ΙΤΑΛΙΑ - ΣΑΡΔΗΝΙΑ, ΟΡΓΚΟΖΟΛΟ, ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΜΙΛΟΥΝ
Ήρθα εδώ αναζητώντας το σκληρό σκηνικό από τους «Ληστές στο Οργκόζολο», την ταινία του Βιττόριο ντε Σέτα που πυρπόλησε τη νιότη μου. Και αντ' αυτού βρέθηκα μπροστά σε μια απέραντη διαχρονική εφημερίδα τοίχου. Τα «μουράλες» του Οργκόζολο είναι το φυσικό απότοκο του ανυπόταχτου ψυχισμού των Σάρδων. Χθες αντίσταση με τα όπλα. Σήμερα με τα πινέλα.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 116 / 14.06.2003
Διαβάστε επίσης για τη Σαρδηνία ΙΤΑΛΙΑ - ΣΑΡΔΗΝΙΑ, ΚΑΛΙΑΡΙ ΑΜΟΡΕ ΜΙΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Καθώς και για την Ρώμη: ΙΤΑΛΙΑ - ΡΩΜΗ, ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Εν αρχή ην οι "Ληστές στο Οργκόζολο"! Το πρώτο σκηνοθετικό παρών του Βιττόριο Ντε Σέτα τη δεκαετία του ‘60. Μια ακόμη κορυφαία στιγμή του ιταλικού κινηματογράφου. Ένας ακόμη σεισμικός κραδασμός στις ψυχές μας.
Τότε.
Ημών.
"Που θέλαμε, λέει, να είμαστε ελεύθεροι"!
Το ίδιο και για πολλούς από τους Έλληνες που ζούσαμε στη Ρώμη. Μια ακόμη φλόγα. Για να φουντώσει η πυρκαγιά που θα 'καιγε την αμερικανοστήρικτη Χούντα.
Με κάθε μέσο.
Το ξαναγράφω: με κάθε μέσο.
Και καλώς το πιστεύαμε.
Ο Nτε Σέτα μάζεψε το ημιεπαγγελματικό συνεργείο του, το μετακόμισε στο κατά τα άλλα ασήμαντο, μέχρι τότε, Οργκόζολο, στα πρανή της Μπαρμπάτζια, στην καρδιά της Σαρδηνίας, και τους είπε: θα κινηματογραφήσουμε τη ζωή. Όπως είναι. Κι όχι όπως θέλει το Χόλλυγουντ και η Τσινετσιτά. Χωρίς προκάτ ήρωες. Όπως είναι.
Πρωταγωνιστές του οι ίδιοι οι ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι. Οι παστόροι.
Και τα γυναικόπαιδά τους.
Και τα γιδοπρόβατά τους.
Κι ο μπρούτος μηχανισμός καταστολής των καραμπινιέρων, από την άλλη.
Θέμα του η ζωή τους. Έτσι σκληρή, μαυρόασπρη και κακοτράχαλη. Ανυπότακτη. Ίδια η Μπαρμπάτζια.
Τριαντατόσα χρόνια πέρασαν από τότε και οι μνήμες μου σκόρπισαν.
Έμεινε το μαυρόασπρο.
Η καυτή στον ήλιο πέτρα.
Η τραγιάσκα και τα μέχρι το γόνατο δερμάτινα περικνήμια.
Οι μαύρες μαντίλες των γυναικών.
Η γεμάτη χυμούς και κοτσίδες κοριτσάρα να περιμένει το βράδυ στο παραθύρι τον ληστή της. Τον επικηρυγμένο "μπαντίτο" της.
Τα δίπατα σπίτια και οι μάντρες με την πυρωμένη ξερολιθιά.
Ανάμεσα στις μνήμες μου έμεινε, κυρίως, η υπερηφάνεια του αδίκως καταδιωκόμενου δι ασήμαντον αφορμήν τσοπάνη που πέρασε στην παρανομία. Ψηλά, στην Μπαρμπάτζια. Γείτονας αετών.
Ένας ακόμη Σάρδος εκτός νόμου. Ένας ακόμη "λατιτάντε". Πρόδρομος "τρομοκρατών". 'Η κάπως έτσι. Ή πάντα έτσι.
Οι "Ληστές στο Οργκόζολο" του Βιττόριο ντε Σέτα άνοιξαν δρόμο στη μαχόμενη κινηματογραφία. Και χάραξαν τις μνήμες μας. Και μετά τις ψυχές μας. Άφησαν τα σημάδια τους στον προσωπικό μας πολιτισμό.
Κι εγώ τώρα ταξιδεύω τη ζωή μου προς τα πίσω. Ταξιδεύω στο χρόνο. Να καταλάβω τα πώς και τα γιατί. Ν' αδράξω αξίες παλιές αφού καινούργιες δεν υπάρχουν. Να στηριχτώ λίγο ακόμη. Λίγο ακόμη. Για να τελειώσω με κάποια αξιοπρέπεια.
-Το Οργκόζολο δεν υπάρχει πια.
-Μα, πώς; να το σημάδι του στο χάρτη.
-Το Οργκόζολο που σε πυροδότησε, δεν υπάρχει πια!
- Θα υπάρχουν οι βράχοι... Οι αετοί... οι στρούγκες... οι...
- Το Οργκόζολο είναι μόνο στην αλλοιωμένη μνήμη σου. Μια ανύπαρκτη Ιθάκη.
Κι αν θες να πετάς, κάν’ το προς τα μπρος. Ποτέ προς τα πίσω. Πραγματικότητα είναι η μνήμη αλλά όχι κι αυτό που απεικονίζει.
Ιδού, είσαι ήδη μέσα στα όρια της Μπαρμπάτζια. Ιδού, πορεύεσαι σ' έναν άψογο αυτοκινητόδρομο, μ' ένα απαστράπτον εργαλείο που μασάει αθόρυβα τα εκατόν πενήντα. Μ' ένα απαλό άγγιγμα του πέλματός σου στο πεντάλ. Πέτα καλύτερα στο Μέλλον.
- Το Μέλλον ζέχνει πόλεμο και θάνατο. Το Μέλλον... Ποιο Μέλλον; Το Μέλλον αν δεν το κτίζεις σε κατεδαφίζει. Και ‘γω, κι εμείς, δεν χτίζουμε πια τίποτα. Μόνο τις μνήμες μας... σωσίβιο.
Η Ιστορία διαβάζεται για το Χτες. Το Αύριο, πηχτό σκοτάδι. Οι υψωμένες γροθιές κατέβηκαν. Τα όνειρα δολοφονήθηκαν. Οι άγιες αυταπάτες μας σαπίζουν σε χωματερές... Οι συνειδήσεις μας στα παλιατζίδικα. Ζούμε στον αστερισμό του "μάλιστα κύριε".
Ανασαίνοντας Μπαρμπάτζια
Όβοντα. Πενήντα χιλιόμετρα πριν από το Οργκόζολο. Ο κεντρικός δρόμος στεφανωμένος από δίπατα και τρίπατα παλιά κτίσματα. Το μεγαλείο της πέτρας. Ψυχή στο δρόμο. Πρέπει να είναι το πρώτο Σάββατο μετά το καθολικό Πάσχα. Το βασίλειό μου για έναν εσπρέσσο!
Μπήκαμε στο μοναδικό ανοιχτό καφέ μπαρ. Έτσι τουλάχιστον δήλωνε η πρόσοψή του.
Ο καφετζής, μια αδρή φάτσα που μου θυμίζει Χρήστο Τσάγκα, τσακώνεται με κάτι πελάτες του σε τόνους χαμηλούς πλην σκληρούς. Γι αυτόν είναι σα να μην μπήκαμε ποτέ στο μαγαζί του. Σα να μην υπάρχουμε.
Αναπνέω Σαρντένια. Αναπνέω Μπαρμπάτζια.
Πέταξε ένα τι θα πάρετε σα να 'λεγε σηκωθείτε να φύγετε.
Ντούε εσπρέσσο στρέτι, του πετάω εξίσου στριφνά. Σκοπίμως.
Με το "στρέτι" κάπως μαλάκωσε. Δεν ξέρω γιατί.
Δεν του 'πα αμέσως να καθίσει μαζί μας αφού δεν θα δέχονταν. Θα το κάνει σε λίγο μόνος του. Στους δικούς του ρυθμούς.
-Στη Μπαρμπάτζια, πάμε, στο Οργκόζολο.
Τα φρύδια του Σάρδου Τσάγκα έγιναν πιο σμιχτά.
-Η Μπαρμπάτζια είναι δω! Η καρδιά της Μπαρμπάτζια είναι δω! στο Όβοντα! Το Οργκόζολο...
-Μα η ταινία του...
-Η ταινία ντι κουέλο φίλιο ντι πουτάνα...
-Ντε Σέτα, λέγεται, αμίκο μίο. Βιττόριο Ντε Σέτα!
-Ξέρω πώς λέγεται αλλά μας ξεφτίλισε. Ξεφτίλισε όλους τους Σάρντους! Το Οργκόζολο δεν είχε ποτέ μπαντίτι της προκοπής. Κάτι κατσικοκλέφτες είχε. Τους γνήσιους, τους ωραίους ληστές τους γέννησε το Όβοντα.
Κι ο... τάδε λατιτάντε που πετά ακόμα ασύλληπτος στις κορφές της Μπαρμπάτζια, δικός μας είναι κι αυτός, απ το Όβοντα!..
Εδώ να μείνετε που έχουμε και αγκριτουρίσμο. Τι πάτε να κάνετε στ Οργκόζολο; Εκεί μόνο κάτι γελοίες ζωγραφιές στους τοίχους θα δείτε.
-Ζωγραφιές; Τι ζωγραφιές;
-Αυτά τα μουράλες, που λένε, τα καραγκιοζιλίκια!
Μια υπερήφανη ψυχή, σχεδόν παιδιού. Του υποσχεθήκαμε, ξέροντας ότι δεν θα κρατήσουμε την υπόσχεσή μας, ότι θα γυρίσουμε να κοιμηθούμε στον "αγκριτουρίσμο" του Όβοντα. Τα φρύδια του χαλάρωσαν κι απέδειξε ότι ξέρει να χαμογελά.
Και η Νικολίνα ξέρει να χαμογελά. Κι ας της λείπουν κάποια από τα μπροστινά δόντια. Κι ας έχει ένα πρόσωπο χαραγμένο από τα χοντρά ζόρια μέχρι να χτιστεί το ξενοδοχείο της. Έχει ένα βλέμμα καθαρό κι ευθύ. Μας δίνει το καλύτερό δωμάτιό της στον τρίτο όροφο. Όλο το Οργκόζολο ν' απλώνεται μπροστά μας. Στα πόδια μας.
-Πάντως, αυτό δεν είναι το Οργκόζολο του Βιττόριο Ντε Σέτα, Νικολίνα.
-Ποιος είναι ο κύριος; Α, ναι αυτός που έκανε την ταινία! Τότε που έγινε η ταινία Γκρέκο εγώ ήμουν δέκα χρονών. Το θυμάμαι. Και, ξέρεις; έτσι ακριβώς ήταν το Οργκόζολο. Ούτε αυτοκίνητα, ούτε τίποτα. Φτωχολογιά. Όπως στη ταινία.
-Την έχεις δει;
-Ναι, σε κασέτα. Είναι και το πατρικό μου σπίτι μέσα σ΄ αυτή την κασέτα. Παίζει και η συχωρεμένη, η μάνα μου. Κομπάρσα, που λένε. Είδες όμως τι ωραίο που είναι τώρα το Οργκόζολο;
Δεν της είπα τη γνώμη μου για να μη με περάσει για τρελό.
Μας άφησε μόνους. Στη βεράντα του τρίτου ορόφου. Πάνω από το προδομένο μου όνειρο. Το δικό μου Οργκόζολο δεν υπάρχει πια. Τελεία και παύλα.
Πάμε τώρα να δούμε τι είναι αυτά τα μουράλες.
Εφημερίδα τοίχου
Μια απέραντη διαχρονική εφημερίδα που ξεδιπλώνεται από τοίχο σε τοίχο. Κι από χρόνο σε χρόνο.
Μια εικονοποίηση ιδεών και αξιών. Μια αέναη κριτική πάνω στις παραλλαγμένες, ή μη, μορφές κοινωνικής καταπίεσης.
Από τα διπλωμένα σε σχήμα ευλογίας δάχτυλα του Πάπα μέχρι την υψωμένη γροθιά του οργισμένου εργάτη της γης.
Από το ανεξίτηλο στη μνήμη μας πρόσωπο του Τσε μέχρι την τραγική έκφραση της ανώνυμης αγρότισσας και μάνας. "Μόνο όταν πέσει και το τελευταίο δέντρο, μόνο όταν δηλητηριαστεί και το τελευταίο ποτάμι, μόνο όταν ψαρευτεί και το τελευταίο νεκρό ψάρι θ' αντιληφθείτε ότι το χρήμα δεν τρώγεται".
Μόνο που τότε θα είναι πολύ αργά.
Εσύ τα είδες τα μουράλες πριν αρχίσεις να διαβάζεις την αφήγησή μου. Εγώ, αντίθετα τα είδα ξαφνικά και απροειδοποίητα έχοντας άλλες φαντασιακές προδιαθέσεις. Οι οποίες και εξαφανίστηκαν μονομιάς για ν' αφήσουν χώρο στο νέο μου ταξίδι μέσα στο ταξίδι.
Καταιγισμός εικόνων από ανθρώπου χέρι.
Κι η φωτογραφική μου έπαθε παράκρουση.
Όλα ξεκίνησαν μέσα στο Χίλια Εννιακόσια Εξήντα Οχτώ. Σαν μέσο μαζικής πολιτικής έκφρασης και επικοινωνίας μιας θεατρικής ομάδας αναρχικών υπό τον τίτλο "Διόνυσος του Μιλάνου". Σαν ένα εναλλακτικό μιμιέψιλον της εποχής που πολύ θα μ' άρεσε να δω να εφαρμόζεται και σήμερα. Και ιδιαίτερα σήμερα. Στους κακάσχημους τοίχους της γκρίζας Αθήνας, ας πούμε. Σε μαζική κλίμακα.
Αυτή όμως η ωραία δράση του "Διόνυσου του Μιλάνου" δεν είχε άμεση συνέχεια. Παρά μετά από μερικά χρόνια.
Γύρω στο 'Εβδομήντα Πέντε, ένας ανήσυχος καθηγητής καλλιτεχνικής αγωγής της κρατικής σχολής μέσης εκπαίδευσης του Οργκόζολο, ο Φραντσέσκο Ντελ Καζίνο, πήρε τα πινέλα του κι ανέβηκε στο μαδέρι. Όλη η τάξη στο πλευρό του.
Θα εκφραστούμε, τους είπε, μ' έναν τρόπο διαρκή. Ανασκουμπωθείτε. Καλύτερα στους δρόμους με τις μπογιές και τα πινέλα μας παρά στα εργαστήρια. Η ζωή είναι δω. Και 'μεις παρόντες.
Μια επέτειος σαν κι αυτή της ίδρυσης της οργανωμένης αντίστασης του λαού μας ενάντια στο φασισμό δεν πρέπει να καταντήσει νεκρή φράση στα βιβλία της Ιστορίας. Πρέπει να είναι ζωντανή παντού και κάθε μέρα. Και η συνέχειά της. Και οι προεκτάσεις της. Να γράψουμε την Ιστορία του Οργκόζολο, της Ιταλίας, του κόσμου όλου. Στους τοίχους.
Μπράβο δάσκαλε του είπαν τα παιδιά και ανασκουμπώθηκαν. Και το γλέντι της τοιχογραφίας ξεκίνησε χωρίς να σταματήσει ποτέ μέχρι σήμερα.
Αυτό συνέβη περί το 'Εβδομήντα Πέντε. Τριάντα χρόνια μετά τη γέννηση της ιταλικής Αντίστασης κατά της φασιστοναζιστικής χολέρας. Και συνέβη ακριβώς γι αυτό. Για να θυμίσει και να τιμήσει. Για να εκφράσει και να προτείνει αυτό που διαβάζω στον απέναντι τοίχο: "Ευτυχής ο λαός που δεν έχει ανάγκη από ήρωες".
Καθώς και το άλλο: "Πρόοδος δεν είναι το να προσπαθείς να βελτιώσεις αυτό που έχει ήδη πραγματοποιηθεί αλλά το να πραγματοποιείς αυτό που ακόμα δεν υπάρχει".
Σε λίγο ανέβηκε στο μαδέρι κι ο Πασκουάλε Μπουέσκα. Οργκολέζος κι αυτός. Δασικός εργάτης. Μέχρι τότε λάξευε με το σουγιά του τις φλούδες των πεύκων. Ο καθηγητής του έδωσε μπογιές και πινέλα και τον ανέβασε στο μαδέρι. Ζωγράφισε, του λέει. Μα, δάσκαλε, εγώ... Μην κωλώνεις, Πασκουά, μπορείς!..
Τα ωραιότερα ναϊφ τα έχει ζωγραφίσει ο Πασκουάλε Μπουέσκα.
Κι ο Βιτσέντσο Φλόρις. Κι ο Ντιέγκο Ασπρόνι. Κι ο Μάσσιμο Καντόνι. Και οι «Λε Άπι». Οι μέλισσες, δηλαδή. Μια ομάδα εφήβων - τότε εφήβων - που ζωγράφιζε συνεργατικά. Μέχρι και κάποιοι ταξιδιώτες έβαλαν τις πινελιές τους στη διαρκή εφημερίδα των τοίχων. Κίνημα!
Οι Οργκολέζοι στην αρχή κοίταζαν με δυσπιστία όλ' αυτά τα "καραγκιοζιλίκια" που τους λέρωναν τα σπίτια. Μετά συνήθισαν.
Κι όχι μόνο συνήθισαν αλλά είχαν και άποψη.
Τα μηνύματα στους τοίχους πήραν ζωή.
Μπήκαν στα καφενεία. Μπήκαν στα σπίτια.
Προκάλεσαν διάλογο. Αντιρρήσεις και καυγάδες.
Αλλά οι τοίχοι χωρούσαν όλες τις απόψεις. Στο διηνεκές.
Απόψεις και σχολιασμοί.
Για τις συνθήκες ζωής και εργασίας στην αγροτική Σαρδηνία.
Για τους αντιφεουδαρχικούς αγώνες των κτηνοτρόφων.
Για την πολιτική κατάσταση στην Ιταλία και στον κόσμο.
Για την πυρηνική απειλή.
Για τις στρατιωτικές επεμβάσεις των Αμερικάνων.
Για το Βιετνάμ. Για τη Χιλή. Για την πλατεία Τιεν Αν Μεν. Για το Ιράν.
Για τον Γκράμσι, τον Τσε, τον Μαρξ, τον Έγκελς, το Λένιν, τον Μάο, τον Γκαριμπάλντι, τον Πάπα...
Μέχρι και για τους Δίδυμους Πύργους, αν θες να ξέρεις...
Εκατόν πενήντα περίπου τοιχογραφίες.
Ένα άλλο Οργκόζολο αναδύθηκε στη θέση του παλιού. Ο πολιτικός ομφαλός της Σαρδηνίας.
Δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να πείσω τον καφετζή του Όβοντα ότι αυτή η Άνοιξη δεν είναι "καραγκιοζιλίκια".
Ότι είναι κάτι σαν η φυσική συνέχεια και συνέπεια των αυθόρμητων αγώνων των παλιών "λατιτάντι".
Ότι ο Δυσσέας Αντρούτσος δε θα μπορούσε να υπάρχει σήμερα παρά με τη μορφή του... των... Συγγνώμη, δεν μπορώ να βρω αντιστοιχία με το ελληνικό παρόν.
Κάτι μου λέει ότι ο Ντε Σέτα, ο μέντοράς μου, θα συμφωνούσε με τη σημερινή όψη του Οργκόζολο.
Θα το θεωρούσε σαν φυσική απόρροια για έναν ανυπόταχτο ψυχισμό όπως αυτόν των Σάρδων. Χτες ήταν ο διάλογος με τους γκράδες. Σήμερα με τα πινέλα.
Όλα είναι μπίζνες Γκρέκο!
- ... και βέβαια μας φέρνουν κόσμο τα μουράλες, Γκρέκο. Όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο!
Γιατί νομίζεις ότι χτίσαμε το πανωσήκωμα; Δεκαπέντε δωμάτια παραπάνω. Σ' έξι μήνες θα 'χει τελειώσει και το γκαράζ.
Με μια της μόνο φράση, η Νικολίνα, μου 'δωσε μια γροθιά στο στομάχι. Για να προσγειωθώ.
- Όλα είναι μπίζνες, Γκρέκο...
Και τα γερόντια που κάποτε έκαναν τα καφενεία τους μικρή Βουλή;
Και τα, τότε, παιδιά, οι Λε Άπι ας πούμε, που ξεδίπλωναν τα χρωματιστά μανιφέστα τους στον κόσμο;
Κι οι κτηνοτρόφοι της Μπαρμπάτζια που έμαθαν ποιος είναι ο Μαρξ και ποιος ο Τσε;
Και τα, τότε, κορίτσια που σήκωσαν το λάβαρο της γυναικείας χειραφέτησης;
Τι ‘γίναν όλοι αυτοί;
- Όλα είναι μπίζνες, Γκρέκο...
Όλα πουλιόνται κι όλα αγοράζονται.
Και μήπως εγώ τι κάνω αυτή τη στιγμή; Δεν "πουλώ" έστω και άθελα μου την εικόνα και την ιστορία των μουράλες στέλνοντας αύριο θηριώδη πούλμαν με φωνακλάδες τουρίστες στην άλλοτε αετοφωλιά των υψιπετών λατιτάντι;
- Όλα είναι μπίζνες, Γκρέκο...
Για περισσότερες φωτογραφίες από το Οργκόσολο και τη Σαρδηνία: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης για τη Σαρδηνία ΙΤΑΛΙΑ - ΣΑΡΔΗΝΙΑ, ΚΑΛΙΑΡΙ ΑΜΟΡΕ ΜΙΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Καθώς και για τη Ρώμη ΙΤΑΛΙΑ - ΡΩΜΗ, ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν