηκώνω όσο γίνεται πιο διακριτικά τη μηχανή. Αν δεν φωτογραφίσω και δω τότε καλύτερα να φύγουμε με το πρώτο αεροπλάνο.

 

Ο μπάτσος όμως που ξεφύτρωσε από το πουθενά, για να κατεβάσει το χέρι μου με διαθέσεις κάθε άλλο παρά φιλικές, το βλέπει  διαφορετικά. Εδώ είναι σιδηροδρομικός σταθμός, λέει, όπερ σημαίνει στρατιωτικός στόχος! Μα εγώ, τα λουλουδάκια και τα κρεμμυδάκια... Ανυποχώρητος. Απαιτεί να του δώσω τη φωτογραφική μηχανή. Ποτέ! Θα πέσω ηρωικώς μαχόμενος αλλά αυτό, ποτέ! Να σου δώσω το φιλμ; του αντιπροτείνω (που στο κάτω κάτω είναι και ατράβηχτο). Ανένδοτος αυτός. Θέλει όλο τον εξοπλισμό. Ζουρναλίστ Γκρεκ, μπλοφάρει η Ισαβέλλα, αλλά το όργανο (της Τάξης) δεν μασάει από κάτι τέτοια.


Μού ‘ρχεται κατά νου το "Εξπρές του Μεσονυχτίου". Αν αυτά συμβαίνουν σε μια Τουρκία που έχει σύνορα με την Ευρώπη τότε τι μέλει γενέσθαι στα κρατητήρια ενός Μαλί που βρίσκεται στην καρδιά της Αφρικής; Ούτε ψύλλος στον κόρφο μου.

 

Πάνω κει θυμάμαι το περιστατικό με τον νταγκλαρά και βάζω το χέρι στην τσέπη. Όπου, η διαφορά με την περίπτωση του νταγκλαρά σημειώνεται στο γεγονός ότι ο Μαλινέζος μπάτσος βολεύτηκε, όχι με δύο αλλά με τέσσερα γαλλικά φράγκα. Και κάθε άλλο παρά διακριτικά. Μπροστά σ’ ένα πλήθος υπηκόων του, που μάλιστα έδειχνε να’ ναι με το μέρος του λες και επρόκειτο για κάτι το πολύ φυσικό. Και ήταν, τώρα που το καλοσκέφτομαι.


Πώς λέμε "σαν τη μύγα μες στο γάλα", να, κάπως έτσι νοιώθουμε. Στη νεγκατίφ εκδοχή του, βέβαια. Κι επιπλέον μας ταλανίζει η ενδόμυχη ιδεολογική εγρήγορση μην και σε κάποια από τις σκέψεις και τις συμπεριφορές μας εμφιλοχωρήσουν τυχόντα ψήγματα ρατσισμού. Ως εκ τούτου αποφεύγουμε τα σχόλια γύρω από τον νταγκλαρά και τον μπάτσο και επικεντρωνόμαστε σε εντυπώσεις απολύτως αποϊδεολογικοποιημένες του τύπου: Τι ωραίες γυναίκες!.. Τι κορμάρες!.. Τι μάτια, τι δόντια!.. Αλλά και οι άντρες, ε! μη μου πεις, ψηλοί, ωραίοι, νταβραντωμένοι! Λίγο ακόμα και θα καταλήξουμε εμφορούμενοι συμπλεγμάτων κατωτερότητος, καθότι λευκοί. 


Το ιστορικό Τόξο του Σαχέλ


Εδώ, στην ευρύτερη υποσαχαριανή περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής, στο επιλεγόμενο Σαχέλ, άνθισαν κατά την πρώτη μετά Παρθενώνα χιλιετία διάφορες οργανωμένες κοινωνίες, όπως αυτή της αυτοκρατορίας της Γκάνα (ουδεμία έχουσα σχέση με τη σημερινή ομώνυμη χώρα). Κατόπιν ήκμασε η μεγάλη αυτοκρατορία του Μαλί, η οποία, κατά τον δέκατο τέταρτο χριστιανικό αιώνα, εκτεινόταν από τον Ατλαντικό ίσαμε τη σημερινή Νιγηρία.

 

Η οικονομική ευμάρεια του Μαλί οφείλετο στο γεγονός ότι ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος του (δια των δρομάδων) διασαχαριανού εμπορίου. Φαίνεται πως από τότε έλκει την προέλευσή της η προαιώνια, όσο και αμοιβαία, αντιπάθεια των καμηλιέρηδων Τουαρέγκ προς τους Μπαμπάρα και τους Πελ, δυο από τις βασικότερες φυλές που συνθέτουν τον πληθυσμό του Μαλί.

 

Και τότε είναι που η Τιμπουκτού έφτασε στο απόγειό της ως ο μεγαλύτερος εμπορικός κόμβος και συνάμα κέντρο του ισλαμικού πολιτισμού της έσω Αφρικής.


Στη συνέχεια, η αυτοκρατορία του Μαλί υπερφαλαγγίστηκε από την αυτοκρατορία Σονγκάι του Γκάο, αλλά κι αυτή η τελευταία με τη σειρά της καταστράφηκε τον δέκατο αιώνα της Εγίρας από τους Βερβέρους του Μαρόκου.

 

 

Την ίδια περίπου εποχή οι ναυτικές χώρες της Ευρώπης ανοίγουν νέους εμπορικούς δρόμους παραπλέοντας τη Δυτική Αφρική, ιδρύοντας σταθμούς ελέγχου και, κυρίως, τις αποικίες τους.

 

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει ο μονοπωλιακός έλεγχος του εμπορίου από τις αυτοκρατορίες του Σαχέλ και πολλοί Βεδουίνοι να πτωχεύσουν. Η Τιμπουκτού, το μαργαριτάρι της ερήμου, μαραίνεται και πέφτει στη λήθη. Η εποχή της αποικιοκρατίας ανατέλλει, οι πρόγονοι των έγχρωμων Αμερικανών, όπως και τόσα άλλα "κοινωνικά αγαθά", θα γίνουν κι αυτοί εμπόρευμα μαύρης σαρκός στα σκλαβοπάζαρα.


Από τα τέλη του δεκάτου ενάτου το Μαλί γίνεται τμήμα της Γαλλικής Δυτικής Αφρικής. Μέχρι το 1960. Τη χρονιά δηλαδή που έδιωξε τους Γάλλους επικυρίαρχους για να προστεθεί στον παγκόσμιο Άτλαντα ως ανεξάρτητη χώρα.

 

Ο Ζακ και οι άλλοι


Ο χτεσινός τυφώνας στο Παρίσι προκάλεσε μεν πτήσεις στεγών και ελαφρών οχημάτων εδάφους αλλά ματαίωσε τις πτήσεις των αεροσκαφών με αποτέλεσμα ο Ζακ και η παρέα του να φτάνουν στην Μπαμακό με εικοσιτέσσερις ώρες καθυστέρηση από το ραντεβού μας.

 

Τον Ζακ, τη Γιολάντ και τον δεκάχρονο γιο τους, τον Πιερ, τους γνωρίσαμε σε κάποιο από τα ταξίδια μας στην Ινδονησία. Ο Ζακ και ο κολλητός του ο Πατρίκ έρχονται κάθε χρόνο στο Μαλί στα πλαίσια ενός γαλλικού προγράμματος βοήθειας προς τον Δήμο του Μόπτι, μιας ταλαίπωρης πόλης πάνω στην κούρμπα που κάνει ο Νίγηρας. Ο Ζακ είναι παιδίατρος. Ο Πατρίκ, δεν ξέρω. Ο δε Νου είναι Μαλινέζος κι έχει κατορθώσει να έχει τόση μόρφωση όση να του επιτρέπει να ασκεί επιτυχώς το επάγγελμα του ξεναγού ειδικών αποστολών. Ο Νου είναι ειδοποιημένος από τον Ζακ και περιμένει κι αυτός μαζί μας στο αεροδρόμιο την άφιξή τους. Έξω απ το αεροδρόμιο μας περιμένουν και τα δυο μεγάλα λαντρόβερ με τους οδηγούς τους που μ’ αυτά θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας.


Αγκαλιές, φιλιά, συστάσεις καθώς και άφθονα χαιρωπολύ αφού στο κονβόϊ συμμετέχει κι η Οντίλ, η γυναίκα του Πατρίκ, το ζεύγος Ντανιέλ και Ελίζ καθώς και η ξέμπαρκη Αριάν.

 

Εδώ και πολλή ώρα ο κυλιόμενος ιμάντας δεν λέει να εμφανίσει και τις δικές τους αποσκευές. Μέχρι που στην ύστατη πλέον των στιγμών διαπιστώθηκε ότι οι αποσκευές αυτές, κομμάτια δεκατέσσερα, δεν πέταξαν καθόλου μαζί τους. Ίσως και να ευθύνεται ο τυφώνας στο Παρίσι.

 

Ταραχή μεγάλη και αναστάτωση. Πηγαίνουν κι έρχονται από γραφείο σε γραφείο και από διάφορους εν σειρά ανευθυνοϋπεύθυνους χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο ο Πιερ είναι ξεχασμένος σε μια γωνιά και παίζει, ως συνήθως, με τα τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια του έχοντας συγκεντρώσει γύρω του όλους τους ιθαγενείς που δεν έχουν ξαναδεί ποτέ τέτοιο θαύμα.

 

Ούτε η Αριάν νοιάζεται για τις αποσκευές της. Εντυπωσιασμένη απ αυτόν τον χώρο που κάποιοι έχουν την αξίωση να θεωρούν αεροδρόμιο, έχει βγάλει τη γιαπωνέζικη μηχανούλα τσέπης και κλικ κλικ προσπαθεί να απαθανατίσει το κάθε τι που την περιβάλλει. Επιχειρώ να της πω ότι καλύτερα να μην...

 

Ο ξεχασμένος Πιερ ασφυκτιά με τόσους περίεργους έγχρωμους πάνω απ το κεφάλι του κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Τον βάζω σ’ ένα καροτσάκι αποσκευών του αεροδρομίου κι αρχίζουμε τις τρελές κούρσες μες στο συνωστισμό. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τον Πιερ να γελά. Και μάλιστα τόσο πολύ. Η Ισαβέλλα μου επισημαίνει ότι έγινα νούμερο κι εγώ της λέω, ε, και τι έγινε;

 

Οι φωνές της Αριάν μας αναστατώνουν. Πάμε κοντά της. Τσακώνεται με κάποιον που της άρπαξε τη φωτογραφική απ τα χέρια. Αυτός ο κάποιος, όργανο της τάξης προφανώς, της λέει κοφτά και μονότονα ότι απαγορεύεται να φωτογραφίζει το αεροδρόμιο. Ο Ζακ επιστρατεύει το εδώ κύρος του και χάνεται με το όργανο πίσω από μια πόρτα. Για να γυρίσει σε λίγο με τη μηχανούλα της Αριάν στο χέρι.

 

 

 

Το ανεξάρτητο Μαλί


Ως ανεξάρτητη χώρα το Μαλί, με πρόεδρο τον σοβιετόφιλο Μοντιμπό Κεϊτά, κάνει τα πρώτα του βήματα πάνω σε εισαγόμενες (και αναφομοίωτες) σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού τύπου. Από το επίπεδο του σούπερ μάρκετ και πάνω όλη η οικονομία κρατικοποιείται. Ήταν σα να δίνεις ένα νυστέρι σ’ ένα νήπιο για να παίξει. Το νήπιο δεν έπαιξε για πολύ καιρό. Κόπηκε. Εκτός από την κρατική επιχείρηση βάμβακος όλα τ’ άλλα μεγάλα οικονομικά και παραγωγικά μεγέθη πήγαν κατά διαόλου. Αποτέλεσμα: σκληρά μέτρα λιτότητας, αναπόφευκτη κοινωνική δυσαρέσκεια και (αναίμακτο) στρατιωτικό πραξικόπημα από έναν άλλο σωτήρα, τον Μούσα Τραορέ.


Ο εν λόγω Τραορέ αντιμετωπίζει επιτυχώς, μέχρι το 1979, τέσσερις απόπειρες στρατιωτικών πραξικοπημάτων από ισάριθμους μνηστήρες της εξουσίας ώσπου εγκαινιάζει την περίοδο της πολιτικής "εξομάλυνσης": επιτρέπει τη λειτουργία ενός (μόνο) κόμματος, των πραιτοριανών του, και ο ίδιος παραμένει, εννοείται, πρόεδρος. Μέσα στη δεκαετία του ογδόντα, ο Τραορέ, αρχίζει να στρίβει το τιμόνι αργά και σταθερά προς τη Δύση. Ατροφεί η επίδραση των Σοβιετικών κι αρχίζουν οι ιδιωτικοποιήσεις.


Όμως, κάποιες παρατεταμένες ξηρασίες στις χρονιές 83-84 που είχαν ολέθριες συνέπειες για την έτσι κι αλλιώς ασθμαίνουσα οικονομία, συν το φούντωμα του αποσχιστικού κινήματος των Τουαρέγκ στον σαχαριανό βορρά, ξαναρίχνουν τη χώρα στο μπάχαλο. Οι νομάδες Τουαρέγκ δεν καταλαβαίνουν τι εστί "σύνορα" στην έρημό "τους". Είναι σαν να θέλουν να τους βάλουν τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Άρχισαν με κάποιες επιθέσεις σε στρατιωτικά φυλάκια κοντά στο Γκάο. Οι Σονγάϊ, οι ιστορικοί εχθροί τους, απαντούν στην ίδια γλώσσα, γίνεται το σχετικό μακελειό και, ως φυσική συνέπεια, το φούντωμα του αντάρτικου για τα επόμενα χρόνια.


Αλλά και περά από τον ανταρτοπόλεμο των Τουαρέγκ, η χώρα, λόγω της έτσι κι αλλιώς άθλιας οικονομικής της κατάστασης, σείεται απ' άκρου εις άκρον από διαδηλώσεις και αιματηρές συγκρούσεις. Τότε, το Μάρτη του '91, επεμβαίνει (ως συνήθως) ο στρατός υπό την ηγεσία του Αμαντού Τουρέ, κι αφού εκτελεστούν εξήντα μέλη της κυβέρνησης του Τραορέ, και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι, αναλαμβάνει αυτός, ο Αμαντού Τουρέ, ως μεταβατικός σωτήρ.


Και, πράγματι, τον Ιούνη του '92 προκηρύσσονται (πολυκομματικές αυτή τη φορά) εκλογές που αναδεικνύουν ως πρόεδρο τον Άλφα Ουμάρ Κοναρέ.


Αυτός ο Κοναρέ πάντως τα πήγε πολύ καλύτερα από τους  προηγούμενους. Στην πρώτη του πενταετία κατόρθωσε να εκτονώσει αισθητά το αντάρτικο των Τουαρέγκ κάνοντάς τους μια σειρά από παραχωρήσεις βασισμένες στην οικονομική βοήθεια διεθνών οργανισμών αρωγής. Απόδειξη περί την κυβερνητική δεξιοτεχνία-του είναι και το ότι κέρδισε και τις εκλογές του '97.


Παρ’ όλα αυτά, η ειρήνευση στο σαχαριανό βορρά εξακολουθεί να είναι εύθραυστη αφού ακόμη και σήμερα στις περιοχές γύρω από την Τιμπουκτού και την Γκάο εξακολουθούν να γίνονται σποραδικές επιθέσεις από τους Τουαρέγκ, αντάρτικες ή και καθαρά ληστρικές.

 

Προς τον πάτο του βαρελιού


Χωρίς τις αποσκευές τους, χωρίς την προοπτική να τις έχουν σ’ ένα ορατό μέλλον και μ’ έναν Ζακ που παρά τις εκ Παρισίων διαβεβαιώσεις του ότι τα’ χει οργανώσει όλα, δεν έχει οργανώσει ουσιαστικά τίποτα περισσότερο από τα δύο οχήματα με τους οδηγούς τους και τον συμπαθή Νου, κατάκοποι κι εκνευρισμένοι, φορτωνόμαστε και οι δεκατρείς στα δυο λαντρόβερ χωρίς να είναι ξεκαθαρισμένο το κατά πού θα τραβήξουμε μες στην πηχτή μαλινέζικη νύχτα.

 

Με τα πολλά, οι δημοκρατικές διαδικασίες, απέχοντος του Πιερ λόγω ηλικίας, της Αριάν εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την οργανωτική τσαπατσουλιά του Ζακ, εμού λόγω περιστασιακής αδιαφορίας, και των δύο οδηγών ως μη εχόντων δικαίωμα ψήφου, κατέληξαν στο να πάμε κατ’ ευθείαν στο Μόπτι. Εξακόσια πενήντα περίπου χιλιόμετρα από τη Μπαμακό, λέει ο συμπαθής Νου. Σε εννιά-δέκα ωρίτσες θα 'μαστε κει. Τίποτα δηλαδή!


Εννιά με δέκα ωρίτσες! Ο δρόμος, που είναι και η κεντρική αρτηρία μεταξύ Μπαμακό και Βορρά, είναι μια ασφαλτοστρωμένη οδός όπου ευδοκιμούν τα σαμαράκια, οι λακουβίτσες, και γενικώς το γήινο ανάγλυφο. Και με τόσο πλάτος που όταν συναντιόνται δυο μεγάλα οχήματα το μισό απ' αυτά καλά θα κάνει να τροχοδρομήσει στο παράπλευρο χωράφι. Όταν βέβαια είναι χωράφι και όχι χαντάκι! Βάζω στο κασετοφωνάκι μου τα Κατά Ιωάννη Πάθη του Μπαχ, τ’ ακουστικά στ’ αφτιά μου και κλείνω τα μάτια. Νύχτα είναι, λέω, τι θα κάνει; θα περάσει.


Ξυπνώ στο πρώτο μπλόκο. Τρία όρθια βαρέλια, δύο οριζόντια μαδέρια και μια λάμπα θυέλλης μας κόβουν το δρόμο. Τι τρέχει; ρωτώ τον Ζακ. Κανείς δεν μου απαντά. Πραξικόπημα, σκέφτομαι, κατάσταση πολιορκίας, κάτι τέτοιο. Ο μπάτσος (ή δεκανέας, δεν πολυκατάλαβα) με τη λερή στραπατσαρισμένη στολή και με άγριο, μάλλον μεθυσμένο, μάτι, μας ζητά διαβατήρια. Είναι η ενσάρκωση της απόλυτης Εξουσίας. Είναι η προσωποποίηση του Νόμου! Οι οδηγοί των λαντρόβερ τον ακολουθούν μέχρι το ετοιμόρροπο φυλάκιο όπου εδρεύει ένας ράθυμος επικεφαλής. Μαζί τους πάει και η Αριάν. Για να τσακωθεί. Ο Νου μου λέει να μην ανησυχώ, πα προμπλέμ μεσιέ. Πώς "πα προμπλέμ" δηλαδή;  Κεστιόν ντε καντό, μεσιέ, Πα προμπλέμ.


Και μας εξηγεί: Ούτε ένα στα εκατό από τα διερχόμενα οχήματα δεν ανταποκρίνεται στις τυπικές και μηχανικές προδιαγραφές που θέλει ο νόμος. Αλλά κι αν ακόμη τύχει κάποιο αμάξι να είναι του κουτιού, και με τις άδειες και με τα όλα του (στο Μαλί βρισκόμαστε μεσιέ) είναι μάταιο το να προσπαθείς ν’ αποφύγεις το καντό, ή άλλως πως χαράτσι (εν προκειμένω).


Οι οδηγοί μας επιστρέφουν απ το φυλάκιο  μ’ έναν εκνευρισμό ρουτίνας.

 

Η Αριάν επιστρέφει έξαλλη κατά των τριτοκοσμικών προκρούστηδων.

 

Ο Πιεράκος κοιμάται αφού, στριμωγμένος ανάμεσα στους μεγάλους, δεν μπορεί να παίξει με τα γκέιμ-μπόι του.

 

Ο Ντανιέλ, η Ελίζ, η Οντίλ και η Ισαβέλλα διαπιστώνουν πως «οι κάπως σχηματικές θεωρίες της σύγχρονης Αριστεράς περί του προτσές της παγκοσμιοποίησης των μέσων χειραγώγησης κι εκμετάλλευσης του Τρίτου Κόσμου χρήζουν επαναπροσέγγισης».

 

Ο Ζακ κι ο Πατρίκ, τυρβάζουν περί άλλα. Κι εγώ, επίσης. Προσαρμόζω στ’ αφτιά μου τα Κατά Ιωάννη του Μπαχ και...

 

Ο οδηγός μας συνεχίζει να τρέχει στον κατασκότεινο δρόμο σαν τρελός, λες κι έχει γεμίσει το ρεζερβουάρ του με νέφτι, τη στιγμή που  μπροστά του δεν βλέπει παρά  τη σκόνη που σηκώνει ο προτρεχάμενος συνάδελφός του. Τι να του πεις; Οι αντιστάσεις μας έχουν σμπαραλιαστεί πάντως.


Κατά πως μαρτυρά κι ο χάρτης μου, διασχίζουμε με διακεκομμένο ύπνο τις πόλεις Κουλικόρο, Σεγκού,  Μπλα, και Σαν,  σταματώντας  ενδιαμέσως και σε πέντ’ έξι  μπλόκα με βαρέλια, μαδέρια και προκρούστηδες  στη μέση της σαβάνας, που παίρνουν την εκδίκησή τους για τα τόσα χρόνια γαλλικής αποικιοκρατίας. Κι άντε τώρα να τους εξηγήσεις  πως εγώ κι η Ισαβέλλα είμαστε Έλληνες και  πως μια τέτοια ιστορική ενοχή  έχει να βαρύνει τους Έλληνες από τα χρόνια του Αλέξανδρου του «Μέγα» (άσε που δεν το πολυπιστεύω).

 

Μόπτι

Φτάσαμε, λέει. Πού φτάσαμε; Αποβιβαζόμαστε από τα λαντρόβερ σαν ζαλισμένα κοτόπουλα. Πλην του Πιέρ που δεν φαίνεται να χαμπαριάζει τίποτα από τα εγκόσμια, εκτός των ηλεκτρονικών μαραφετιών του. Δεν έχει ξημερώσει ακόμη.

 

Μια πρωτόγνωρη μπόχα επιτίθεται βίαια στις αισθήσεις μας. Κάτι σαν σάπιο ψάρι ανάμεικτο με κορεσμένα βιολογικά απόβλητα. Ένα τσίριγμα τρόμου: της Αριάν. Στη βάση των ποδιών της βρίσκεται κουλουριασμένη μια ανθρώπινη μάζα, χωρίς πόδια αλλά με την παλάμη ανοιχτή και υπερυψωμένη. Και με μια ικεσία: καντό μαντάμ, καντό!

 

Δεν ξέρεις πού να σταθείς. Είναι σκοτεινά και σε κάθε σου αναποφάσιστο βήμα στο ύποπτης υφής έδαφος βρίσκεται κι ένα σερνάμενο ανθρώπινο ον με την παλάμη ανοιχτή. Κι άλλη παλάμη ανοιχτή, πολλές παλάμες ανοιχτές, και κάποια απ αυτές έχει αρπαχτεί από το μπατζάκι μου: Αρζάν, μεσιέ, αρζάν. Καλωσήρθαμε στο Μόπτι, λοιπόν.  


Εδώ είναι το μπαρ Μπόζο, λέει ο Πατρίκ, και δείχνει ένα υπερυψωμένο κάτι που δεν φαίνεται, ενώ ο Ζακ πηγαίνει να ξυπνήσει τον καταστηματάρχη για να μας φτιάξει πρωινό. Μπαρ Μπόζο! Τι να’ ναι αυτό;


Ξημερώνει! Μπροστά στα μάτια μας αρχίζει να φωτίζεται ένα απίστευτο, ένα εξώκοσμο σκηνικό. Λες και δεν διασχίζαμε χιλιόμετρα μέχρι αυτή τη στιγμή, παρά αιώνες προς τα πίσω. Για να πέσουμε στον πάτο του βαρελιού. Έχουμε μείνει όλοι άναυδοι.

 

Το Μόπτι, μας λέει ο Νου, ανυποψίαστος ίσως για τους ψυχικούς κραδασμούς μας, οφείλει την ύπαρξή του στο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στη συμβολή του Μπάνι με τον Νίγηρα. Σ’ αυτό εδώ το κομβικό σημείο καταφτάνουν οι ψαράδικες και οι νομαδικές φυλές της σαβάνας και της ερήμου με τα προϊόντα τους: ψάρια κυρίως, γεωργικά, κτηνοτροφικά, οπωροκηπευτικά, υφάσματα και χειροχνήματα. 


Ξημέρωσε! Κι όλος αυτός ο πληθυσμός, που αποτελεί μια ενιαία  ανάκατη μάζα με τις βάρκες και  τα εμπορεύματά του, στοιβαγμένος στην όχθη του Μπάνι, αρχίζει ν’ αργοσαλεύει. Δεν μπορώ να περιμένω τον ιδιοκτήτη του υποτιθέμενου μπαρ, οπλίζω τη μηχανή και χώνομαι με την Ισαβέλλα, την Αριάν (και τον Νου για κάθε ενδεχόμενο) μέσα σ’ αυτό το απερίγραπτο ντεκόρ. Βρίσκομαι υπό το κράτος ενός αμόκ φωτογράφισης. Μορφές και χρώματα απίστευτα. Κι ευτυχώς που τούτοι δω δεν αλαφιάζονται στη θέα της φωτογραφικής όπως οι Μαλινέζοι της Μπαμακό. Σαν να μην πολυκαταλαβαίνουν τι κάνω μ’ αυτό το μαραφέτι στο μάτι μου. Φωτογραφικό όργιο. Έχω λυσσάξει να τραβάω. Όλα μου φαίνονται καινούργια. Όλα θέλω να τα αιχμαλωτίσω. Προσπαθώ να αυτοσυγκρατηθώ. Αδύνατον. Τα φιλμ τρέχουν το ένα μετά το άλλο με μια πρωτοφανή ταχύτητα.   

 

 

Τα πρώτα μου θέματα είναι οι πινάς, αυτές οι ύψιστης αισθητικής, πλην παμβρώμικες και κατά το πλείστον ταλαιπωρημένες ποταμόβαρκες, που είναι συγχρόνως καταλύματα και μεταφορικά μέσα.

 

Το επόμενο στάδιο είναι τα αραδιασμένα στη γλίτσα κι εκτεθειμένα  στις μύγες εμπορεύματα: αποξηραμένα ψάρια, φρούτα, λαχανικά και υφάσματα.

 

Μετά οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που σ’ αυτή την όχθη κοιμούνται, μαγειρεύουν, τρώνε, αφοδεύουν, πλένονται, ερωτεύονται. Όλα εδώ και υπαιθρίως.  Οι απλωμένες παλάμες πάντως μας καταδιώκουν όπου κι αν βρισκόμαστε κι ο συμπαθής Νου, πάντα χαμογελαστός, κάνει ότι μπορεί για να μας «προστατεύσει». Αλλά και να δικαιολογήσει τα λαό του. Είναι συγκινητικός.


                            

Το «μπαρ Μπόζο» είναι μια προσπάθεια να μοιάζει με μπαρ. Πληροφορούμαι από τη Γιολάντ (η οποία βρίσκεται εδώ για δεύτερη φορά) ότι υπάρχουν δυο - τρία ακόμη τέτοια μπαροφαγάδικα στο Μόπτι αλλά αυτό είναι το καλύτερο διότι έχει το πλεονέκτημα να είναι πάνω στην όχθη και να ‘χει, επομένως, την πλέον προνομιούχα πανοραμική θέα. Το «Μπόζο»,  δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι απαστράπτει καθαριότητος, όπως την εννοούμε εμείς του Πρώτου και του Ενάμισου Κόσμου. Τα καθίσματά του είναι μακρόστενοι πάγκοι και τα τραπέζια του το ίδιο αλλά στο κάπως ψηλότερο. Είναι, αναμφιβόλως, το ιδανικό στρατηγικό σημείο απ’ όπου μπορώ ν’ απαθανατίζω με τον πεντακοσάρη, αλλά και με τον χιλιάρη μου, και με ανεξέλεγκτη αδιακρισία, κάθε στιγμή, ακόμα και την πιο προσωπική, από τη ζωή των οχθόβιων.

 

Η επόμενη (έξοχη αυτή τη φορά) ιδέα του Ζακ ήταν να πάρουμε μια πινάς για μια βόλτα μέχρι τη συμβολή του Μπάνι με τον Νίγηρα. Δυο-τρεις ωρίτσες πήγαιν’ έλα.

 

Ήταν κάτι το μαγευτικό και συμφωνήσαμε με την Ισαβέλλα να το διαπράττουμε κάθε μέρα ανελλιπώς.

 

Στις ασταθείς όχθες που σχηματίζουν οι προσχώσεις των δύο ποταμών, φυτρώνουν ανά μία, ανά τρεις, ανά πέντε, οι πρόχειρες ψαροκαλύβες των αναφομοίωτων φυλών που καταφτάνουν από τα βόρεια της χώρας για μια καλύτερη τύχη, αφού γι αυτούς το Μόπτι είναι το πιο προηγμένο αστικό κέντρο που θα μπορούσαν να φανταστούν.

 

Μια βόλτα στην πόλη 

Μπαίνουμε στην «ενδοχώρα», στο κέντρο της πόλης. Σπίτια από λάσπη. Σπίτια από λάσπη και πάλι λάσπη. Τα περισσότερα μονώροφα, αρκετά διώροφα και μερικά κάτι παραπάνω. Πάντα από λάσπη.

 

Καταταλαιπωρημένα αυτοκίνητα, μοτοποδήλατα, κάρα, πεζοί, ζώα, ένας πολύβουος αχταρμάς. Καμιά τάξη. Κανένας κυκλοφοριακός κώδικας. Ή μάλλον μια σουι-γκένερις εντροπία κι όποιον πάρει ο Χάρος.

 

Στις δυο άκρες των χωμάτινων δρόμων, στις ρίζες των κτηρίων, χάσκουν βαθιά χαντάκια με σκουπίδια, απόνερα, και βοθρολύματα. Παιδιά ξυπόλυτα γεμάτα μύξες και πρησμένες κοιλιές. Τρεις λέξεις ακούμε συνεχώς και μονότονα: «καντό», «αρζάν» και «μπομπόν». Δώρο, χρήμα και καραμέλες. Τα παιδιά με τις μύξες και τις πρησμένες κοιλιές ζητούν συνήθως μπομπόν. Δώσαμε, λοιπόν, χρήμα στον Νου να μας αγοράσει μερικές σακούλες μπομπόν και να μας προμηθεύσει με όσο γίνεται  περισσότερα από τα ψιλά αρζάν που κυκλοφορούν στη χώρα. Για να διαπιστώσουμε σε λίγο πως ούτε τη συνειδησιακή μας ενόχληση διασκεδάσαμε αλλά ούτε και βοηθήσαμε κανέναν και σε τίποτα. Αντίθετα, οι απλωμένες παλάμες πολλαπλασιάστηκαν.

 

Αφήσαμε τις περιοχές με τη μεγάλη κίνηση για να μπούμε στις απόκεντρες γειτονιές. Και δω βέβαια σκουπιδαριό, και δω χαντάκια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χαίνοντες βόθροι, αλλά έχω πάντως την ευκαιρία ν’ απαθανατίσω με μεγαλύτερη άνεση την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική της πλίθρας έστω και κάτω από έναν καυτό ήλιο που με διαλύει.

 

Δεν υπάρχουν ευκατάστατοι, σ’ αυτή τη χώρα; Κι αν υπάρχουν πού ζουν; Υπάρχουν, απαντά ο Νου, αλλά μένουν σ’ αυτά τα σπίτια που βλέπετε με τις οικογένειές τους, είτε γιατί έτσι είναι μαθημένοι, είτε γιατί δεν θέλουν να προκαλούν το φθόνο των γειτόνων. Υπάρχουν μερικοί πλούσιοι στην Μπαμακό που μένουν σε τέτοια σπίτια αλλά έχουν πολυτελή διαμερίσματα στο Παρίσι (Μαλί, δε θα σε καταλάβω ποτέ!). 

 

Σ’ αυτούς τους δρόμους αν σου συμβεί κάτι δεν σε βρίσκει κανείς, λέει μελαγχολικά η Οντίλ, το άλλοτε Παιδί του Γαλλικού Μάη που ‘χει αναπνεύσει το δακρυγόνο με τη σέσουλα για να φτιάξει έναν κόσμο καλύτερο, και να σκοτωθείς εδώ, θα περάσουν μέρες για ν’ ασχοληθούν μ’ ένα πτώμα πεταμένο στην άκρη του δρόμου μαζί με τ’ άλλα σκουπίδια, «σ’ε τερίμπλ»!


Λα μαιζόν ντε Μορεμά 


Το Μορεμά είναι ένας περιφερειακός  Δήμος του Παρισιού ο οποίος έχει «υιοθετήσει» το Μόπτι. Ο Ζακ κι Πατρίκ είναι δημότες του κι εντεταλμένοι στο να διαχειρίζονται ένα πρόγραμμα ιατρικής και υγειονομικής αρωγής προς το Μόπτι, το οποίο στελεχώνεται και από ντόπιους Μαλινέζους όπως ο «Μπαρμπα-Θωμάς».

 

Η «λα μαιζόν ντε Μορεμά» είναι ένα, πλίνθινο βεβαίως, τριώροφο οίκημα όπου καταλύουν ο Ζακ, ο Πατρίκ κι ενίοτε και οι φιλοξενούμενοί τους όπως εμείς. Είμαι όμως βέβαιος πως εκτός απ τη Γιολάντ κανείς μας δεν ήξερε τι τον περίμενε.

 

Πόρτες δεν υπάρχουν. Για ύπνο, ξυλοκρέβατα εν σειρά ή ψάθινα στρωσίδια στην ταράτσα. Το μπάνιο είναι άγνωστη έννοια, και αυτό που εμείς ονομάζουμε συνήθως τουαλέτα είναι ένας στενός χώρος χωρίς οπτική προστασία και  με μια τρύπα στη μέση.

 

Μέσα σε χρόνο μηδέν, η Οντίλ, η Ελίζ, κι η Αριάν, με τη σύμφωνη γνώμη και του Ντανιέλ, συναποφασίζουν να μείνουν σ’ ένα αγνώστου αριθμού αστέρων ξενοδοχειάκι στο Σεβαρέ, ένα χωριό δεκατρία χιλιόμετρα από το Μόπτι και δίπλα στο αεροδρόμιο (δια παν ενδεχόμενο). Χωρίς δεύτερη σκέψη συνταχτήκαμε και ‘μεις με την άποψή τους.                                                          

 

Οι ψάθες στο πάτωμα ενός απ τους εξώστες της λα μαιζόν και τα λοιπά  έχουν στρωθεί. Καθώς και οι πιατέλες με τα εδέσματα. Κοτόπουλο κοκκινιστό με κουσκούς και πατάτες τηγανητές!

 

Ψάχνω με το μάτι για κανένα πιρούνι. Αστεία πράγματα! Αν δεν θέλω να ψοφήσω απ' την πείνα πρέπει να φάω και ‘γω με τα χέρια. Όπως όλοι. Όπως κι ο Μπαρμπα-Θωμάς, ο Μαλινέζος μαθηματικός με το γαλήνιο σοφό βλέμμα κι αυτό το υπέροχο χαμόγελο που σε κάνει να νοιώθεις βέβαιος για τον κόσμο. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά του αλλά έτσι κι αλλιώς μ’ αρέσει να τον αποκαλώ Μπάρμπα-Θωμά.

 

Είναι κι ένας κουβάς με νερό. Όποιος τελειώνει ξεπλένει τα χέρια του μέσα και στη συνέχεια ρίχνει το πιάτο του. Όλα τα πιάτα. Κατόπιν τούτου είναι έτοιμα για την επόμενη χρήση!

  

Τέλος Αιώνα


Ο δήμαρχος του Μόπτι, ένας από τους ελάχιστους χοντρούς Μαλινέζους που είδα μέχρι σήμερα (αν όχι ο μόνος), μαζί με τη χαζοχαρούμενη δημαρχίνα και την τροφαντή κακομαθημένη κορούλα τους είναι εδώ, στο μπαρ Μπόζο. Φορούν τα πολύχρωμα παραδοσιακά τους και καμαρώνουν σαν παγώνια. Είναι καλεσμένοι μας. Του Ζακ, δηλαδή. Διότι «πρέπει» αυτή τη βραδιά να την περάσουμε μαζί.

 

Είναι κι Μπαρμπα-Θωμάς εδώ, καθισμένος δίπλα μου και στοιχηματίζω πως δεν γουστάρει καθόλου το δήμαρχο αλλά είναι κι αυτός καλεσμένος του Ζακ. Είναι κι ο Πιερ που αδιαφορεί εντελώς για την κόρη του δήμαρχου καθότι απορροφημένος από το βιντεογκέϊμ του.


Πριν από τρεις περίπου ώρες, κι από το σημείο που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή, φωτογράφισα την τελευταία δύση του 1999. Και μες στις προθέσεις μου είναι σε λίγες ώρες  να φωτογραφίσω  και την ανατολή του 2000.   

             

Είναι κι ο Ζακ εδώ μ’ ένα μαύρο πουκάμισο, άσπρο παπιγιόν και πέδιλα. Έχουμε και σαμπάνιες, έχουμε και δύο ελληνικά κρασιά που κουβαλάμε εμείς από την Αθήνα. Έχουμε δωράκια απ' όλους και για όλους. Κι ένα μπαλέτο της συμφοράς έχουμε για τους μαστ παραδοσιακούς χορούς.

 

Είναι και κείνα τα ανθρώπινα όντα που κοιμούνται κατάχαμα λίγο πιο πέρα στην όχθη. Είναι και τα κεφαλάκια των μικρών παιδιών με τα πολύ σγουρά μαλλιά και τα σαγόνια ακουμπισμένα στο πεζούλι του μπαρ Μπόζο, ακριβώς πίσω μου. Με τα μεγάλα μάτια τους καρφωμένα στ’ αποφάγια μας. Ρώτησα το Μπαρμπα-Θωμά αν είναι σωστό να... και μου είπε ναι. Και πριν καλά καλά πλησιάσω το πιάτο μου στο πεζούλι όλα αυτά  τα χεράκια... ποιο θα πρωταρπάξει.

 

Το πιάτο μου έπεσε στο βρώμικο έδαφος, τα κόκαλα σκόρπισαν και τα πιο δυνατά απ' αυτά τα παιδιά κατάφεραν να τα μαζέψουν. Μέχρι αυτή τη στιγμή πίστευα ότι τέτοια αντίδραση, μόνο τα πεινασμένα σκυλιά θα μπορούσαν να έχουν. Πα προμπλέμ, μεσιέ!


Για περισσότερες φωτογραφίες από το Μαλί:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Διαβάστε επίσης:

ΜΑΛΙ 1 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΑΜΑΚΟ ΣΤΟ ΜΟΠΤΙ, ΖΩΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΜΑΛΙ 2 - ΝΤΟΓΚΟΝ, Η ΦΥΛΗ ΤΟΥ ΣΕΙΡΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΜΑΛΙ 3 - ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ, Ο ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΜΑΛΙ 4 - ΠΛΟΥΣ ΕΠΙ ΝΙΓΗΡΟΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΜΑΛΙ 5 - ΝΤΖΕΝΕ, ΟΝΕΙΡΑ ΠΛΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΠΗΛΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΜΑΛΙ 6 - ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν