ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 3 - ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΑ
Ένα βέλος έχει καρφωθεί στο χώμα πενήντα εκατοστά δίπλα από το άρβυλό μου. Ποιος το 'κανε; Τον βλέπω! Ξεπροβάλλει μεσ' απ’ τα δέντρα. Κι άλλος! Κι άλλοι! Μας πλησιάζουν με προτεταμένα τα ακόντια και τα τόξα τεντωμένα! Μπαίνουν κι οι γυναίκες Παπούα στο πεδίο της μάχης με ξέφρενους αλαλαγμούς. Τον Ορέστη και μένα μας δένουν πισθάγκωνα. Την Ισαβέλλα τη φορτώνονται οι γυναίκες στους ώμους τους. Είμαστε αιχμάλωτοι! Είμαστε τρόπαια! Είμαστε λάφυρα! Είμαστε όμηροι!
Του Κώστα Ζυρίνη
Διασκευασμένο απόσπασμα από το βιβλίο του «Πέρα από το Μπάλι»
Προηγούνται:
ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 1 - ΙΡΙΑΝ ΤΖΑΓΙΑ, Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 2 - ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΟΥΜΙΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
O «Γιάνι»
Τον βαφτίσαμε "Γιάνι" γιατί κανείς μας δεν κατάφερε ν' αρθρώσει σωστά το πραγματικό του όνομα. Μας «υιοθέτησε» και τον «υιοθετήσαμε» από την πρώτη μέρα που φτάσαμε στη Γουαμένα.
Κάτι που κάνει το Γιάνι να ξεχωρίζει από τους άλλους "αναφομοίωτους" Παπούα είναι το ό,τι δεν απλώνει ποτέ την παλάμη μουρμουρίζοντας το γνωστό μονότονο ψαλμό "ρουπί, ρουπί". Δεν επαιτεί ποτέ. Αξιοπρεπέστατος.
Κοντοπίθαρος, φέρων μόνο το περικαύλιό του, βαμμένος από την κορφή μέχρι τα νύχια με έντονες λασπομπογιές, φτερά στο κεφάλι, πολλά χαϊμαλιά, και το τόξο με τα βέλη του επ’ ώμου και παραπόδας. Μου έκανε μάλιστα και μια επίδειξη για το πώς βάζει και βγάζει το ζεύγος από τα κυρτά κόκκαλα που κοσμούν το πρόσωπό του στην περιοχή όπου εμείς εκτρέφουμε συνήθως μουστάκι. Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το δικό μας μουστάκι είναι εξ ίσου γελοίο στα μάτια του όσο και τα διακοσμητικά κόκκαλα της μύτης του στα δικά μας μάτια. Ο Γιάνι!
Ο Γιάνι θέλει, λέει, να μας πάει στο χωριό του, την Ιλούγκουα. Κάποια 35 χιλιόμετρα μακριά από τη Γουαμένα. Τα 25 απ αυτά είναι χωματόδρομος και μονοπάτια. Είναι λέει "μπος" στην Ιλούγκουα. Τι μπος, δηλαδή; τρέχα γύρευε! Τέλος πάντων, από την αποκρυπτογράφηση των αγγλικών του προκύπτει ότι, στον οικισμό του ο Γιάνι ασκεί κάποια εξουσία. Του πάει, δε λέω!
Στο χάνι του Ινδονήσιου τυχοδιώκτη
Ο χωματόδρομος δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα την κακοτράχαλη άσφαλτο που προηγήθηκε και μας έκανε να βλαστημήσουμε σα λαχαναγορίτες της οδού Αθηνάς της δεκαετίας του πενήντα. Τον οδηγό με το όχημα τον έχουμε με σύμβαση έργου. Θα μας πας εκεί και πόσα θέλεις. Τοπίο υπέροχο. Οροπεδινό. Βλάστηση σχετικά αραιή στην οποία παρεμβάλλονται οι καλλιέργειες της γλυκοπατάτας, της ερόμ στα παπουάνικα. Αγρότες Παπούα τσαπίζουν τα λασποχώραφά τους, γκρίζα γουρούνια πλατσουρίζουν στα άφθονα νερά κι εγώ δεν ξέρω πως να εξηγήσω στο Γιάνι ότι αν δε βολέψει κάπως το τόξο του θα χάσω κάνα μάτι με το τράνταγμα του τζιπ.
Έχουμε καταλύσει στο χωριό Τζιγουίκα, σε κάποιο χάνι που διευθύνει ένας Ινδονήσιος από την Ιάβα. Μια φάτσα τυχοδιώχτη και φυλακόβιου. Τι χάνι, δηλαδή, πεντ'έξι δωμάτια - παράγκες όλα κι όλα από ξύλο και λαμαρίνα.
Κάποια ηλεκτρογεννήτρια που έφτασε κάποτε μέχρις εδώ τα 'χει φτύσει διαπαντός. Το βράδυ μας φωτίζει ένα σπερματσέτο για κάθε δωμάτιο και μια λυχνία πετρελαίου για το αχούρι που ο τύπος αποκαλεί τραπεζαρία.
Τα δωμάτια που νοικιάζει ο Ιαβανέζος τυχοδιώχτης επικοινωνούν από την έξω μεριά μ' έναν ξύλινο υπερυψωμένο διάδρομο φέροντα κουπαστή. Σ' αυτή λοιπόν την κουπαστή ακουμπά το σαγόνι του ο δέκα - δώδεκα χρονών παπουάκος και με κοιτάζει με το ένα του μάτι διότι το άλλο είναι καλυμμένο μ' έναν επίδεσμο. Σφίγγει στην αγκαλιά του ένα κουτάβι. Υποτίθεται πως είναι παραγιός του Ιαβανέζου τυχοδιώχτη, ο οποίος μάλιστα τον υποχρεώνει να φορά πουκάμισο και σορτ για να κάνει καλή εντύπωση στους πελάτες. Ήταν το μόνο που έλλειπε από το άψογο ίματζ του καταστήματος! Με κοιτάζει λοιπόν ο παπουάκος με το ένα του μάτι ώρα πολλή καθώς πίνω τον καφέ μου και με κάνει και λειώνω.
Όλα άρχισαν από τη στιγμή που του 'δωσα ένα πορτοκάλι. Το άρπαξε κι άρχισε να τρέχει πανευτυχής (με το κουτάβι του στην αγκαλιά) προς τον απέναντι οικισμό όπου και βρίσκεται η πατρική του καλύβα. Σε λίγο μου ξανάρθε. Και κάρφωσε το βλέμμα του στο άδειο σκεύος του ινδονησιακού αναψυκτικού. Του το 'δωσα κι αυτό. Μάζεψα κι όσα γεμάτα υπήρχαν στα δωμάτιά μας και τα πήρε σαν τρελός από χαρά. Και τις κάποιες ρουπίες, φυσικά. Ό,τι μαζεύει σπεύδει να ενισχύσει τον οικογενειακό του προϋπολογισμό. Έχει γίνει η σκιά μας. Πάντα με το κουτάβι του αγκαλιά. Το μέτρο της φτώχειας και της αθωότητας των Παπούα.
Είναι νύχτα. Καθόμαστε στους ξύλινους πάγκους της τραπεζαρίας που φωτίζεται με δυο κεριά και μια λάμπα θυέλλης. Καλύτερα, για να μη βλέπουμε καλά αυτό που μας σερβίρει για δείπνο ο τυχοδιώχτης. Είμαστε οι μόνοι πελάτες. Μαζί μας κάθεται και ο Γιάνι. Παρά την επιμονή μου ο Γιάνι δε θέλει ούτε καν ν' αγγίξει το φαγητό. Μήπως ξέρει κάτι που δεν ξέρω;
Έχουμε αποφάει. Ο Γιάνι ξεδιπλώνει την πλαστική σακούλα που κρύβει στο αρύπλεκτο ταγάρι του και ρίχνει στο εσωτερικό της όλα τα υπόλοιπα των φαγητών. Που δεν είναι και λίγα. Το κάνει σαν κάτι το απολύτως φυσικό όσο και αυτονόητο.
Λίγο αργότερα, και πάλι με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου, συν κάποια επισημότητα, με ρωτά πόσα γουρούνια θέλω για να του αφήσω την Ισαβέλλα εδώ. Την θέλει, λέει, για γυναίκα του, αλλά και για να μάθει αγγλική γραφή κι ανάγνωση στα παιδιά της Ιλούγκουα!. Κι εγώ, με την ανάλογη φυσικότητα του απαντώ ότι, δυστυχώς, δεν έχω τρόπο να μεταφέρω τόσα γουρούνια στην Ελλάδα (κι εξ άλλου έχουμε αρκετά εκεί). Μετά απ αυτή την, μάλλον ανεδαφική, πρόταση μένουμε σύμφωνοι να πάμε αύριο στο χωριό του. Θα μας ετοιμάσει μια σουρπράϊζ, λέει, που θα μας αρέσει πάρα πολύ, είναι σίγουρος. Κι αν θέλουμε ν' αφήσουμε και τίποτα ρουπίες στο χωριό, τόσο το καλύτερο. Δεν πρόκειται να προσβληθεί κανείς τους. Ελήφθη.
Αίχμάλωτοι των Παπούα
Περπατάμε εδώ και δυο ώρες σε μια ατραπό. Ποτάμι ο ιδρώτας.
Ένα υπέροχο ξύλινο γεφύρι! Σταματώ για να το φωτογραφίσω και πάνω κει... ένα βζιν και... ωχ τι είν' αυτό; Ένα βέλος έχει καρφωθεί στο χώμα πενήντα εκατοστά δίπλα από το άρβυλό μου. Τι μαλακία είν' αυτή; Ποιος το 'κανε;
Προσέξτε! ξελαρυγγιάζομαι και μού 'ρχεται κι άλλο βέλος ένα δυο μέτρα μπροστά μου. Προσέξτε! Βζιν βζιν βζιν, παντού. Ήδη ο Ορέστης έχει κολλήσει σ' έναν κορμό και φωνάζει, μάνα, πρόσεχε!
Ένα βέλος καρφώνεται στον κορμό λίγο πάνω απ το κεφάλι του. Κάτσε κάτω!.. όλοι κάτω! φωνάζω και πέφτω δίπλα στην Ισαβέλλα. Το παιδί! μου φωνάζει εκείνη, το παιδί! Ντάξει είναι το παιδί! Ορέστη, είσαι καλά; Ποιος μαλάκας μας ρίχνει, ρε μπαμπά; πλάκα μας κάνουν; Λες; Μήπως...
Τον βλέπω! Ξεπροβάλλει πίσω από έναν ψηλό κορμό παρατηρητήριο. Κι άλλος! Κι άλλοι μεσ' απ’ τα δέντρα. Μας πλησιάζουν με προτεταμένα τα ακόντια και τα τόξα τεντωμένα! O Γιάνι πετιέται πρώτος μέσα από τη συστάδα και ορμάει κατά πάνω μας. Τι φωνάζ..;
Να παραδοθούμε, με κόβει η Ισαβέλλα. Και γιατί να μη παραδοθούμε, ελληνικές μαγκιές θα κάνουμε τώρα;
Ο ένας μετά τον άλλο πέφτουμε στα γόνατα και σηκώνουμε τα χέρια στον εχθρό.
Μπαίνουν κι οι γυναίκες Παπούα στο πεδίο της μάχης με ξέφρενους αλαλαγμούς.
Τον Ορέστη και μένα μας δένουν πισθάγκωνα.
Την Ισαβέλλα τη φορτώνονται οι γυναίκες στους ώμους τους.
Είμαστε αιχμάλωτοι!
Είμαστε τρόπαια!
Είμαστε λάφυρα!
Είμαστε όμηροι!
Λίγο αργότερα μας μπάζουν στον περίφρακτο οικισμό τους όπου και μας περιμένει όλο το χωριό. Αλαλαγμοί χαράς και νίκης. Γκάπα γκούπα τα κρουστά και χορός.
Μας λύνουν! Τι λαχτάρα κι αυτή η σουρπράϊζ σε σκηνοθεσία Γιάνι!
Έχουν σκάψει έναν βαθύ λάκκο μέσα στον περίβολο του καλυβομαχαλά και τώρα οι γυναίκες τοποθετούν στον πυθμένα του ένα στρώμα χλωρά φύλλα από κάποιο αρωματικό φυτό. Ο Γιάνι πατά ένα ξερό κλαρί με το γυμνό του πόδι. Κάτω από το κλαρί υπάρχει μια στρώση από ξερά φύλλα και κλαράκια. Τρίβει ένα φυτικό κορδόνι στο κλαρί. Καπνός! Φλόγα! Οι γυναίκες ανάβουν μια μεγάλη φωτιά δίπλα στο λάκκο και πάνω της τοποθετούν λειασμένες πέτρες.
Η ψηλή θεριακλού
Νομίζω πως κάπου έχω αδικήσει τους Παπούα ως προς την σωματική τους κατασκευή. Τους άντρες συγκεκριμένα. Κορμιά λεία, καλλίγραμμα και δυνατά. Γυαλιστερά από το στρώμα του χοιρινού λίπους με το οποίο αλείφονται όλο το χρόνο και εντελώς άτριχα. Κι επίσης γλουτούς, που θυμίζουν αρχαιοελληνικό κάλλος. Πολύ κοντά στους δικούς μας κούρους και όχι μακριά από τα αγάλματα των εφήβων της κλασικής Ελλάδας. Ουδεμία σχέση με τους σύγχρονους κτηνώδεις μποντιμπίλντερς με την ανώμαλη σωματογραφία των μυών.
Οι γυναίκες...Τι να πω; … Αναμφιβόλως οι Παπούα έχουν τελείως διαφορετικά κριτήρια από τα δικά μας για τη γυναικεία ομορφιά. Αναγκαστικά. Οι γυναίκες τους είναι καταπονημένες από τη γεωργική παραγωγή και από τις γέννες. Κοντές, σχεδόν παχιές και ασουλούπωτες οι περισσότερες. Βυζιά κρεμασμένα και ξεφούσκωτα. Όλες, εκτός από κείνες που είναι στην περίοδο του θηλασμού. Τα πρόσωπά τους σπανίως εκπέμπουν αυτό που εμείς λέμε θηλυκότητα. Σίγουρα θα εκπέμπουν κάποια θηλυκότητα που όμως θα γίνεται αισθητή μόνο από τους άρρενες της φυλής τους.
Είναι όμως και μία εδώ! Η πιο ψηλή απ όλες. Με βυζάκια, μικρά μεν πλην υπαρκτά και καλλίγραμμα. Το πρώτο ωραίο θηλυκό πρόσωπο που πρόσεξα μέχρι σήμερα.
Τι ωραίο δηλαδή, μάλλον άσχημο είναι αλλά, να... έχει το κατιτίς του. Τό'χει αντιληφθεί ότι μου αρέσει αλλά είναι και τζόρας. Αρνείται να την φωτογραφήσω.
Το μόνο που φαίνεται να επιδιώκει είναι καμιά τράκα παραπάνω από τα εφεδρικά μου τσιγάρα, τα οποία και φουμάρει το 'να πάνω στ' άλλο σαν γνήσια θεριακλού. Ή να μου πουλήσει κάτι από τα χειροποίητα μπιχλιμπίδια της. Μου δείχνει κάθε τόσο την αρύπλεκτη τσάντα της κι ύστερα κάνει νόημα με τα δάχτυλα μια τιμή σε ρουπίες. Νο, νο, λέω εγώ, δήθεν σοκαρισμένος από την τιμή. Απομακρύνεται κι αυτή δήθεν θυμωμένη. Είναι μέρος του παιχνιδιού. Της αρέσει το ό,τι μου αρέσει, απόδειξη πως κάπου κάπου διακρίνω και κάποιο πονηρό αδιόρατο χαμόγελο. Εντελώς γυναικείο. Δυτικού τύπου.
Με τόξο και με βέλος
Οι πέτρες έχουν πυρώσει. Οι γυναίκες τις ρίχνουν στο λάκκο.
Μετά, από πάνω, κι άλλα χλωρά φύλλα. Τα ραντίζουν κι όλας.
Και μετά, κι άλλες πυρωμένες πέτρες.
Τρεις τέσσερις απ τους νεότερους πολεμιστές κυνηγούν το γουρούνι μέσα στον περίβολο. Σκούζει το φουκαριάρικο σπαρακτικά, λες και ξέρει τι το περιμένει και τρέχει από δω κι από κει για να ξεφύγει. Δεν ξέφυγε.
Το κρατάνε δύο από τα πόδια και το φέρνουν στη μέση της πλατείας!
Ο Γιάνι τεντώνει το τόξο στοχεύοντας το ζωντανό. Νοιώθω απαίσια, αλλά … οπλίζω τη μηχανή. Η τέχνη θέλει...
Ευτυχώς, η ζωοκτονία τελειώσει μ’ ένα μόνο βέλος.
Τρυπάνε το φρεσκοσκοτωμένο γουρούνι στο λαιμό μ' ένα αιχμηρό καλάμι μπαμπού και μαζεύουν το αίμα. Δίνουν κατ' έθιμο την ουρά στο σκύλο και τ' αφτιά στα παιδιά για να παίξουν.
Το καψαλίζουν. Του σκίζουν την κοιλιά κατά μήκος του σώματος και το ανοίγουν διάπλατα κάνοντας τα κόκαλά του να σπάζουν με θόρυβο. Είναι έτοιμο για το λάκκο.
Το δίνουν στις γυναίκες.
Η δικιά μου, η ψηλή με το τσιγάρο μου στο στόμα της, το ρίχνει στις πυρωμένες πέτρες.
Κι από πάνω κι άλλα φύλλα. Κι άλλες πέτρες.
Το κρέας μοιράζεται σ' όλο το χωριό μαζί με ψητές γλυκοπατάτες.
Εμείς παίρνουμε από έναν μεζέ. Όχι μόνο από λεπτότητα αλλά και γιατί δεν ξέρουμε πώς να βγάλουμε τη στάχτη από πάνω.
Οι Παπούα τρώνε και τη στάχτη. Πάντως είναι νοστιμότατο, δε λέω!
Καταθέτω στο Γιάνι ένα ποσό για τα έξοδα του σόου, κάτι για τη σκηνοθεσία του, συν κάτι ακόμη για πνευματικά του δικαιώματα.
Μάλλον διασφαλίστηκε το φαί του χωριού για τον επόμενο μήνα.
Στον αποχαιρετισμό, η ψηλή είναι ανάμεσα σ' αυτούς που μας κατευοδώνουν για μια μεγάλη απόσταση. Με κοιτάζει και την κοιτάζω παίζοντας τον αδιάφορο. Κάποια στιγμή με πλησιάζει. Ξεκρεμάει την τσάντα από το κεφάλι της και, πάρ'τη, νο ρουπί, μου λέει με νοήματα. Να, έτσι σας πιάνουν κορόϊδα οι λευκοί, σκέφτομαι. Της δίνω όσες ρουπίες μου είχε ζητήσει αρχικά. Αλλά και πάλι δε φεύγει. Ψιθυρίζει τις δυο μοναδικές αγγλικές λέξεις που ξέρει: θενκ γιου, και συνεχίζει νά'ρχεται από πίσω μας.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 1 - ΙΡΙΑΝ ΤΖΑΓΙΑ, Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 2 - ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΟΥΜΙΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν