ΚΕΝΥΑ 4 - ΛΑΜΟΥ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΣΟΥΑΧΙΛΙ

Front Picture: 

Ένα υπέροχο αδρό ιστιοφόρο σκαρί… αρχαίο και χειροποίητο… ένα πριμιτίφ αριστούργημα… κατάρτια, ξάρτια, όλα δουλεμένα στο χέρι… σκοινιά, παλαμάρια, σκαρμοί… «Ντάου», έτσι λέγεται στο Λαμού αυτός ο μοναδικός τύπος ιστιοφόρας βάρκας. Από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο νησί ξεχάσαμε ακαριαία πως, τύποις τουλάχιστον, βρισκόμαστε στη Κένυα. Ουδεμία σχέση. Εδώ κυριαρχεί η κουλτούρα του Ινδικού.  Εδώ όλα είναι Σουαχίλι.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟτης ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 142 / 08.03.2008

 


 

Προηγούνται:

ΚΕΝΥΑ 1 - ΜΑΣΑΙ ΜΑΡΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΚΕΝΥΑ 2 - ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΣΑΜΠΟΥΡΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΚΕΝΥΑ 3 - ΤΟΥΡΚΑΝΑ, ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΟΜΟ ΕΡΕΚΤΟΥΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 

Πετάμε από Ναϊρόμπι προς Λαμού μ’ ένα ελικοφόρο μια σταλιά που θά ‘πρεπε, κατά τη γνώμη μου, να έχει παροπλιστεί αμέσως μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ας είναι, έχουμε πετάξει και με χειρότερα.

 

Το Λαμού είναι μια νησίδα στην ανατολική ακτή της Κένυας, όχι μεγαλύτερο από την Αίγινα, που όμως έχει τη δική του Ιστορία.

 

Προσγειωνόμαστε σ’ ένα γήπεδο της συμφοράς που θέλει να θεωρείται αεροδρόμιο, όχι όμως στο ίδιο το Λαμού αλλά στο απέναντι νησάκι που μοιάζει ακατοίκητο και το οποίο ο χάρτης μου αναφέρει ως Μάντα.

 

Από το λεγόμενο αεροδρόμιο του Μάντα μέχρι την αποβάθρα των καϊκιών μεσολαβούν τριακόσια περίπου μέτρα χωματόδρομος, τον οποίο η Ισαβέλλα, ο Σάτσο, εγώ και οι υπόλοιποι επιβάτες διανύουμε πεζή ενώ οι αποσκευές μας ακολουθούν φορτωμένες σ’ ένα κάρο συρόμενο από έναν στωικό γάιδαρο.

 

Ο γάιδαρος είναι το σύμβολο του Λαμού. Πουθενά, ίσως, στον κόσμο οι γάιδαροι δεν απολαμβάνουν τέτοια και τόση φροντίδα και τιμή όση στο Λαμού. Θα επανέλθω σ’ αυτό.  

 

Το Μάντα από το Λαμού απέχει όσο περίπου ο Γαλατάς από τον Πόρο. Φορτωνόμαστε όλοι οι επιβάτες του αεροπλάνου, συν ένα τσούρμο ντόπιοι που διαγκωνίζονται ποιος θα μας προσφέρει τις υπηρεσίες του, σε μια σάπια μαούνα που αν δεν βουλιάξει τώρα θα περάσει στην Ιστορία της ναυπηγικής. Δεν βούλιαξε.  

 

‘Eνα τριώροφο σπίτι αρχιτεκτονικής σουαχίλι με έντονα σημάδια παρακμής αλλά απίστευτα ωραίο, όλο στη διάθεσή μας, με τριάντα ευρώ την ημέρα!

 

Τρεις όροφοι. To ισόγειο χωρίς καθόλου έπιπλα. Ένας ακάλυπτος με οργιώδη τροπική βλάστηση ανέγγιχτος εδώ και, ποιος ξέρει πόσο καιρό. Ανεβαίνουμε από μια πέτρινη σκάλα.

 

 

Ο Σάτσο θα πιάσει έναν όροφο μόνος του και μείς τον από πάνω, του οποίου οι τοίχοι, προκειμένου ν’ αερίζεται καλά ο χώρος, δεν καταλήγουν στην κεκλιμένη στέγη.

 

Χοντρά δοκάρια, βαριά σκαλιστά έπιπλα, ανάκλιντρα, περίτεχνες κουνουπιέρες, τεράστιο αίθριο, ψάθινες ξαπλώστρες, αιώρα! Καλά είναι δω, πού να τρέχουμε τώρα για φωτογράφηση μέσα τον καύσωνα!  

 

Μόνο που η φωτογράφηση είναι κάτι σαν χούι. Ή μάλλον σαν κάτι χειρότερο: βίτσιο. Κάτι που δεν φωτογραφίζεται είναι σα να μην υπάρχει. Που λέει ο λόγος. Στην Αθήνα βαριέμαι να φωτογραφίζω αλλά έτσι και βγω παραέξω χωρίς φωτογραφική έχω στερητικό σύνδρομο και γίνομαι (ακόμα πιο) ανυπόφορος στους γύρω μου.  

 

Ακούνα ματάτα 

 

Σουλατσάρουμε στην ακτή σε ώρα άμπωτης. Το νερό έχει τραβηχτεί για ν’ αποκαλύψει έναν γλοιώδη βυθό, ότι ακριβώς επιζητούν τα μαραμπού για να ντιρλικώσουν με σκουλήκια αλλά και μ’ έναν περίδρομο, όχι απαραίτητα πρωτεϊνούχων, απορριμμάτων. Ένα σίχαμα!  

 

Βάρκες και καΐκια έχουν γείρει στο πλάι σαν εγκαταλειμμένοι μελλοθάνατοι στο έλεος του τίποτα.

 

Μερικά σκάφη τα έχουν τραβήξει έξω για να τα καλαφατίσουν. Τσάκα τσούκα τα ματσακόνια. Για μια παράταση ζωής.  

 

Η Ισαβέλλα νομίζει ότι είμαι απογοητευμένος. Ίσως γιατί είχαμε και οι δυο μιαν άλλη, μια λάθος ειδυλλιακή εικόνα για το Λαμού, εκπορευόμενη από κάποιο ωραιοποιητικό φωτορεπορτάζ δημοσιευμένο δεν ξέρω πού και σε ποιο παρελθόν. Ξεχνά όμως πως μ’ ενδιαφέρουν τα πάντα, αρκεί να είναι φωτογενή και εύγλωττα.

 

Το ωραίο και το άσκημο είναι έννοιες ρευστές και σχετικές χωρίς, καμιά φορά, να σημαίνουν τίποτε.

 

Εδώ οι φωτο-

γραφικές μου θα κάψουν λάδια. Και η απόφασή μου είναι τελεσίδικη: το Λαμού σε μαύρο και άσπρο. Διότι μόνο σε μαυρόασπρο αναδεικνύεται το Λαμού ως προς αυτό που είναι στην πραγματικότητα.  

 

Δύο τυπάκοι σαλιώνουν κι ανάβουν ένα συνεταιρικό στριφτό στη σκιά μιας βάρκας που έχει τραβηχτεί έξω για επισκευή. Δεν σηκώνω τη φωτογραφική σε κάτι τέτοια. Με την ησυχία σας, παιδιά, δεν μου πέφτει λόγος. Μου χαρίζουν από ένα συνένοχο χαμόγελο. 

 

Από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο νησί ξεχάσαμε ακαριαία πως βρισκόμαστε στη Κένυα. Ουδεμία σχέση.

 

Στο Λαμού πλειοψηφεί μεν ο νεγροειδής τύπος άλλα, τόσο φυλετικά όσο και πολιτισμικά, έχουν αφήσει τα επιμεικτικά χνάρια τους οι Άραβες, οι νοτιοδυτικοί Ασιάτες αλλά, εν τινι μέτρω, και όσοι περαστικοί έκαναν μπίζνες σ’ αυτά τα μέρη ως κατακτητές, έμποροι και δουλέμποροι.

 

Το «τζάμπο» το ακούς συνεχώς και αδιαλείπτως με το που πατάς το πόδι σου στο νησί και σημαίνει κάτι μεταξύ «γειάσου» και «καλωσόρισες». Καθώς και το «ακούνα ματάτα» που σημαίνει «κανένα πρόβλημα». Εδώ που τα λέμε όταν έχεις ενσωματωθεί με το πρόβλημα τι πρόβλημα να ‘χεις;

 

Άσε που πρόσεξα αμέσως ότι οι άνθρωποι εδώ δεν σου γίνονται τσιμπούρι όπως στα τέσσερα πέμπτα της Υδρογείου. Κατά κανόνα τουλάχιστον. Αυτό το μέρος έχει αρχίσει να μ’ αρέσει.

 

Κατ’ εξαίρεση όμως μού ‘χει κολλήσει κάποια, να μου κάνει, λέει, τατού δείχνοντάς μου ένα καταταλαιπωρημένο άλμπουμ με σχέδια της συμφοράς. Δεν θέλω, κορίτσι μου. Ούτε η Ισαβέλλα θέλει. Τη στέλνω σαδιστικά στο Σάτσο.

 

Πώς σε λένε; Σορέλα. Μα το Σορέλα είναι ιταλική λέξη και σημαίνει «αδελφή». Είναι το καλλιτεχνικό μου ψευδώνυμο, λέει.

 

Ας λέει. Κι ας επιμένει πως κάνει τα καλύτερα τατού στο Λαμού, πως την έχει παρατήσει ο άντρας της μ’ ένα μικρό παιδί, πως χρειάζεται φάρμακα και πως αν δεν την πιστεύει ο Σάτσο ας έρθει στο σπίτι της να δει το άρρωστο παιδάκι με τα μάτια του. Ο Σάτσο δεν φαίνεται να μασάει για την ώρα αλλά η Σορέλα έχει βάλει τα δυνατά της. Είμαι νοσηρά περίεργος να δω την κατάληξη αυτού του ρομάντζου.

 


 

Σε συσκευασίες αναψυκτικών 

 

Ουφ, ζέστη. Αράζουμε σ’ ένα από τα παραλιακά μαγέρικα. Προκρίνουμε καβούρι, καραβίδες, μπαρακούντα και, βεβαίως, κόκκινο κρασί. Δεν έχουμε οινοπνευματώδη, απαγορεύονται σ’ όλο το Λαμού, μίστερ, μας δηλώνει ο κάπελας, μ’ έναν τρόπο όχι απολύτως πειστικό. Ε, τότε μπύρα. Και η μπύρα απαγορεύεται, μίστερ, καθότι εδώ είμαστε μουσλίμ αλλά, υπομειδιά πονηρούτσικα, κάτι θα βρεθεί. Μας έφερε το κόκκινο κρασί σε μπουκάλια αναψυκτικών. Και μάλιστα, για τα μάτια του κόσμου, έκανε πως τάχα τ’ ανοίγει με το ανοιχτήρι.

 

Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού είναι μουσουλμάνοι. Αυτό για το Λαμού σημαίνει πως οι περισσότερες γυναίκες είναι καλυμμένες από το κρανίο μέχρι τους αστραγάλους μ’ ένα είδος τσαντόρ που αφήνει μόνο μια σχισμή για να βλέπουν τον έξω κόσμο. Χάνω επομένως τελεσίδικα κάθε πιθανότητα να φωτογραφίσω ένα γυναικείο πρόσωπο μουσουλμάνας, όχι όμως και τις αέρινες σιλουέτες τους που κινούνται σαν απαλό χάδι του Λεβάντε. Που εμφανίζονται ξαφνικά στα στενά σοκάκια και, το ίδιο ξαφνικά, χάνονται σαν οπτασίες. Άσε που είναι και παμπόνηρες. Αντιλαμβάνονται τη φωτογραφική μου ακαριαία και μάλιστα από μακριά. Γάτες!

 


 

Κάτι προανέφερα για σοκάκια. Το Λαμού σημαίνει σοκάκια. Τόσο στενά ώστε δύο ευτραφείς να μη μπορούν να τα διατρέξουν α-λα μπρατσέτα. Ιδού ο ένας, ο μοναδικός και υπεραρκετός λόγος που δεν υπάρχουν αυτοκίνητα στο νησί. Τα μεταφορικά μέσα είναι κάποια λίγα ποδήλατα, κάποια χειρήλατα καρότσια και, κυρίως, μια πολυπληθής ράτσα μικρόσωμων γαϊδουριών.

 

Λάθος, υπάρχει ο ένας και μοναδικός δρόμος για αυτοκίνητα, κι αυτός είναι ο παραλιακός αμμόδρομος, στον οποίο μόλις που χωρά ένα όχημα και μάλιστα χωρίς τη δυνατότητα μεταβολής επιτόπου παρά μόνο στις δύο άκρες του.

 


 

Αυτός εξ άλλου είναι ο λόγος που δεν υπάρχουν παρά μόνο τρία αυτοκίνητα στο νησί:

 

το ετοιμόρροπο τζιπ της αστυνομίας, το αυτοκίνητο του Δημάρχου, που όμως είναι παροπλισμένο λόγω ανυπαρξίας συνεργείου και ανταλλακτικών στο νησί, καθώς και ένα νοσοκομειακό βαν για να εξυπηρετεί …. τα άρρωστα γαϊδούρια.

 


 

Δεν ξέρω ακόμη αν υπάρχει κάτι σχετικό με ιατρικό κέντρο για τις ανάγκες των κατοίκων του Λαμού αλλά ξέρω πως υφίσταται κανονικό νοσοκομείο για τα συμπαθή τετράποδα!

 

Σουαχίλι

 

Ήρθε στο αρχονταρίκι και μας παρέλαβε για ξενάγηση ένας ονόματι Μωχάμεντ, ο οποίος μας κόλλησε από την πρώτη στιγμή με το που πατήσαμε στο έδαφος του αεροδρομίου.

 

Κρανίο Αιθίοπα και χρώμα νέγρου ο Μωχάμεντ. Λιανός λες κι έχει να φάει μήνες. Τα ρούχα του είναι αξιοθρήνητα φθαρμένα. Κρέμονται πάνω του σαν δανεικά αλλά πάντως είναι σιδερωμένα και πεντακάθαρα του κουτιού διότι, όλα κι όλα, για τη δουλειά που κάνει οφείλει να είναι καθωσπρέπει.

 

Εννοείται πως στην πραγματικότητα δε χρειαζόμαστε «ξεναγό» αλλά ο Μωχάμεντ είναι τόσο γλυκός, τόσο ευγενικός και τόσο εύθραυστος που μας κέρδισε με την πρώτη.

 

Κάπως πρέπει να ζήσει κι αυτός.

 

Άσε που είναι ντροπή να του δώσεις μόνο τόσα λίγα που ζητάει.


 

 

 


Ο όρος «Σουαχίλι», μας εξηγεί ο Μωχάμεντ, δεν υποδηλώνει φυλετικό αλλά πολιτισμικό χαρακτηριστικό.

 

Είναι μια ιδιαίτερη κουλτούρα του Ινδικού Ωκεανού που διαχέεται στις ανατολικές ακτές της Αφρικής, από τη Νότια Σομαλία μέχρι τη Βόρεια Μοζαμβίκη.

 

 

Αυτή η κουλτούρα Σουαχίλι προέκυψε από την ανάμιξη των αφρικανικών πληθυσμών Μπαντού με τους εμπόρους της Αραβικής Χερσονήσου και του Περσικού Κόλπου.

 

Η ίδια η γλώσσα Σουαχίλι, λέει, ως προς τη δομή της είναι Μπαντού, δηλαδή αφρικανική, αλλά με λεξιλόγιο προερχόμενο κατά το ήμισυ από τα αραβικά, τα περσικά και άλλες νοτιοασιατικές γλώσσες.

 

Το νησί κατοικείται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, μόνο που η Ιστορία του είναι γνωστή από τον Δέκατο Τέταρτο αιώνα, όταν οι Αφρικανοί άρχισαν να αναμειγνύονται φυλετικά με τους Άραβες και λοιπούς νοτιοδυτικούς Ασιάτες.

 

Από το Χίλια πεντακόσια πέντε όμως, και για τα επόμενα εκατόν ογδόντα χρόνια, το Λαμού βρέθηκε κάτω από τον τραχύ έλεγχο των Πορτογάλων αποικιοκρατών στους οποίους, οι ιθαγενείς κάτοικοι του νησιού, ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλουν έναν ιδιαίτερα βαρύ φόρο υποτέλειας. Και επειδή οι πολιτισμένοι Πορτογάλοι ένοιωθαν προσβεβλημένοι με τον χαρακτηρισμό «φόρος υποτέλειας» τον ονομάτισαν «συνδρομή προστασίας» απέναντι στους «κακούς» γείτονες που εποφθαλμιούσαν το νησάκι.

 

Στα τέλη του Δέκατου έβδομου αιώνα, οι προερχόμενοι από τις περιοχές του Ομάν και της σημερινής Υεμένης Άραβες, οι «Ομάνις» και οι «Χαντράμις» αντιστοίχως, εκτοπίζουν τους Πορτογάλους και παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.

 

 

 

Απ’ αυτό το χρονικό σημείο και πέρα, λέγεται πως, αρχίζει η χρυσή περίοδος για το Λαμού. Ανακηρύσσεται «Δημοκρατία» και κυβερνάται πλέον από το «Γιούμπε», δηλαδή το Συμβούλιο γερόντων.

 

Αυτή την περίοδο αναπτύσσεται και το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό του ύφος που το χαρακτηρίζει μέχρι και σήμερα. Πανύψηλα αρχοντικά που χωρίζονται απ τα πολύ στενά, κι επομένως σκιερά, σοκάκια με τους ανοιχτούς οχετούς ένθεν κακείθεν.

 

Οι τέχνες και το εμπόριο γνωρίζουν ιδιαίτερη ανάπτυξη. Απ’ το λιμάνι του Λαμού, εξάγονται ποικίλα αφρικανικά αγαθά: χρυσός, ελεφαντόδοντο, κέρατα ρινόκερου, σιτηρά, μαγκρόβια ξυλεία και, βεβαίως, σκλάβοι. Δουλειές και δουλείες με φούντες, που λένε.

 

 


 

Το Χίλια οχτακόσια δώδεκα το Λαμού αποκρούει με επιτυχία μια απόπειρα εισβολής από το νησί Πατέ.

 

Το Γιούμπε όμως πανικοβάλλεται και, παρά το γεγονός ότι τα ‘βγαλαν πέρα μια χαρά μόνοι τους οι Λαμουίτες, ζητά «καλού κακού» την προστασία του σουλτάνου του Ομάν, Σεγίντ Σαΐντ, ως δύναμη αποτροπής από τυχόν ανάλογες επιθέσεις στο μέλλον.

 

Λαχείο για τον εν λόγω σουλτάν! Μην ανησυχείτε, καρντάσια, τους λέει, εμείς είμαστε δω. Στέλνει πάραυτα τα φουσάτα του στο νησάκι, και καλά ως δύναμη προστασίας, που όμως ξέχασε να τ’ αποσύρει με αποτέλεσμα να μετεξελιχθούν σε δύναμη κατοχής. Το κακό με την Ιστορία είναι ότι μπορεί να επαναλαμβάνεται επειδή οι λαοί δεν έχουν συλλογική μνήμη.

 

Με γερά θεμελιωμένη την παρουσία του στην ανατολική ακτή της Αφρικής, ο εν λόγω σουλτάν Σεγίντ Σαΐντ μεταθέτει την έδρα του επιτελείου του από το Ομάν στη Ζανζιβάρη.

 

Παράλληλα χτίζει το κάστρο του Λαμού το οποίο θα ολοκληρωθεί μέσα στο Χίλια οχτακόσια εικοσιένα.


 

 


Από το Χίλια οχτακόσια εβδομήντα τρία και πέρα το δουλεμπόριο αρχίζει να παρακμάζει γενικώς ως επιχειρηματική δραστηριότητα κι αυτό έχει σαν συνέπεια και την παρακμή όλων των πόλεων Σουαχίλι, του Λαμού συμπερι-λαμβανομένου. Χάσαμε τη δουλεία, στοπ, που θα’λεγε κι ο Διαλεγμένος.

 

Ο Σάτσο γύρισε φρικαρισμένος από το σπίτι της Σορέλας που τελικά τη λένε Αμίνα. Όντως ζει σ’ ένα πανάθλιο αχούρι μ’ ένα παιδί άρρωστο και όντως κάτι πρέπει να κάνουμε. Σήμερα το βράδυ θα έρθει στο αίθριο να μας προτείνει τατού. Καλό θα είναι να της το πληρώσουμε ακόμα κι αν δεν μας το κάνει. Αυτό δεν είναι λύση αλλά…

 

Ομαδικός γάμος

 

Ο λαβύρινθος απ τα στενά σοκάκια μας βγάζει κάθιδρους ψηλά στο λόφο, στις παρυφές της πόλης. Οι Σειρήνες έχουν την υφή μιας ιδιόρρυθμης τζαζ. Κάποιο ντέϋ κλαμπ θα ‘ναι.

 

Όχι, δεν είναι κλαμπ, πρόκειται για εκκλησία νέγρων μεθοδιστών και η τζαζ που ακούγεται είναι η μουσική επένδυση για έναν ομαδικό γάμο. Μας καλούν και μπαίνουμε μέσα. Αυτή είναι εκκλησία! Πολύ γουστάρω!

 

Πεντ’ έξι νύφες κι άλλοι τόσοι γαμπροί, πλήθος παρανύμφων και συγγενών και μια χοντρή νέγρα κάθιδρη με το μικρόφωνο στο χέρι. Ξεφάντωμα. Όλοι χορεύουν γκόσπελ. Χορεύω κι εγώ.

 

Ο Σάτσο και η Ισαβέλλα διστάζουν. Εγώ ως γνωστόν είμαι ξεδιάντροπος. Φωτογραφίζω χορεύοντας και χορεύω φωτογραφίζοντας. Δυο-τρία κλικ στα κλεφτά για την ακρίβεια, γιατί ναι μεν μας κάλεσαν να δούμε όχι όμως να φωτογραφήσουμε.  

 

Τι «Ησαΐα χόρευε» και πράττειν άλογα μου λες, αυτός είναι γαμήλιος χορός! Γκόσπελ!


 

Γκόσπελ, τζαμιά, εκκλησίες, μπαζάρ, γαϊδουροδρομίες, κλεφτές και καυτές ματιές όλο μηνύματα που διαπερνούν το φακό για να παρενοχλήσουν τη λίμπιντό μου, ίνσαλαχ κουκλάρα μου και μην το μάθει ο άντρας σου, το Κάστρο με μνήμες σφαγών που προκαλούν ρίγη, αδέσποτα σκυλιά που ψάχνουν για ένα κόκαλο, αιώρηση αρπακτικών πτωματοφάγων με τις φτερούγες ανοιχτές, μύξες παιδιών με τεράστια μάτια, παιχνίδια στον σκουπιδότοπο με άγνοια κινδύνου...

 


Συνοικίες με όνειρα που ψυχορραγούν, ή με όνειρα που ουδέποτε υπήρξαν. Σε κάποια τρύπα εδώ φωλιάζει κι η Αμίνα που επινοεί επαγγέλματα προκειμένου να θρέψει τους καρπούς των ανεύθυνων συναντήσεών της..  

 


 

Πορευόμαστε κατά την Μάντα μπητς όπου ο ανοιχτός Ινδικός αποθέτει τα νωχελικά βαριά και ύπουλα κύματά του. Ιδρώτας ποτάμι στην παράλια, καυτή, απλωμένη έρημο μ’ έναν κάθετο επιθετικό ήλιο, να δούμε και καλά όλο το νησί… Μην και μας ξεφύγει ένας γερμένος φοίνικας, ένα φόρτωμα μαούνας με τα χέρια, πού γερανός; Μην τρελαθούμε! Ωχ, πάλι θα υπερβώ τον αριθμό των λέξεων και θα με ξεφωνήσουν! Αλλά… πώς να μην πεις για το «ντάου»;

 


 

Ντάου. 

 

Ένα υπέροχο αδρό ιστιοφόρο σκαρί… αρχαίο και χειροποίητο… ένα πριμιτίφ αριστούργημα… κατάρτια, ξάρτια, όλα δουλεμένα στο χέρι… σκοινιά, παλαμάρια, σκαρμοί…

 

Ο Σάτσο σε ρόλο αντίβαρου, έχει ενσωματωθεί με την εξεπιτούτου οριζόντια σανίδα που εξέχει στο δεξί πλευρό της σκαφίδας.

 

«Ντάου», έτσι λέγεται στο Λαμού αυτός ο διαδεδομένος, ίσως και ο μοναδικός τύπος ιστιοφόρας βάρκας.

 

 

Θα μας πάει πρώτα σε μια νησίδα με παλιά κτίρια χτισμένα από από πετρωμένα κοράλλια και μετά σε μια παραλία του Μάντα. Εκεί, στην άμμο, θ’ ανάψουμε φωτιά με ξερές ρίζες μαγκρόβιων και θα μαγειρέψουμε. Θ’ ανοίξουμε στα κλεφτά κι ένα μπουκάλι κρασί που τόσο μ’ αρέσει. Και μετά θα χωθούμε στη σκιά κάπου αμμόβιου θάμνου για έναν υπνάκο ευτυχίας.

 

Και το βράδυ θα γυρίσουμε στο Λαμού. Θα δειπνήσουμε στο «Χάπα χάπα», ή στο «Μπουζ γκάρντεν». Θα ‘ναι κει και η Αμίνα στην προσπάθειά της να μας πείσει να κάνουμε τατού. Πρέπει να ζήσει κι αυτή, λέω στο Σάτσο, γιατί δεν της κάθεσαι; Εντάξει, θα της κάτσω, αλλά για ένα σκορπιό ζωγραφιστό και όχι ανεξίτηλο.


Για περισσότερες φωτογραφίες από το Λαμού και την Κένυα:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Προηγούνται:

ΚΕΝΥΑ 1 - ΜΑΣΑΙ ΜΑΡΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΚΕΝΥΑ 2 - ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΣΑΜΠΟΥΡΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΚΕΝΥΑ 3 - ΤΟΥΡΚΑΝΑ, ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΟΜΟ ΕΡΕΚΤΟΥΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν