ΙΡΑΝ 1, ΑΠΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΟ ΙΡΑΝΙΟ
Μια χώρα, δυο ζωές: Η δημόσια ζωή για όλους υπό το άγρυπνο βλέμμα των αγιατολλάχ, με τσαντόρ για τις γυναίκες και ψύχωση καταπίεσης για άντρες και γυναίκες, και η ζωή μέσα στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών όπου αντιφρονούντες κάθε απόχρωσης πετάνε το τσαντόρ, κυριαρχεί το μίνι και βρίσκουν τη θέση τους οι φαντασιώσεις για μια ελευθερία δυτικής - τι άλλο; - εκδοχής. Μια χώρα σε άβολη συμβίωση, με δυο ακραία διαφορετικούς πολιτισμούς που συνυπάρχουν δια του φόβου. Έως ότου….
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, αρ. τεύχους 318 / 20.05.2006
Τεχεράνη 199κάτι. Ξενοδοχείο «Αζαντί» πέντε αστέρων και είκοσι ορόφων. Μαζί με τον Πολ Σκλάβο εκπροσωπούμε την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου Τεχεράνης. Αδύνατον να συμμετάσχω στις προβολές με την ταινία μου, αφού αρνήθηκα να κόψω τις σκηνές όπου το ζευγάρι των πρωταγωνιστών μου, η Κατερίνα Ραζέλου και ο Ντανιέλ Ολμπρίνσκι, βρίσκονται (απλώς) οριζοντιωμένοι στο συζυγικό τους κρεβάτι. Πλην όμως η Ραζέλου με ασκεπές κεφάλι: όνειδος για τους σεπτούς μουλάδες που προστατεύουν το Ιράν από τη διεφθαρμένη Δύση!
Ζητώ και μου δίνουν ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, διότι σε λίγες μέρες καταφθάνει η Ισαβέλλα και, στη συνέχεια, η Νίκη με τη Στέλλα. Οι δύο τελευταίες, επαγγελματίες ξεναγοί αμφότερες.
Δίπλα στη τεράστια συζυγική κλίνη τοποθετούν κι ένα στενό ντιβανάκι. Τι είν’ αυτό; λέω στον ψαρωμένο υπάλληλο; Μα … το κρεβάτι της συζύγου σας… Η σύζυγός μου θα κοιμηθεί μαζί μου, του λέω, είτε το θέλει ο Αγιατολάχ Χομεινί είτε όχι! Ο ανθρωπάκος μένει με το στόμα ανοιχτό για τη θρασεία βλασφημία μου!
Πάμε στο μπαρ για κάνα ποτό; λέω στον Πολ. Και δεν πάμε! Αλλά, άντε να συνηθίσεις ότι στην πολιτισμικά μονολιθική επικράτεια του ιρανικού Ισλάμ το οινόπνευμα δεν το βρίσκεις ούτε στη μαύρη αγορά. Σ’ ένα από τα μπαρ του «Αζαντί» ανακαλύπτουμε την ύπαρξη μιας μπίρας χωρίς οινόπνευμα. Ένα σίχαμα! Κάτι σαν πικρή αφρισμένη πορτοκαλάδα. Δεν βαριέσαι, μια ψυχή θα βγει που θα βγει!
Σε κάποιους ορόφους ανάμεσα στο ισόγειο και στον εικοστό συντελείται κάτι σαν συνέδριο πετρελαιάδων του Κόλπου. Παρεισφρέουμε με μοναδικό μας διαπιστευτήριο το σχετικό με την περίσταση ύφος «προσκεκλημένου». Ποιος να υποψιαστεί ότι υπάρχει τέτοιο θράσος;
Πέφτουμε στον όροφο όπου λαμβάνει χώρα το μεγάλο φαγοπότι. Σεϊχηδες και υποσεϊχήδες με τους παρατρεχάμενους και τα γυναικόπαιδά τους. Το βλοσυρό βλέμμα του Αγιατολάχ Χομεϊνί στην τεράστια τοιχογραφία απέναντι να σου παγώνει το αίμα. Κι ένας τεραστίου μήκους μπουφές με εδέσματα που θα μπορούσαν να θρέψουν τα Άνω Πετράλωνα για τρεις μήνες. Ένα δεν καταλαβαίνω: γιατί οι γυναίκες και τα κουτσούβελα των σεϊχηδων τρώνε κατάχαμα στο περσικό χαλί;
ΤΣΑΝΤΟΡ
Η Ισαβέλλα, η Στέλλα και η Νίκη υποχρεώθηκαν, κι από το αεροπλάνο της Ίραν Αιρ ακόμη, να καλύψουν το κεφάλι τους μ’ ένα μαντίλι. Να μην φαίνεται ούτε καν μια τούφα μαλλί. Παρ’ όλα αυτά φαντάζουμε σαν τις μύγες μες στο γάλα, δεδομένου ότι είμαστε από τους ελάχιστους Δυτικούς ταξιδευτές στο Ιράν σε εποχή αγιατολάχηδων. Ένα βαθύ ταξίδι σε μιαν άγνωστη, μυστηριώδη Περσία, που σχεδιάζει μέσω των άτεγκτων σιιτών ένα καινούργιο μέλλον. Άγνωστες οι βουλές του Γιαραμπή!
Ωστόσο, δεν πρόκειται για μία Περσία. Πρόκειται για δυο ανακατεμένους, πλην διακριτούς, πολιτισμούς: μία «Περσία» και ένα «Ιραν».
Και εξηγούμαι:
Από τη μια, είναι η Περσία των νοσταλγών του έκπτωτου σάχη και των αστών δημοκρατών που έκλειναν και κλείνουν το μάτι στη Δύση. Και είναι συνάμα η Περσία των αριστερών και των μουτζαχεντίν Χαλκ, που κατά την πτώση του σάχη δεν ήξεραν με ποιον να παν’ και ποιον ν’ αφήσουν. Τώρα ξέρουν (;). Αυτή η Περσία κάνει δυο ζωές: τη ζωή στο δρόμο, που σημαίνει τσαντόρ για τις γυναίκες και ψύχωση καταπίεσης για άντρες και γυναίκες, και η ζωή μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, όπου πετιέται το τσαντόρ, κυριαρχεί το μίνι και βρίσκουν τη θέση τους οι φαντασιώσεις για μια ελευθερία δυτικής εκδοχής. Η ακόμη και για σοσιαλισμό όσον αφορά την ιρανική αριστερά.
Από την άλλη είναι το Ιράν των αγιατολάχ, το «μάτι» του ανανήψαντος εις Αλλάχ Χομεινί, που παρακολουθεί και ελέγχει κάθε εκδήλωση δημόσιας ζωής.
Όπου γυμνός δημόσιος τοίχος και η γιγάντια τοιχογραφία με το βλοσυρό πρόσωπό του. Ο Σον Κόνερυ, παρ’ ότι γλυκός από τη φύση του, θα τον υποδυόταν τέλεια.
Μια χώρα με δυο ακραία διαφορετικούς πολιτισμούς να συνυπάρχουν δια του φόβου. Σ’ αυτήν θα πορευτούμε για είκοσι τόσες μέρες, περνώντας από την ανησυχία για την ασφάλεια μας στον εκστατικό θαυμασμό του περιβάλλοντος και τούμπαλιν.
Πριν λήξει το κινηματογραφικό φεστιβάλ, η Νίκη και η Στέλλα πέταξαν μέχρι την Ταυρίδα, στις ακτές της Κασπίας, για να καταστείλουν τους πειρασμούς που γεννούν μέσα τους τα μαγαζιά της Τεχεράνης με τα περσικά χαλιά. Τι το ’θελαν! Επιχείρησαν, εντελώς άδολα, να φωτογραφίσουν μια παρέλαση-διαδήλωση για την επέτειο της χομεϊνικής «επανάστασης» και κατέληξαν στο κρατητήριο μέχρι να πεισθούν οι αρμόδιοι ότι οι κοπέλες δεν ήταν κατάσκοποι. Παρ’ όλα αυτά, είναι αποφασισμένες να συνεχίσουν παρέα μας το «τουρ». Το τουρ της ομάδας των τεσσάρων. Έχουν το ξεναγιλίκι στο αίμα τους.
ΚΕΡΜΑΝ
Όταν έχεις θέση στο φινιστρίνι και η μέρα είναι ανέφελη, η πτήση Τεχεράνη-Κερμάν είναι κάτι το ονειρικό. Η φοβερή έρημος Νταστ-ε-Καβίρ από κάτω μας! Έρημος τραχιά και θανατερή ακόμη και για τους σκορπιούς που λέει ο λόγος. Κάποια χωριουδάκια εδώ κι εκεί. Πώς επιβιώνουν; Τι βόσκουν τα ζωντανά τους; Πού βρίσκουν νερό;
Πώς να μην είναι απότοκο του φυσικού τους περιβάλλοντος οι ανθρώπινοι χαρακτήρες και οι πολιτισμοί; Και νοτιότερα η άλλο τόσο τραχιά έρημος Νταστ-ε-Λουτ να συντρέχει με τις άφιλες κορυφές του Ιρανικού Οροπεδίου. Ήδη πετάμε πάνω από την αρχαία Καρμανία των χρόνων του Αλέξανδρου. Και μ’ ένα άλμα πίσω στο χρόνο βλέπω τον εξαθλιωμένο από τις κακουχίες στρατό του, που αφού κατάφερε να περάσει τις ακτές των ιχθυοφάγων στη Γεδρωσία, να προσπαθεί να γυρίσει πίσω στην Περσέπολη.
Και τι δουλειά είχαν οι Μακεδόνες εδώ κάτω, μουρμουράω. Μην αρχίσεις πάλι τα περί ιμπεριαλισμού του Αλέξανδρου, αρπάζεται η Νίκη. Ποιος, εγώ;
Κερμάν λοιπόν! Πόσα χρώματα έχει ο κόσμος! Πόσες μορφές! Να τον διατρέχεις και να’ σαι παντού και πάντα ξένος. Με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό. Να τον μαθαίνεις, και να μαθαίνεις ότι δεν ξέρεις τίποτα ακόμη γι αυτόν. Ότι δεν φτάνουν πολλές ζωές, ότι δεν φτάνουν οι όσες μνήμες για να τον οργανώσεις στέρεα στη σκέψη σου.
Το «Τζαμί της Παρασκευής» με τα απίθανα αραμπέσκ μοτίβα πάνω στο μπλε-τυρκουάζ ψηφιδωτό.
Η Μαντρέσα, δηλαδή το κορανικό σχολείο, του Ιμπραχίμ Χαν.
Το Καραβάν Σεράι Βακίλ, η κεντρική αγορά, το στοιχείο μου! Άσε με σε ανατολίτικο παζάρι και δεν θα με βγάλεις παρά μόνο σηκωτό. Αφού μεγάλωσα δίπλα στο Γιουσουρούμ, πώς να μην αγαπάω τα παζάρια;
Μπακίρια στο αμόνι. Σινιά σφυρήλατα. Η τζαζ μουσική του σφυριού πάνω στον άκμονα.
Υπαίθριοι μεταλλουργοί να φιλοτεχνούν τα περίτεχνα σκεύη.
Και τα μάτια των παιδιών! Τα κεκαρμένα τους κρανία! Σαν την Αθήνα του Σαράντα.
Η ταυτότητα της πόλης δεν είναι μόνο το κέντρο της. Η κρυμμένη της αλήθεια βρίσκεται στην περίμετρο, όπου οι εξωλέστεροι. Η εσχατιά της ανέχειας. Και οι ανοιχτές πληγές κάποιου σεισμού που ταρακούνησε τα οροπέδια του Ιράν. Που πρώτα απ’ όλα έριξε τούτα τα πλίνθινα καταφύγια της φτώχειας.
Γυναικείες σιλουέτες σαν μαύρα πουλιά που κρύβονται στο πέρασμά μας. Που μας παρατηρούν πίσω από το τζάμι. Δυο κόσμοι περιεργάζονται ο ένας τον άλλον. Σαν δύο θηρία που συναντιούνται για πρώτη φορά. Φίλος είσαι ή εχθρός; Απόδειξέ το.
ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΗ
Νομίζεις ότι βρήκες οδηγός. Ότι, και καλά, τον επέλεξες. Λάθος. Στην πραγματικότητα βρήκες αυτόν που άλλοι έχουν ήδη φροντίσει να βρεις. Πώς γίνεται; Ε, τώρα!...
Η Στέλλα και η Νίκη, καθ’ ότι ξεναγοί, τον ψυλλιάστηκαν αμέσως αλλά, σε τελευταία ανάλυση, καλύτερα έτσι. Είναι σαν να μας προστατεύει ο Μεγάλος Αδελφός, από τον ίδιο μας τον εαυτό. Περιποιημένο μουστακάκι ο Νασερί, καλοσυνάτο βλέμμα, λαλίστατος και, κυρίως, παρατηρητικός. Πολύ παρατηρητικός, σου λέω. Νασερί, θέλουμε να μας πας στην Μπαμ.
Στην Μπαμ έτσι όπως μας έλαχε να τη δούμε πριν την ξοδέψει εξ ολοκλήρου ο σεισμός του Δεκέμβρη του 2003. Είμαστε τυχεροί που την προλάβαμε. «Τυχεροί»! Ακούγεται, και είναι μακάβριο, όταν το λες. Λες κι αυτή η ανυπέρβλητη ομορφιά υπήρξε μόνο για μας.
Σαν να είναι πλασμένη από πηλό. Ώχρα και μαύρο της σκληρής σκιάς. Χώμα και πλίθοι πυρωμένοι στον Ήλιο. Σαν να κατοικείται αιώνες τώρα από αδικαίωτες ψυχές. Μια νεκρή πόλη με αναρίθμητες θολωτές στέγες. Στέγες, καμάρες, πύργους, τείχη και πολεμίστρες. Σκορπιοί και σαύρες οι κάτοικοι. Χαθήκαμε και μεταξύ μας στα σοκάκια της αναστατώνοντας τον Νασερί, που μας θέλει πάντα μέσα στο οπτικό του πεδίο. Μέχρι που μας περισυνέλεξε το γέλιο των κοριτσιών. Ένα σχολείο, ένα γυμνάσιο θηλέων για την ακρίβεια, σε εκπαιδευτική εκδρομή.
Κάτω από τα μαύρα τσαντόρ νιώθω τα νιάτα να πάλλονται. Τα βλέμματα, βλέμματα καυτά, βλέμματα κι αρώματα γυναίκας. Δεν είναι καθόλου οι θεόπληκτες χαμηλοβλεπούσες που θα περίμενες. Νοιώθεις τη χαρά της ζωής και τον απροσδιόριστο ερωτισμό της θηλυκής εφηβείας να θέλει να εκραγεί. Διάλεξα με τον τηλεφακό μου εκείνη που με διάλεξε. Η διεθνής των βλεμμάτων. Έτσι γι ανάμνηση. Κάτι ακόμα για ν’ αγαπάω το Ιράν.
Ο ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ ΤΟΥ ΙΣΦΑΧΑΝ
Γκουντ μπάι Νασερί, τώρα μπορείς να συντάξεις την αναφορά σου. Κι εμείς ξανά με την Ίραν Αιρ πάνω από το Ιρανικό Οροπέδιο, μ’ αντίστροφη φορά: Κερμάν-Ισφαχάν!
Ισφαχάν! Μια μαγική λέξη ριζωμένη στα παιδικά μας χρόνια. Σούφηδες, δερβίσηδες, φλογεροί έρωτες. Τόσα παραμύθια και χολιγουντιανές ταινίες γύρω από τούτη τη μαγική λέξη: Ισφαχάν! Υπήρξε πρωτεύουσα της Περσίας τον Δέκατο Τρίτο, κι από τον Δέκατο Έκτο μέχρι τον Δέκατο Όγδοο αιώνα. Ενέπνευσε ιστορίες, μύθους, ταινίες κι έγινε ο μαγνήτης ταξιδευτών ων ουκ έστιν αριθμός.
Αν από τα πριν μου ζήταγαν να διαλέξω μόνο μια περσική πόλη να επισκεφτώ, θ’ απαντούσα «Ισφαχάν». Κάτι σαν εξαρτημένο αντανακλαστικό. Μπορεί, αυτά τα εκπληκτικά τζαμιά, η τουριστική και η ταξιδιωτική φιλολογία να επιχειρεί να τα περιγράψει, εγώ όχι. Αδυνατώ. Μερικά ανθρώπου έργα δεν περιγράφονται εύκολα. Σ’ εμποδίζει η αισθητική πλημμυρίδα και, ως απότοκο, η εκφραστική αμηχανία.
Όμως περισσότερο κι από τα τζαμιά, ο έρωτάς μου εδραιώθηκε στο παζάρι. Το ωραιότερο και πλουσιότερο σε τεχνουργήματα που έχουν δει τα μάτια μου. Άφησα τις τρεις συντρόφισσες του ταξιδιού να εκτονωθούν στα χαλιά και στα υφάσματα και κόλλησα σ’ έναν συνήθη παλαιοπώλη.
Πόσα θες γι αυτό, πόσα θες για κείνο. Τόσο. Κόψε κάτι! Πόσα δίνεις; Τόσα! Το γνωστό παιχνίδι. Και κάθε τόσο, δήθεν αδιάφορα, ρωτούσα και για το πραγματικό αντικείμενο του πόθου μου: έναν παλιό, αρχαίο θα ’λεγα, αστρολάβο. Τόσα, ακατέβατα!
Έφυγα με άλλα αποκτήματα αλλά χωρίς τον αστρολάβο, για τον οποίο δεν ενέδωσα από μια κακώς εννοούμενη αξιοπρέπεια. Ώσπου ένοιωσα τον παραγιό του να τρέχει από πίσω μου. Μίστερ, μίστερ! Τι τρέχει; Τ’ αφεντικό σάς τον χαρίζει. Μα, γιατί; Γιατί, λέει, πέρασε πολύ καλά το πρωινό του και σας αξίζει! Κάτι τέτοια μου κάνει η Ανατολή και αναζωπυρώνει τον έρωτά μου. Πάντως το μπαξίς στον παραγιό ήταν κάτι λιγότερο από την αρχική προσφορά μου. Ζήτημα δεοντολογίας.
Καθόμαστε στην όχθη του ποταμού Ζαγιαντέ Ρουντ, απέναντι από την γέφυρα Σίο Σι Πολ και μετράμε τις αψίδες της. Τριάντα δύο! Όχι, τριάντα τρεις! Ξαναμετράμε. Λες και μπορεί να εκτιμηθεί με αριθμούς η αξία της τέχνης.
ΣΙΡΑΖ
Ακόμη μια πτήση. Ισφαχάν-Σιράζ. Ο Ρεζά μας περιμένει στο αεροδρόμιο. Ο εν λόγω γκάιντ είναι διαπιστευμένος από το φεστιβάλ κινηματογράφου της Τεχεράνης. Εντάξει, αποφαινόμαστε, με τούτον είμαστε έξω από το βλέμμα του Μεγάλου Αδελφού. Μεν. Αλλά από ξενάγηση είναι ασ’ τα να πάνε. Δε. Δεν πειράζει όμως διότι και οι τρεις συνταξιδιώτισσές μου είναι τόσο καλά προετοιμασμένες - οι δυο εξ’ επαγγέλματος και η καλή μου από χούι – που θα μπορούσαν και να βελτιώσουν την επαγγελματική του κατάρτιση.
Σιράζ: ακόμη ένα μαργαριτάρι στο περιδέραιο της Περσίας. Εννοείται πως το πρώτο που ζήτησα να δω ήταν το κεντρικό της παζάρι. Τι το ‘θελα; Χαθήκαμε. Και κυρίως με τη Νίκη, που ήθελε να εντοπίσει, να παζαρέψει και να βρει τρόπο να φέρει τα περσικά χαλιά της στην Αθήνα. Βρε μανία! Ο Ρεζά από την άλλη, ήθελε καλά και σώνει να δούμε τους τάφους των μεγάλων Περσών ποιητών Χαφέζ και Σάαντι. Ουφ!
ΠΕΡΣΕΠΟΛΗ
Λίγα χιλιόμετρα μας χωρίζουν από την Περσέπολη, που αποτελεί το κρυφό στόχο μου γι αυτό το ταξίδι. Η πρωτεύουσα της αρχαίας Περσίδας, η λαμπρή πρωτεύουσα των Αχαιμενιδών, με τραβά σαν μαγνήτης. Κι ας μην με διακρίνει η υπερβολική λατρεία για τους αρχαιολογικούς χώρους.
Είμαστε οι μοναδικοί επισκέπτες. Εμείς και κάτι σαύρες. Σκορπάμε ανάμεσα σε πύλες, σε κολόνες, σε κλίμακες. Ξεπερνά τις προσδοκίες μου. Αρνούμαι μεν κάθε σύγκριση με την Κνωσό, αλλά ομολογώ ότι δεν με συγκλονίζει λιγότερο. Και να σκεφτείς ότι ο δικός μας Μέγας την έκαψε για παραδειγματισμό. Έτσι ονοματίζεται η μαζική τρομοκρατία όταν βολεύει ιστορικώς.
Πάντως ορισμένες εκδοχές, ως προς τις προθέσεις του Μεγαλέξανδρου και των συν αυτώ, σοκάρουν. Μην ακούσουν, για παράδειγμα, οι ελληνάρες για τις παιδιόθεν τρυφερές του σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις με τον Ηφαιστίωνα, γίνονται «Τούρκοι». Χαλάει, βλέπεις, το ίματζ του βαρβάτου αρσενικού που αρέσκονται να φιλοτεχνούν ως πρότυπο.
Τύφλα που λες, στο μεθύσι απαξάπαντες οι κολλητοί του όταν οι Αθηναία ιερόδουλος, Θαϊς το όνομα, άρπαξε έναν αναμμένο δαυλό, διότι δεν έβρισκε τίποτ’ άλλο αναλόγου σκλητότητος ν’ αρπάξει, και, να τους κάψουμε, λέει. Οπότε, που λες, μπαίνει μπροστά με τον δαυλό στο χέρι. Συναίνεσε, φυσικά, και ο Αλέξανδρος με τον Ηφαιστίωνα και την έκαψαν. Την Περσέπολη εννοώ. Όχι πάντως για τα ωραία μάτια της όποιας Θαϊδος, αλλά για να σπάσουν δια παντός τον τσαμπουκά των Περσών, καθ’ ότι είχανε πολλά ράμματα για τη γούνα τους. Από τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα και τον Μαραθώνα.
Οι τάφοι των Δαρείων, Ξέρξηδων και Αρταξέρξηδων, βρίσκονται πέντε χιλιόμετρα περ’ από τ’ ανάκτορα. Σκαμμένοι και σμιλεμένοι πάνω σε ορεινούς όγκους. Μη χαρακτηρισμένοι ακόμα μερικοί εξ αυτών. Πολλή δουλειά για τους αρχαιολόγους.
Γιατί τα ωραιότερα ταξίδια να είναι τόσο σύντομα;
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΙΡΑΝ 2 - ΜΠΑΜ, ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν