ΑΝΑΦΗ, ΚΑΛΛΙΣΤΗ ΤΕΡΜΑ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Front Picture: 

Η πραγματική ομορφιά δεν έχει επίγνωση του κάλλους της, να το θυμάσαι αυτό. Γι αυτό και δεν καβαλάει καλάμι, δεν παριστάνει, δεν προβάλλεται και προπαντός δεν εμπορεύεται τον εαυτό της. Απλά ΕΙΝΑΙ. Χωρίς φτιασίδια,  χωρίς πόζα, χωρίς τουπέ και χωρίς νάζια. Με μόνο ένδυμα τη φυσικότητα του  ανεπιτήδευτου. Ομορφιά όπως λέμε Ανάφη!

 

Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν

Φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 


 

Πώς  τιθασεύεται η προσμονή;

 

Αλλά και πώς να κάνω τον φόβο της διάψευσης να σιγήσει; 

 

Πλέουμε προς την Ανάφη.

 

Για ένα come back, τρεις δεκαετίες και βάλε μετά…

 

Στο μεταξύ …

 


Θραύσματα μνήμης από τη δεκαετία του ’80 (μέρος 1)

 

Η άφιξη μας στο νησί τις «μικρές τις ώρες», με το αυγουστιάτικο φεγγάρι να λούζει στα κύματα τις ασημένιες ανταύγειες του.

 

Η μετεπιβίβαση στη λάντζα, κάπου στ’ ανοιχτά, καθώς  «κανονικό» λιμάνι δεν υπήρχε τότε για να πλευρίσει το καράβι.

 

Οι φθαρμένες βαλίτσες των νησιωτών που μεταφορτώνονταν περνώντας από χέρι σε χέρι, δεμένες με σκοινιά για να μην ανοίξουν.


 

Η γιαγιά που κατέβηκε κουβαλητή αλλάζοντας τρεις  αγκαλιές μέχρι να πατήσει πόδι στη στεριά.

 

 


 

Μα πάνω απ’ όλα, ο «Ούζο» που περίμενε υπομονετικά να φτάσουμε για να μας παραλάβει.

 


Ο Ούζο ο σκύλος,  που ποτέ δεν γνώρισε αφεντικό, παρά χάριζε την αφοσίωσή του αδιακρίτως και συλλογικά σε όλη την κοινότητα  των ελευθεροσκηνιτών.

 

Το λες και αμοιβαιότητα.

 

Γιατί κι εκείνοι συλλογικά τον είχαν υιοθετήσει, συλλογικά τον κανάκευαν και τον κερνούσαν μεζέδες και συλλογικά τα πίνανε στην ακροθαλασσιά τα βράδια, παρέα με τον Ούζο, που ονομάστηκε Ούζο ακριβώς γι αυτό.

 

Κάπως έτσι βαφτίστηκε άλλωστε κι ο άλλος αξιολάτρευτος συνονόματός του κοπρίτης που αλώνιζε τα σοκάκια της Οίας την ίδια περίπου εποχή. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία!

 

 

Η παραμορφωμένη ντίβα

 

Μόλις μπήκαμε στο λιμάνι της Σαντορίνης.

 

Ακόμα και τη νύχτα, αρκεί και μόνο ο αριθμός των φώτων που κρέμονται στο χείλος της καλδέρας σαν λαμπιόνια χριστουγεννιάτικου δέντρου για να αντιληφθεί κανείς την πυκνότητα της δόμησης. Δηλαδή τον θάνατο του μέτρου και της απλότητας, που είναι και η πεμπτουσία της αιγαιοπελαγίτικης ομορφιάς.  Φαντάσου τι όψη παρουσιάζει το νησί την ημέρα, όταν αντί για φώτα, μετράς πισίνες. Θλίψη…

 

Θα μου πεις ότι η κατακρεούργηση της Σαντορίνης από τα νυστέρια της νεοπλουτίστικης χλίδας και της χυδαίας γκλαμουριάς είναι ήδη παλιά υπόθεση, μα αυτό δεν κάνει την παραμόρφωση λιγότερο αποκρουστική. Όχι τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.

 

Σκέψου μονάχα να καταντήσει κάποτε και η Ανάφη σαν τούτη δω την ξιπασμένη και κραυγαλέα κακογερασμένη ντίβα, γεμάτη ουλές από τις πλαστικές και παγωμένο από τα μπότοξ χαμόγελο.  Ούτε στους χειρότερους μου εφιάλτες!

 


 

Ουφ! Αναχωρήσαμε από το Αθηνιό και ήδη νοιώθω καλύτερα. Πού είχαμε μείνει; Α, ναι, στον Ούζο…

 


 

Θραύσματα μνήμης από τη δεκαετία του ’80 (μέρος 2)

 

Ο Ούζο της Ανάφης  που λες είχε καταγράψει με ακρίβεια στο σκυλίσιο μυαλό του τα δρομολόγια του πλοίου της άγονης γραμμής και, πιστός στο καλοκαιρινό ραντεβού με τους παραθεριστές φίλους του, στηνόταν υπομονετικά στο λιμάνι για να τους υποδεχτεί σε κάθε άφιξη.

 


 

Κι όταν επιτέλους κάποιοι απ’ αυτούς ξεπροβάλανε στο νησί,  με τα σακίδια σαν το καύκαλο της χελώνας φορεμένα στην πλάτη, τότε, μετά από μερικά χαρούμενα κουνήματα της ουράς και γαυγίσματα καλωσορίσματος,  πρώτος εκείνος έπαιρνε το μονοπάτι με τη σιγουριά του ιχνηλάτη, οδηγώντας τους νεοφερμένους με ασφάλεια από παραλία σε παραλία. Κλεισίδι,  Κατσούνι, Φλαμουρού…

 


 

Ελάχιστοι εκείνη την εποχή προχωρούσανε πέρα από τις τρεις πρώτες χάντρες του νοτιοαναφιώτικου κομπολογιού της άμμου.

 

Ο Ρούκουνας έπεφτε, βλέπεις,  κάπως μακριά για να το κόψεις ποδαράτο με τη μία, ειδικά ζαλωμένος με καμιά δεκαπενταριά κιλά αντίσκηνα, υπνόσακους και λοιπά συμπράγκαλα στη ράχη.

 

 

Άσε που ήταν και δύσκολος  εκεί ο ανεφοδιασμός  σε τρόφιμα.

 

Δεν είχε ανοίξει ακόμα  τότε η ταβέρνα του Ζαμπέτα, κι έπρεπε να σκαρφαλώνεις μιάμιση ώρα τον ανηφορικό μουλαρόδρομο μέχρι να φτάσεις στη Χώρα για  προμήθειες.

 

Έτσι λοιπόν οι πολλοί – ποιοι «πολλοί» δηλαδή, άντε να αριθμούσαμε τότε καμιά κατοσταριά όλοι μαζί την περίοδο αιχμής -  αράζαμε στις πρώτες παραλίες.


 


 

Στο κάτω κάτω όλες οι αμμουδιές δικές μας ήταν. Ελεύθερες, ανέμελες κι ωραίες. Ή αλλιώς, κατασκηνωτικές, γυμνιστικές και συμβιωτικές. Τότε…

 


 

 

Η άφιξη

 

Προσεγγίζουμε την Ανάφη.

 

«Τις μικρές τις ώρες», και τώρα όπως και τότε.

 

 

Μόνο που σήμερα το φεγγάρι είναι στη χάση του, ίσα μια τόση δα ασημένια φετούλα, κρεμασμένη πάνω από το βράχο του Καλάμου σαν παιχνιδιάρικο ινδιάνικο φτερό.

 


 

Αυτή τη φορά δεν θα βγούμε με τη λάντζα, παρά δικάβαλο πάνω στην Route 66. Ωραία είναι κι έτσι!

 

Πρώτη εντύπωση από την άφιξη στο λιμάνι, όση μου επιτρέπει να σχηματίσω ο αναιμικός δημοτικός φωτισμός: ελάχιστη η επιβατική κίνηση, ίσα μια ταβέρνα κι ένα καφενείο - κλειστά λόγω ώρας - λίγα και σεμνά τα κτίσματα. Καλά πάμε. Να’ταν κι ο Ούζο εδώ να μας περιμένει …

 


 

Παρά την άψογη ασφαλτόστρωση, η μοτό αγκομαχάει  στο δρόμο για τη Χώρα.

 

Η αλήθεια είναι ότι τα’χει τα χρονάκια της κι αυτή (είκοσι πέντε για την ακρίβεια) και, φορτωμένη με δυο αναβάτες και ισάριθμα σακίδια, λογικό είναι να ζορίζεται σε τόσες απότομες κι ανοδικές στροφές.

 


- Καλωσορίσατε στο νησί μας!

- Καλώς σας βρίσκουμε!

 

Η Μαρουλία μας περιμένει στον τόπο του ραντεβού με το κλειδί στο χέρι και το χαμόγελο στα χείλη. Λίγα μέτρα πιο πέρα, η Χώρα φεγγοβολάει μέσα στη νύχτα σαν λευκό φρεσκοπλυμένο σεντόνι .


 

Διασχίζουμε τα κοιμισμένα σοκάκια εισπνέοντας ηδονικά το άρωμα της γαλήνης. 

 

Κι όταν πια η Μαρουλία ανοίγει την πόρτα του καταλύματος αποκαλύπτοντας το πεντακάθαρο δωμάτιο με την άπαρτη θέα προς τον Κάλαμο και όλο το Αιγαίο απλωμένο μπροστά μας, οι τελευταίες αμφιβολίες μου διαλύονται.  

 


 

Ακόμα κι αν αύριο με το φως του ήλιου αποκαλυφθούν αναπόφευκτα και κάποιες ρυτίδες, ήδη ξέρω ότι η μικρή πατρίδα της νιότης μου μεγάλωσε όμορφα όλα αυτά τα χρόνια, κρατώντας ακέραια την ψυχή της.

 

 

 



Η Χώρα

 

Βγαίνοντας το πρωί να πιω τον καφέ μου στη βεράντα, γνωρίζω από τα πριν ποια φράση πρόκειται ν’ ακούσω από τα χείλη του καλού μου μόλις σηκωθεί κι αυτός από το κρεβάτι και συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται.

 

-  Καλά ε! Τι θέα είναι αυτή! Προσωπικά δεν βλέπω κανένα λόγο να το κουνήσω από δω.

(χε χε, ακριβώς ο,τι είχα προβλέψει)

 


 

- Εντάξει, όπως θες. Εγώ πάντως σε λίγο θα βγω για βόλτα στη Χώρα.

 

- Χωρίς εμένα;

Δεν υπάρχει περίπτωση.

 

Σιγά μη σ’ αφήσω να φωτογραφίσεις τη Χώρα μόνη σου,  να μου κλέψεις όλη τη δόξα!


(χε χε, κι αυτή η ατάκα αναμενόμενη)

 



- Ε τότε ντύσου να βγούμε να περπατήσουμε.

 

- Αν δεν πιω πρώτα καφέ, αποκλείεται!

(ε, καλά, όσο για έναν καφέ θα περιμένω)

 

Το σπίτι της Μαρουλίας απέχει λίγες μόλις δεκάδες σκαλιά από τον κεντρικό δρόμο που διατρέχει όλη την Χώρα κατά μήκος, από το δυτικό της άκρο - όπου και το κατάλυμά μας - μέχρι την ανατολική πύλη εισόδου κοντά στην αφετηρία του λεωφορείου.

 

 


Αυτό τον δρόμο θα τον βαδίσουμε αμέτρητες φορές τις επόμενες μέρες.

 


Για ν’ απολαύσουμε πρωινό στον «Βυθό» ή στην «Αργώ», ρουφώντας καφέ ανάμικτο με απέραντο γαλάζιο.

 


Για να ψωνίσουμε από τον φούρνο φρεσκοψημένη σπανακόπιτα, να την πάρουμε μαζί μας για κολατσιό στην παραλία.

 


 

Για να λιγωθούμε τ’ απογεύματα με γλυκά στο «Πού πας καραβάκι».

 


Για να σκαρφαλώσουμε στο Κάστρο  καθώς ο ουρανός γδύνεται νωχελικά αλλάζοντας τα ρούχα της ημέρας  με τα χρυσαφί και πορφυρένια δειλινά του πέπλα.

 

 


 

Για να πιούμε ένα ποτό στο μπαλκόνι του «Γλάρου».

 

 


Για να διχαστούμε κάθε βράδυ την ώρα του δείπνου ανάμεσα στα τραπεζάκια της «Αλεξάνδρας» για κόκορα κρασάτο και τον εξώστη του «Αστραχάν» για μαραθοκεφτεδες και μπαλότια από τα χεράκια της Αγαπίας.

 


 

Μα όλα τα παραπάνω ανήκουν στις επόμενες μέρες. Στον μελλοντικό χρόνο της οικειότητας.

 


Για την ώρα, μόλις έχουμε  βγει για την  πρώτη μας βόλτα και ζούμε αποκλειστικά στο παρόν της συνεχούς έκπληξης.

 

Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, οι παρελθούσες εικόνες από τη Χώρα είναι τόσο θολές στο μυαλό μου που αδυνατώ να τις επαναφέρω.  Μια γενική αίσθηση του χώρου, ναι, αυτή υπάρχει, κάποιες γωνιές κάτι μου θυμίζουν, αλλά … μέχρι εκεί. Όλα τα άλλα σαν να τα βλέπω για πρώτη φορά.

 


Τι νόημα όμως θα είχε οποιαδήποτε σύγκριση με το χθες όταν όσα με περιτριγυρίζουν αποτελούν έτσι κι αλλιώς  την ίδια την επιτομή του κυκλαδίτικου κάλλους;

 


Η λιτότητα των γραμμών.

 

 


Η σεμνότητα των διαστάσεων.

 


Ο μινιμαλισμός των χρωμάτων.

 


Η αίσθηση του μέτρου.

 


Η αρμονία του απέριττου.

 

 

 

Περπατάμε στη Χώρα κι εκείνη μας απογειώνει. Την κοιτάζουμε και μας αποπλανεί.

 


Ανεβοκατεβαίνουμε σκαλοπάτια, στρίβουμε στην τύχη, περνάμε από στενά σοκάκια σε στενότερα, και από τα στενότερα σε ακόμα πιο στενά.

 


 

Κι εκεί που νομίζουμε ότι έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο, τσουπ, να’σου και ξεπροβάλει αναπάντεχα κάποιο άνοιγμα, αποκαλύπτοντας στα μάτια μας ένα μέχρι πριν λίγο κρυμμένο πέρασμα που μας βγάζει ξαφνικά σε κάποιον, ας πούμε, κεντρικό δρόμο.

 


 

Ο οποίος με τη σειρά του μας οδηγεί να χωθούμε και να χαθούμε και πάλι σε άλλα σκιερά σοκάκια κάποιας άλλης άγνωστης γειτονιάς αυτού του συναρπαστικού λαβύρινθου.

 


 

Και δωσ’ του κατάλευκα σπιτάκια με θόλους και κυλινδρικά φουρνάκια,

 


αυλές λουλουδιασμένες με μοσχοβολιά από γιασεμί, πικροδάφνη και άλλα χίλια δυο χαρμάνια

 


μπουγάδες που κυματίζουν στον αέρα σαν πανιά ιστιοφόρου

 


ρίχνοντας  τη σκιά τους σε ασβεστωμένους τοίχους και ξωκλήσια,

 


μ’ ένα τόσο δα κουρελάκι ουρανού ν’ ανεμίζει ανάμεσά τους.

 


Κι άντε ξανά ανηφορίτσες και σκαλάκια, μα και πεζούλια και πλατύσκαλα, να’ χουν κάπου να σταθούνε οι ηλικιωμένοι για να ξαποστάσουν, οι ποιητές για να ρεμβάσουν και οι ερωτευμένοι για ν’ αγκαλιαστούν και ν’ ανταλλάξουν όρκους, χωρίς την επίγνωση πως την ίδια στιγμή πλάθουν τις μελλοντικές τους αναμνήσεις.  

 


Ακουμπήσαμε κορυφή.

 

Από δω ψηλά, όλη η Χώρα μοιάζει σαν απλωμένο εργόχειρο κεντημένο με θόλους και κύβους, μια συνεχής εναλλαγή μοτίβων από καμπύλες και οριζόντιες επιφάνειες, που διατρέχουν σαν κλωστές τα ηλεκτρικά καλώδια και ανάμεσα τους τρυπώνουν τα καμπαναριά των εκκλησιών και οι ξύλινοι στύλοι της Δεή.

 


 

Ύμνος στην απλότητα.

 


Η πραγματική ομορφιά δεν έχει επίγνωση του κάλλους της, να το θυμάσαι αυτό.

 

Γι αυτό και δεν καβαλάει καλάμι, δεν παριστάνει, δεν προβάλλεται και προπαντός δεν εμπορεύεται τον εαυτό της. Απλά ΕΙΝΑΙ. Χωρίς φτιασίδια,  χωρίς τουπέ, χωρίς πόζα και χωρίς νάζια. Με μόνο ένδυμα τη φυσικότητα του ανεπιτήδευτου.

  

Εκεί στο Νότο

 

Ποτέ δεν θα μπορέσω να καταλάβω πως τόσοι άνθρωποι επιλέγουν να κολυμπήσουν σε οργανωμένες  παραλίες.  

 

Πώς γίνεται να προτιμούν τις ξαπλώστρες από την άμμο, τις ομπρέλες από τα αρμυρίκια, την γκάπα γκούπα κακοφωνία του μπιτσόμπαρου από τον παφλασμό του κύματος, την πολυκοσμία από τη γαλήνη, τα μαγιό και τα στριγκάκια από τη φυσικότητα της γύμνιας τους. 

 

- Δεν λες ευτυχώς που πάνε και στριμώχνονται οικειοθελώς κι έτσι γλιτώνουμε από τόσες και τόσες οχληρές παρουσίες.

 

- Σωστό κι αυτό!

 

Το Κλεισίδι «μας» έχει εν πολλοίς αλωθεί.

 

Αναμενόμενο βέβαια από τη στιγμή που χτίστηκε ξενοδοχειακό συγκρότημα  (έστω και σεμνό σε μέγεθος και σχετικά  καλόγουστο) στην πλαγιά πάνω από την παραλία.

 

Οι αναπόφευκτες ρυτίδες του χρόνου που λέγαμε…

 

Εντάξει, ίσως στάθηκα κάπως υπερβολική στη διατύπωση μου. Στο κάτω κάτω δεν έχει συντελεστεί δα καμιά καταστροφή. Η άμμος το ίδιο ωραία είναι όσο και στις μνήμες μου,  παρθένα ευτυχώς από ξαπλώστρες και λοιπές παρεμβάσεις.

 

Αλλά, να,  πώς να σ'το πω; Το Κλεισίδι δεν είναι πια «δικό μας».  Θέμα κλίματος. Κι ας επιβιώνουν ένα-δυο αντίσκηνα ανάμεσα στα αρμυρίκια.  

 

Ίσα στο τέρμα της παραλίας μπορέσαμε να γδυθούμε, αλλά κι εκεί χωρίς να νοιώσουμε πραγματικά στο σπίτι μας παρά μονάχα «φιλοξενούμενοι».

 

Σαν μια ανεκτή (για την ώρα, και μέχρι πότε;) μειοψηφία.

 


Οπότε, πάμε γι άλλα καλύτερα!


 

 


Ο Ρούκουνας παραμένει, εννοείται, σταθερή αξία, αλλά ακριβώς γι αυτό μαζεύει κόσμο.

 

Πολύ κόσμο.

 

Κι όταν λέμε πολύ, εννοούμε ΠΟΛΥ. Πάρα πολύ. Υπερβολικά πολύ.

 

Τουλάχιστον για τα δικά μου μέτρα.

 

Ούτε εδώ λοιπόν βρήκα αυτό που έψαχνα.

 


Καταλιμάτσα, Μέγας Ποταμός, Άγιοι Ανάργυροι.  Τα πολλαπλά πρόσωπα της ομορφιάς. Η ίδια θαλάσσια μελωδία σε διαφορετικούς στίχους.

 

Αφήσαμε το χνάρι μας και στις τρεις παραλίες. Βαφτιστήκαμε στα νερά τους, στεγνώσαμε στον ήλιο τους, αποκοιμηθήκαμε στη σκιά των βράχων τους ή των αρμυρικιών τους.

 


 

Μα τον παράδεισό μας τον βρήκαμε στο Μοναστήρι ( την παραλία εννοώ, όχι την μονή! ).

 

Μια ντουζίνα άνθρωποι διασκορπισμένοι σε τετρακόσια μέτρα ψιλό βότσαλο ανάμικτο με χοντρή άμμο, μια θάλασσα απ’ αυτές που μόνο το Αιγαίο κατέχει το μυστικό τους, τρία-τέσσερα αντίσκηνα μόλις ορατά, βαθιά χωμένα καθώς είναι στην αγκαλιά των δέντρων.  Αγαλλίαση.

 


 

Μόνη παραφωνία η κακαίσθητη πινακίδα κάπου στην άκρη της παραλίας, προς τον βράχο του Καλάμου, με την επιγραφή «Δεν επιτρέπεται η κατασκήνωση, δεν επιτρέπεται ο γυμνισμός» από την οποία εξαλείφθηκαν εννοείται στο άψε σβήσε τα δύο «δεν», ως ελάχιστη επιβεβλημένη διόρθωση. 

 

 Εντάξει, αυτονόητο είναι ότι τα γελοία φιρμάνια αυτού του είδους τα έχουμε γραμμένα όλοι μας, όπως μαρτυρούν και οι σχετικές φωτογραφίες. Τι θα γίνει όμως αν αύριο αλλάξει ο «συσχετισμός δύναμης»; Επαγρύπνηση λοιπόν!

 


 


Στα ενδότερα

 

Κάθε πρωί ξυπνάω λίγο πριν το χάραμα.

 

Από μόνη μου.

 

Χωρίς προφανή λόγο.

 

Ή μάλλον για λόγους που μόνο η ψυχή γνωρίζει.

 

Και άμα θέλει κάτι η ψυχή σου, δεν της πας κόντρα. Την ακολουθείς.

 

Αυτή ξέρει πάντα καλύτερα.

 

Έτσι λοιπόν και η δικιά μου, τραβάει το κοιμισμένο σώμα μου έξω από το κρεβάτι, το κατευθύνει στην κουζίνα σαν υπνοβάτη για να φτιάξει καφέ, κι από κει οδηγεί τα αγουροξυπνημένα βήματά του μέχρι τη βεράντα της Μαρουλίας.

 

Και καθώς αυτό συνεχίζει να σκουντουφλάει, το καθίζει τρυφερά στην πάνινη καρέκλα, το βοηθάει ν’ ακουμπήσει τα πόδια βολικά στο περβάζι, και στο τέλος του ανάβει κι ένα τσιγάρο να’ χει με κάτι ν’ ασχολείται.  

 

Όσο για κείνη, την ψυχή, απαλλαγμένη πια από τις ανάγκες του σώματος, το εγκαταλείπει στη νύστα του κι ετοιμάζεται  να υποδεχτεί πανηγυρικά το καθημερινό θαύμα της μετάβασης από το σκοτάδι στο φως.

 

 


Πρώτα παρακολουθεί τ’ αστέρια,  για ώρα πολλή, καθώς αυτά τρεμοπαίζουν και χάνονται από το στερέωμα.

 

Λες και κάποιο αόρατο στόμα φυσάει πάνω τους απαλά μέχρι να τα σβήσει ένα ένα σαν κεράκια σε τούρτα γενεθλίων.

 

 

 


Και τότε φτάνει η ώρα του Καλάμου.  

 

Ο σκοτεινός όγκος του μόλις που έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται, ασαφής ακόμα μέσα στο γαλακτώδες φως του λυκαυγούς, σαν  κάποιο μυθικό τέρας έτοιμο να εφορμήσει στη θάλασσα. Ώσπου σιγά σιγά αποκτάει όλο και πιο καθαρό περίγραμμα καθώς δυναμώνει το ρόδισμα του ορίζοντα που προαναγγέλλει την ανατολή.

 

Από κει και πέρα, όλα επιταχύνονται.

 

Σύντομα το ρόδισμα περνάει στο χρυσό.

 

Ακόμα πιο σύντομα το χρυσό βάφεται πορτοκαλοκόκκινο.

 

Μέχρι που λίγες στιγμές αργότερα σκάει μύτη θριαμβευτικά ο Ηλιάτορας αριστερά από το βράχο του Καλάμου.


Η μέρα ξεκινάει!

 

Και μαζί μ’ αυτήν ξεκινάει και η πρωινή μου βόλτα στα ενδότερα της Ανάφης.

 

 

Χωρίς τον Ζυρ που προτιμάει σταθερά το χουζούρι του. 

 


Οι τρεις μας λοιπόν.

 

Η Route 66, η φωτογραφική κι εγώ.

 

 

 

 


Κάθε πρωί παίρνω και έναν άλλο δρόμο, λιγάκι στην τύχη και ανάλογα την έμπνευση της στιγμής.

 

Τι σημασία έχει εξάλλου;

 

Έτσι κι αλλιώς η Ανάφη είναι ωραία παντού, και οι διαδρομές σύντομες σε χιλιόμετρα και ατελείωτα πυκνές σε ομορφιές.

 

Ομορφιές μικρές, ταπεινές, και γι αυτό μεγαλειώδεις.

 

 

 

Τα περιβόλια και οι αναβαθμίδες

 


 

Ο παλιός ο μύλος και τα σκόρπια ερείπια αρχαίων πύργων

 



 

Οι εγκαταλειμμένες κατοικιές,

 

 


 

αλλά και κάποιες ακόμα εν χρήση

 

 


Τα μοναχικά τα δέντρα που συνομιλούν με τον γλύπτη άνεμο

 

 

 

Κι ο μοναχικός Αναφιώτης αγρότης που ακόμα επιμένει

 

 


 

Μα πάνω απ’ όλα, τα εκκλησάκια. Αχ αυτά τα εκκλησάκια!

 

 


 

Τα διασκορπισμένα παντού, σε κορυφές και σε λαγκάδια.

 

 


 

Άλλα μοναχικά και δυσπρόσιτα, και άλλα δίπλα σε αγροικίες, στο πλάι του δρόμου, ή αγκαλιά με την αρμύρα.

 

 

 

 

Εντάξει, ξέρω, μάλλον το παραξύλωσα με τα εκκλησάκια, τι να κάνω όμως που το δάχτυλό μου είχε αυτονομηθεί και πατούσε το κλικ χωρίς να με ρωτήσει;

 

 


Καλάμου ανάβαση

 

Άφησα το κορυφαίο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για το τέλος.


Ο Ορέστης ήταν σαφής: «Μάνα, αν δεν ανέβεις στον Κάλαμο, χάνεις το καλύτερο της Ανάφης. Ίσως και ολόκληρου του Αιγαίου».

 

Κι όταν ο Ορέστης είναι τόσο κατηγορηματικός σε ένα τέτοιο ζήτημα, δεν ταλαντεύομαι στιγμή. Ξέρω από χέρι ότι έχει δίκιο.

 

Ο ίδιος και η παρέα του βρίσκονται ήδη στην κορυφή του Καλάμου από χθες βράδυ.

 

Θα κοιμόντουσαν εκεί για να δουν τον ήλιο ν’ ανατέλλει όχι πίσω από τον βράχο όπως τον αντικρίζω εγώ κάθε ξημέρωμα από την βεράντα της Μαρουλίας, αλλά καθώς ξεπροβάλει κατ’ ευθείαν μέσα από το Αιγαίο.

 


 

Πριν από τρεις δεκαετίας, ακόμα και πριν από εφτά οχτώ χρόνια, η ανάβαση των τετρακοσίων εξήντα μέτρων του βράχου θα μου φαινόταν σαν μια άσκηση λίγο πιο απαιτητική από έναν κλασικό περίπατο. Όπως είναι για τον γιο μου σήμερα.

 

Με τα τωρινά όμως δεδομένα των γονάτων μου, ομολογώ ότι μια ψιλοανησυχία την έχω. Χοντροανησυχία για την ακρίβεια. Θα τα καταφέρω; 

 

Έχει μόλις χαράξει όταν καβαλάω τη μοτό για να διατρέξω τα εννιά ασφάλτινα χιλιόμετρα που οδηγούν από τη Χώρα στο κάτω μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Στα ριζά του βράχου, απ’ όπου και εκκινεί το μονοπάτι για την Καλαμιώτισσα.

 

Τόσο νωρίς το πρωί, η πορεία εξελίσσεται στη σκιά. Τουλάχιστον για την ώρα.

 

Ο βράχος ακόμα καλύπτει τον ήλιο που πρέπει στο μεταξύ να έχει αναδυθεί μέσα από τη θάλασσα. Όπως και να’ χει, άκρως καλοδεχούμενη η σχετική δροσιά, ειδικά όσο εντείνεται η ανοδική κλίση του εδάφους.  

 

Έχω προχωρήσει πάνω από τη μέση της πλαγιάς, και ήδη στα χαμηλά έχουν αρχίσει να φτάνουν οι πρώτες ακτίνες, με το πλάγιο φως να πέφτει κατά τόπους σαν προβολέας, ζωγραφίζοντας πίνακες έντονων αποχρώσεων και βαθιών σκιάσεων. Μαγεία!

 


 

Αν και όλο και πιο αργά, όλο και πιο δύσκολα, συνεχίζω να ανεβαίνω.

 

Ουφ! Έφτασα στο πρώτο πέρασμα. Τα πιο ζόρικα είναι πλέον πίσω μου, και τα πιο θεαματικά μπροστά μου.

 

Αντί για το πετρώδες και μάλλον ασαφές μονοπάτι που σκαρφάλωνα μέχρι τώρα, η πορεία που ανοίγεται μπροστά μου είναι καθαρά χαραγμένη, λαξεμένη κατά τόπους από ανθρώπινο χέρι και μάλιστα υποστηριζόμενη από σιδερένια κιγκλιδώματα στα επικίνδυνα τμήματά της καθώς τρέχει κατά μήκος ενός απότομου γκρεμού.

 

Η ψυχική ανάταση από την αγριάδα του τοπίου δίνει νέες δυνάμεις στα πόδια μου.

 

Ξανά ουφ!

 

Ακούμπησα και το δεύτερο πέρασμα.

 

Λίγο ακόμα, και μπαίνω στη τελική ευθεία.

 


«Ευθεία», τρόπος του λέγει δηλαδή, αφού μόνο ευθεία δεν είναι, παρά κάμποσα λαξευτά μέσα στο βράχο σκαλοπάτια που με βγάζουν στην κορυφή όπου …

 


Ω θεοί του Ολύμπου!

 

Ένας εξώστης που μετεωρίζεται πάνω από τον κάθετο γκρεμό.

 

 

 

 


 

Το λευκό του ασβέστη

 


Η μονή της Καλαμιώτισσας στο χείλος του χάους, σαν πουλί έτοιμο να πετάξει

 


και πέρα απ’ αυτήν, το απόλυτο του μπλε.

 


Όλο μπλε, μόνο μπλε, τόσο μπλε, τίποτε άλλο από μπλε.

 


Ο ίλιγγος και η γαλήνη

 


Και η αιωνιότητα της στιγμής.

 

 

 

Για περισσότερες φωτογραφίες από τη Χώρα της Ανάφης: Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

Για περισσότερες φωτογραφίες από διαδρομές στα ενδότερα του νησιού: Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν