ΑΓΚΙΣΤΡΙ, ΧΩΡΙΣ ΔΟΛΩΜΑ
Αγκίστρι: Άλλοτε βαρύτιμο στολίδι του Σαρωνικού. Καταφυγή για τους μύστες του απέριττου. Τόπος καθαρτήριος από τη νοσηρή κρούστα του άστεως. Μουσική πουλιών, τζιτζικιών, μουσική του κύματος. Αντιδιαστολή στο κομπρεσέρ και στην κόρνα. Αγκίστρι: Τίτλος ποιήματος για τη σοφία της Φύσης. Τίτλος σοφίας για την ποίηση του απλού ανθρώπου.Τώρα; Η άγρια διακόρευση του άσπιλου στ’ όνομα του εύκολου κέρδους(;) Εναπομείναντες Εραστές του Ωραίου γρηγορείτε απέναντι στη δήωση!
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 64/30.06.2001
Ήταν τότε που ο σαράντα ημερών γόνος μου κρεμόταν από το πεύκο ενώ εμείς, οι λίγο μεγαλύτεροί του, είχαμε μπήξει ένα γύρω τα πασσαλάκια μας σαν Ινδιάνοι, ή σαν Έλληνες φυσιολάγνοι.
Και, ως συνήθως, βγάζαμε άναρθρες κραυγές ευδαιμονίας αφού δεν βρίσκαμε, στη γλώσσα των ανθρώπων, τις λέξεις που ν’ αποδίδουν την αισθαντική μας ζεύξη με τη μάνα Φύση.
Άσε που αυτές οι ζωώδεις κραυγές ήταν και πιο συμβατές με την αντιληπτική ικανότητα του προαναφερθέντος βρέφους.
Η μόνη απόδειξη που έχω περί αυτού είναι το ότι, όταν τις άκουγε δεν έκλαιγε ποτέ.
Δεν ξέρω, μπορεί και να γέλαγε κιόλας μέσα στο υπερυψωμένο λίκνο από καραβόπανο που’ χα σκαρώσει για την αφεντιά του, για να τον προστατεύσω από τα τυχαίως περαστικά φιδάκια, ποντικάκια, σκορπιουδάκια και άλλα συμπαθή ζωάκια που δε νοιώθουν κανενός είδους τρυφερότητα για τ’ ανυπεράσπιστα μωρά του ανθρώπου.
Η ΑΠΟΝΗΣΟΣ
Τρία μικρά αντίσκηνα όλα κι όλα, δηλαδή, από κείνα τα «ατομικά» του στρατού που δεν είχαν δάπεδο. Ίσα για ν’ αντιμετωπίσουμε κάποια ξαφνική μπόρα.
Τότε δεν υπήρχαν εκείνα τα πέντε επί πέντε, και βάλε, «αντίσκηνα» που κυκλοφορούνε σήμερα, με χωλ, προχώλ, αίθριο, και υπηρεσίας για τη Φιλιππινέζα, και οφείλουν να περιλαμβάνουν και ψυγείο, τηλεόραση, φουσκωτά στρώματα, νεσεσέρ καλλωπισμού, χημική τουαλέτα και μια γκαρνταρόμπα ικανή για τις φοβερές απαιτήσεις της παραλίας.
Σκέψου, εμείς τότε δεν είχαμε ούτε καν μπανιερό!
Μας είχε κολλήσει, και δεν μας ξεκόλλησε ποτέ, η έμμονη ιδέα ότι το εν λόγω πανί είναι απολύτως άχρηστο.
Σ’ αυτό συμφωνούσε και το σαράντα ημερών λικνιζόμενο μέλος μας του οποίου η μοναδική έγνοια ήταν το βυζί της μάνας ή, έστω, το υποκατάστατο αυτού μπιμπερό.
Μπιμπερό!
Θυμάμαι: στην άκρη της ακτής της Απόνησου, εκεί που σκάει το κύμα, τον από ανοξείδωτο χάλυβα βραστήρα, μοναδική παρέκκλισή μας προς τον τότε δολίως επελαύνοντα τεχνολογικό πολιτισμό.
Και ήταν ακριβώς τότε που είπα έμπλεος ανησυχίας απευθυνόμενος σε μένα τον ίδιο: πρόσεχε, εξυπνάκια, γιατί όταν θα πεις το άλφα του συμβιβασμού, αργά ή γρήγορα θα πεις και το ωμέγα. Ελπίζω ότι έχω σταματήσει στο δέλτα. Πάλι καλά!
Θυμάμαι ακόμη πως εκεί, στην Απόνησο, στο νοτιοδυτικό άκρο του Αγκιστριού, ανακάλυψα δυο φράσεις γραμμένες πάνω στη λεία πέτρα από τον ίδιο σοφό μαρκαδόρο: «η ομορφιά είναι φευγαλέα, γι’ αυτό και είναι ομορφιά», και η άλλη, «ρε, χέσ’ την πόλη, πάμε γι άλλα». Φράσεις που χαράχτηκαν δια παντός ως παραπλήρωμα του πολιτισμικού μου εγώ.
Για μερικά χρόνια ακόμη ξαναδιάβασα αρκετές φορές αυτές τις φράσεις, ήπια πολλούς «ναικαιόχι» από τα χεράκια της κυρα-Κατίνας στα Λιμενάρια, ξεροψήθηκα στη γυμνιστική Χαλικιάδα, και σ’ άλλους, πιο κρυφούς, μυχούς, έφαγα στου Μπράϊαν και στου Λεωνίδα και του Τάκη, ευδαιμονίστηκα με το απόλυτο ωραίο στους Μύλους, σκαρφάλωσα στο απόμερο Μετόχι και περπάτησα με τις ώρες στα παρθένα πευκοδάση του νησιού, μέχρις ότου... Μέχρις ότου ένοιωσα πως άρχιζε σιγά σιγά η εισβολή και η διακόρευση του άσπιλου, εν ονόματι του εύκολου και γρήγορου κέρδους. Και τράβηξα γι άλλη γη κι άλλα (μακρύτερα) μέρη. Για να μπορώ να συντηρήσω την εικόνα του Αγκιστριού όπως τη βίωσα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Αυτή τη φορά δεν μας έφερε στη Σκάλα το γέρικο σκαρί του Νταβέλη. Αυτή τη φορά μας έφερε ο «Κεραυνός», ένα ταχύτατο καταμαράν με άψογο κλιματισμό και μια παρεμπίπτουσα τηλοψία ενός, ως συνήθως λάβρου, πάτερ Χριστόδουλου.
Είπα, λοιπόν, καλό, πολύ καλό το αιρ κοντίσιον αλλά και το θαλασσινό αεράκι στο μικρό κατάστρωμα του Κεραυνού ακόμη καλύτερο.
Ο Λεωνίδας είναι πάντα εδώ. Με περισσότερα χρόνια, κιλά και άγχη, και καθόλου πλέον ανεμελιά.
Αποφασίζει από μόνος του, σαν άλλοτε, το τι θα φάμε και τι θ’ ακούσουμε, Θεοδωράκη, δηλαδή, Λοϊζο και τ’ αδαμάντινα ρεμπέτικα, γιατί έτσι του αρέσει. Γιατί έτσι μας αρέσει.
Τι έχει αλλάξει, Λεωνίδα; Όλα. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά.
Κάτι μου λέει πως το Αγκίστρι βουλιάζει κάτω από το βάρος της τουριστικής υπερεκμετάλλευσής του.
Κι όμως, κάθομαι στο ίδιο τραπέζι τριάντα μέτρα πάνω απ το ρυτιδωμένο απέραντο βαθύ μπλε, με απέναντι την Αίγινα και στο ανάμεσο τη Μετώπη και μερικά φουσκωμένα ιστιοφόρα. Αυτό δεν μπορεί να μας το στερήσει κανείς, Λεωνίδα.
‘Ντάξει, η δικιά μας περιοχή, μου απαντά, κρατάει ακόμη το χαρακτήρα της επειδή δεν γίνεται να την τσιμεντώσουν παραπάνω, αλλά είδες τι γίνεται εκεί, στη Σκάλα; Ναι, είδα, και ήδη απέφυγα να το σχολιάσω γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνεχώς πώς είμαι στριμμένος.
Κι ο Μπράϊαν ο Ουαλός είναι πάντα εδώ. Γκριζαρισμένος βέβαια αλλά με το ίδιο χιούμορ που και μόνο γι αυτό θα πήγαινες να τον δεις και να τον ακούσεις.
Αγκίστρι ιζ μάι σέκοντ κάντρι, γιου νόου, μου λέει και με κάνει να σκεφτώ μελαγχολικά πως αγαπά τη χώρα μου πολύ περισσότερο κι από πολλούς συνέλληνές μου.
Το βράδυ θα σού ’χω πιπεριές γεμιστές με σπόρους κουκουναριού φτιαγμένες από τη Μίνη και τυροκεφτέδες που σ’ αρέσουνε.
Πάντα μοιραζόμουνα ανάμεσα στον Λεωνίδα και στον Μπράιαν.
Κι ο Χιούγκο ο Νεοζηλανδός είναι ‘δω. Εδώ και στον κόσμο του συγχρόνως. Αεικίνητος και πανταχού παρών, με το μπλοκάκι των παραγγελιών ή το δίσκο με τα εδέσματα στα χέρια. Και βέβαια μας θυμάται. Αν είναι δυνατόν! Θυμάται ακόμη και που έψαχνα εναγωνίως κλωστή και βελόνα για το σκισμένο μου τζην. Και γελά βροντερά, όπως πάντα, εκεί που κανείς δεν το περιμένει, ετεροχρονισμένα, σαν για κάποιο αστείο που άκουσε χτες.
Η ΧΑΛΙΚΙΑΔΑ
Η πανοπλία της είναι ο γκρεμός που την περιβάλλει. Πρέπει να την αγαπάς πάρα πολύ για να καταρριχηθείς και ν’ αναρριχηθείς μετά.
Κι εμείς την αγαπήσαμε πάρα πολύ.
Υπήρξε από τα πρώτα γυμνοσοφικά μας στέκια.
Και θυμάμαι ακόμα τον σεβάσμιο ιερέα από τη Σκάλα να ωρύεται εκεί ψηλά στο βράχο, αφού, παρά την δεδομένη αρωγή του Μεγαλοδύναμου, δεν τολμούσε να κατέβει με τα ράσα και τις αγιαστούρες για να μας ξαποστείλει στο πυρ το εξώτερον από κοντά. Μην και κολαστεί κι αυτός από τη γύμνια μας.
Τον θυμάμαι λοιπόν να μας κεραυνοβολεί, θα πάτε στην Κόλαση, ασεβείς, καταραμένοι, άθεοι, όργανα του Σατανά!
Ποιος ξέρει αν σήμερα καταριέται και κείνους που αποχαρακτηρίζουν με το έτσι θέλω τους ελαιώνες και τους αμπελώνες του νησιού του για να φυτέψουν απαράδεκτους οικισμούς και ντίσκο της συμφοράς.
Θού Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!
Αρχές Μάη, όπερ σημαίνει Χαλικιάδα σχεδόν άδεια. Εμείς, μερικοί ακόμη χωρίς φύλλο συκής, μετρημένοι στα δάχτυλα, το κάθετο κόψιμο της γης από πάνω μας, οι αιώνια λευκές κροκάλες του αιγιαλού και τα πεντακάθαρα νερά.
Ο ήλιος είναι ακόμη συνεσταλμένος και παίζει με κάποια σύννεφα, πλην αρκετός για να σπάσει κάπως το λευκό του χειμώνα στη σάρκα μας.
Και το μόνιμο υπαρξιακό μου δίλημμα: Να γράψω για τις ομορφιές που απέμειναν; Είναι σα να στέλνω εκεί τους εν δυνάμει διαγουμιστές. Να μη γράψω; Είμαι παράξενος, γκρινιάρης που τα βρίσκω όλα στραβά κι ανάποδα. Φαύλος κύκλος σου λέω.
Δεν έχω φωτογραφίσει γυμνιστική παραλία με τους αφοσιωμένους της μέσα, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση και με την άδειά τους. Νόμος απαράβατος.
Γιατί, αν θες να ξέρεις, η γενιά των παλιών γυμνιστών, η ίδια εκείνη γενιά των κοινωνικών κινημάτων και των ανολοκλήρωτων εξεγέρσεων, είχε τους άγραφους νόμους και κανόνες της. Και τους τηρούσε απαρέγκλιτα.
Η σχέση της με τη Φύση ήταν ευθεία και άμεση. Σχέση σεβασμού.
Οι εκτροπές του τύπου, κοιτάχτε-με τι κορμάρα διαθέτω, ήταν τότε από άγνωστες έως αμελητέες. Η παρουσία των ωραιοπαθών καρακατσουλιών (και των δύο φύλων) ήταν εντελώς περιστασιακή και μια καλή ευκαιρία για να κάνουμε πλάκα.
Οι παρεισφρύοντες κρυπτοηδονοβλεψίες γινόντουσαν αντιληπτοί σε χρόνο μηδέν για να γίνει η ζωή τους ιδιαίτερα δύσκολη σε χρόνο, επίσης, μηδέν. Όλοι αυτοί αποτελούν τώρα την κρίσιμη μάζα της επελαύνουσας δια παντός αλλοίωσης. Όμως, σήμερα, μήνας Μάης, με τη Χαλικιάδα αποκαθαρμένη απ το χειμέριο κύμα, είναι σαν μια καλή επιστροφή στους καιρούς των αθάνατων ερώτων. Αύριο;
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ
Τότε, ανεβαίναμε στο Μετόχι με τα πόδια από τον έναν και μοναδικό καρόδρομο αφού τα συγκοινωνιακά μας μέσα δεν ήσαν παρά τα κάρα, τα μηχανάκια και κάποιες τρίκυκλες μοτοσυκλέττες με κασόνι που έκαναν και χρέη ταξί.
Τώρα η άσφαλτος έχει φτάσει παντού. Ή σχεδόν παντού. Ακόμα και στο Μετόχι.
Τα κάρα πέρασαν στην Ιστορία και οι μοτοσυκλέττες, δεν ξέρω πού μπορεί να σκουριάζουν.
Το πλησιάζουμε. Αγνώριστο. Προμετωπίδα του, μερικά ογκώδη, αγνώστου «ρυθμού» κτίσματα, πιθανόν ξενώνες, προσπαθούν να μας αποτρέψουν. Τα παρακάμπτουμε. Δεν μπορεί, κάτι θα’ χει απομείνει απ το Μετόχι που ξέραμε.
Μια ομορφογυναίκα κάποιας ηλικίας με κοιτάζει περίεργα από το αίθριο καθώς φωτογραφίζω το σπίτι της. Ένα παλιό υπέροχο, κι απέριττο, κτίσμα από πέτρα.
Δικό σας είναι; Δικό μας! Εμφανίζεται κι ο (υποθέτω) σύζυγός της, μια καλή εκδοχή του Κουρτ Γιούνκερς.
Είναι πανέμορφο, τους λέω. Κάνουμε ό,τι μπορούμε, μου απαντά ο άρειος.
Είναι Γερμανοί και ζουν αρκετούς μήνες του χρόνου εδώ, ψηλά, στο δάσος σχεδόν, με το βλέμμα τους να χάνεται συχνά στη γαλήνη ή στην οργή του Σαρωνικού. Ο καλύτερος επίλογος ζωής. Που μακάρι να είναι και μακρύς σ’ ένα Μετόχι που ανθίσταται σθεναρά στον «εκσυγχρονισμό» της κακογουστιάς και της αρπαχτής.
Να σας κεράσουμε κάτι; Τα ελληνικά τους είναι άψογα. Καμιά φορά οι αλλοδαποί γίνονται κάτι καλύτερο απ αυτό που (βαυκαλιζόμαστε πως) είναι οι ημεδαποί. Αν μη τι άλλο γίνονται φραγμός στην κακαίσθητη επεκτατικότητα του οπλισμένου σκυροδέματος. Και όχι μόνο.
Ο ΠΕΥΚΩΝΑΣ
Οι λίγες, ευτυχώς, παρεμβάσεις στο πευκοδάσος είναι οι χωματόδρομοι και κάποιες δεξαμενές νερού για τη δασοπυρόσβεση.
Επιτέλους, γνήσια ελληνική φύση με τα τρελαμένα τζιτζίκια της, με τη μεθυστική μυρουδιά του πεύκου, με τ’ ακυνήγητα πουλιά της, με κά’να δυο οχιές και μια τεράστια ντροπαλή χελώνα που αρνήθηκε πεισματικά να μου ποζάρει.
Πόσες ώρες περπατήσαμε;
Από το βορειότερο στο νοτιότερο άκρο του νησιού, μέσα απ’ το δασωμένο βουνό, ο χρόνος εδώ δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Διαστέλλεται και συστέλλεται σε απόλυτη αρμονία με τη διάθεσή σου.
Και ‘δω η διάθεσή μας αντιστοιχεί μ’ ένα «γιατί ν’ αφηνόμαστε στον αυτοδηλητηριασμό της τσιμεντούπολης; Γιατί ν’ αυτοκτονούμε μέσα στο τίποτα;»
ΤΑ ΛΙΜΕΝΑΡΙΑ
Στα Λιμενάρια η κυρα-Κατίνα μάς θυμήθηκε αμέσως, καλέ εσείς δεν είσαστε με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα και το μωρό;
Δεν έχει γεράσει καθόλου και παραμένει η ίδια ανοιχτόκαρδη αρχόντισσα όπως και τότε. Μόνο τα μαλλιά της διαφέρουν, που τώρα θυμίζουν ασήμι.
Τι να σας κεράσουμε; Και το μωρό, τι κάνει το μωρό;
Καταλήψεις στο πανεπιστήμιο κάνει, κυρα-Κατίνα, κι εξακολουθεί να είναι αιωρούμενος. Αιωρούμενος ανάμεσα στις σειρήνες της ένταξης και στην ανάγκη της εξέγερσης.
Δηλαδή;
Άσε, μη με ρωτάς περισσότερα γιατί φαίνεται πως έχω ξενερώσει πια για τα καλά. Θα μου φτιάξεις έναν καφέ; Βεβαίως, βεβαίως, ναικαιόχι και μια βανίλια κουταλιού όπως τότε, ε;
Λίγες είναι οι κακόγουστες παρεμβάσεις στα Λιμενάρια.
Τις πλαστικούρες, τα προφιλάκια αλουμινίου και τα ελλενίτ στις στέγες μπορείς και να κάνεις πως δεν τα βλέπεις. Η ύπαρξή τους απορροφάται από την ηρεμία και τη λιτότητα, που είναι ακόμη τα κυρίαρχα στοιχεία.
Ένας παππούς τραβά επιδέξια τον γεμάτο κουβά του απ’ το πηγάδι. Δεν θυμάμαι τι τον ρώτησα, για να μου δώσει μια χειμαρρώδη απάντηση που συμπυκνώθηκε στο γιατί να μπαζώσουν τα πηγάδια μας πού ’χουν τόσο καλό νερό;
Καθώς έφευγε έκανα να τον βοηθήσω στα δύο ψηλά σκαλοπάτια. Άσε, γιε μου, μόνος τα καταφέρνω καλύτερα. Και τότε κατάλαβα πως είναι εντελώς τυφλός. Μόνος τα καταφέρνω καλύτερα! Ακούς;
Τότε, από τα Λιμενάρια στην Απόνησο, μας πήγαινε ένας κακοτράχαλος χωματόδρομος μέσα από χωράφια και γήινες ανωμαλίες, και μόνο μια τρίκυκλη παλαβιάρα μπεεμβέ ρο πενηνταένα σαν τη δική μου θ’ αποτολμούσε να διατρέξει χωρίς να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Τώρα θα μας πάει ένας φρεσκο-ασφαλτοστρωμένος επαρχιακός.
Δε λέω, καλά είναι κι έτσι. Δε γίνεται να μονοπωλούμε μια ζωή τ’ απρόσιτα. Η «λίμνη» πάντως που βρίσκεται στη διαδρομή μας είναι απαράλλαχτη. Ένα είδος αλυκής με λίγο ανεξάτμιστο νερό κάπου στο κέντρο της. Ένα λεπτό στρώμα αλατιού με αραιά κοτρώνια που, καθώς ο ήλιος πάει να γείρει, τα κάνει να σχηματίζουν μορφές ασυνήθιστες στο περιβάλλον της Γης. Ευκαιρία να παίξω τον φωτογράφο σε σεληνιακό σκηνικό.
Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΕΥΓΑΛΕΑ, ΣΤΟ ΕΙΠΑ!
Κι εσύ δεν με πίστεψες.
Απόνησος, τέλος. Μια ύπουλη γροθιά. Ένα πλήγμα. Ένας βιασμός. Μια παρά φύσιν ασέλγεια.
Δεν είναι αντικατοπτρισμός αυτό που βλέπω, είναι ένα πραγματικό εκβραχιστικό μηχάνημα.
Δεν είναι τα τζιτζίκια αυτό που ακούω, είναι το κομπρεσέρ. Δεν είναι η ευωδιά ρετσινιού, είναι η οσμή του εργοταξίου. Δεν είναι τα μερικά πευκάκια που απόμειναν, είναι ό,τι δεν έχει ρίξει ακόμη το αλυσοπρίονο του φονιά.
Ποιος, πού, πώς; Δεν το πιστεύω. Κάποιος κτηνώδης υπέρβαρος δίπλα απ το τροχόσπιτο μάς κατοπτεύει με διόπτρες. Ο σεκιουριτάς μάς πλησιάζει. Ο σκύλος - φονιάς γρυλίζει. Δεν το πιστεύω. Οι Γερμανοί ξανάρχονται!
Μια σιδερόπορτα και μια πινακίδα ανάμεσα σε μας και στην άλλοτε Απόνησο: «απαγορεύεται η είσοδος...»
Απαγορεύεται η είσοδος; Και η ακτή; Η πέρα απ το χειμέριο κύμα αιγιαλίτιδα ζώνη; Ποια συνένοχη Αρχή καλύπτει τον βιαστή; Η μήπως πρόκειται για εφιάλτη; Αν είναι έτσι δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Θα ξυπνήσω και θα δω την Απόνησο με δέντρα, χωρίς κομπρεσέρ, χωρίς...
Ο σκύλος γρυλίζει και μας δείχνει τα δόντια του. Δεν είναι όνειρο. Πάμε να φύγουμε. Φοβάμαι. Ναι, φοβάμαι πως θα περάσει κι αυτό μ’ ένα, ωχ αδερφέ, κοίτα την πάρτη σου, εσύ θα σώσεις τον κόσμο; «Κοίτα την πάρτη σου»! Ιδού η υπέρτατη αξία του καλού πολίτη! Του «ανθρωπάκου» του Βίλχελμ Ράιχ. Σκατά!
ΟΙ ΜΥΛΟΙ
Η υπέρτατη αξία του μέσου ανθρωπάκου, μαζί με το «Δίκαιο» του «εγώ με τον παρά μου», με καταδιώκουν μέχρι και στο σουλάτσο μου στους Μύλους.
Ο φακός μου στοχεύει ανόρεχτα. Γιατί ν’ απαθανατίζω μόνο την ομορφιά; Αν θέλω να την υπερασπιστώ πραγματικά πρέπει να καταγγείλω και την άρνησή της.
Δε θα ‘ταν δίκαιο το να ισχυριστώ πως οι Μύλοι ασκήμισαν στα χρόνια που πέρασαν αλλά... να, μοιάζουν λιγάκι με σκηνικό που από μέσα είναι τζούφιο. Ή, τουλάχιστον, δίχως μια πραγματική ζωή που ν’ ανταποκρίνεται σ΄ αυτό που δηλώνει η μορφή και το επίχρισμα.
Ένα σκηνικό στημένο πάνω στις ανάγκες του τουρισμού.
Έως και η παρουσία της «αυθεντικής» γιαγιάς στο κατώφλι του χάντιγκραφτ σοπ, δεν ήταν παρά κράχτης.
Έστω κι έτσι, όμως, βρήκα πολλές απ τις γωνιές που κι άλλοτε αγάπησα.
Τις αναγνώρισα και μ’ αναγνώρισαν.
Και το λιμάνι! Που η γοητεία του πάνω μου βρίσκεται εν πλήρη ισχύ.
Και ο χρυσαφής, από τον Ήλιο που θέλει οπωσδήποτε να δύσει, ρικνός Σαρωνικός. Και... Εδώ λοιπόν, εδώ και τώρα, θέλω ουζάκι με χταπόδι στα κάρβουνα. Θα βρω; Θα βρω.
ΚΟΛΟΦΩΝΑΣ
-Θα γίνει ένα Μον Παρνές, που λες, άλλο πράμα!
-Τι εννοείς «Μον Παρνές»;
-Μονάδα, ρε παιδάκι μου, ξενοδοχείο, ντίσκο και τέτοια, θα ‘κονομήσει όλο το νησί, να πούμε, και τα μαγαζιά και τα καταμαράν, και όλοι!
-Και συ πού το ξέρεις; Αφού λέγεται πως θα χτίσει ένα σπιτάκι και μια πισίνα μόνο.
-Ε, καλά τώρα, τι θες ν’ ακούσεις; Αφόσο του την έχουνε πέσει όλοι του αθρώπου, κάτι ‘κολόγοι, κάτι έτσι και κάτι αλλιώς, τι θες ν’ ακούσεις, να πούμε!
-Ώστε γι’ αυτό τα συρματοπλέγματα και οι σεκιουριτάδες!
-Γιατί εσύ τι θά’κανες, να πούμε, θά ’φηνες τον κάθε γυμνόκωλο αντισκηνά στην παραλία σου;
-Μα, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει ιδιωτική παραλία στη χώρα μας.
-Καλά, τώρα, πού ζεις μωρ’ αδερφέ μου, εσύ φαίνεσαι ξύπνιος.
-Πού ξέρεις, μπορεί και να μην είμαι.
-‘Ασ’ τα σάπια, ρε μεγάλε, σε τα μας;
Άντε, εισυγεία, «να πούμε»!
ΕΠΙΜΥΘΙΟ, ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ, Ιούλης του 2016
Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από τότε που γράφτηκαν αυτές οι γραμμές και το επίδοξο σχέδιο για ξενοδοχείο στην Απόνησο μέχρι στιγμής ευτυχώς δεν υλοποιήθηκε. Η θετική αυτή εξέλιξη δεν είναι άσχετη με την τότε δημοσίευση του παρόντος άρθρου στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ, που συνέβαλε με τον τρόπο του στην γνωστοποίηση της αυθαιρεσίας και την αναχαίτιση της ολικής καταστροφής μιας από τις ωραιότερες γωνιές του Αγκιστριού. Δυστυχώς όμως δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει την κατασκευή ιδιωτικής οικίας καθώς και τον εποικισμό της ακτής με ομπρελίτσες, ξαπλωστρούλες, καντινούλα και τα σχετικά, όλα προς οικονομική εκμετάλλευση από τον επιχειρηματία-σφαγέα της ομορφιάς της Απόνησου.
ΤΑ ΣΤΕΚΙΑ ΜΑΣ
Του Μπράιαν: http://www.agistriclub.com/
Του Λεωνίδα και του Τάκη: http://www.alkyoni-agistri.gr/
Για περισσότερες φωτογραφίες από το Αγκίστρι:
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν