ΜΟΖΑΜΒΙΚΗ 2 - ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΙΝΔΙΚΟ
Διατρέχουμε την ακτή της Μοζαμβίκης από Νότο προς Βορρά. Δεξιά μας γαλάζια αβαθή νερά και φοίνικες. Ο αχανής Ινδικός. Ένα ωκεάνιο συναίσθημα απεραντότητας. Ο χάρτης μάς θέλει λίγο πάνω, λίγο κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω. Σκέφτομαι πως αυτοί που επινόησαν τον Παράδεισο θα πρέπει να είχαν περάσει από εδώ. Με τη διαφορά πως το εδώ δεν μοιάζει να κατοικείται από αναμάρτητους. Ευτυχώς!
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 523/24.04.2010
Προηγείται:
ΜΟΖΑΜΒΙΚΗ 1 - ΜΑΠΟΥΤΟ, ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΧΟ ΤΣΙ ΜΙΝΧ ΓΩΝΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Είναι εφτά το πρωί. Ξεκινάμε από το Μαπούτο και κατευθυνόμαστε βόρεια διατρέχοντας την ακτή της Μοζαμβίκης με φόντο δεξιά μας τον αχανή Ινδικό.
Δεν έχω παράπονο από τον δρόμο. Τα ρόβερ μασάνε τα χιλιόμετρα σαν ξεροψημένα φιστίκια. Το ένα το οδηγά ο Μαρκ. Μαζί του η Γιάννα και η μικρή Μαρία. Το άλλο εγώ, με παρέα την Ισαβέλλα. Στις σκεπές των οχημάτων έχουμε δεμένα τα πτυσσόμενα τσαντίρια μας.
Φτάνουμε στην πολίχνη Ξάι Ξάι. Έτσι την γράφει ο χάρτης αλλά δεν ξέρω πώς προφέρεται στα πορτογέζικα. Μια στάση για καφέ και.. ζήτω τα καφενεία! Ο χειρότερος καφές που θυμάμαι να έχω πιει ποτέ.
Καθόμαστε έξω γιατί μέσα, απ ότι δηλοί κάποια επιγραφή, απαγορεύεται το κάπνισμα. Εισπνέουμε πάντως το απολαυστικό καυσαέριο των διερχόμενων σαράβαλων και απολαμβάνουμε τη θέα του σωρευμένου σκουπιδαριού που καλύπτει όλο το οπτικό μας πεδίο.
Ζητώ τασάκι και ο – κατά πάσα πιθανότητα – «σερβιτόρος», μου δηλώνει σαν μπάτσος ότι δεν μπορώ να καπνίσω.
Πού, εδώ, στο δρόμο, σ’ αυτή τη χαβούζα;
Τον γράφω κανονικά συνεχίζοντας ν’ απολαμβάνω την καπνοσύριγγα κι ας στείλει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του να με συλλάβουν.
Λίγο αργότερα, βγαίνοντας από το χώρο που φέρει το ψευδώνυμο «τουαλέτα», και ο οποίος στοιχηματίζω πως ουδέποτε φιλοξένησε το τοις πάσι γνωστό αγαθό που ακούει στο όνομα «χαρτί υγείας», ή κάπως έτσι, λέω στη Γιάννα που περίμενε τη σειρά της, «κρατήσου καλή μου, μέχρι το πρώτο χωράφι που θα συναντήσουμε».
Προχωρημένο απόγευμα. Έχω μείνει μόνος μου στο κάμπινγκ μας, στην ακτή της περιοχής Τόφου. Οι άλλοι έχουν πάει παγανιά τοπίων και αισθήσεων κατά μήκος της ακτής του αχανούς Ινδικού ωκεανού. Η καλύτερή μου!
Βρήκα χρόνο να κάνω τη μπουγάδα μου, να την απλώσω, να ρίξω ένα ντους, να καθαρίσω τα φωτογραφικά και να ράψω ότι έτυχε να ξηλωθεί μέχρι τώρα.
Την επόμενη καταλύουμε σε κάποια παραλία που φέρει το τοπωνύμιο Μπάρα. Μια ωκεάνια αμμουδιά, ένα ωκεάνιο κύμα, ένα ωκεάνιο συναίσθημα απεραντότητας. Αυτοί που επινόησαν τον παράδεισο πρέπει να είχαν περάσει από δω. Μόνο που το «εδώ» δεν μοιάζει να κατοικείται από αναμάρτητους.
Η Ισαβέλλα, απορεί πώς και γιατί αυτό το σκηνικό δεν αποτελεί θρυαλλίδα για φωτογραφικό αμόκ. Όμως, μερικά συναισθήματα, δεν αποδίδονται με στατικές φωτορεαλιστικές εικόνες.
Και, επί τέλους, μερικές καταστάσεις αξίζουν να τις βιώνει κανείς και χωρίς τη διαμεσολάβηση του φακού. Μετά τη μέθεξη θα φωτογραφίσω.
Στον τροπικό του Αιγόκερω
Διασχίζουμε τον Τροπικό του Αιγόκερω με κατεύθυνση το Βορρά. Νυχτώνει. Νύχτωσε.
Έχουμε ανοίξει τα αντίσκηνα πάνω απ τ’ αυτοκίνητα, έχουμε απλώσει για στέγνωμα τα λίγο πριν πλυμένα ρούχα μας, έχουμε ανοίξει το πτυσσόμενο τραπέζι και τις καρέκλες, έχουμε βγάλει το κρασί κι έχουμε μια εκκωφαντική συναυλία από γρύλλους.
Αναρωτιέμαι αν θα πρέπει να μαγειρέψω ή έχουμε κάτι έτοιμο. Θα τους ρωτήσω, γιατί σήμερα υποψιάζομαι πως είναι η σειρά μου.
Πάντως, μακαρόνια δεν σας φτιάχνω. Πρώτον γιατί δεν έχουμε τυρί και δεύτερον γιατί δεν θα τα φάτε όπως τα φτιάχνω εγώ. Ας ψήσει καμιά μπριζόλα ο Μαρκ, που του αρέσουν, κι εγώ θα κόψω τη σαλάτα. Πρέπει να μαζέψω και μια αγκαλιά ξύλα και ν’ ανάψω τη φωτιά για το ψήσιμο.
Ένα ακόμη πρωινό στη μέση του λεγόμενου και «καμπ σάιτ», στο εκπάγλου ομορφιάς Μορουνγκούλο. Μας περιβάλλουν τα αφρικανικά δέντρα όπου, βεβαίως, εδώ κυριαρχούν οι φοίνικες. Μερικοί είναι τόσο κεκλιμένοι όσο να μπορούν δυο πιτσιρίκια να τ’ ανεβαίνουν σαν πιθήκια τρέχοντας.
Κάπου στη μέση αραχτά τα οχήματά μας με τα αντίσκηνα ανοιχτά στις σκεπές τους. Έχω ξυπνήσει, σηκωθεί και κατέβει πρώτος. Έχω ήδη πιει τον πρώτο μου καφέ στο πτυσσόμενο τραπεζάκι μας.
Η Ισαβέλλα είναι τώρα δίπλα μου και καπνίζει το αμαρτωλό της τσιγάρο, το μοναδικό της κάθε ημέρας.
Ο Ήλιος καθώς ανατέλλει μας ζεσταίνει κι ακούμε το αέναο βουητό του ωκεανού, που είναι εκατό μέτρα απόσταση από εδώ που βρισκόμαστε. Αν όλα τα πρωινά της ζωής μας ήταν τέτοια θα ζούσαμε διπλάσια χρόνια. Πώς μού ‘ρθε τώρα αυτό;
Είναι εντυπωσιακό το πόσο εξημερώνει τους ανθρώπους το ταξίδι. Πόσο τους κάνει πιο προσιτούς, πιο ανθρώπινους.
Σε αντίθεση με τη ζωή στις μεγαλουπόλεις όπου ξυπνάς μ’ ένα συναίσθημα μίσους για τους πάντες ενώ στην πραγματικότητα μισείς την ποιότητα ζωής στην οποία είσαι καταδικασμένος.
Μέχρι να πας στη δουλειά σου, σου φταίνε όλοι. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς σου, πάλι σου φταίνε όλοι, και μέχρι να γυρίσεις σπίτι σου, σου φταίνε οπωσδήποτε όλοι.
Μας περιβάλλουν σπιτάκια φτιαγμένα από ξύλο και ψάθα. Μερικά απ αυτά είναι διώροφα. Όλα διαρρυθμισμένα για τέσσερα έως έξι άτομα κι εξοπλισμένα για μια πλήρη κανονική ζωή, με εκπληκτική οικονομία χώρου και με άψογη αισθητική, εναρμονισμένη με το φυσικό περιβάλλον. Με πόσα λίγα ταπεινά πλην πανέμορφα μπορεί να ζήσει κανείς χωρίς άγχη!
Βιλανκούλος
Μετά από δύο εκατοντάδες χιλιόμετρα, σχετικά καλού δρόμου, και στη συνέχεια μέσα από πολύ δύσκολους αμμόδρομους, εισδύουμε στο Βιλανκούλος. Γαλάζια αβαθή νερά και φοίνικες.
Ώρα δύο το μεσημέρι και βρίσκομαι μόνος σ’ αυτό το κάμπινγκ όπου και θα κοιμηθούμε σήμερα το βράδυ. Οι άλλοι κατέβηκαν στην πόλη για ανεφοδιασμό με το αυτοκίνητο του Μαρκ. Εγώ βαρέθηκα να πάω.
Μπροστά μου εκτείνεται ο Ινδικός Ωκεανός. Παρ’ όλο που φυσάει ένα απαλό αεράκι, δεν φαίνεται το παραμικρό ασπράδι από κύμα. Κι αυτό γιατί ο βυθός για εκατοντάδες μέτρα από την ακτή είναι ρηχός.
Περιβάλλομαι από δέντρα, από ανθισμένα φυτά, και σ’ ένα απ αυτά τα περίεργα δέντρα ήρθε προηγουμένως δύο φορές ένα τουκάν. Ένα απ αυτά τα πουλιά με το ογκώδες χρωματιστό ράμφος. Κάτι τσίμπησε από το δέντρο και έφυγε.
Παίρνουμε το πρωινό μας στο τραπεζοκάθισμα. Σε λίγο θα αναχωρήσουμε για το, ας πούμε, λιμάνι του Βιλανκούλος για να επιβιβαστούμε σ’ ένα «ντάου». Πρόκειται για ένα ξύλινο ιστιοφόρο που θα μας μεταφέρει σ’ ένα νησάκι όπου θα περάσουμε τη μέρα μας.
Το ντάου είναι όλα τα λεφτά. Γέρικο, θαλασσοδαρμένο ξύλο και βαρύ καραβόπανο. Ένα σκαρί περασμένων αιώνων. Δεν είμαστε, φυσικά, οι μόνοι επιβάτες. Είναι μεταξύ άλλων κι ένα μπουλούκ-τουρίστ Ιταλών οι οποίοι, ως συνήθως, χαλούν τον κόσμο με τις φωνές τους. Αν ήταν Έλληνες δεν θα φώναζαν λιγότερο.
Το εν λόγω τροπικό νησί ακούει στο όνομα Μαγκαρούκε. Πιάνουμε ο καθένας κι από μια σκιά φοίνικα για να τεμπελιάσουμε ηδονικά.
Κάθε που ξυπνάμε, ρίχνουμε και μια περατζάδα κατά μήκος της κοραλλιογενούς ακτής.
Νομίζω πως είμαι ο μόνος που δεν μου κάνει δα τρελή όρεξη να κολυμπήσω σ’ αυτά τα ζεστά ρηχά νερά. Έχοντας παιδιόθεν βιώσει με όλο μου το Είναι το Αιγαίο, οποιαδήποτε άλλη ακτή ανά την Υφήλιο μου φαίνεται δευτεράντζα.
Λίγο πιο μέσα από την ακτή εδράζονται και μερικά εκπάγλου εγχώριας αισθητικής και αρχιτεκτονικής δομήματα. Η ηλεκτροφόρα περίφραξη τους και οι περιφερόμενοι ένοπλοι δεν μας ενθαρρύνουν στην καλλιέργεια της ιδέας να τα πλησιάσουμε ή να τα φωτογραφήσουμε. Υποθέτω, σκηνοθετική αδεία, πως πρόκειται για «εξοχικά» ενδιαιτήματα «υψηλών προσώπων» ή καταφύγια διεθνών λαμογίων. Ας κάνουμε πως δεν τα είδαμε.
Οι οργανωτές φρόντισαν και για το φαγητό μας. Ένας μακρύς πάγκος δίπλα στην ακτή με διάφορα λουκούλλεια θαλασσινά. Προσωπικώς χλαπάκιασα τα καβούρια και τα καλαμάρια με ρύζι. Ως πιο λιγούρηδες αναδείχτηκαν κάτι Γάλλοι, λες και δεν πρόκειται να ξαναφάνε μέχρι να γυρίσουν στη χώρα τους. Οι δε Ιταλοί, όλο φωνές.
Επιστρέψαμε στον καταυλισμό. Η Ισαβέλλα με τον Μαρκ συσκέφτονται παρατεταμένα ως επιτελείς επί χάρτου για την αυριανή πορεία. Σ’ αυτά δεν ανακατεύομαι, παρά μόνο αν με ρωτήσουν, διότι όποτε αποφανθώ για κάτι χωρίς να με ρωτήσουν, μου λένε, «α, δε γίνεται!».
Έχω δηλώσει τα στάνταρς μου εξ αρχής κι από κει και πέρα ας κάνουν ότι θέλουν. Στο κάτω της γραφής τους εμπιστεύομαι.
Η Γιάννα είναι η πιο αθόρυβη. Σαν ευγενική οπτασία. Στωική και πάντα ευχαριστημένη χωρίς πολλά τραλαλά.
Η μικρή Μαρία δεν είναι σχεδόν ποτέ υψηλών τόνων και δείχνει να ρουφά σαν σφουγγάρι και ν’ αφομοιώνει το κάθε τι που ακούει και βλέπει.
Χωρίς να έχω καλά καλά ξυπνήσει, έβαλα πρόχειρα παπούτσια και πουκάμισο, άρπαξα μηχανή και φακούς και πετάχτηκα απ τον υπνόσακο έξω απ τη σκηνή στο παγωμένο χάραμα.
Ήθελα μια ανατολή απ’ τον ωκεανό και πίσω από φοίνικες. Καρτποσταλική μεν αντίληψη αλλά ποσώς μ’ ενδιαφέρει.
Νάτος!.. αρχίζει ν’ ανατέλλει, κόκκινος κι εκτυφλωτικός. Ο ήλιος του Ινδικού και στην άκρη του κάντρου ένα μικρό ιστιοφόρο!
Έφτιαξα φύρδην μίγδην τον πρωινό μου καφέ υπερνικώντας τον εκνευρισμό για το γεγονός ότι δεν βρίσκω το προσωπικό μου κατσαρόλι. Είναι αμπαλαρισμένο από χτες και δεν έχουνε ανοίξει τελείως τα σακίδια.
Δεν βρίσκω ούτε το προσωπικό μου κουτάλι. Το «καφεζάχαρη» χαρμάνι μου το βρήκα σχετικά εύκολα. Τώρα τον πίνω συνοδεύοντάς τον με το τσιμπούκι μου.
Το πρωινό έχει αρχίσει να χάνει βαθμιαία το κόκκινο χρώμα του αλλάζοντάς-το με το γαλάζιο του ουρανού.
Ο ένας μετά τον άλλον οι συνταξιδιώτες μου κατευθύνονται προς τις ξυλόπηκτες τουαλέτες κρατώντας κι από ένα βουρτσάκι, μια οδοντόκρεμα, μια πετσέτα κι ένα ρολό χαρτιού υγείας έκαστος.
Η εγκάρσια διάσχιση
Με την επιμονή μου, και κατόπιν ανωρίμου σκέψεως, ο Μαρκ και η Ισαβέλλα έχουν πλέον πεισθεί να διατρέξουμε τα τετρακόσια και βάλε χιλιόμετρα του δρόμου που ξεκινάει από το Βιλανκούλος και φτάνει στα σύνορα με τη Νότια Αφρική κόβοντας την Μοζαμβίκη εγκαρσίως.
Όμως δεν έχουμε σχεδόν καμιά πληροφορία γι αυτόν τον δρόμο της διάσχισης της Μοζαμβίκης.
Είναι σαφώς χωματόδρομος, ή αμμόδρομος, δεν συνδέει κωμοπόλεις ή χωριά, δεν υπάρχουν σημάδια που να υποδηλούν βενζινάδικο, ούτε καν χωριό κι αν, λέμε «κι αν», πέσουμε σε αδιέξοδο και πρέπει να γυρίσουμε πίσω…
Καλύτερα να μην το σκέφτομαι!
Σ’ ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ο δρόμος είναι μεν στενός αλλά, για τα ρόβερ, σχετικά βατός.
Σε πολλά μάλιστα σημεία-του υπάρχει και μια κάποια προεργασία για ασφαλτόστρωση, ή κάτι το παρεμφερές. Σε πολλά, επίσης, σημεία, διακλαδίζεται με ίσου φάρδους παράδρομους, χωρίς καμιά ενδεικτική πινακίδα για το πού πάνε. Κανένα χωριό, κανείς οικισμός, πουθενά ψυχή ζώσα για μια, έστω ενδεικτική, πληροφορία.
Όλοι, πλην μικρής Μαρίας, ανησυχούμε αλλά δεν λέμε κιχ διότι ο πανικός σκοτώνει.
Ο δρόμος αρχίζει να γίνεται ολοένα και χειρότερος και το φως της μέρας να πέφτει. Ισχυρίζομαι, χωρίς να το πολυπιστεύω, πως, δεν μπορεί, όλο και κάποιον οικισμό θα συναντήσουμε. Όπερ και εγένετο!
Μετά από εφτά με οχτώ ώρες διαδρομή. Κάτι σαν αγρόκτημα με έξι εφτά καλύβες και μια αποθήκη. Κάτοικος όμως ούτε για δείγμα. Είναι κανείς εδώ; Κανείς!
Η ιδέα να διανυκτερεύσουμε στον μπαχαλόδρομο στη μέση του πουθενά προκαλεί ανομολόγητα ρίγη.
Αποφασίζουμε να κάνουμε ένα είδος ειρηνικής κατάληψης. Μπαίνουμε στον περίφρακτο χώρο κι ανοίγουμε τ’ αντίσκηνα.
Σε λίγο θα εμφανιστεί από το πουθενά ένας υπέργηρος και κάπως ρακένδυτος ντόπιος. Η «συνεννόηση» θα γίνει στη γλώσσα των νοημάτων. Φαίνεται να καταλαβαίνει και να συναινεί στην παρουσία μας στο χώρο του. Δεν είναι να το ψάχνεις και πολύ. Ανοίγουμε τα τσαντίρια της οροφής, ανοίγουμε το τραπέζι μας, ανοίγουμε το γκάζι και ο Μαρκ ετοιμάζει μακαρόνια. Είμαστε κατάκοποι. Πέφτουμε ξεροί στον ύπνο.
Το πρωί θα διαπιστώσουμε πως σ’ αυτό το αγρόκτημα, πλην του γεράκου, υπάρχουν και κάνα δυο γυναίκες, καθώς και μερικά παιδιά. Ως συνήθως τους κάνω τον γελωτοποιό για να τα ξεψαρώσω και.. τα καταφέρνω. Είμαστε στο ενδιαίτημα ενός απολύτως απομονωμένου σογιού. Επιχειρούμε ν’ αφήσουμε στο γεράκο κάποια χαρτονομίσματα. Δεν φαίνεται να καταλαβαίνει το γιατί.
Διατρέχουμε πιο κεφάτοι και πιο αισιόδοξοι το δεύτερο μέρος του «ράλι-διάσχιση». Σε λίγες ώρες θα αφήνουμε τα εδάφη της Μοζαμβίκης που τόσο αγαπήσαμε και θα μπούμε στα εδάφη της Νότιας Αφρικής με πρώτο στόχο το διάσημο Εθνικό πάρκο Κρούγκερ. Για να δούμε αν αξίζει τη φήμη του!
Για περισσότερες φωτογραφίες από τη Μοζαμβίκη: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΜΟΖΑΜΒΙΚΗ 1 - ΜΑΠΟΥΤΟ, ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΧΟ ΤΣΙ ΜΙΝΧ ΓΩΝΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν