ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ - ΣΟΒΕΤΟ, ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΓΚΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΑΚΟΜΑ

Front Picture: 

 

ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΓΚΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΑΚΟΜΑ  Μέτρησα οργή και δίκαιο μίσος. Κι ένοιωσα πως όταν αυτό το μίσος γίνει παλιρροϊκό, δεν θα υπάρχει ούτε ο χρόνος ούτε ο χώρος για να μετρηθούν οι δικές μου καλές προθέσεις. Τότε, η «πολιτισμένη Ανθρωπότης» της οποίας ο εγκέφαλος βρίσκεται προφανώς στη Γουώλ Στρητ, θα πίνει τον καφέ της μπροστά στην τηλεόραση και θ’ ακούει για απολίτιστους, για φανατικούς και για φονταμενταλιστές που πρέπει να βομβαρδίσουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχουν καμιά αγοραστική δύναμη.

 

Tου Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος ΑΡ.86/01.12.2001



Μετά τη σαβάνα (ατέλειωτο αφρικανικό χαλί ρυτιδιασμένο από αιώνιες κοίτες) και λίγο πριν προσγειωθούμε (ομαλά ευτυχώς) βλέπω τους ουρανοξύστες του Γιοχάνεσμπουργκ αφ’ υψηλού. Δεν είναι δυνατόν τέτοιο πράγμα στην καρδιά της Αφρι­κής! Ούτε η κινηματογραφική «Κραυγή Ελευ­θε­ρίας», ούτε οποιαδήποτε άλλη αποτυπωμένη στη μνήμη μου εικόνα με προϊδέασε ποτέ γι’ αυτό το θέαμα. Ένα Μανχάταν στην καρδιά της Αφρικής, να τι είναι! Τώρα θα μου πεις, έχεις πάει στο Μανχάταν; Όχι, κι ούτε είναι μέσα στις προθέσεις μου. Με ξενά­γησε όμως κάποτε, επί ενενήντα περίπου λεπτά, ο Γούντι Άλεν,κι αυτό μου φτάνει.


Οι πρώτοι λευκοί άποικοι που πάτησαν το πόδι τους σ’ αυτή τη γη, τρεις αιώνες πριν από μένα, ήταν οι Μπόερς που αργότερα ονομάστηκαν Αφρικάνερ. Ήταν Ολλανδοί και ακραιφνείς Καλβινιστές. Ως ανώτερη φυλή, και εν ονόματι του δικού τους θεού, θεώρησαν αυτή τη γη ιδιοκτησία τους. Και τους εαυτούς τους εντεταλμένους να διώξουν αυτά τα μαύρα «δίποδα ειδωλολατρικά ζώα» ή να τα υποτάξουν ώστε νά ‘χουν εξασφαλισμένη και την απαραίτητη φτηνή εργατική τους δύναμη. Φονταμενταλιστές μέχρι μεδούλι, σου λέω. Αν δεν δουλέψετε για μας, τους είπαν, κι αν δεν προσκυνήσετε το δικό μας Θεό, θα μείνετε καταραμένοι και μαύροι και δεν πρόκειται να μπείτε στον Παράδεισό μας, ξηγηθήκαμε; Κάπως έτσι το φαντάζομαι, σκηνοθετική αδεία φυσικά, αλλά δεν αποκλείεται να κάνω και λάθος. Άνθρωποι είμαστε!


ΑΦΡΙΚΑΝ ΧΑΟΥΖ                                    

Είδα τ’ όνομά μου γραμμένο στο υπερυψωμένο καρτελάκι που κρα­τούσε ο τυπάκος στην αί­θουσα αναμονής, λίγο πιο κει απ’ τα γκισέ ελέγχου εισόδου στη χώρα, και του κούνησα το χέρι μου. Αλόου! Τ’όνομά του, από Σταύρος έχει μετεξελιχθεί σε Στηβ, κατάγεται  από τη Μυτιλήνη κι έχει κληρονομήσει την εν Γιοχάνεσμπουργκ επιχεί­ρηση του πατέρα του: ένα μικρό ξενοδο­χειάκι, το Άφρικαν Χάουζ. Πώς και δεν το βάφτισες Λέσμπιαν Χάουζ; τον ρωτώ, πλην ματαίως διότι το εν λόγω άτομο αποδείχτηκε εκτός των άλλων και χιούμορλες. Έστω!


Καθ’ οδόν προς το Άφρικαν Χάουζ αντιλαμβάνομαι πως διατρέχουμε την περίμετρο του Γιοχάνεσμπουργκ. Τεράστιοι καλοσυντηρημένοι δρόμοι με τέ­λεια σήμανση, δεν λέω! λίγα και μάλλον ακριβά αυτοκίνητα με κλειστά φυμέ και μάλλον αλεξίσφαιρα παράθυρα, χαμηλές επαύλεις-φρούρια, γυμνά ηλεκτροφόρα καλώδια και ψηλοί μαντρότοι­χοι με εντοιχισμένα θραύσματα μπουκαλιών ή συρματόπλεγμα στην κορυφογραμμή τους.

 

Μαγαζιά και πεζοί σχεδόν καθόλου. Νοιώθω κάτι σαν κουφόβραση επικείμενης έκρηξης. Κάτι μου διαφεύγει, κάτι που με παγώνει. Τον ρωτώ.  


Λόγω εγκληματικότητας, μου απαντά ο Στηβ. Εδώ τα μέτρα ασφαλείας είναι δρακόντεια. Οι περισσό­τεροι λευκοί επιχειρηματίες οπλοφορούν. Νόμιμα; Νόμιμα! Σ’ έναν μαύρο δεν δίνουν ποτέ άδεια οπλοφορίας, σ’ έναν Αφρικάνερ, πάντα. Μα, καλά, αφού καταργήθηκε το Απαρτχάιντ! Ε, και; Ρε, πού πέσαμε! μουρμουρίζει δίπλα μου η Ισαβέλλα μετά τη σύντομη εισαγωγική διάγνωσή της πάνω στην κοινωνική συνείδηση του συμπατριώτη. Το Άφρικαν Χάουζ είναι μικρό, πεντακάθαρο και σχετικά φτηνό. Οι τρεις εικοσάχρονοι, οι δυο γιοι τού Μαρκ και ο δι­κός μας, ο Ορέστης, έσπευσαν να βουτήξουν  σαν  λιγούρια στην πισίνα λες και δεν χόρτα­σαν Αιγαίο εδώ και δυο μήνες τώρα.


Το Χίλια Οχτακόσια Ογδόντα Έξι, το κομμάτι γης που σήμερα λέγεται Γιοχάνεσμπουργκ και που σημαίνει Πόλη του Χρυσού, απαρτιζόταν από τέσσερις ταπεινές φάρμες. Κάπου κει ανάμεσα σ’ αυτές τις φάρμες άρχισε να σκαλίζει το χώμα ένας Αυστραλός χρυσοθήρας ονόματι Τζωρτζ Χάρισον. Ο Χάρισον, λοιπόν, τη στιγμή που εντόπιζε κάτι λίγα ψήγματα χρυσού ούτε που του πέρναγε από το μυαλό ότι έπεσε πάνω στο μοναδικό επιφανειακό σημείο του μεγαλύτερου κοιτάσματος χρυσού που εντοπίστηκε ποτέ στον πλανήτη. Γι αυτό και πούλησε τα δικαιώματά του για δέκα λίρες. Φαντάζομαι κλάμα οι απόγονοί του!!


Κάτι τέτοια νέα όμως τρέχουν σαν αστραπή και χωρίς την αρωγή της τηλεόρασης κι έτσι, μέχρι το τέλος της ίδιας χρονιάς, είχαν πλακώσει στην περιοχή χιλιάδες χρυσοθήρες με τις πιο άγριες διαθέσεις. Όπως λέμε Άγρια Δύση: βοϊδάμαξες, αντίσκηνα, παπάδες, κρεμάλες, πιστολίδι, μιλάμε για πολύ γουέστερν. Οι Μπόερς αποτέλεσαν το ιστορικό πρότυπο των προγόνων του Μπους για την εξολόθρευση των Αμερινδών. Και μάλιστα για τους ίδιους λόγους: χρυσάφι!


Θέλω να πάμε στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ και στο Σο­βέτο, λέω στον Στηβ. Στο άκουσμα του Σοβέτο η έκ­φρασή του δείχνει να πιστεύει πως έχει να κάνει με βλαμμένο. Και πώς θα πάτε, δηλαδή; Είναι απλό, Θα μας βρεις ένα βαν μ’ έναν οδηγό που να ξέρει καλά τα κατατό­πια και θα πάμε, του απαντώ με ύφος ανθρώ­που που δεν μασάει από ζόρια.


Ο Μαρκ, η Γιάννα και, ιδίως, η Ισαβέλλα δεν έχουν καμιά αντίρρηση. Και, προφανώς, καμιά συναίσ­θηση της εντόπιας πραγματικό­τητας. Όπως κι εγώ, εξ άλλου. Οι τρεις εικοσάχρονοι μαγκλαράδες γιοι μας, οι δυο του Μαρκ κι ο δικός μου ο Ορέστης, όντες εθισμένοι από την εικονική πραγματικότητα που καταναλώνουν στη χώρα τους, δείχνουν μάλλον πρόθυμοι για σασπένς. Όσο για τη μικρή Μαρία, αυτή βρίσκεται στον κουκλίστικο κόσμο των δέκα της χρόνων. Εννοείς, να μπείτε μέσα στο Σοβέτο; επιμένει ο Στηβ. Τώρα, κάποιοι από μας αρχίζουν ν’ ανησυχούν.


Ο κύριος που σε λίγο θα τον αποκαλούμε κύριο Τάκη, μια βιβλική φιγούρα με άσπρα μαλλιά και με μια λεβεντιά που θυμίζει Γλέζο, επεμβαί­νει: γιατί όχι; τι θα πάθουν; Αν δεν προκαλέσουν, αν δεν ενοχλή­σουν κανέναν, τι έχουν να φοβηθούν; Εγώ ζω τριάντα χρόνια στο Κονγκό και δεν είχα ποτέ το παραμικρό πρόβλημα με τους έγχρωμους! Και τι επαγγέλεστε στο Κονγκό, κύριε Τάκη; τον ρωτώ. Έχω μια μονάδα παραγωγής λαμαρίνας, μου απαντά, και δίνω ψωμάκι σε εβδομήντα οικογένειες μαύρων, συμπληρώνει σεμνά. Ψυχοπονιάρης ο κύριος Τάκης! Άλλο όμως οι αράπηδες του Κονγκό κι άλλο οι αράπηδες του Σοβέτο, ακούω τον Στηβ να μουρμουρά μεσ’ απ’ τα δόντια του, έτσι ώστε να τον ακούσω μόνον εγώ. Και νά ’χετε πάντως υπ’ όψη σας, συμπληρώνει μεγαλόφωνα αυτή τη φορά, πως εδώ μόλις σκοτεινιάσει οι λευκοί κλειδώνονται στα σπίτια τους, κανείς δεν κυκλοφορεί. Εντάξει, Στηβ, εσύ το καθήκον σου το έκανες.



Στα τέλη του Δέκατου Ένατου αιώνα το Γιοχάνεσμπουργκ ήταν ήδη η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Αφρικής. Είχε μαζευτεί εδώ η σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα: τυχοδιώκτες απ’ όλα τα σημεία του πλανήτη με πρώτους και χειρότερους τους Αμερικάνους και τους Άγγλους. Τό ‘χουν στο αίμα τους, τελικά. 

 

Οι μικρομεσαίες μπίζνες κλεινόντουσαν στα μπαρ και στα μπουρδέλα, οι μεγάλες, από τους καθωσπρέπει γκάνγκστερς, στα πολυτελή γραφεία. Όλη αυτή η πολυεθνική συγκέντρωση και η ανεξέλεγκτη δραστηριότητα άρχισε ν’ ανησυχεί τους Μπόερς διότι, σου λέει, αυτοί οι Αγγλογιάνκηδες όσο πάνε ‘κονομάνε όλο και περισσότερο κι αν πιάσουν όλα τα πόστα στις μπίζνες και στην εξουσία εμείς τι θα κάνουμε, θα κολλάμε μπρίκια; Ήταν, βλέπεις, η χρυσή εποχή που άνθιζε ο άναρχος καπιταλισμός χωρίς την αρωγή του κράτους. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, ο Νοτιοαφρικανός πρόεδρος Κρούγκερ επιχειρεί να περάσει μια νομοθεσία με βάση την οποία, δικαίωμα ψήφου στο εξής θα έχουν μόνο οι Μπόερς. Όσο για τους μαύρους, ποιος τους λογαριάζει αυτούς; τους αφαίρεσε και τα τελευταία ψήγματα των δικαιωμάτων που είθισται να θεωρούνται ανθρώπινα. Διότι, πολιτικά έτσι κι αλλιώς δεν είχαν.


Αυτός ο Κρούγκερ, λοιπόν, τά ‘κανε μούσκεμα στους στρατιωτικοπολιτικούς  υπολογισμούς του, απόδειξη περί αυτού είναι το ότι ο πόλεμος που ξέσπασε τέλειωσε με νικητές τους Άγγλους. Οι Αμερικάνοι τό ‘παιξαν, βεβαίως, συνοδοιπόροι των Άγγλων αλλά, επειδή ο καιρός έχει γυρίσματα, σήμερα είναι οι Άγγλοι που τρέχουν πίσω από τους Αμερικάνους, ως παρακεντέδες τους. Ας πρόσεχαν!

 

Εμείς οι Έλληνες δεν τρέχουμε πίσω από κανέναν, είμαστε ένας υπερήφανος λαός! Και να μην ακούσω αντιρρήσεις, ‘ντάξει;


Ο Νικ είναι ο ξεναγός μας κι ο Τζωρτζ είναι ο σωφέρ του μι­κρού βαν που θα μας πάει σήμερα στο Σοβέτο και αύριο στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ. Και οι δύο μαύροι. Πολύ μαύ­ροι. Η φυσιογνωμία του Νικ... από τα μικρά παιδιά όλου του κόσμου μόνο στα νεγράκια του Σοβέτο είναι δυνατόν να μην προκαλέσει γοερά κλάματα τρό­μου. Το βλέμμα του όμως είναι βλέμμα παιδιού, με ό,τι καλό μπορεί να σημαίνει αυτό.

 

Μην ανησυχείτε καθόλου, μας βεβαι­ώνει, γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Σοβέτο, το ξέρω και με ξέ­ρει καλά. Μακάρι νά ‘ναι έτσι, με­γάλε, γιατί πρέπει να παραδεχτώ πως έχω ελαφρώς ψαρώ­σει. Αλλά αυτό το τελευταίο δεν του τό ‘πα.


ΜΠΕΒΕΡΛΥ ΧΙΛΣ


Έχουμε σταθμεύσει σ’ έναν πολύ φαρδύ δρόμο έξω από μια τράπεζα όπου ο Μαρκ με την Ισαβέλλα έχουν μπει για ν’ αλλάξουν λεφτά. Μικρή κίνηση τροχοφόρων και σχεδόν καθόλου πεζών. Μετά από μια παρατεταμένη, όσο και ανησυχητική αναμονή, τους βλέπω επί τέλους νά ‘ρχονται.

 

Είναι αδιανόητα τα μέτρα ασφαλείας που παίρνουν, λέει ο Μαρκ. Όλοι, ακόμη και οι ταμίες, οπλοφορούν. Μέχρι και φωτοτυπία διαβατηρίου μας υποχρέωσαν να βγάλουμε. Σαν κατάσταση πολιορκίας μοιάζει όλο αυτό.


Λίγο αργότερα ο Τζωρτζ θα πιέσει το πεντάλ του φρένου του μπροστά σε μια μονοκατοικία, στην οποία, δεν θα είχα καμία αντίρρηση να κατοικήσω, αρκεί νά ‘ταν στις παρυφές του λόφου Φιλοπάππου. Δις ιζ Σοβέτο! μας πληροφορεί ο φίλος μου ο Νικ. Αρ γιου σουρ; Ή αυτός δεν κατάλαβε καλά ή εμείς. θύματα ίσως κά­ποιας παλαιοκομμουνιστικής προπαγάνδας, έχουμε σχηματίσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα για το Σοβέτο στο μυαλό μας.


Αυτό που μας δείχνει ο Νικ είναι μια συνοικία που μοιάζει ακατοί­κητη μεν, πλην ρυμοτομημένη και ασφαλ­τοστρωμένη ιδανικά, με ισόγειες κατά το πλείστον μονοκατοικίες, με τοίχους και μαντρότοιχους από εμφανές τούβλο, ή πέτρα, και με ολάνθιστους κήπους. Για ρώτα τον, ρε Ισαβέλλα, μή­πως δεν έχει καταλάβει τι θέλουμε; Έχει καταλάβει. Και μάλιστα, πολύ καλά. Είμαστε στο Ορλάντο Γουέστ, που το ονομάζουν και Μπέβερλυ Χιλς του Σοβέτο, και κατοικείται από μια ελίτ ματσωμένων μαύρων. Το κυρίως Σοβέτο αρχίζει από ‘δω και πέρα.  Είπα και ‘γω!


Με τη συνδικαλιστική πείρα που είχαν αποκτήσει από τη χώρα τους οι Άγγλοι εργατοπατέρες, κατάφεραν να περιχαρακώσουν, εκτός των πολιτικών, και τα εργασιακά δικαιώματα των λευκών. Με μοναδικό κριτήριο το χρώμα του δέρματος. Δηλαδή, για όποιον δεν κατάλαβε, σε βάρος των μαύρων. Τόσο που, στις αρχές του Εικοστού Αιώνα, είκοσι μία χιλιάδες λευκοί χρυσωρύχοι κέρδιζαν τα υπερδιπλάσια από όσα κέρδιζαν εκατόν ογδόντα χιλιάδες μαύροι που έκαναν την ίδια δουλειά. Και μην ακούσω το γνωστό ρατσιστικό πως οι μαύροι είναι τεμπέληδες και κάτι τέτοια γιατί θα συγχυστώ πάλι. Απόδειξη περί την ορθότητα της άποψής μου είναι και το γεγονός ότι  τα μεγαλοαφεντικά άρχισαν πλέον να αναθέτουν σε μαύρους τις εξειδικευμένες εργασίες, τις οποίες μέχρι εκείνη τη στιγμή μονοπωλούσαν οι μοσχοπληρωμένοι λευκοί. Αυτό έκανε τους λευκούς συνδικαλιστές να τα πάρουν στο κρανίο και να ξεχυθούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Όχι όμως ενάντια στα μεγαλοαφεντικά αλλά ενάντια στους μαύρους γενικώς. Κατεβαίνουν βέβαια, ως όφειλαν, και οι ένστολοι θεράποντες της Έννομης Τάξης και έγινε το έλα να δεις! Απολογισμός; Επισήμως διακόσιοι νεκροί!


ΣΟΒΕΤΟ


Την επόμενη φορά που ο Τζωρτζ θα πιέσει το πεντάλ του φρένου του θα βρισκόμαστε σε μια ανοιχτάδα του Ορλάντο πωστολένε, απ’ όπου οι λαμαρινοσκεπές του ορίτζιναλ παραγκομαχαλά θ’απλώνονται τόσο, όσο πιάνει το μάτι. Είναι το μεγαλύτερο μαύρο γκέτο στη Νότια Αφρική, τριάντα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ, παίρνει το λόγο ο Νικ. Δεν έχει, λέει, σταθεί δυνατό να καταμετρηθεί πληθυσμιακά αλλά υπολογίζεται σε τρία έως τέσσερα εκατομμύρια μαύρους.

Η χάι κλας του γκέτο, συνεχίζει ο Νικ, κατοικεί σε κάτι εν σειρά ομοιόμορφα κυβερνητικά συγκροτήματα από διαμερισματάκια των τριών δωματίων, κοινόχρηστη τουαλέτα και παροχή νερού. Αυτή η κατηγορία μαύρων, μαζί με κείνους του Ορλάντο Γουέστ, είναι για μας οι πλούσιοι και αποτελούν το δέκα τοις εκατό του συνόλου των μαύρων του Σοβέτο. Μετά έπονται εκείνοι που τους δόθηκε ένα μικρό κομμάτι γης με παροχή νερού και μια προκάτ τουαλέτα και τους είπαν χτίστε ό,τι αντέχει η τσέπη σας. Και μετά οι άλλοι, που έστησαν μια παράγκα στις πίσω αυλές των νόμιμων σπιτιών των μαύρων. Αυτή η, μεσαία για μας, τάξη αποτελεί το εξήντα τοις εκατό του Σοβέτο. Στον πάτο του βαρελιού, το υπόλοιπο τριάντα τοις εκατό δηλαδή, είναι οι καταληψίες που χτίζουν όπου βρουν κι όπως μπορούν, χωρίς τουαλέτες και τρεχούμενο νερό, καθώς και ‘κείνοι που δεν έχουν πού την κεφαλή κλίναι και κοιμούνται σ’ ερειπωμένους κοιτώνες, σε χαλάσματα ή στο δρόμο.


Παράλληλα όμως με τη χρυσόρυξη ξεφύτρωσαν και γιγαντώθηκαν κι άλλες πολλές και μεγάλες βιομηχανίες κι αυτό είχε σαν φυσικό επακόλουθο να συρρέουν ακατάπαυστα στο Γιοχάνεσμπουργκ όλο και περισσότεροι μαύροι, με την ελπίδα να λαδώσουν κι αυτοί το αντεράκι τους. Ο ρατσισμός όμως, που υποκρύπτει ΠΑΝΤΑ ταξικό χαρακτήρα, φούντωνε κάθε μέρα και περισσότερο.

Κόμραντ, αυτοί οι αράπηδες μας παίρνουν την μπουκιά απ’ το στόμα, κρατούν τα μεροκάματά μας χαμηλά, κάτω, λοιπόν, (όχι τ’ αφεντικά, αλλά) οι αράπηδες, εβρυχώντο μαινόμενοι οι τρεϊντγιουνιονίστες, θεμελιώνοντας έτσι ένα, ντεφάκτο τότε, Απαρτχάιντ.


Τα παραγκοστρατόπεδα  άρχισαν να εμφανίζονται απ’ τη δεκαετία του ‘Τριάντα. Εκεί στοιβάζονταν όπως-όπως όλοι οι μαύροι, αλλά και οι λοιποί έγχρωμοι, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Άσε που τους χαρακτήριζαν και καταπατητές! Στα τέλη της δεκαετίας του ‘Σαράντα, όταν το κόμμα των λευκών αγγλόφωνων τα βρήκε με το κόμμα των Αφρικάνερ, των Μπόερς δηλαδή, και κέρδισαν τις εκλογές, την έπεσαν στις συνοικίες των μαύρων. Μαύροι γκόου χομ! και τέτοια. Πολλοί παραγκομαχαλάδες κάηκαν και ισοπεδώθηκαν για να ξαναφυτρώσουν, όπως το Σοβέτο, κάπου αλλού. Λογικό δεν είναι; 


Ο Τζωρτζ έχει παρκάρει σ’ ένα οριακό σημείο του παραγκομαχαλά, όπως λέμε στη μεθόριο ζώνη με την τάδε επικράτεια. Είμαστε απαξάπαντες μέσα στο βαν, πλην του Νικ που έχει πάει να συνεννοηθεί με τους, δεν ξέρω ποιους. Ο Τζωρτζ βρίσκεται στη θέση του, στο τιμόνι. Η αμέτρητη πιτσιρικαρία έχει πολιορκήσει το όχημά μας. Μουτράκια μυξωμένα και παμβρώμικα που έχουν κολλήσει στο τζάμι. Που έχουν σκαρφαλώσει μέχρι και στο καπό. Τεράστια γουρλωμένα μάτια. Χέρια «αταβιστικώς» απλωμένα: μάνεϊ, μίστερ, μάνεϊ! Μα πιο πολύ τους τραβά την προσοχή η Μαρία. Σαν να μην έχουν ξαναδεί τόσο ανοιχτόχρωμο παιδί. Και τόσο πλυμένο! Αλλά και η Μαρία τά ‘χει χαμένα. Όχι από φόβο, γιατί τα παιδιά δεν γεννιούνται με προκαταλήψεις, αλλά μάλλον από έκπληξη για κάτι το πρωτόγνωρο.


Μάνεϊ, μίστερ, μάνεϊ! Και τα χεράκια απλωμένα ικετευτικά και επίμονα. Πρέπει να βρεθούν απαντήσεις, όχι μόνο για μας αλλά  και για την (κάθε) μικρή Μαρία. Εκεί είναι τα δύσκολα, που λες.


Ο Νικ φαίνεται πως συνεννοήθηκε με κάποια σκληρά καρύδια του νεογκέτο, και καλά πως είμαστε με το μέρος τους, πράγμα που δεν απέχει καθόλου απ’ την αλήθεια. Συμπεριφερθείτε φυσιολογικά, μας λέει, κι αν μπορείτε να δώσετε καμιά καραμέλα, να, εκεί πουλάνε, ή κά ’να κέρμα στα μικρά, καλό θα είναι. Αλλά, μόνο στα μικρά. Να μην μπαίνετε στα σπίτια αν δεν ρωτάτε πρώτα και να μην απομακρυνόσαστε. Ο Τζωρτζ θα μείνει να φυλάει τ’ αυτοκίνητο και τα πράγματά σας. Μαζί μας Θά ‘ρθουν και δυο ακόμα φιλαράκια μου που μένουν εδώ, έτσι, για να νοιώθετε και σεις καλύτερα. Κι αν γίνεται, να τους δώσουμε και κατιτίς στο τέλος... Έγινε, μεγάλε, ό,τι πεις!

Καταλύματα από οποιοδήποτε πρόχειρο υλικό, πλίθρα, πλαστικό, ξύλο, χαρτόνι και, κυρίως, από λαμαρίνα. Δρόμοι, στενές ρούγες δηλαδή, με μολυβί λασπωμένα απόνερα που διακλαδίζονται παντού και ανεξέλεγκτα. Οι ηλικιωμένοι δεν φαίνονται να νοιάζονται για την παρουσία μας. Τους φτάνουν τα βάσανά τους. Οι νεαροί, με τη γνωστή μαγκιά των εικοσιτεσσάρων καρατίων, μ’ ένα τσιγάρο κρεμάμενο στο κάτω χείλος και με τη ματιά του ακατανίκητου εβένινου εραστή, κάνουν το νουμεράκι τους με επιδιωκόμενους αποδέκτες τα θηλυκά μέλη της παρέας μας. Κι οι κοπελιές κάτι ανάλογο κάνουν με πιθανούς αποδέκτες τα νεαρά λευκά αρσενικά μας. Συνθήκες περίπου ιδανικές για μένα αφού σχεδόν κανείς δεν θα δώσει ιδιαίτερη σημασία στην ενίοτε αδιάκριτη φωτογραφική μηχανή μου.


Είναι βέβαια και κάτι λάμψεις, σαν από λεπίδες, που εκπορεύονται από κάποια αντρικά βλέμματα και αφορούν εμένα και το φακό μου. Ανταποκρίνομαι μ’ ένα χαζό χαμόγελο εκ γενετής ηλιθίου μπας κι έτσι αποενοχοποιηθώ απέναντι στην ποιος ξέρει ποια κρίση τους. Εδώ ο νομοθέτης είναι αυτοί που με κοιτάζουν έτσι. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι το να μην ξέρεις τίποτα από την άγραφη νομοθεσία τους. Πάντως, περιφέρομαι όσο γίνεται πιο κοντά στους δικούς μου με επίκεντρο τον Νικ και τα δυο παλικαράκια που στρατολόγησε λίγο πριν για την ασφάλειά μας. Ορίστε πού κατάντησα, να θέλω και μπόντιγκαρντ! Ποιος; εγώ!


Η ατμόσφαιρα ζέχνει ανάμικτη  από αναθυμιάσεις κάποιων, προδήλως υπαίθριων, δραστηριοτήτων όπως το μαγείρεμα και η ανακούφιση ορισμένων βιολογικών απαιτήσεων. Μερικές γυναίκες κουβαλούν νερό από τη δημόσια κρήνη. Οι περισσότερες αποστρέφονται το φακό μου. Τους χαμογελώ και δεν επιμένω. Έχουν δίκιο. Ξέρω πως ασκώ ένα σκατοεπάγγελμα αυτή τη στιγμή και χαϊδολογώ τη συνείδησή μου ότι είναι για το καλό τους. Και αυτοδεσμεύομαι να είναι για το καλό τους. Γιατί η γειτονιά που με γέννησε δεν απέχει έτη φωτός απ’ αυτό το γκέτο.


Μέσα σε μισή ώρα μέτρησα τέσσερις ψόφιους αρουραίους. Μέτρησα υπερήλικες ζαρωμένους σε μια γωνιά. Μέτρησα ακρωτηριασμένους και ζωντανούς νεκρούς, εμφανώς ανίατους. Μέτρησα οργή και δίκαιο μίσος. Κι ένοιωσα πως όταν αυτό το μίσος γίνει παλιρροϊκό δεν θα υπάρχει ούτε ο χρόνος ούτε ο χώρος για να μετρηθούν και οι δικές μου καλές προθέσεις. Τότε, η «πολιτισμένη» Ανθρωπότης, της οποίας ο εγκέφαλος βρίσκεται προφανώς στη Γουώλ Στρητ, θα πίνει τον καφέ της μπροστά στις μικρές οθόνες και θ’ ακούει για απολίτιστους, για φανατικούς και για φονταμενταλιστές. Για επικίνδυνα για τον πολιτισμό μας μιάσματα που πρέπει να βομβαρδίσουμε (αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχουν καμιά αγοραστική δύναμη). Συγχύστηκα πάλι!


ΑΠΑΡΤΧΑΙΝΤ


Το Απαρτχάιντ έγινε και τυπικά νόμος της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης το ‘Σα-ράντα Οκτώ, όταν κέρδισε τις εκλογές ο συνασπισμός των λευκών μ’ επικεφαλής κάποιον Μάλαν. Εξ άλλου αυτό ήταν και το κεντρικό προεκλογικό τους σύνθημα: έξω οι μαύροι. Στην πραγματικότητα εννοούσαν: οι μαύροι στη μαύρη δουλειά με μεροκάματα πείνας ή, άλλως, στο χώμα. Λογικά, βέβαια, προτιμούσαν το πρώτο διότι χωρίς φτηνή εργατική δύναμη ο καπιταλισμός καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.


Το Απαρτχάιντ, επιστρατεύοντας και τη θρησκευτική επιχειρηματολογία, που είναι πάντα διαθέσιμη  στο οπλοστάσιο των ισχυρών, απέκτησε και επίσημο ιδεολογικό έρεισμα: την καθαρότητα της φυλής! Προς θεού, μην ανακατέψουμε το υπέροχο κόκκινο αίμα μας με κείνο των μαύρων, μπλιαχ! Κομμένοι οι γάμοι και γενικώς η συνουσία μεταξύ λευκών και μαύρων. Κάποιες εξαιρεσούλες θα μπορούσαμε βέβαια να κάνουμε με την υπηρέτριά μας ή την πουτάνα του απέναντι μπαρ, έτσι, σαν κάποιο είδος κτηνοβατικής ψυχαγωγίας, δηλαδή. Χωριστά νοσοκομεία, χωριστά σχολεία, χωριστές παραλίες, χωριστά λεωφορεία, χωριστά γήπεδα, χωριστά μαγαζιά, χωριστές δημόσιες τουαλέτες, χωριστά παγκάκια στο πάρκο, χωριστά πεζοδρόμια... Ένας παράδεισος για τους Πλεύρηδες.


Οι μαύροι κατηγοριοποιήθηκαν σε δέκα φυλές με βάση την (αυθαίρετα προσδιοριζόμενη) καταγωγή τους. Να πάτε, λέει, στα χωριά σας. Ποια χωριά μας; εδώ και γενεές δεκατέσσερες γεννοβολιώμαστε σε τούτα ‘δω τα μέρη! Τους εκτόπισαν βίαια διαλύοντας εκατομμύρια οικογένειες. Και για να μπορούν να βγαίνουν από τις περιχαρακωμένες περιοχές-γκέτο έπρεπε να έχουν ειδική άδεια απ το σερίφη. Η συνολική επιφάνεια των «τόπων καταγωγής» των μαύρων αντιστοιχούσε στο δεκατρία τοις εκατό του νοτιοαφρικανικού εδάφους και σ’ αυτό το δεκατρία τοις εκατό έπρεπε να χωρέσει και να «ζήσει» το εβδομήντα πέντε τοις εκατό του πληθυσμού της χώρας.


Μετά από κάποια δέκα με είκοσι λεπτά στο Σοβέτο νοιώθουμε σαν στο σπίτι μας! Ένα, και όχι μόνο ένα, χαμόγελο, δυο κουβέντες φιλικές, γουέρ αρ γιου φρομ, ξένε; φρομ Γκρης, αρκούν για να σπάσει ο πάγος. Κι εξ άλλου στα χαρακτηριστικά μας δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει Αμερικάνο ή Άγγλο. Όοου, φρομ Γκρης! Το «Γκρης» έχει αποδειχτεί για μια ακόμη φορά καλή διαπίστευση. Τι μας βρίσκουν ήθελα νά ‘ξερα. Μπορεί νά ‘χουν ακούσει  μόνο το Πανατηνάικος, το Ολυμπίακος και το Τεοντοράκις από την τηλεόραση αλλά η μπογιά μας, δεν ξέρω γιατί, περνάει παντού. Και εννοώ τις τριτοκοσμικές κοινωνίες, βέβαια.  Όοου, φρομ Γκρης! Ναι, αμέ!

 

Είναι και μια παρέα από μαγκλαράδες που παίζουν στην αλάνα κάποιο επιχωμάτιο παιχνίδι. Τζογαδόρικο μου φάνηκε. Κάτι σαν μπαρμπούτι χωρίς ζάρια. Πιο ‘κει είναι και μια άλλη παρέα από πιτσιρικαρία που δέχτηκε αμέσως τη μικρή Μαρία στο παιχνίδι. Και η μικρή Μαρία εγκλιματίστηκε πάραυτα. Πάντα τό ’λεγα ότι τα παιδιά πάσχουν από ιδεολογικό δαλτονισμό ως προς το χρώμα της σάρκας.


Η απαρχή της εξέγερσης που κατέληξε στην πτώση του Απαρτχάιντ οριοθετείται στις Δεκάξι του Ιούνη του ‘Εβδομήντα Έξι και εκπορεύεται απ’ το Σοβέτο. Ο Νέλσον Μαντέλα βρισκόταν ήδη απ’ το ‘Εξήντα Δύο πίσω απ’ τα κάγκελα αλλά, για όσους δεν τό ’χουν καταλάβει ακόμα, οι φυλακές δεν μπόρεσαν ποτέ να ευνουχίσουν τις μεγάλες Ιδέες. Ο άλλος εμψυχωτής της Μαύρης Συνείδησης, ο Στηβ Μπίκο ήταν έξω, στην πρώτη γραμμή, στην καρδιά του Σοβέτο, όπου και θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή δολοφονημένος από τα μίσθαρνα όργανα της λευκής εξουσίας.


Ως αφορμή για την εξέγερση θα καταγραφεί η υποχρεωτική διδασκαλία και χρήση της Αφρικάανς στα σχολεία των μαύρων. Της γλώσσας, δηλαδή, των λευκών καταπιεστών. Πρόκειται για τη σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει. Νισάφι, θα πουν οι μαύροι, δεν πάει άλλο!


Θ’ ακολουθήσουν μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που γρήγορα, χάρη στην αβρότητα της νοτιο-αφρικανικής αστυνομίας, θα μετασχηματιστούν σε βίαιες συγκρούσεις. Πολύ βίαιες. Κραυγές Ελευθερίας! Μέσα στο ‘Εβδομήντα Εφτά ο πληθυσμός των μαύρων θα λιγοστέψει κατά χίλια τόσα άτομα που δεν πήγαν από φυσικό θάνατο. Και τα επόμενα δεκαοχτώ χρόνια θα λιγοστέψει ακόμη περισσότερο.

Και ρέουν έτσι δεκαοχτώ χρόνια αιματηρών συγκρούσεων με νεκρούς ένθεν κακείθεν, ων ουκ έστιν αριθμός, ώσπου ν’ αρχίσει να ευαισθητοποιείται και η διεθνής κοινότητα. Στα περιθώρια που της άφηνε η χαύνωση του καταναλωτισμού, εννοείται.


Δεκαοχτώ χρόνια σταδιακών υποχωρήσεων εκ μέρους των λευκών ρατσιστών, μέχρι την τελική κατάργηση του Απαρτχάιντ το ‘Ενενήντα Τέσσερα. Όμως μερικοί, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, πιστεύουν πως το να γκρεμίσεις τους μηχανισμούς πάνω στους οποίους βασίζεται ένα σάπιο, απάνθρωπο κοινωνικό σύστημα είναι λιγότερο δύσκολο από το να οικοδομήσεις ένα νέο, βασισμένο στην πολιτική ισονομία και στην κοινωνική δικαιοσύνη σε όλα τα επίπεδα. Διότι, άλλο το να συντάσσεις ιδεώδεις νόμους κι άλλο αυτοί να γίνονται συνείδηση και κυρίαρχος αντανακλαστικός πολιτισμός. Ο αγώνας συνεχίζεται εσαεί.



ΓΙΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ   

Μετά την κατάργηση και του τελευταίου νόμου του Απαρτχάιντ το Γιοχάνεσμπουργκ άρχισε ν’ αδειάζει σιγά σιγά από λευκούς και να γεμίζει από μαύρους. Ο σημερινός πληθυσμός του, πάντως, πρέπει να υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια.


Το Γιοχάνεσμπουργκ είναι σχεδόν επίπεδο. Είμαστε στον πεντηκοστό όροφο του ψηλότερου από τους ουρανοξύστες του και μάλιστα σε μια εξόχως προνομιακή θέση για την πανοραμική φωτογράφησή του. Χωρίς τον Νικ δεν υπήρχε περίπτωση να φτάναμε ποτέ μέχρις εδώ. Στη βάση του κτηρίου είναι το Κάρλτον Οτέλ. Ένα από κείνα τα κυριλάτα ξενοδοχεία με τους λιβρεοφόρους που ξεμεσιάζονται στις ρεβερέντζες. Πράγμα που δεν συμβαίνει τώρα πια διότι δεν υπάρχουν λιβρεοφόροι. Και δεν υπάρχουν λιβρεοφόροι διότι... εμ, διότι δεν υπάρχουν πελάτες. Το οποίον θα πει ότι πάπαλα το Κάρλτον. Λουκέτο! Και όχι μόνο το Κάρλτον, λέει ο Νικ, αλλά και όλα τα σούπερ λουξ ξενοδοχεία.


Λέγεται πως δεν είναι δυνατόν να κυκλοφορήσει ένας λευκός, και ιδιαίτερα πεζός, στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ, και ο λόγος; Η εγκληματικότητα. Το λες εσύ, ρε Νικ; Γιατί να το κρύψω; Δεν αγωνιστήκαμε ενάντια στους λευκούς εκμεταλλευτές για ν’ αλωνίζουν οι μαύροι πλιατσικολόγοι. 



Και τώρα πού θες να σας πάω; Θά ’λεγα σε μια ανοιχτή, υποβαθμισμένη περιοχή, με πολλή κίνηση, με καλή ηλιοφάνεια και με σένα να μη μας χάνεις απ’ τα μάτια σου διότι θα μας φάνε οι μαύροι! Με κάτι τέτοια ξεκαρδίζεται στα γέλια. Εντάξει μάι φρεντ, έγινε, και δίνει τη σχετική οδηγία στον Τζωρτζ. Ακόμη δεν είδα ούτ’ έναν λευκό μέσα στο Γιοχάνεσμπουργκ, Νικ. Ελάχιστοι λευκοί κυκλοφορούν εδώ στο κέντρο, μου λέει, έχουν αποτραβηχτεί στην  περιφέρεια και πολλά από τα σπίτια τους έχουν δοθεί σε πρώην άστεγους μαύρους.


Δεκαώροφα κτήρια έχουν αρχίσει να γερνάνε πρόωρα. Σ’ εκατοντάδες παράθυρα και μπαλκόνια άλλοτε γραφείων επιχειρήσεων στεγνώνουν τώρα πολύχρωμες μπουγάδες. Δεν βλέπω πουθενά τους χώρους που καλύπτουν τις ανάγκες της ψυχαγωγίας και της κοινωνικής συναναστροφής, τους κινηματογράφους, τα θέατρα, τα μπαρ, τα ε-εστιατόρια, τα μουσεία, τις γκαλερί... Έτσι ήταν πάντα το Γιοχάνεσμπουργκ, λέει ο Νικ, οι χώροι ψυχαγωγίας, όπως τους λες, είναι κι αυτοί περιχαρακωμένοι και προστατευόμενοι έξω από το κέντρο. Το Γιοχάνεσμπουργκ σχεδιάστηκε για τις μπίζνες και για να κρατήσει τους ανθρώπους και τον ανθρωπισμό στο περιθώριο.


Βρισκόμαστε σε μια απέραντη λαϊκή αγορά. Πολύκοσμη και πολύβουη. Κάποιοι κατουράνε όπου νά ‘ναι και κάποιοι άλλοι κοιμούνται στο πεζοδρόμιο. Λόφοι από σκουπίδια παντού.


Η κρίσιμη καμπή μιας κοινωνίας που πρέπει ν’ αποφασίσει το προς τα πού θα πάει. Συλλογίζομαι πως η εγκληματικότητα είναι κι αυτή μια έκφανση της μη συνειδητοποιημένης, δηλαδή της τυφλής, ταξικής πάλης.


Και τώρα πού θέλεις να σας πάω; Θα σου πω, Νικ, αλλά πρώτα πρέπει να γράψω τη λέξη «τέλος» διότι έχω φτάσει στις τρεις χιλιάδες εννιακόσιες ενενήντα λέξεις και, ως συνήθως, θα εγείρω διαμαρτυρίες. Τι να κάνω; πάντα είναι περισσότερα αυτά που θά ‘θελα να πω.


Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...