ΛΙΒΥΗ 3 - ΣΤΟ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ ΤΗΣ ΓΚΑΝΤΑΜΕΣ

Front Picture: 

Ένα εκτεταμένο και συμπαγές οικιστικό σύμπλεγμα από πλινθόκτιστα σπίτια όπου κανένα δεν ξεχωρίζει με σαφήνεια ορίων από το άλλο. Το ένα πάνω στο άλλο, το ένα μέσα στο άλλο. Το δε οδικό δίκτυο σκέτος λαβύρινθος, όλο σχεδόν υπόστεγο, μονίμως σκιερό και δροσερό, με ενίοτε κάποιους αερο-φωταγωγούς στραμμένους προς τον ουράνιο θόλο. Τι αρχιτεκτονικό θαύμα επινόησαν οι άνθρωποι για να επιβιώσουν στην καυτή Σαχάρα!   

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Το ταξίδι στη Λιβύη πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο Δεκέμβρη 2008 - Γενάρη 2009

 



Προηγούνται

ΛΙΒΥΗ 1, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΣΑΧΑΡΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΛΙΒΥΗ 2 - ΓΚΑΤ, ΤΟΥΑΡΕΓΚ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 

Με βάση την μέση ωριαία ταχύτητα που κινούμαστε, και με το χάρτη στα γόνατα, εκτιμώ πως από τη Σέμπχα μέχρι την Γκανταμές, συνυπολογίζοντας και κάποια στάση για καφέ ή κολατσιό, θα χρειαστούμε καμιά δεκαριά ώρες. Κι όσο κατευθυνόμαστε βόρεια τόσο η απόλυτη έρημος δίνει τη θέση της σε όλο και πιο συχνές οάσεις με προχειροφτιαγμένα χωριά νομάδων Τουαρέγκ. Η άμωμη άμμος της ερήμου που αφήνουμε πίσω μας κηλιδώνεται όλο και περισσότερο απ τις συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας, οι οποίες δεν είναι πάντα σε αρμονία με την αισθητική που θέλησε η Φύση. Τέλος πάντων, κάποιοι σκουριασμένοι σκελετοί φορτηγών, κάποια καφέ-φαγάδικα ξεκάρφωτα μέσα στο πουθενά, κάποια ξέμπαρκη καμήλα, κάποια μοτέλ της συμφοράς, κάποια αποτυχημένη απόπειρα γεώτρησης, κάποια συνεργεία συντήρησης του ασφαλτόδρομου… Όλα τρέχουν. Ή μάλλον εμείς τρέχουμε να κερδίσουμε σε ζωή. Σε ζωή που δεν μετριέται με τον αμείλικτο χρόνο των ρολογιών παρά με τις εμπειρίες.  

 

Η Καίτη στο πίσω κάθισμα μπουρ μπουρ δεν κλείνει στόμα, ενθουσιασμένη από το κάθε τι, ο Σάτσο είναι στις κλειστές του, πράγμα σπάνιο, και η Ισαβέλλα απευθυνόμενη σε μένα είναι όλο «τι έχεις» και «τι έχεις». Τίποτα δεν έχω, ρε παιδάκι μου, διαλογίζομαι. Εσύ που ξέρεις από γιόγκα δεν πρέπει να με ρωτάς τέτοια πράγματα. Στην πραγματικότητα δεν μπορώ, ή δε θέλω, να χωνέψω πως αυτή η συγκλονιστική εμπειρία στη Σαχάρα έχει μπει στην αντίστροφη μέτρησή της.  Αλλά, όχι εντελώς.

 

 

Τον παλιό κακό καιρό.

 

Η Γκανταμές βρίσκεται στο τριεθνές σημείο του χάρτη, όπου η Λιβύη εφάπτεται με την Τυνησία και την Αλγερία. Η ευρύτερη περιοχή της κατοικείται από τη νεολιθική εποχή αλλά δεν υπάρχουν αξιόλογα ιστορικά στοιχεία γι αυτή την περίοδο μέχρι που πλάκωσαν και την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι μιλιταριστές. Οι εν λόγω κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα, την ονόμασαν «Συντάμους» και, κατά την περίοδο κάποιου τύπου που ήταν αυτοκράτορας και άκουγε στο όνομα Σεπτίμιους Σέβερους, από το εκατόν ενενήντα τρία έως το διακόσια έντεκα μετά τη χρονολογία μας, την κατέστησαν έδρα της Τρίτης Λεγεώνας τους.

 

Περί τον Έκτο αιώνα πλάκωσαν και τα βυζαντινά φουσάτα του Ιουστινιανού (μη χάσουν!) για να την κάνουν ορμητήριό τους και  για να εκχριστιανίσουν τους Βέρβερους με το ετσιθέλω. Εις μάτην. Οι Βέρβεροι δεν μάσησαν. Πολύ λίγοι εξ αυτών προσηλυτίστηκαν μέχρι που, κατά τα μέσα του Έβδομου, πλάκωσαν και οι Άραβες με το ζήλο των νεοφώτιστων μουσουλμάνων και τη χατζάρα στο χέρι για να καταφέρουν ότι δεν πρόφτασαν οι χριστιανοί: Οι Βέρβεροι προτίμησαν τον Αλλάχ από τον Χριστό αλλά δεν είναι ανάμεσα στα ενδιαφέροντά μου να προσπαθήσω να καταλάβω το γιατί. Το πόσοι, γενικώς, έχουν σφαχτεί στο όνομα του Χριστού και του Μωάμεθ είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Ίσως η πιο πονεμένη απ όλες.

 


 

Η παλιά Γκανταμές που υπάρχει ακόμη και σήμερα ιδρύθηκε τον Δέκατο Τρίτο αιώνα. Πέρασε κάτω από την κυριαρχία της Τύνιδας, στη συνέχεια έπεσε στα νύχια κάποιας ντόπιας δυναστείας για να ενσωματωθεί τελικά στο οθωμανικό βιλαέτι της Τρίπολης τον δέκατο έκτο αιώνα. Στην πραγματικότητα, λόγω της πολύ μεγάλης απόστασης που τη χωρίζει από τις άλλες κατοικημένες περιοχές της ερήμου, έχαιρε ενός καθεστώτος ημιαυτονομίας μέχρι το χίλια οχτακόσια εβδομήντα τέσσερα οπόταν ήρθε και άραξε μια πλήρης οθωμανική φρουρά για να σφραγίσει το τέλος της ως ανεξάρτητη πόλη-κράτος.

 

Με το πέρασμα των αιώνων, η Γκανταμές,  και ενώ η εγχώρια παραγωγή της περιοριζόταν σ’ ένα και μοναδικό είδος, στα κεντητά πασούμια εν προκειμένω, εξελίχτηκε σ’ ένα από τα σημαντικότερα διαμετακομιστικά κέντρα του σαχαριανού εμπορίου. Ήταν το κεντρικό σημείο συνάντησης και συναλλαγής ενός δικτύου καραβανιών που απλωνόταν από τη Μαυριτανία μέχρι την Αίγυπτο κι από το Τσαντ μέχρι τη Μεσόγειο, σα να λέμε σε όλη τη Σαχάρα και στις παρυφές της.

 


Οι Γκανταμεσιανοί μεγαλέμποροι έλεγχαν αυτό το τεράστιο εμπορικό αλισβερίσι  χωρίς να μετακινούνται ιδιαίτερα οι ίδιοι.  Στηρίζονταν σ’ ένα καλά οργανωμένο δίκτυο «αντιπροσώπων», έτσι ώστε, όταν ένα καραβάνι μετέβαινε, για παράδειγμα, στην Τιμπουκτού, τις εμπορικές πράξεις αναλάμβανε κάποιος ντόπιος πράκτορας-αντιπρόσωπός τους.


Τα εμπορεύματα που ταξίδευαν από την υποσαχάρια περιοχή με προορισμό την Γκανταμές περιλάμβαναν χρυσό, ασήμι, πολύτιμες πέτρες, ελεφαντόδοντο, φτερά στρουθοκαμήλου κι άλλα τινά εξωτικά προϊόντα, ενώ από την Ευρώπη προς την Αφρική μέσω Γκανταμές διακινούνταν βενετσάνικα γυαλικά, λινά υφάσματα από την Μασσαλία, χαρτί για την αναπαραγωγή του Κορανίου και ποιος ξέρει τι άλλο.

.

Στον λαβύρινθο.

 

Βρισκόμαστε μαγεμένοι, χαμένοι και κατάπληκτοι μέσα σ’ αυτόν τον αρχιτεκτονικό λαβύρινθο.


 

Πρόκειται για ένα εκτεταμένο, και θα το ‘λεγα συμπαγές, οικιστικό σύμπλεγμα από πλινθόκτιστα σπιτάκια, σπίτια και σπιταρόνες με δύο, και τρεις ορόφους καμιά φορά, σκάλες και διακλαδώσεις.

 

 

Κανένα σπίτι δεν ξεχωρίζει με κάποια σαφήνεια ορίων από το άλλο.

 

Το ένα πάνω στο άλλο, το ένα μέσα στο άλλο.


 

Όλο σχεδόν το οδικό δίκτυο είναι υπόστεγο, για πεζούς και για ζώα μεταφοράς, σκιερό, με ενίοτε κάποιους αερο-φωταγωγούς στραμμένους προς τον ουράνιο θόλο, και με μια φυσική δροσιά που απομακρύνει την αίσθηση ότι είμαστε ακόμη στην καυτή Σαχάρα.

 

Η έννοια της δομικής ευθείας εδώ είναι μάλλον ανύπαρκτη και ο αρχιτεκτονικός αυτοσχεδιασμός του τεχνίτη στην αποθέωσή του.

 


 Όμως, πάνω από τους σκιερούς ισόγειους δρομίσκους, στις ταράτσες που στεγάζονται απ τον ουράνιο θόλο, απλώνεται η Γκανταμές των γυναικών, οι οποίες πολύ σπάνια κυκλοφορούσαν στους υπόστεγους δρόμους. Η κοινωνία των γυναικών εδράζονταν στα ταρατσώματα τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους μ’ ένα αντίστοιχο σύμπλεγμα πεζουλιών-διαδρόμων και πολύ στενών κλιμάκων. Αυτές οι ασβεστωμένες ταράτσες με τις περίτεχνα οξύκορφες απολήξεις, αποτελούσαν μια πόλη πάνω στην πόλη. Έναν απέραντος γυναικωνίτης συν τοις τέκνοις.


 

Σ’ ένα από τα καλά συντηρημένα σπίτια της παλιάς πόλης μας περιμένει ο εξεπιτούτου ειδοποιημένος ιδιοκτήτης του. Είναι κι αυτός ένας έντιμος τρόπος του ζην. Να ξεναγείς δηλαδή τους ταξιδιώτες στο παλιό σου κατάλυμα. Κι όπως κάθε άλλη φορά πρέπει να βγάλουμε τα παπούτσια μας για να μπούμε μέσα. Αυτός είναι ένας από τους μόνιμους μπελάδες μου γιατί φοράω πάντα δύσκολα σπορτέξ με κορδόνια μισό μέτρο έκαστο. Βάλε βγάλε παπούτσια, λύσε δέσε κορδόνια, τα νεύρα μου! Αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς.

 

Ο νοικοκύρης μάς οδηγεί στη μεγάλη αίθουσα συγκέντρωσης της οικογένειας και υποδοχής ξένων.  Ένα βαριά διακοσμημένο ενδιαίτημα! Χαλιά και μαξιλάρες στο πάτωμα κι ένα γύρω. Όλα, τοίχοι, κάσες, εσοχές, σκαλιά, έχουν φιλοτεχνηθεί με επαναλαμβανόμενα λαϊκά μοτίβα, κυρίως κόκκινου χρώματος.  Το υπνοδωμάτιο του ζευγαριού, ο γυναικωνίτης, το παιδικό δωμάτιο, οι κουζίνες, ο ξενώνας...

 

Ζούσαν μέσα στην καθαριότητα και τη λαϊκή ζωγραφιά.

 

Ο δικός μας Θεόφιλος θα ήταν ενθουσιασμένος μ’ αυτό το σκηνικό.

 

Ο καλός ανθρωπάκος αποθέτει στο χαλί τον χάλκινο σφυρήλατο δίσκο με την τσαγιέρα και τα κομψά ποτηράκια. Πολύ το κάνω κέφι να ρίχνω από ψηλά στο ποτηράκι το τσάι με τη βρασμένη ζάχαρη, μια, δυο, τρεις φορές, να κάνει αφρό.

 

Η παλιά Γκανταμές αποτελείται από περίπου χίλια εξακόσια κτίσματα, μεταξύ των οποίων χίλια διακόσια πενήντα σπίτια, εικοσιένα τζαμιά και δεκαεφτά θρησκευτικές σχολές.

 

Όλη, μαζί με τα μποστάνια της, προστατευόταν από ένα περιφερειακό  τείχος.

 

 

 

Σύμφωνα με τα ιστορικά κιτάπια, απαρτιζόταν από δύο βασικούς τομείς οι οποίοι αντιστοιχούσαν στις δυο φυλές που ίδρυσαν την πόλη: τους Μπανί Γουαλίντ και τους Μπανί Γουαζίντ. Οι μεν ζούσαν στο βόρειο τμήμα και οι δε στο νότιο. Οι «βόρειοι» χωρίζονταν σε τρεις συνοικίες και οι «νότιοι» σε τέσσερις , ενώ η κάθε συνοικία είχε τη δική της πύλη που έκλεινε το βράδυ και άνοιγε το πρωί. Είχε επίσης και το δικό της τζαμί, τη δική της αγορά και τη δική της πλατεία. Έτσι, όταν κρατούσαν μούτρα οι μεν στους δε αποτρέπονταν οι άγριες κόντρες μεταξύ τους.

 

Απειλούμενη με κατάρρευση των πλίνθινων κτηρίων της, η Γκανταμές άρχισε να εκκενώνεται σταδιακά από τον πληθυσμό της κατά τη δεκαετία του Ογδόντα προκειμένου η Ουνέσκο να μπορέσει να την διασώσει από την ολοκληρωτική φθορά του χρόνου. Οι κάτοικοί της μετακόμισαν σε νεόδμητα κτίρια που τους παραχώρησε η λιβυκή κυβέρνηση στην περιοχή διατηρώντας πάντως στο ακέραιο το δικαίωμά τους στην παλιά ιδιοκτησία τους.

 

Κάποιοι μάλιστα φυλάσσουν εκεί πολλά απ τα υπάρχοντα τους, άλλοι συνεχίζουν να καλλιεργούν τα μποστάνια τους ενώ ακόμη και σήμερα αρκετοί επισκέπτονται τα παλιά τους σπίτια και κοιμούνται κάπου κάπου σ’ αυτά, κυρίως το καλοκαίρι, γιατί είναι πιο δροσερά  από τα σύγχρονα μπετονένια.

 

Πέρα όμως απ’ αυτά τα περιστασιακά πηγαινέλα, η  παλιά Γκανταμές παραμένει ουσιαστικά έρημη.

Στην απογραφή του χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα, κατοικούσαν εδώ έξι χιλιάδες εξακόσια εξήντα έξι άτομα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, κι αφού εγκαταστάθηκαν στη νέα Γκανταμές, στην παλιά πόλη είχε απομείνει μια και μοναδική οικογένεια…

 

Για περισσότερες φωτογραφίες από την Λιβύη:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

Διαβάστε επίσης

ΛΙΒΥΗ 1, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΣΑΧΑΡΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΛΙΒΥΗ 2 - ΓΚΑΤ, ΤΟΥΑΡΕΓΚ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν