ΝΕΠΑΛ 1 - ΣΤΟΝ ΕΣΩ ΚΟΣΜΟ

Front Picture: 

Πανάρχαια ετοιμόρροπα κτήρια. Χωματόδρομοι χωρίς πεζοδρόμια. Κανένα όχημα εκτός από κάποιο σπάνιο ρίκσα ή κάποιο φορτωμένο κάρο. Κότες, γουρούνια, σκυλιά, αγελάδες... Γυναίκες να μπουγαδιάζουν στις δημόσιες στέρνες. Ξυπόλητα παιδιά να παίζουν. Η παιδική μου ηλικία. Η γειτονιά μου. Όπου τώρα δεν παίζουν παιδιά. Δεν υπάρχουν αλάνες. Δεν υπάρχει γέλιο. Υπάρχει άγχος, επιθετικότητα, απομόνωση, αυτοκίνητα παρκαρισμένα το ένα πάνω στο άλλο, το ένα ενάντια στο άλλο. Νεπάλ: οι χωματόδρομοι όπου ακόμα παίζουν τα παιδιά. 

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος   192/13.12.2003


 

Και μιας και δεν το 'φερε ακόμα η κουβέντα:


Ο μέσος Έλληνας καταναλώνει 3.815 θερμίδες ημερησίως. Αναλφάβητοι Έλληνες είναι οι πέντε στους εκατό. Ο μέσος Ιταλός καταναλώνει 3.561 θερμίδες ημερησίως. Αναλφάβητοι Ιταλοί είναι οι τρεις στους εκατό. Ο μέσος Αμερικάνος καταναλώνει 3.732 θερμίδες ημερησίως. Στοιχεία αναλφαβητισμού για τους Αμερικάνους δεν αναφέρει ο Άτλας μου. Δεν ξέρω γιατί. Υποψιάζομαι δάκτυλο της σι αϊ έι.

 

Ο μέσος Νεπαλέζος καταναλώνει 1.957 θερμίδες ημερησίως. Αναλφάβητοι Νεπαλέζοι είναι οι εβδομήντα τέσσερις στους εκατό. Η συνολική έκταση του Νεπάλ είναι περίπου όση και της Ελλάδας αλλά με διπλάσιο πληθυσμό. Ο Άτλας μου, έκδοση του 'Ενενήντα οκτώ, δεν αναφέρει, επίσης, ότι στο Νεπάλ ο μέσος όρος ζωής είναι τα 52 χρόνια, ότι η εγκληματικότητα είναι σχεδόν μηδενική και ότι το χαμόγελο και η ευγένεια ψυχής των Νεπαλέζων είναι από τα πιο εμφανή στοιχεία της εθνικής τους ταυτότητας.



ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ


Έτσι λέγεται η κοιλάδα όπου είναι κτισμένη η Κατμαντού. Πρόκειται για μια έκταση πεντακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Χίλια τριακόσια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

 

Εδώ άνθισαν οι τρεις βασιλικές πόλεις του Νεπάλ: Η Κατμαντού, η Μπακταπούρ και η Πατάν, σε απόσταση μόλις πέντε έως δεκαπέντε χιλιομέτρων μεταξύ τους.

 

Ήταν τα δώρα που έφτιαξε κάποιος βασιλιάς για τους τρεις γιους του. Για να μην τσακώνονται, λέει, όταν μεγαλώσουν.

 

Αλλά όταν αυτός άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο για να μετενσαρκωθεί σε κάτι καλύτερο από βασιλιάς, οι γιοι του γίνανε μπίλιες. Ο ένας πόλεμος μετά τον άλλο.

 

Μόνο που τότε οι πόλεμοι δεν γινόντουσαν με βόμβες ναπάλμ, αλλά με τόξα και σπαθιά, κι επομένως τα παλάτια και οι ναοί δεν έγιναν μπάζα. Υπάρχουν μέχρι σήμερα. Και μάλιστα, τα περισσότερα, υπό την αιγίδα της Ουνέσκο. Να 'ναι καλά η Ουνέσκο!


 

 

Πάντως η Ουνέσκο δεν έχει καμία ανάμειξη με τη διατήρηση του προαιώνιου θρησκευτικο-κοινωνικού διαχωρισμού της χώρας σε κάστες. Κι εδώ, όπως σε όλες τις ινδουιστικές κοινωνίες, οι κάστες εμφανίζονται προγονόθεν ως εξής: Στην κορυφή βρίσκονται οι Βραχμάνοι, έπονται οι Πολεμιστές, οι Έμποροι και, τελευταίοι, οι Χειρώνακτες. Οι παρίες, οι ανέγγιχτοι δηλαδή, δεν αποτελούν κάστα. Είναι κάτι ανάμεσα σε ζώα και κακές μετενσαρκώσεις.


Η κοιλάδα των βασιλικών πόλεων είναι, οικονομικά, ακόμη και σήμερα, το πιο ανεπτυγμένο τμήμα του Νεπάλ. Εκτός του ότι συγκεντρώνει το μεγαλύτερο τουριστικό ενδιαφέρον από τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, παράγει ρύζι, σιτηρά, οπωροκηπευτικά, χαλιά και χειροτεχνήματα.

 


ΛΑΜΠΕΣ ΑΣΕΤΙΛΙΝΗΣ


Ο ταξιδιωτικός μας πράκτορας, ο Άμντο, ήρθε να μας βρει στη ρεσεψιόν του Τίμπετ Χάουζ, στην Κατμαντού. Φορά ένα άλλοτε κρεμ κουστούμι, γραβάτα απ αυτές με το ελαστικό περιλαίμιο, πέδιλα χωρίς κάλτσες και σέρνει μια ξεχαρβαλωμένη σαμσονάιτ. Πολυπράγμων και αεικίνητος. Ενσαρκώνει την άλλη όψη του Νεπάλ. Και την άλλη άποψη. Αυτή που τοποθετεί τον παράδεισο και την κόλαση πάνω στη Γη.

 

Μας φέρνει τα βάουτσερ για την παραμονή μας στη ζούγκλα του Τσιτουάν και στην Ποκάρα, καθώς και το συμβόλαιο της ενοικίασης του αυτοκινήτου μαζί με τον οδηγό.  Μας εφοδιάζει με χάρτες του Νεπάλ και της Κατμαντού πάνω στους οποίους έχει σημειώσει τα σημεία που, κατά την εκτίμησή του, θα μας ενδιαφέρουν περισσότερο.


Παρέλειψε όμως να μας πει πως τη νύχτα η Κατμαντού, λόγω ενεργειακής ανεπάρκειας, φωτίζεται ατελώς και εκ περιτροπής, κι έτσι, αφού διανύσαμε καμιά οχτακοσαριά μέτρα μακριά από το Τίμπετ Χάουζ μας έπνιξε ξαφνικά το σκοτάδι.

 

Μόνο κάτι ημιυπαίθρια λιανομάγαζα με κεριά και λάμπες ασετιλίνης μας θύμιζαν ότι βρισκόμαστε σε κατοικημένη περιοχή.

 

Αλλά και πάλι χαθήκαμε μέσα σ' έναν δαίδαλο αρχαίων ετοιμόρροπων κτιρίων με στενούς λαβυρινθώδεις χωματόδρομους. Ψυχή ζώσα!

 

Ώσπου ακούσαμε κάποιους να μιλούν τη γλώσσα του Θερβάντες. Μπουένας τάρντες, σον Εσπανιόλ; Έπεσα διάνα!


Ο Πάκο έχει περάσει τα εξήντα και η Τσον τα κοντεύει.

 

Έχουν παντρέψει τα παιδιά τους, έχουν αποκτήσει εγγόνια κι εδώ και λίγα χρόνια το παίζουν τζόβενα.

 

Πέρσι περπάτησαν τέσσερις ημέρες το Καμίνο Ίνκα στις Άνδεις για να καταλήξουν στο Μάτσου Πίτσου και φέτος, ξεκινώντας από την Ποκάρα, θα περπατήσουν δεκατρείς ημέρες κάνοντας το μικρό γύρο της οροσειράς Αναπούρνα. Εκεί που ορθώνεται και η διάσημη κορυφή Μαχαπουχάρε. Με κούφαναν!


Καταλήξαμε σ' ένα υπέροχο μπαρ αναπάντεχης ομορφιάς που σερβίρει και φαγητό, και δέσαμε μια φιλία που όλα δείχνουν πως θα κρατήσει για πολύ. Το μόνο που πήγε στραβά είναι ότι σ' αυτό το μπαρ πρέπει ν' αφήνεις τα παπούτσια σου στο διάδρομο και να κάθεσαι οκλαδόν. Προτιμώ να βαδίζω με τις ώρες στα χιόνια της Αναπούρνα παρά να κάθομαι τόση ώρα σ' αυτή τη στάση. Δεν είμαι γιόγκι, πώς να το κάνουμε!



... Και ο μεν ινδουιστής αποβλέπει στην τελική ψυχική κάθαρση μέσα από μια σειρά διαδοχικές μετεμψυχώσεις σε άλλα σώματα, ο δε βουδιστής στοχεύει στην απόλυτη γαλήνη, στη νιρβάνα που λένε, δια του διαλογισμού...

 

Τώρα με μπέρδεψες Πάκο. Εγώ ένα έχω να σου πω: ότι όλα αυτά τα φιλοσοφικοθρησκευτικά συστήματα, μετεμψυχώσεις, νιρβάνες, παράδεισοι, Τάρταρα και δεν συμμαζεύεται, βολεύουν τα μάλα τους έχοντες την επί της Γης κυριότητα των αγαθών. Τι θέλεις να πεις; Θέλω να πω πως αυτά τα συστήματα καταστέλλουν εκ των έσω κι εκ των προτέρων την απολύτως δίκαιη αξίωση της εν ζωή ισότιμης κατανομής του κοινωνικού πλούτου. Αυτές οι μπαρούφες όπως το να κατατάσσεσαι από έμβρυο στους παρίες και να πεθαίνεις ως τοιούτος ανάμεσα στις κοπριές της αγελάδας, είναι η πιο άγρια μορφή της απανθρωπιάς!.. Τώρα, πώς του τα μεταβίβασα όλα αυτά ισπανιστί είναι άλλου παπά ευαγγέλιο!



ΣΤΗΝ ΝΤΟΥΡΜΠΑΡ ΣΚΟΥΕΡ


Είναι πετσί και κόκαλο και μοιάζει εβδομηντάρης, έστω κι αν δεν είναι πάνω από πενήντα.

 

Δεν αντέχω να τον βλέπω να ποδηλατεί το τρίκυκλο ρίκσα του σε τέτοιες ανηφόρες. Ούτε σε μουλάρι δεν αντέχω να βλέπω τέτοια μεταχείριση και, στοπ, του λέω, θα συνεχίσουμε με τα πόδια.

 

Φαίνεται σα να προσεβλήθη.Μα, γουάι, μίστερ; μου λέει. Μπικόζ άι λάικ τρέκκινγκ! Και του δίνω ολόκληρο το ναύλο που συμφωνήσαμε, συν το θεσμικό κατιτίς. Το ίδιο έκαναν και οι Ισπανοί που ακολουθούσαν με το δικό τους ρίκσα. Κατάλαβες γιατί θέλουν να μετεμψυχωθούν; μου λέει η Τσον. Κατάλαβα, αλλά εγώ στη θέση τους θα προτιμούσα να μετεμψυχωθώ σε Βελουχιώτης!


Ο Βισνουμάτι! 'Ο,τι κι αν σου πω για τον Βισνουμάτι, τον παραπόταμο του Μπαγκμάτι, θα 'ναι περιγραφικά φτωχό σε σχέση με την πραγματικότητα.

 

Νερό πηχτό χρώματος μολυβί. Δεν μοιάζει απλώς... Είναι βοθρόλυμα!

 

Όλα τα σωματικά απόβλητα καταλήγουν εδώ. Στον ιερό ποταμό. Στον παράδεισο των αρουραίων.

 

Κι όμως, κάποιος, κάτω από τη γέφυρα, βουτάει το βουρτσάκι του στο παχύρρευστο σίχαμα και βουρτσίζει τα δόντια του. Τι σου κάνει εντύπωση; με ρωτά η Τσον. Το πού βρήκε το σουρεαλιστικό βουρτσάκι, της απαντώ. Διότι όλο το υπόλοιπο σκηνικό είναι απολύτως συνεπές με τη γενικότερη νεπαλέζικη πραγματικότητα.

 

 


Ντούρμπαρ Σκουέρ!  Το κέντρο, θα 'λεγα, της Κατμαντού.

 

Οι τουρίστες των πακέτων διασχίζουν την απόσταση από το πεντάστερο ξενοδοχείο τους στις παρυφές της ίσα για μια-δυο ώρες. Ίσα για να  ψωνίσουν αυτά που, πεντακόσια μέτρα πιο πέρα, κοστίζουν πέντε φορές φτηνότερα.

 

Τα τουριστικά πακέτα θα εγγράψουν στη μνήμη τους την Κατμαντού ως έναν παράδεισο φτηνής αγοράς. Με πολλά χρώματα κι αρώματα. Με παλάτια και παγόδες, τι να σου πω, Τασία μου!

 

Ναι, η Ντούρμπαρ Σκουέρ τα 'χει όλα. Είναι η ψυχή της Κατμαντού.

 

Έχει ζαρζαβατικά, έχει ρούχα, έχει υφαντά, έχει αρωματικά, έχει βιβλιαράκια και αγαλματίδια Κάμα Σούτρα, έχει και μαχαίρια γκούρκα. Τα περισσότερα απλωμένα στο έδαφος.

 

Έχει και ετοιμόρροπα παλάτια, εγκαταλειμμένες παγόδες, βουδιστές μοναχούς και ινδουιστές σαντού.

Ο απέναντί μας σαντού είναι καθιστός. Οκλαδόν, για την ακρίβεια. Απολύτως ακίνητος. Δεν ξέρω αν και πού κοιτάζει. 'Η, μάλλον, αν βλέπει κάτι εκεί που κοιτάζει. Το βλέμμα του είναι χαμένο στο πουθενά. Κι αναρωτιέμαι αν τρώει, αν πίνει, αν μιλάει, αν...

 

Κοιτάζει μέσα του, λέει ο Πάκο. Τι σημαίνει κοιτάζει μέσα του; Είναι δύσκολο να το καταλάβουμε εμείς, μου λέει. Εσύ είσαι Έλληνας, εγώ Ισπανός. Εμείς όταν κοιτάζουμε βλέπουμε τον έξω μας κόσμο. Γιατί, φίλε Πάκο, πώς θα μπορούσαμε να δούμε τον έσω κόσμο; Κι αν μπορούσαμε τι θα βλέπαμε; 'Αντερα, σπλήνες, συκωταριές, κόκαλα, αορτές...



Όχι, Κώστα, όταν λέω βλέπει μέσα του εννοώ πως βλέπει μέσα στην ψυχή του, επιδιώκοντας τη ζεύξη του πνευματικού του Εγώ με το υπέρτατο άυλο Ον. Α, τώρα με φώτισες, αμίγκο! Απροπό, και πώς είναι η ψυχή του;

 

Εμείς οι  δυτικοί δεν μπορούμε να έχουμε κάποια εικόνα για την ψυχή, μου απαντά η Τσον, διότι, ό,τι κι αν φανταζόμαστε πρέπει να έχει σχήμα, χρώμα, ή οτιδήποτε που να θυμίζει υλικό σώμα.

 

Δεν έχεις δίκιο Τσον, τη διορθώνει ο Πάκο, ούτε οι Χριστιανοί δίνουν κάποιο σχήμα στην ψυχή, τη φαντάζονται σαν κάτι το άυλο, σαν μια πνοή, ας πούμε. Μα και η πνοή έχει υλική υπόσταση, πετιέται η Ισαβέλλα, και η πνοή είναι άρρηκτα δεμένη με την έννοια του χώρου και του χρόνου. Τώρα, μάλιστα, ο Μαρξ μας έλειπε! Ορίστε; Τίποτα, τίποτα, κάτι σκεφτόμουν περί το Υπέρτατο Ον!



ΣΤΑΧΤΗ ΚΑΙ ΜΠΟΥΛΜΠΕΡΗ


Προσωπικώς δεν έχω καμία αντίρρηση να κάψουν αυτό που θ' απομείνει από μένα. Το προτιμώ από το να θρέψουν τα σκουλήκια των νεκροταφείων και να μολύνουν τους υδροφόρους ορίζοντες.

 

Ως εκ τούτου, όλη αυτή η προετοιμασία της καύσης των νεκρών στις όχθες του Μπαγκμάτι, εντείνει το εθνολογικό, πολιτισμικό και φωτογραφικό μου ενδιαφέρον.


Κανείς δεν μοιρολογά, κανείς δεν οδύρεται. Ελπίζουν πως η ψυχή του νεκρού τους θα μετεπιβιβαστεί σε καλύτερο φορέα. Λέω να ρίξουμε κλακέτα και να πάμε σε άλλο πλάνο. Οι Ισπανοί συμφωνούν.


Ένας σαντού-μαϊμού μας την πέφτει, και καλά να μας κάνει επίδειξη της ηράκλειας στύσης του. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, δεν έχουμε όρεξη για θέαση τσόντας και μάλιστα δημοσίως! Το βιολί του αυτός.

 

Τα ουδέποτε λουσμένα μαλλιά του φτάνουν μέχρι τα γόνατα. Φορά μόνο ένα κουρελάκι γύρω από τη μέση του. Τα κόκαλά του μετριόνται ένα προς ένα. Με τι κουράγιο...

 

Επιμένει πως με τη δύναμη της αυτοσυγκέντρωσης το γεννητικό του μόριο θα σηκώσει, χωρίς τη βοήθεια των χεριών του, έναν τσιμεντόλιθο. Θα σε φωτογραφίσω όμως, του λέω. Νο, νο φότο, μίστερ, τζαστ λούκινγκ. Τι να το κάνω το λούκινγκ, ηδονοβλεψίας είμαι; Αν είναι για φώτο, εντάξει. Νο, νο φότο, μίστερ, τζαστ λούκινγκ!...   


ΤΟ ΣΜΙΛΕΜΕΝΟ ΟΡΓΑΝΑΚΙ


Μπόντναθ! Εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη στούπα του Νεπάλ, μία από τις μεγαλύτερες του βουδιστικού κόσμου. Τι εστί στούπα; Είναι το κατ’ εξοχήν είδος βουδιστικού ναού-μνημείου.

 

Οι βουδιστές που απαρτίζουν το ένα πέμπτο περίπου του νεπαλέζικου πληθυσμού, σε έντονη αντίθεση με τους ινδουιστές που καλύπτουν σχεδόν εξ ολοκλήρου το υπόλοιπο ογδόντα τα εκατό, είναι πολύ λιτοί στην αρχιτεκτονική τους. Οι στούπες είναι συμπαγή μνημεία. Λατρεύεις απ έξω κι όχι από μέσα.

 

Η βάση τους συμβολίζει τη Γη. Πάνω σ' αυτή τη βάση εδράζεται το "δώμα", ένας ημισφαιρικός όγκος που συμβολίζει το νερό. Πάνω στο δώμα εδράζεται ένας τετράπλευρος πυργίσκος με τα μάτια του Βούδα, που συμβολίζει τη φωτιά, και πάνω από αυτόν τον πυργίσκο βρίσκεται η "ομπρέλα" που συμβολίζει τον αέρα. Στον τετράπλευρο πυργίσκο είναι χαραγμένα τα "δεκατρία σκαλοπάτια". Τόσα είναι τα στάδια που πρέπει να περάσει ο πιστός για να φτάσει στη Νιρβάνα. Κι εγώ πρέπει να τ' ανέβω. Όχι όμως για να φτάσω στη Νιρβάνα αλλά για να φωτογραφήσω.


 

Ο  αύλιος περίγυρος  της στούπας είναι γεμάτος μοναστήρια, μαγαζιά για ενθυμήματα και, κρατήσου, διαθέτει κι ένα υπέροχο καφέ-μπαρ. Όπου και ήπια τον πρώτο μου εσπρέσο μακιάτο στο Νεπάλ.


Κιρτιπούρ.

 

Ένας συμπαθέστατος γεράκος μας έχει πάρει στο κατόπι. Μάτια θλιμμένα. Δεν μιλά. Μόνο παίζει. Παίζει μ' ένα έγχορδο οργανάκι που το 'χει σμιλέψει μόνος του.

 

Παίζει ένα παιδικό γαλλικό τραγουδάκι, ξανά, και ξανά. Να μου ματώνει την ψυχή. Να τον κοιτάζω και να μου δίνει να καταλάβω, με νοήματα, ότι θέλει να το αγοράσω. Πού να το βάλω, άνθρωπέ μου, στο τέλος θα χρειαστώ μπαούλο!   


Η Κιρτιπούρ βρίσκεται πέντε χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κατμαντού. Προσπερνάμε τα αρχαία ερειπωμένα τείχη της. Ο γεράκος δεν μας ακολουθεί πια. Μόνο η μουσική του ακούγεται για λίγο.

 

Πανάρχαια ετοιμόρροπα κτήρια. Χωματόδρομοι χωρίς πεζοδρόμια. Κανένα όχημα εκτός από κάποιο σπάνιο ρίκσα ή κάποιο φορτωμένο κάρο. Κότες, γουρούνια, σκυλιά, αγελάδες...

 

Γυναίκες να μπουγαδιάζουν στις δημόσιες στέρνες. Ξυπόλητα παιδιά να παίζουν. Η παιδική μου ηλικία. Η γειτονιά μου. Όπου τώρα δεν παίζουν παιδιά. Δεν υπάρχουν αλάνες. Δεν υπάρχει γέλιο. Ούτε καν χαμόγελο. Υπάρχει άγχος, επιθετικότητα, απομόνωση, αυτοκίνητα παρκαρισμένα το ένα πάνω στο άλλο, το ένα ενάντια στο άλλο. Κιρτιπούρ: οι χωματόδρομοι όπου ακόμα παίζουν τα παιδιά. 


Το Χίλια εφτακόσια εξήντα οκτώ, ο βασιλιάς Πρίθβι Ναραγιάν Σαχ αποφάσισε να κατακτήσει τα μικρά βασίλεια της κοιλάδας της Κατμαντού. Για να το πετύχει έπρεπε να υποτάξει πρώτα την Κιρτιπούρ, λόγω της στρατηγικής της θέσης.

 

Η Κιρτιπούρ αντιστάθηκε σαν Μεσολόγγι αλλά στο τέλος υπέκυψε. Αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Πρίθβι Ναραγιάν. Προκειμένου να σπάσει τον τσαμπουκά και των άλλων πόλεων διέταξε να κοπούν τα χείλη και οι μύτες όλων των αρσενικών της πόλης, εξαιρώντας μόνο εκείνους που ήξεραν να παίζουν κάποιο πνευστό όργανο. Μετά απ αυτό, η Κατμαντού, η Πατάν και η Μπακταπούρ παραδόθηκαν.


Το παιδικό τραγούδι μας περίμενε στην έξοδο των ερειπωμένων τειχών. Το ξυλόγλυπτο οργανάκι. Το θλιμμένο βλέμμα. Χάου ματς, μίστερ; Το αγόρασα. "Ναμάστε!" ψιθυρίζει ο γεράκος. "Ναμάστε" του απαντώ.


ΜΙΑ ΑΙΜΟΒΟΡΑ ΘΕΑ


Ντασίνκαλι. Στον πάτο του φαραγγιού όπου σμίγουν δυο ποτάμια. Τοπίο άγριο, ιδανικό για έναν ναό σαν κι αυτόν της μοχθηρής και αιμοδιψούς θεάς Κάλι. Όπου, κάθε Τρίτη και Σάββατο, τα νερά γίνονται κόκκινα από το αίμα που χύνεται για χάρη της.

 

Το άγαλμά της την εμφανίζει με έξι χέρια, να χαμογελά χαιρέκακα καθώς ποδοπατά ένα αντρικό κορμί.

 


... Μ' αρέσει που το πάνθεόν τους διαθέτει εκφραστές για όλες, λίγο πολύ, τις ανθρώπινες ιδιότητες, λέει η Τσον. Σαν το ελληνικό δωδεκάθεο, συμπληρώνει ο Πάκο. Τώρα θα μας πεις πως για όλα φταίμε εμείς! Και βέβαια για όλα φταίτε εσείς! Ε, τότε μην ξεχνάς ότι φέραμε στην ανθρωπότητα κι έναν Δημόκριτο, κι έναν Αριστοτέλη, εντάξει;... Ο Πάκο γελά καλόκαρδα. Είναι ένα μεγάλο παιδί.


Το έδαφος είναι λασπωμένο από αίμα. Γλιστράει παντού. Είναι Σάββατο. Οι πιστοί έρχονται κατά εκατοντάδες μαζί με τα κοκόρια τους, τις πάπιες, τους τράγους, τα κριάρια, τα γουρούνια, τα βουβάλια... Όλα αρσενικά και όχι ευνουχισμένα γιατί αλλιώς η θεά θα θυμώσει.

 

Όλα καταλήγουν με κομμένο λαρύγγι. Οι επαγγελματίες σφάχτες, και γδάρτες, είναι πολλοί. Το κρέας τεμαχίζεται δίπλα στο ναό. Να το βλέπει η Κάλι και να ευδαιμονίζεται. Το αίμα σχηματίζει ρυάκια που πάνε να συναντήσουν τα νερά του ποταμού. Εκεί, στις όχθες του, οι πιστοί ψήνουν και χλαπακιάζουν τα σφαχτά. Και τώρα λέω να προβοκάρω την παρέα θυμίζοντάς τους το δικό μας Πάσχα με τους οβελίες και τα κοκορέτσια του.



Ο ΤΡΙΣΟΥΛΙ ΚΑΙ Ο ΛΑΜΑ


-Ναμάστε!

-Ναμάστε!


Είναι κοντούλης, έχει θιβετιανά χαρακτηριστικά και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι είναι βουδιστής από κούνια. Εξ άλλου είναι και τ' όνομά του που το δηλώνει: Λάμα. Δεν ξέρω τι ηλικία έχει το αυτοκίνητό του, καταλαβαίνω όμως ότι ο Λάμα περνάει ένα μεγάλο μέρος από τη ζωή του με το να το καθαρίζει και να το περιποιείται λες και του το 'χει εμπιστευτεί ο ίδιος ο Βούδας. Μας χωράει άνετα και τους πέντε.


Θεωρητικώς ξέρει κάποια αγγλικούλια αλλά, έστω κι αυτά τα ολίγα, ο νιαουριστός τρόπος που τα προφέρει είναι σα να μην ξέρει καθόλου. Χειρότερος κι από μένα! Εγώ τουλάχιστον διαθέτω και κάποιο θράσος, και κάποια εκφραστικότητα μέσω της διεθνούς νοηματικής των χεριών. Αυτός όταν μιλάει νομίζεις ότι όπου να 'ναι θα βάλει τα κλάματα. Ο Λάμα!


Δεξιά μας σε βάθος εκατό περίπου μέτρων οι ράφτερς αναμετριόνται με τον ορμητικό Τρισούλι ενώ η Ισαβέλλα έχει σκάσει από τη ζήλια της. Να ξανάρθουμε του χρόνου, λέει, θέλω πολύ να κάνουμε ράφτινγκ από την Κατμαντού στο Τσιτουάν!

 

Ηρέμησε, της λέω. Εξαιρώντας τις Ήπα και το Ισραήλ για ευνόητους λόγους, και αφαιρώντας όλες όσες έχουμε ήδη ταξιδέψει, μας μένουν καμιά εκατονπενηνταριά χώρες, πότε θα τις προλάβουμε; Την αποστόμωσα.


Είναι ο μοναδικός ασφαλτόδρομος που συνδέει την Κατμαντού με την Ποκάρα. Ασφαλτόδρομος, ο τρόπος του λέγειν. Στενός, ίσα να χωράνε δύο οχήματα, γεμάτος λακκούβες και κοτρόνια από κατολισθήσεις του άνωθέν μας βουνού, και συχνά κατειλημμένος από κάποια αραχτή αγελάδα που, λόγω της ιερότητάς της, ουδείς διανοείται να της κάνει ξουτ.

 

Οι, συνήθως υπερφορτωμένες, νταλίκες που προηγούνται έχουν σταθερά πίσω τους το σήμα "χορν πληζ". Διότι δεν σε βλέπουν κι έτσι και κάνεις να προσπεράσεις χωρίς να κορνάρεις θα καταλήξεις να κάνεις ράφτινγκ με το στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο του Λάμα.


Ο οποίος με μεγάλη ευχαρίστηση δέχτηκε την πρότασή μας να παρακάμψουμε και να κατέβουμε για λίγο στον Τρισούλι. Το γιατί το κατάλαβα σε λίγο. Γιατί αυτό το ποτάμι προσφέρεται και ως πλυντήριο αυτοκινήτων. Κι όταν ο Λάμα βρίσκει την ευκαιρία να πλύνει το ιερό μέσο της επιβίωσής του είναι σα να βρίσκεται ένα βήμα πριν από την τελική νιρβάνα. Έβγαλε τον κουβά και τα σφουγγάρια του.


Οι κροκάλες του Τρισούλι είναι προφανώς ένα ιδιαιτέρως πολύτιμο οικοδομικό υλικό. Σωροί από κροκάλες και στη βάση τους νεαρές Νεπαλέζες με μια βαριοπούλα στα ήδη ροζιασμένα χεράκια τους, γκάπα γκούπα, να τις σπάνε και να τις κάνουν χαλίκι. Οικοδόμοι παλικάρια!



ΜΑΧΑΠΟΥΧΑΡΕ


Το "Μαχαπουχάρε" δεν είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός τίτλος τέλους του άρθρου αλλά τον βάζω διότι θεωρώ πως έχει ιδανική μουσικότητα ως προς το αποκορύφωμα του ταξιδιού.

 

Ξυπνώντας στην Ποκάρα, τράβηξα το κουρτινάκι και, ιδού η κορυφή Μαχαπουχάρε! Δεν είναι η ψηλότερη κορυφή της οροσειράς Αναπούρνα, «μόλις» εφτά χιλιάδες μέτρα, αλλά είναι η μόνη απάτητη. Καθότι ιερή για τους Νεπαλέζους. Μια από τις άλλες κορυφές της οροσειράς των Αναπούρνα φτάνει τα οκτώ χιλιάδες μέτρα. Κι όσο σκέφτομαι πως ο Πάκο και η Τσον θα περπατήσουν εκεί γύρω επί δεκατρείς μέρες με πιάνει σύγκρυο. Κλείνω το κουρτινάκι!



Η σημαντικότερη ανακάλυψή μου, σε εισαγωγικά και οι δύο λέξεις, είναι η σχετική με τη φυλή Γκουρούνγκ.

 

Η φυλή αυτή ζει στα περίχωρα της Ποκάρα και παράγει, ακόμα και σήμερα, τους περίφημους πολεμιστές γκούρκα. Οι γκούρκα υπηρετούν στον βρετανικό και στον ινδικό στρατό για να διεκπεραιώνουν τις πιο παρανοϊκές αποστολές. Μιλάμε για τους πιο σκληροτράχηλους εθελοντές σκοτώστρες, των οποίων οι δεξιότητες έχουν πάρει διαστάσεις θρύλου. Λέγεται ότι δεν υπάρχει αποστολή που θ' αρνιόντουσαν να διεκπεραιώσουν.

 

Μεταξύ μύθου και πραγματικής ιστορίας άκουσα και το εξής:


Μια μονάδα από εκατό κομάντος γκούρκα είναι παρατεταγμένη μπροστά στον Άγγλο αξιωματικό. Να κάνουν ένα βήμα μπροστά, λέει ο Άγγλος, όσοι δέχονται να πέσουν από αεροπλάνο, από ύψος πεντακοσίων μέτρων... Οι μισοί γκούρκα κάνουν ένα βήμα μπροστά.  ... με αλεξίπτωτο, συμπληρώνει ο αξιωματικός. Τότε κάνουν ένα βήμα μπροστά και οι άλλοι μισοί.


Όταν ζήτησα από τον Λάμα να με φέρει σ' επαφή μ' έναν γκούρκα τον έλουσε παγωμένος ιδρώτας. Νο, μίστερ, ιτς βέρι βέρι ντίφικολτ!


Μετά την Ποκάρα, εμείς με τον Λάμα τραβάμε για τη ζούγκλα του Τσιτουάν, ο Πάκο και η Τσον για το τρέκκινγκ στην Αναπούρνα. Ένα έχω να πω: οι φιλίες που δένονται σε τέτοια ταξίδια είναι αθάνατες.

 

Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Διαβάστε επίσης:

ΝΕΠΑΛ 2 - ΠΑΣΟΥΠΑΤΙΝΑΘ, ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΠΟΤΑΜΟΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΝΕΠΑΛ 3 - ΜΠΑΚΤΑΠΟΥΡ, ΕΝΑ ΜΥΘΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΝΕΠΑΛ 4 - ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν