ΚΕΝΥΑ 1 - ΜΑΣΑΙ ΜΑΡΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ
Η Φύση μισεί την Τελειότητα, το Απόλυτο, την Αρχή και το Τέλος. Αγαπά την αέναη αλλαγή μέσα από τον έρωτα, τη σύγκρουση, και τη βίαιη γέννα της όποιας αρμονίας.Αυτή είναι γοητεία της.Και η «μαύρη» Αφρική το διαυγέστερο, ίσως, εργαστήρι της.Η γη των Μασάι δέχτηκε τα βήματά μας αδιάφορη, χωρίς εχθρότητα. Αφέθηκε στην αδιακρισία του φακού μου σα να επρόκειτο για κάποιον βρυχηθμό λεόντων κάπου κει γύρω.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 306/25.02.2006
Ναϊρόμπι. Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα νοτίως της νοητής γραμμής του Ισημερινού. Γι άλλη μια φορά φυγάδες από ένα πολιτισμικό λίκνο που πληγώνει. Ανυποχώρητοι γυρευτές ενός ελιξίριου που θ’ ανεβάσει την αξία του ζην.
Μέχρι να προσγειωθούμε είμαστε προϊδεασμένοι πως θα λειώσουμε σαν τα κεριά από την αφρικανική ζέστη. Τώρα ψαχουλεύουμε τα μπαγκάζια μας για κα’ να ανοράκ. Βρέχει ακατάπαυστα και κάνει ψύχρα. Σπάσιμο!
Το ξενοδοχείο στο Ναϊρόμπι που κλείσαμε ιντερνετικά απ την Αθήνα μας προέκυψε εν τοις πράγμασι ψιλοάθλιο, ψιλοβρώμικο και, άτυπος οίκος ανοχής. Οι δυο - τρεις μαύρες πεταλούδες που κάνουν πιάτσα στη ρεσεψιόν, και μπροστά στην είσοδο, έχουν επικεντρώσει το επαγγελματικό τους ενδιαφέρον στον Σάτσο τον οποίο, προφανώς, τσέκαραν ως ελεύθερο πουλί. Όσο για μένα, είναι φως φανάρι ότι είμαι ζευγαρωμένος με την Ισαβέλλα κι έτσι γλίτωσα.
ΕΝΑ ΡΟΒΕΡ ΠΟΥ ΣΤΑΖΕΙ
Επιμένει να βρέχει. Είμαστε, κορμιά και μπαγκάζια, στοιβαγμένοι σ’ ένα ρέιντζ… «Λαντ», με διορθώνει ο Σάτσο που είναι ειδήμων περί τα οχήματα... Και τραβάμε νοτιοδυτικά κατά το εθνικό πάρκο Μασάι Μάρα. Εκτός από εμάς τους τρεις και τον κάπως ηλικιωμένο οδηγό που ακούει στο όνομα Μόφατ, είναι μαζί μας και ο Γκισίρα, ο οποίος Γκισίρα είναι ο υπεύθυνος για τη διατροφή μας, ο σιτιστής μας σα να λέμε, αλλά και ο γενικών καθηκόντων επί παντός του επιστητού. Ο Μόφατ μοιάζει μ’ εβδομήντα χρονών αλλά μπορεί να είναι και πενήντα. Τα μάτια του έχουν μια κάποια γαλακτώδη επίστρωση. Ο Σάτσο επιμένει πως πρόκειται για γλαύκωμα. Ε, τότε πώς οδηγεί; Πάντως είναι αμίλητος, μ’ ένα μόνιμο υπομειδίαμα σοφίας κι εγκαρτέρησης. Μπορώ να πω ότι μου εμπνέει εμπιστοσύνη και είμαι βέβαιος ότι το έχει αντιληφθεί.
Έχουμε αφήσει προ πολλού τη γερασμένη άσφαλτο όταν ακούμε έναν ύποπτο θόρυβο προερχόμενο από τη μηχανή και… στοπ. Ο Σάτσο διατείνεται πως είναι ο ιμάντας. Ο γερο-Μόφατ, ατάραχος, θα κατέβει και θα σφηνώσει μια κοτρόνα μεταξύ τροχού κι εδάφους. Αυτό μας καθησυχάζει. Κι όταν επιτέλους ανασύρει το κεφάλι του από το σηκωμένο καπό θα μας κάνει μια κίνηση που θα σημαίνει «ολ ράιτ φρεντς».
Έχουμε ήδη αρχίσει να μπαίνουμε σε μια περιοχή που θα τη λέγαμε ανεπιφύλακτα σαβάνα. Εξ ου και οι στρουθοκάμηλοι, και τα αρκετά γκνου που βλέπουμε από κάποια απόσταση.
ΤΑ ΓΚΝΟΥ
Τα βοοειδή χορτοφάγα γκνου αυτή την εποχή μεταναστεύουν από τα νότια, από το τανζανικό Σερεγκέτι, προς τα βόρεια, ακολουθώντας τις αλλαγές των βροχοπτώσεων. Μιλάμε για μετακίνηση έως και τριών εκατομμυρίων ατόμων κάθε Ιούλιο-Αύγουστο, για να επιστρέψουν στην αφετηρία τους μέσα στον Οκτώβρη. Ένας αενάως κινούμενος ιμπρεσσιονιστικός πίνακας δύο χρωμάτων με ασαφή περιγράμματα. Μέσα στο τεράστιο πλήθος των γκνου λες και είναι απαραίτητες και μερικές μαυρόασπρες πινελιές: οι ριγέ ζέμπρες. Που έτσι εξασφαλίζουν μια κάποια αυτοπροστασία αφού τα καραδοκούντα σαρκοφάγα προτιμούν τα βοοειδή.
ΜΑΣΑΙ ΜΑΡΑ
Ένα είδος πριμιτίφ αψίδας και μια οριζοντιωμένη ξύλινη μπάρα από ακατέργαστο ξύλο αποτελούν την είσοδο του Εθνικού Πάρκου.
Δυο ένστολοι γηγενείς εκ των οποίων ο ένας, που δεν κοιμάται στην ξύλινη τάβλα, διεκπεραιώνει τα διαδικαστικά με τον μπάρμπα-Μόφατ. Οι αφρικανικές συνεννοήσεις διαρκούν τον οκταπλάσιο χρόνο απ όσο αντέχει ο δυτικός ορθολογισμός.
Στο μεταξύ, μερικές γυναίκες Μασάι μας έχουν γίνει στενός κορσές, και καλά να ψωνίσουμε τα χειροποίητα καλούδια τους.
Με βάση τα δυτικά μας πρότυπα περί αισθητικής οι ηλικιωμένες Μασάι έχουν το χάλι τους. Τα βυζιά τους, χαλαρά πετσιά. Τ’ αφτιά τους, διάτρητα για να κρεμούν τα βαριά μπιχλιμπιδωτά τους ενώτια, φτάνουν μέχρι το κάτω μέρος της γνάθου. Τα δόντια τους, συνήθως ολίγα και στραπατσαρισμένα, θυμίζουν ανασκαμμένα κτερίσματα αρχαίων ναών. Άσε το πλήθος από χαϊμαλιά που κρέμονται απ το λαιμό τους. Γι αυτό δεν παθαίνουν ποτέ αμυγδαλές, σχολιάζει ο Σάτσο με κακεντρέχεια.
Το Εθνικό Πάρκο Μασάι Μάρα δεν είναι παρά η εντός των κενυάτικων συνόρων βόρεια προέκταση του περιώνυμου τανζανικού Σερεγκέτι. Καλύπτει χίλια πεντακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα και ποτίζεται από τον ποταμό Μάρα, ο οποίος Μάρα, με τη σειρά του, πάει να χυθεί στο τανζανικό τμήμα της λίμνης Βικτώρια.
Σύμφωνα με την πρώτη μου εντύπωση ο καταυλισμός μας είναι αρκετά καλά οργανωμένος. Πρωτόγονος μεν, ευτυχώς, αλλά και χωρίς να του λείπουν τ’ αναγκαία χρειώδη. Καταλύουμε σε κάποιες από τα πριν στημένες σκηνές με ράντζα μέσα. Βρισκόμαστε πάνω σ’ ένα υψωματάκι που περιβάλλεται κατά το ήμισυ από ένα ποτάμι. Υποθέτω πως είναι ο Τάλεκ που, σύμφωνα με τον χάρτη μου χύνεται στον Μάρα. Η βλάστηση είναι ιδιαίτερα πυκνή. Κάποιος που παριστάνει τον επιστάτη σπεύδει να μας πει να μην κατέβουμε για την ανάγκη μας στο ποτάμι διότι, λέει, βρίθει από «κροκοντάιλ». Και δεν ανεβαίνουν εδώ πάνω; τον ρωτά κάποιος από μας που δεν ήμουν εγώ. Ε, σαμ τάιμ ανεβαίνουν, γι αυτό ν’ αποφεύγετε να κυκλοφορείτε νύχτα. Τι του λες τώρα! Εδώ ήρθαμε για να φωτογραφίσουμε τους «κροκοντάιλ» κι όχι να γίνουμε το κολατσιό τους!
Βολευτήκαμε σύντομα για να προλάβουμε το εναρκτήριο σαφάρι. Ο Γκισίρα θα μείνει στον καταυλισμό για να ετοιμάσει το φαγητό και τη θέση του δίπλα στον μπαρμπα-Μόφατ θα την πάρει ένας εξεπιτούτου γκάιντ που δουλειά του είναι να ξετρυπώνει τα λιοντάρια και όχι μόνο. Κι ούτε που να το διανοηθούμε να κατεβούμε από το ρόβερ χωρίς τη δική του συγκατάθεση, αν δεν θέλουμε να γίνουμε δείπνο της άγριας πανίδας, οκέι; Γιατί, μας παίρνει να μην είμαστε οκέι;
ΕΝΑΣ ΑΛΛΑ ΛΕΑΙΝΑ
Η τέντα της σκεπής του ρόβερ είναι ανοιχτή για να μπορεί το μάτι, το κιάλι ή ο φωτογραφικός φακός μας να έχει τον έλεγχο του χώρου περισκοπικά. Σασπένς, καθότι η εν γένει ατμόσφαιρα θυμίζει παραμύθι τύπου Γουίλμπουρ Σμιθ.
Απρόβλεπτοι χωματόδρομοι στραπατσαρισμένοι από τα νεροφαγώματα, τραντάγματα κι άντε μετά να νετάρεις με τηλεφακό. Ο γερο-Μόφατ πάντως και ο γκάιντ του πάρκου είναι σαΐνια. Όταν εντοπίζουν κάτι, και το εντοπίζουν πάντα πριν από μας και για μας, κόβουν ταχύτητα για να πλησιάσουν αργά μέχρις εκεί που δεν θα τρομάξουν το φωτοθήραμά μου.
Τα μαγευτικότερα όλων, τα τόμσον γκαζέλ, αυτές οι μικρόσωμες γαζέλες με το αθώο βλέμμα και την απίστευτα γοητευτική κίνηση. Μπολσόι σου λέω! Σε κοιτούν με μια αθώα απορία… σ’ ανέχονται να τις πλησιάσεις μέχρι ένα ορισμένο σημείο και, πάνω κει… γκλιν γκλιν, ελατήρια, τινάζονται κι απομακρύνονται με σλόου μόσιον αρμονικά αλματάκια.
Και οι καμηλοπαρδάλεις… οι κάπως ανασούμπαλες. Η άχαρη πλην τρυφερή κίνησή τους… Το όχι δα και πανέξυπνο βλέμμα τους και… πάνω απ όλα, τα μικρά τους, που κινούνται άτσαλα με τα στραβά ποδαράκια τους κάτω από το προστατευτικό βλέμμα της μαμάς.
Οι ύαινες με τη μοχθηρή ματιά και το κομπλεξικό τους βάδισμα. Θεωρούνται αποκλειστικά πτωματοβόρες. Λάθος. Στην πραγματικότητα είναι αποτελεσματικοί κυνηγοί, άσχετα αν τρώνε και πτώματα.
Οι αγέλες τους μετρούν δεκάδες άτομα και το κουμάντο είναι στη δικαιοδοσία των θηλυκών. Η παρανόηση περί του αντιθέτου έγκειται στο γεγονός ότι οι θηλυκές ύαινες είναι πιο μεγαλόσωμες από τις αρσενικές και διαθέτουν μια «υπερτροφική» και σκληρή κλειτορίδα που εκλαμβάνεται ως πέος εν στύση. Είναι δε ιδιαιτέρως γοργοπόδαρες. Μπορούν ν’ αναπτύξουν ταχύτητα μέχρι και εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, και όταν κυνηγούν ομαδικά μπορούν να την πέσουν και σε ζέμπρες, ή ακόμη και σε γκνου.
Κάνουμε στάση και περπατάμε μέχρι το χείλος μιας υπερυψωμένης όχθης σε αναμονή κάποιου νεροβούβαλου. Τζίφος για σήμερα. Οι ιπποπόταμοι όμως μας κάνουν τη χάρη να βγάζουν κάπου κάπου ένα μέρος από την αγριομουτσουνάρα τους πάνω απ την επιφάνεια του νερού. Μην απομακρύνεστε, επιμένει ο ένοπλος οδηγός μας, γιατί είναι η ώρα που τα λιοντάρια έρχονται να ποτιστούν. Καλά, ντε!
Λίγο αργότερα θα βαδίσουμε εις φάλαγγα του ενός ανάμεσα στις λόχμες της όχθης με τον γκάιντ, βεβαίως, μπροστά. Η καραμπίνα του σ’ ετοιμότητα. Ο Μόφατ έχει μείνει στο αυτοκίνητο. Τα βαριέται αυτά. Δεν ξέρω αν ο εξεπιτούτου γκάιντ το κάνει σκοπίμως για να μας ψαρώσει αλλά η αδρεναλίνη μας παίρνει τα πάνω της. Πάντως ο τύπος σε κάνει να νοιώθεις πως θα είναι μεγάλη τύχη το να μην καταλήξεις στο στομάχι κάποιου γατόπαρδου. Και ξάφνου ακινητοποιείται και σηκώνει το άοπλο χέρι του. Στοπ εμείς. Αγάλματα. Και τσιμουδιά. Τώρα μας κάνει νόημα να πλησιάσουμε αθόρυβα. Αν μπορούμε ας κάνουμε κι αλλιώς. Καλά, ε! μια λέαινα απέναντί μας, στα τριάντα μέτρα. Μόνο το ποτάμι μας χωρίζει από το στόμα της. Αναρωτιέμαι αν τα λιοντάρια ξέρουν κολύμπι και κάνω τον τελέ προέκταση του ματιού μου. Ντρέπομαι που το γράφω αλλά θα το θεωρούσα ύψιστη επιτυχία να τη συλλάβω φωτογραφικά τη στιγμή που σαλτάρει. Αρκεί να προτιμήσει τον ένοπλο γκάιντ μας, σκέφτομαι. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Μας κοιτάζει αδιάφορα και μόνο στο τέλος καταδέχεται να μας παίξει τον βρυχηθμό της Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ. Έτσι για το γαμώτο. Το κλείστρο της φωτογραφικής μου ανοιγοκλείνει αδιάκοπα.
Γυρίζουμε στο τζιπ. Ο γερο Μόφατ ελάχιστα μοιράζεται τον ενθουσιασμό μας. Ο εξεπιτούτου γκάιντ θεωρεί υποχρέωσή του να μας κατατοπίσει στα περί των λεόντων.
Τα λιοντάρια, λέει, ζουν σε αγέλες των δέκα έως και τριάντα ατόμων. Κάθε αγέλη περιλαμβάνει τέσσερις έως δώδεκα θηλυκές οι οποίες διατηρούν άριστες σχέσεις μεταξύ τους και παραμένουν στην αγέλη για όλη τους τη ζωή. Σε καμία περίπτωση δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς τα αρσενικά. Όχι σαν τα θηλυκά του είδους «χόμο σάπιενς» που δημιουργούν δράματα για ψύλλου «πήδημα»! Τα νεαρά αρσενικά διώχνονται από την αγέλη μόλις φτάσουν την ηλικία των δύο – τριών ετών, οπότε και περιφέρονται ως ξέμπαρκα λιγούρια μέχρι να γίνουν πέντε χρόνων για να είναι σε θέση ν’ αγαπηθούν από κάποια λέαινα και να φτιάξουν τη δική τους αγέλη.
Τα λιοντάρια την ημέρα συνήθως τεμπελιάζουν, παίζουν ή περιπολούν την περιοχή τους, της οποίας η έκταση κυμαίνεται από πενήντα έως τετρακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Για κυνήγι βγαίνουν κυρίως τη νύχτα. Ευτυχώς που τα φωτο-σαφάρι γίνονται μέρα, σκέφτομαι. Μέρα γίνονται και τα ζευγαρώματά τους για καλή μου τύχη. Τι εννοώ; Αλλά αυτό έγινε την επόμενη το πρωί. Θα επανέλθω.
ΤΑ ΚΛΕΦΤΡΟΝΙΑ
Ο καταυλισμός μας είναι γεμάτος από πιθήκια τα οποία, βεβαίως, εμένα προσωπικά με καταδιασκεδάζουν. Όχι όμως και τον Γκισίρα του οποίου έχουν τσακίσει τα νεύρα. Ενώ ο φουκαράς προσπαθεί να ετοιμάσει το δείπνο-μας καθαρίζοντας τις πατάτες τον τριγυρίζουν από παντού για να κλέψουν, όχι μόνο οτιδήποτε μπορεί να φαγωθεί αλλά ακόμη και μαχαιροπήρουνα. Έτσι, για να του τη σπάσουν. Είναι ικανά να σου αρπάξουν τη μπουκιά λίγο πριν μπει στο στόμα. Κλέβουν ακόμη και μη φαγώσιμα. Κλέβουν ότι τους κάνει εντύπωση. Κάποτε, στο Βόρνεο, διασκέδαζα με την ικανότητά τους ν’ ανοίξουν μια κονσέρβα χτυπώντας-την πάνω σε μια μυτερή πέτρα αλλά η διασκέδασή μου έγινε τσαντίλα όταν διαπίστωσα ότι αυτή η κονσέρβα ήταν δική μου. Είχαν καταφέρει τα τσογλάνια ν’ ανοίξουν την πόρτα του μπανγκαλόου όπου μέναμε με την Ισαβέλλα και να τα κάνουν όλα φύλλο φτερό!
Τσιτά! Ελληνιστί γατόπαρδος αλλά μ’ αρέσει να το αποκαλώ «τσιτά». Είναι το αντικείμενο του φωτογραφικού μου πόθου. Το σαρκοφάγο που με γοητεύει περισσότερο από κάθε άλλο. Περισσότερο κι απ το λιοντάρι. Περισσότερο κι από την κοντοσυγγενή-του, τη λεοπάρδαλη. Δεν γυρίζω στην Αθήνα χωρίς ένα τσιτά στις διαφάνειές μου. Και μάλιστα το θέλω την στιγμή που κάνει το τελικό άλμα στο σβέρκο του γκνου. Κι ας λυπάμαι τα γκνου. Η Φύση ασκεί βία προκειμένου για την ισορροπία της. Είναι απίθανο να το πετύχουμε, επιμένει ο εξεπιτούτου γκάιντ μας. Μη μου το χαλάς, ρε φίλε, άσε με να ελπίζω.
Το ρόβερ χάνει όλο και περισσότερα λάδια. Ο Μόφατ είναι και πάλι σκυμμένος κάτω από το ανοιχτό καπό και κάτι χαρχαλεύει. Από κάπου ξεφυτρώνει ένας νεαρός Μασάι με το καρό τραπεζομαντηλάκι του ως μοναδικό ένδυμα και μας πλησιάζει. Κοιτάζει τη φάτσα του στον εξωτερικό καθρέφτη του οχήματός μας και βάζει τα γέλια.
Έχει αίσθηση του χιούμορ, μουρμουράει ο Σάτσο, ή μπορεί να νομίζει ότι βλέπει τη φωτογραφία κάποιου τύπου που κάπου τον έχει ξαναδεί. Σάτσο, αυτά είναι ρατσιστικά αστεία, δεν κάνει… Ο νεαρός Μασάι σκύβει τώρα για να περιεργαστεί την καταλαδωμένη μηχανή. Αυτός μας έλειπε τώρα! Να θέλει να γίνει μηχανικός στου κασίδη το κεφάλι.
Όπως και να ‘χει πάντως, η λύση για το ταλαιπωρημένο όχημά μας έφτασε μέχρι τ’ αφτιά του γερο-Μόφατ χάρη σε αυτόν τον τυπάκο με το ακόντιο. Μάλιστα! Μπορεί ο εν λόγω να μην είχε φανέλα, σώβρακο, παπούτσια, τσέπη…. Αλλά, κινητό είχε! Πως θα του φαινόταν άραγε αν του ‘λεγα ότι εγώ δεν έχω;
ΔΕΝ ΜΑΣΑΙ
Οι Μασάι θεωρούνται ως η διασημότερη, ίσως, φυλή της Κένυα και τους περιβάλλει η φήμη των άγριων και υπερήφανων πολεμιστών. ‘Εχουν καταφέρει να μείνουν έξω από το μέιντ ιν γουέστ μοντέλο ανάπτυξης και διατηρούν ακόμη και σήμερα μεγάλα κοπάδια στο νότο της χώρας. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα αποδεκατίστηκαν από λιμούς μαζί μ’ έναν πολύ μεγάλο αριθμό από τα ζώα τους. Η ίδρυση του εθνικού πάρκου Μασάι Μάρα στα μέσα του εικοστού αιώνα και η επέκτασή του σε περιοχές όπου προγονόθεν βόσκανε οι Μασάι τα κοπάδια τους είχε σαν αποτέλεσμα τον εκτοπισμό και την ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση του ζωτικού τους χώρου. Τα προγράμματα για τη σταθερή εγκατάστασή τους έχουν γενικώς αποτύχει. Οι Μασάι είναι βοσκοί με νομαδική ψυχή και σνομπάρουν τη γεωργία καθώς και κάθε έννοια της ιδιοκτησίας πάνω στη γη. Έχουν κι ένα έντονο ταμπού ενάντια στην ιδέα να τρυπάει κανείς το χώμα γι αυτό και, εκ παραδόσεως, αφήνουν τους πεθαμένους-τους άταφους, βορά στα όρνια και στις ύαινες.
Οι αρσενικοί Μασάι κυκλοφορούν ενδεδυμένοι με τη «σούκα». Η σούκα είναι ένα είδος λεπτής κουβέρτας σε καρό αποχρώσεις του κόκκινου και ολίγου μαύρου που θυμίζει τραπεζομάντιλο.
Το βασικό τους διαιτολόγιο απαρτίζεται από αγελαδινό γάλα και αίμα, καθώς κι από μουρσίκ. Το μουρσίκ είναι ένα ποτό που φτιάχνεται από γάλα ζυμωμένο με αγελαδινά κάτουρα και στάχτη. Και να που αποδείχτηκε ότι ρίχνει τη χοληστερίνη.
Γύρω στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, τα αγόρια Μασάι περνάνε από την τελετή της περιτομής και, κατόπιν τούτου, απολαμβάνουν το τιμητικό αξίωμα του «ελ μοράν», δηλαδή του «πολεμιστή». Ως ελ μοράν πλέον εγκαταλείπουν τη μαμά και τον μπαμπά, χτίζουν κάπου μια μανιάτα, μια καλύβα άλλως πως, με το απαραίτητο μαντρί για το προσωπικό τους κοπάδι και ζούνε μόνα τους περιπλανώμενα γύρω στα οκτώ χρόνια βόσκοντας και κυνηγώντας. Αφού ολοκληρώσουν τη θητεία τους ως τσομπαναραίοι μπορούν πλέον να επιστρέψουν στο χωριό και να ζευγαρώσουν. Να μην ξεχάσω και τούτο: βάφουν τα μαλλιά τους κόκκινα με μια βαφή από ώχρα και λίπος.
Οι Μασάι ακρωτηριάζουν τα γεννητικά όργανα των κοριτσακιών τους διότι «έτσι πρέπει» ενώ την ίδια στιγμή κάποιες, καθ’ όλα αξιέπαινες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις προσπαθούν να τους πείσουν ότι οφείλουν να εγκαταλείψουν αυτό το έθιμο καθότι βάρβαρο.
Κι ωστόσο εγώ δικαιούμαι παράλληλα να στοχάζομαι την κάπως απίθανη σεναριακή εκδοχή όπου κάποιος Μασάι προσπαθεί να πείσει έναν θιασώτη του δυτικού πολιτισμού πως έχει μεν δίκιο ως προς την κλειτοριδεκτομή αλλά τα πυρηνικά όπλα και ο Μεγάλος Αδελφός που ηλεκτρονικώς ελέγχει ακόμη και τη σκέψη είναι, από πολιτισμική άποψη, κάπως βαρβαρότερα. Έτερον επ’ άπειρον, θα μου πεις.
Πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ένα μικρό μέρος απ τους Μασάι έχει «εκπολιτιστεί». Είναι αυτοί που γίνονται φύλακες σε κάμπινγκ, γκάιντ στη σαβάνα, έμποροι χειροποίητων μπιχλιμπιδιών, χορευτές παραδοσιακών χορών και φωτομοντέλα για τους τουρίστες. Τα τελευταία δε χρόνια, αρκετοί Μασάι έχουν αρχίσει να μετακομίζουν σε παραθαλάσσιες πόλεις και θέρετρα της Κένυα για να δουλέψουν ως θυρωροί σε ξενοδοχεία, ως ψυχαγωγοί ξελιγωμένων κυρίων και κυριών και ως φέις κοντρόλ σε νυχτερινά κέντρα. Πρόοδος!
Μας περιμένουν μαζεμένοι άντρες και γυναίκες έξω απ το χωριό τους. Ο γκάιντ μας πλησιάζει με τσιριμόνιες σεβασμού τον επικεφαλής τους για τις διαπραγματεύσεις. Πόσα; Τόσα! Α, πολλά είναι, κόψε κάτι. Τελικά τα βρήκαν. Το παζάρι ήταν απλώς κάτι σαν απαραίτητη εθιμοτυπία διότι σιγά τα ποσά για τα οποία ο ντόρος. Δίνουμε μπροστάντζα το «τόσα» μας και το σόου αρχίζει. Είναι ένας τελετουργικός χορός που ξεκινά απ τον έξωθεν του οικισμού προαύλιο χώρο για να εισχωρήσει, και μαζί του κι εμείς, στα ενδότερα του καλυβοχωριού.
Μετά τα ευθέως ανάλογα με τα δικά μας τσάμικά τους δικαιούμαστε, λέει, να περιφερθούμε όπου θέλουμε μέσα στον περιφραγμένο οικισμό. Να μπούμε σ’ όποια καλύβα μας αρέσει και να φωτογραφίσουμε ότι μας κάνει κέφι. Κάτι τέτοιες στιγμές αισθάνομαι εκμαυλιστής αλλά η φωτογραφική μου διαστροφή υπερκερά γρήγορα κάτι τέτοιες ευαισθησίες. Από την άλλη, φαίνεται πως η ύπαρξη μιας φωτογραφικής μηχανής ή οποία τους στοχεύει ακατάπαυστα τους αφήνει αδιάφορους. Δεν ρίχνουν βλέμμα, δεν σκάνε χαμόγελο, δεν ποζάρουν εν κατακλείδι. Στην κοσμάρα τους. Θηλάζουν, μαγειρεύουν, κάνουν την τουαλέτα τους στα ίσα, σα να μην υπάρχουμε. Τόσο το καλύτερο.
ΔΕΝ ΜΑΣΑΙ ΒΗΤΑ
Τα όρνια είναι αυτά που συνήθως μας μαρτυρούν το στόχο διότι μαζεύονται πάνω και γύρω απ το σημείο όπου υπάρχει το άψητο. Εκεί θα βρούμε τα σαρκοφάγα που μας ενδιαφέρουν και μάλιστα όχι μόνο στο άψητο αλλά και στο «ψητό».
Δυο θέματα ήθελα πάντα διακαώς απ τη σαβάνα: Το ένα είναι το σεξ των λεόντων και το άλλο η συγκλονιστική στιγμή του τελικού άλματος του τσιτά.
Ο γατόπαρδος, ή άλλως πως το τσιτά, είναι το ταχύτερο ζώο του πλανήτη. Μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα μέχρι και εκατόν δεκαπέντε χιλιόμετρα την ώρα, αλλά μόνο για μερικές εκατοντάδες μέτρα. Μετά εξαντλείται. Γι αυτό κι όταν πρόκειται να την πέσει σε κάποιο θήραμα, επιδιώκει να βρίσκεται σε ακτίνα εξήντα περίπου μέτρων πριν ορμήσει. Κι όμως, τρία στα τέσσερα κυνήγια αποτυγχάνουν!
Τα τσιτά κυνηγάνε κυρίως αντιλόπες, νεαρά γκνου και νεαρές ζέμπρες.
Κάθε γέννα μιας τσιτά μπορεί να αποδώσει ακόμα και εννιά κουτάβια, λίγα όμως απ αυτά επιβιώνουν διότι τα μικρά τσιτά αποτελούν στόχο για τα άλλα σαρκοβόρα, και κυρίως για τα λιοντάρια. Τα τσιτάκια αφήνουν τη μαμά τους όταν φτάσουν στην ηλικία των δεκαοχτώ μηνών. Τα αρσενικά φτιάχνουν κολεγιά μεταξύ τους ενώ, αντίθετα τα θηλυκά πορεύονται κατά βάση μόνα τους μέχρι να ερωτευθούν και να ζευγαρώσουν.
Η ΤΣΟΝΤΑ
Ε, όχι δα! Έτσι ανερυθρίαστα μπροστά στα μάτια μας! Μην κινείστε απότομα και μην προκαλείτε θόρυβο, διατάζει ο γκάιντ. Όσο τα λιοντάρια είναι απορροφημένα με το ζευγάρωμά τους δεν θα μας δώσουν σημασία. Αν όμως τα ενοχλήσουμε…. Ακίνητοι με κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε όλη την ερωτική χορογραφία. Καρέ καρέ όπως λένε και οι αμόρφωτοι τηλεδημοσιογράφοι.
Αυτός την πλησιάζει, αυτή κάνει πως δεν θέλει για να τον φτιάξει περισσότερο, αυτός το βιολί του, αυτή το νάζι της, αυτός επιχειρεί, αυτή τραβιέται αλλά όχι αμέσως, και με τα πολλά… Ε, ακόμα κι αν δεν συλλάβω το τσιτά στο τελικό του άλμα θα ‘χω τουλάχιστον κάτι σπάνιο. Αρκεί να μου το δημοσιεύσουνε και να μην το θεωρήσουν ακατάλληλο για μικρά παιδιά.
ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΑΛΜΑ
Χωρίς εισαγωγές και επιλόγους. Το κοπάδι των γκνου βόσκει αμέριμνο. Με κομμένη την ανάσα έχω πότε το ένα και πότε και τα δύο τσιτά στο κάντρο μου. Εύχομαι να έχω αρκετές πόζες μέσα στη μηχανή. Εύχομαι ν’ αργήσουν να τα αντιληφθούν τα γκνου. Εύχομαι το τελικό άλμα να μην γίνει πίσω από ψηλές λόχμες. Έχω πάνω πολωτικό φίλτρο; Πρέπει να το βγάλω για να κερδίσω σε ταχύτητα κλείστρου. Τα τσιτά πλησιάζουν το κοπάδι. Τα γκνου τα αντιλαμβάνονται κι αρχίζει η αναταραχή. Τα τσιτά επιταχύνουν. Τα γκνου πανικοβάλλονται κι αρχίζουν να τρέχουν. Τα τσιτά είναι σε απόσταση άλματος. Έχω το ένα απ τα τσιτά στο κάντρο μου καθώς αυτός ο ηλίθιος, ο οδηγός, αφήνει το αμπραγιάζ για να στείλει τον κραδασμό του στον τηλεφακό μου. Φτου!
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε τη συνέχεια του ταξιδιού:
ΚΕΝΥΑ 2 - ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΣΑΜΠΟΥΡΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΕΝΥΑ 3 - ΤΟΥΡΚΑΝΑ, ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΟΜΟ ΕΡΕΚΤΟΥΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Στο μέλλον θα αναρτηθεί επίσης:
Κένυα 4 – Λαμού, κουλτούρα Σουαχίλι