ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ 1, ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΚΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΤΡΟΠΙΚΟΙ
Η πυκνή τροπική βλάστηση δεν μου επιτρέπει να υποθέσω μέχρι πού θα φτάσει αυτό το ψυχοβγαλτικό ανέβασμα. Για να μην παραδεχτώ πως κουράζομαι στέκομαι για φωτογράφιση παραπάνω απ όσο χρειάζεται. Το ιδανικό μου θέμα είναι οι αρσενικοί πίθηκοι. Προφανώς είναι η εποχή των ερώτων τους και γι αυτό ασχολούνται τόσο πολύ με τα εμφανώς αναστατωμένα «προσόντα» τους. Φαίνεται επίσης πως δεν θέλουν να τους ενοχλώ με τον τηλεφακό μου και ως εκ τούτου δεν κρύβουν την αντιπάθειά τους για το πρόσωπό μου. Μήπως πρέπει να φτιάξω ένα άλμπουμ τσόντα από πιθήκους;
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΔΡΟΜΙΟ του ΕΠΕΝΔΥΤΗ, τεύχος αρ. 10 / 21.09.2013
Σρι Λάνκα, χαράματα, αεροδρόμιο του Κολόμπο, αποβίβαση, κυλιόμενος ιμάντας αποσκευών. Το αγοραίο θα μας πάει στο «Κολόμπο χάουζ» όπου, λόγω τζετ λανγκ, θα πέσουμε ξεροί για τουλάχιστον έξι ώρες, ο γράφων, η Ισαβέλλα και η Καίτη. Με τη βραδινή πτήση αναμένονται να προστεθούν στην παρέα το Μαράκι με την Έλενα… Όχι, δε μιλάμε για χαρέμι, μιλάμε για αδιαφιλονίκητη γυναικοκρατία.
Ένα σύνηθες πια συναίσθημα: να ξυπνώ, να κοιτάζω γύρω μου και ν’ αναρωτιέμαι πού βρίσκομαι. Δεν είμαι στα Πετράλωνα, δεν είμαι στην Αθήνα, πώς τη λεν αυτή τη χώρα; Τι παράξενο που είναι αυτό το πουλί στο παράθυρο!; Να σου φτιάξω καφέ; Η Ισαβέλλα δεν πίνει ποτέ καφέ με την τσίμπλα στο μάτι αλλά εγώ θέλω να το παίξω και καλά περιποιητικός. Μουρμουράει κάτι που μοιάζει με το «αυτά που λες, δημαγωγέ, εγώ τ’ ακούω βερεσέ». Εντάξει, θα φτιάξω μόνο για μένα.
Ξεκούραστοι, πλέον, θα ξαμοληθούμε στην Πέτα, την κεντρική αγορά του Κολόμπο. Ένα μπάχαλο υποκείμενο στη δική του νομοτέλεια. Μια αέναη κίνηση πεζών και φορτηγών οχημάτων κάθε τύπου, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι ότι, σχεδόν όλα, μοιάζουν να πνέουν τα λοίσθια, πλην, είναι τόσο φορτωμένα που αναρωτιέμαι αν έχω παραισθήσεις από την κούραση του ταξιδιού. Κι ένα ψιλόβροχο να μου σπάει τα νεύρα, όχι τόσο για το σαρκίο μου όσο για την καινούργια μου ψηφιακή, την «Αργώ», που την έχω περί πολλού. Αυτό το απερίγραπτο τζέρτζελο της αγοράς σε μένα και την Ισαβέλλα μάς είναι οικείο. Οι φωνές, η γλίτσα, τ’ ανάμικτα με την μπόχα αρώματα των μπαχαρικών και, μέσα σ’ όλα αυτά ένας, ινδο-ροκοκό ναός για να θυμίζει την εδώ, επί του παρόντος, βουδιστική συνύπαρξη με τον Ινδουισμό. Η Αργώ κλικάρει αχόρταγα πάνω σ’ ένα πολύχρωμο, πολύβουο και αεικίνητο πλήθος. Τα χαμόγελα και τα «αλόου μίστερ» πέφτουν βροχηδόν. Της Καίτης το μάτι δεν ξεκολλάει από την πανδαισία των εμπορευμάτων που αφορούν στο γυναικείο ντύσιμο. Αυτά τα γαντάκια, εκείνο το φουλάρι.. Κούλαρε, της λέω, έχουμε εβδομάδες μπροστά μας, και πολλές αγορές ακόμη. Δεν την αδικώ. Όσο θυμάμαι τι ψώνιζα κι εγώ στα πρώτα μου ταξίδια! Λες και θ’ άνοιγα εμπορικό.
Η πόλη είναι γεμάτη ένστολους και ένοπλους, τσεκ πόιντ, στοπ, πάσπορτ-κοντρόλ και άλλα τέτοια απεχθή όσο για να μην ξεχνάμε πως οι πληγές του εμφυλίου των Σιγκαλέζων βουδιστών με τους ινδουιστές Ταμίλ χαίνουν ακόμη. Στους κεντρικούς δρόμους ο δήμαρχος του Κολόμπο τα πάει αρκετά καλά, πλην στους παράδρομους η βρωμίτσα παραπέμπει σε κάτι παλιές μας μνήμες από Ινδία. Αφήνω τελευταίο το σημαντικότερο: την ασιατική καλοσύνη που μας παρέχει εκείνο το αίσθημα ασφάλειας, το ισόποσο του οξυγόνου. Μέσα στον χαμό του αενάως κινούμενου πλήθους ρωτάμε κάποιον πού θα μπορούσαμε να πιούμε έναν καφέ, ή κάτι που να φέρνει προς καφέ, τέλος πάντων. Ο εν λόγω τυπάκος αφήνει πάραυτα το μαγαζάκι του αφύλακτο, σηκώνει τα ρολά του διπλανού, μάς δίνει από ένα ετοιμόρροπο πλαστικό σκαμπό και ξαμολιέται, παρά τις περί του αντιθέτου διαμαρτυρίες μας, για να γυρίσει σε λίγο με τους καφέδες σε πλαστικά ποτηράκια.
Ούτε κουβέντα για λεφτά. Δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Κερνάει το κατάστημα, λέει. Κι ούτε που του πέρασε απ το μυαλό να μας κολλήσει να ψωνίσουμε κάτι από το μαγαζί του. Άλλο η δουλειά, άλλο η φιλοξενία. Είμαι αρκετά παλιός ώστε να θυμάμαι πως κι η Ελλάδα ήταν αρκετά φιλόξενη κάποτε. Και τι θα πει Ελλάδα; Εμένα τώρα πια πατρίδα μου είναι οι άνθρωποι με τους οποίους μοιράζομαι τις ίδιες αξίες και μπορώ και επικοινωνώ.
Νύχτα. Ο δημόσιος φωτισμός στο Κολόμπο είναι τζουρούτικος. Περίπου μηδενικός. Αν δεν έχεις εξοικειωθεί με τέτοιες χώρες αγριεύεις. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει στην επόμενη γωνία. Βγήκαμε για να συναντήσουμε το Μαράκι και την Έλενα που έχουν στο μεταξύ φτάσει και καταλύσει σε κάποιο παραθαλάσσιο κυριλέ ξενοδοχείο, το «Γκάλε φέις», το οποίο θεωρείται καμάρι και σύμβολο του Κολόμπο. Ελάχιστα είναι τα σημεία όπου υπάρχει κάποια νυχτερινή κίνηση. Το τρίκυκλο αγοραίο που εδώ ονομάζεται «τουκ-τουκ» μας αφήνει εκεί που ξεθυμαίνει το ωκεάνιο κύμα του Ινδικού.
Στο αίθριο του ξενοδοχείου μια τεράστια λευκή τέντα διαμέτρου δεκαπέντε περίπου μέτρων στεγάζει την πολυπληθή ορχήστρα και μια πίστα χορού. Μια αλλόκοτη πολυτέλεια για τούτη τη χώρα. Τίποτε υπουργοί θα είναι. Οδεύουμε κατά κει. Οι γηγενείς παριστάμενοι, ντυμένοι με δυτικότροπη αντίληψη: κοστούμια, γραβάτες, απαστράπτουσες τουαλέτες και ανάλογο ύφος, γιορτάζουν κάποιο γάμο.
Η πείρα μου λέει πως κανείς δεν θα παραπονεθεί αν ένας αλλοδαπός φωτογράφος, και μάλιστα «δυτικός», χωθεί ακάλεστος ανάμεσα τους για να απαθανατίσει το συμβάν. Ο γαμπρός με τη νύφη έδωσαν το χορευτικό έναυσμα και η πίστα γέμισε από ζευγάρια καλεσμένων όταν ο ξαφνικός δυνατός αέρας και η λυσσασμένη βροχή ισοπέδωσαν την τέντα επάνω στα κεφάλια τους. Φωνές, τρεχάλες, πανικός. Σα να ‘χαν φοβικά ανακλαστικά από τον καιρό του τσουνάμι. Κι εγώ τους φωτογράφιζα. Πάλι καλά που δεν με προπηλάκισαν. Δεν υπήρξαν τραυματισμοί από το καταπλάκωμα. Ένα γκαγκ από ταινία του Μπάστερ Κήτον!
Στις Απσάρες
Μας συνοδεύει ένα ευγενέστατο ψιλόλιγνο παλικάρι που ακούει στο όνομα Τζαγιαμπάτι. Δεν σταματά να μιλά παρά μόνο όταν πεισθεί πως μας έχει πάρει και τους πέντε ο ύπνος μέσα στο όχημα. Ίσως και να συνεχίζει να μας ξεναγεί καθώς κοιμόμαστε αλλά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Σοφέρ και ιδιοκτήτης του μίνι βαν είναι ο Λαλ, ένας αγέλαστος που όταν δεν οδηγά κρατά ένα πανί ή ένα σκουπάκι για να διατηρεί απαστράπτον το τροχοφόρο περιουσιακό του στοιχείο. Και δεν απομακρύνεται ποτέ απ αυτό παρά μόνο για τις φυσικές του ανάγκες.
Διατρέχουμε τη χώρα με βόρεια κατεύθυνση. Όλα παραπέμπουν σ’ ένα μίγμα από Ινδίες και νοτιοανατολική Ασία: ο σωματότυπος των γηγενών, η ευγενική τους συμπεριφορά, η χλωρίδα, η αρχιτεκτονική αντίληψη, τα τουκ-τουκ, όλα… Λες και κάνουμε ριπλέι τις πρώτες προ αμνημονεύτων χρόνων ταξιδιωτικές μας εμπειρίες.
Απ το ακατάσχετο κελάρυσμα των λόγων του Τζαγιαμπάτι πιάνω το ότι έχουμε φτάσει σε μια αρχαιολογική περιοχή ένθα γνωστή ως Γιαπαχούβα. Μια ανάβαση από αμέτρητα δύστροπα σκαλοπάτια, πρασινισμένα από τη μούχλα και τα άπληστα βρύα.
Η τροπική βλάστηση είναι πυκνή και δεν μου επιτρέπει να υποθέσω μέχρι πού θα φτάσει αυτό το ψυχοβγαλτικό ανέβασμα. Για να μην παραδεχτώ πως κουράζομαι στέκομαι για φωτογράφιση παραπάνω απ όσο χρειάζεται. Τα κορίτσια δεν κωλώνουν με τίποτα, ούτε καν η Έλενα που την είχα για μη μου άπτου. Σκυλί! Το ιδανικό φωτογραφικό θέμα μου εδώ είναι οι αρσενικοί πίθηκοι. Προφανώς είναι η εποχή των ερώτων τους και γι αυτό ασχολούνται τόσο πολύ με τα εμφανώς αναστατωμένα «προσόντα» τους. Φαίνεται επίσης πως δεν θέλουν να τους ενοχλώ με τον τηλεφακό μου και ως εκ τούτου δεν κρύβουν την αντιπάθειά τους για το πρόσωπό μου. Είναι ανήσυχοι και το νου τους στο ζευγάρωμα. Διερωτώμαι μήπως πρέπει να φτιάξω ένα άλμπουμ τσόντα από πιθήκους.
Κάπου στη μέση του γολγοθά κι ένας ερειπωμένος ναός με ανάγλυφα λιοντάρια, με δράκους και Απσάρες. Απσάρες λέγονται κάτι θεϊκές νύμφες με τα βυζάκια έξω.
Δεν είμαστε μόνοι. Από την ίδια ψυχοβγαλτική κλίμακα ανεβοκατεβαίνουν ευάριθμοι γηγενείς προκειμένου να καταθέσουν τα σέβη τους στον λεγόμενο «ιερό» χώρο. Ας σημειωθεί πως η Γιαπαχούβα, εκτός από εφήμερη πρωτεύουσα της μεσαιωνικής Σρι Λάνκα, αποτελεί και τόπο βουδιστικού προσκυνήματος.
Κι ο ατσαλάκωτος Τζαγιαμπάτι, σε κάθε ευκαιρία, να θέλει ακούραστα να μας εξηγεί το κάθε τι. Φυσικά και δεν κάθομαι να τα ακούσω αφού πρέπει να φωτογραφίζω ακατάπαυστα. Αφήνω τις πληροφορίες να αποθηκεύονται στη μνήμη ραμ της Ισαβέλλας που, όπως και να ‘χει, διαθέτει μεγαλύτερη χωρητικότητα από τη δική μου. Η ανάβαση θα καταλήξει σ’ ένα πλάτωμα χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον πλην της επιβλητικής θέας. Και του γρασιδιού που μου επέτρεψε να ξεκουράσω το σαρκίο μου. Ίσως και να λαγοκοιμήθηκα για λίγο.
Διαψεύστηκε δραματικά η ελπίδα μου πως η κατεβασιά θα ήταν πιο εύκολη. Οι μύες μου επιβαρύνονταν ακόμη περισσότερο απ την προσπάθεια να μη γλιστρήσω. Και καλά να σπάσω κάνα πόδι, αν όμως πάθει κάτι η Αργώ; Ούτε να το σκέφτομαι.
Κι άλλη ανάβαση;
-Πού με πάτε τώρα, ρε κορίτσια;
- Έχεις το δρομολόγιο, έχεις χάρτη, γιατί ρωτάς όλη την ώρα;
Η Ισαβέλλα εκνευρίζεται επειδή περνά μέρες κι εβδομάδες πριν από το κάθε ταξίδι ώσπου να καταστρώσει το τέλειο δρομολόγιο, στο οποίο, βεβαίως, δίνω ελάχιστη σημασία αφού το απρόσμενο εξακολουθεί να με ηδονίζει.
Πάντως το αντίγραφό μου, του ισαβέλλειου προγράμματος, λέει «Μιχιντάλε»: λίκνο του σριλανκέζικου βουδισμού, ανάβαση στο λόφο και επίσκεψη των ναών…». Κι άλλη ανάβαση; Κι άλλος λόφος; Κι άλλοι ναοί; Τι το ιδιαίτερο μπορεί να έχουν αυτοί; Αλλά, ποιος αποτολμά να διαφωνήσει με τα προγράμματα της Ισαβέλλας; Άσε, καλύτερα να ξεποδαριαστώ παρά να υποστώ την μήνι τεσσάρων γυναικών.
Ένας πιτσιρικάς, αυτόκλητος γκάιντ, μας περιλαβαίνει με το ετσιθέλω και βάζει σε κίνηση την κασέτα που έχει καταπιεί: «Εδώ», λέει, «στο Μιχιντάλε, πριν από δύο χιλιάδες τρακόσα χρόνια γεννήθηκε ο βουδισμός στη Σρι Λάνκα. Ήρθε από την Ινδία ένας βουδιστής μοναχός ονόματι Μαχίντα, συνάντησε το βασιλιά της Σρι Λάνκα Ντεβαναμπιγιατίσα και τον κέρδισε με τα σοφά του λόγια. Έτσι γεννήθηκε ο βουδισμός στη Σρι Λάνκα κι από εδώ διαδόθηκε σ’ όλη τη νοτιοανατολική Ασία.» Τελικά, ο πιτσιρικάς αποδείχτηκε πραγματικά πολύτιμος. Κεφάτος και με πολλή καλή γνώση του αντικειμένου.
Τα σαμιαμίδια
Γυρίσαμε στην πόλη Μιχιντάλε η οποία είναι αναστατωμένη και γεμάτη πρασινοσκούφηδες λες και βρίσκεται εν εξελίξει κάποιο πραξικόπημα. Όχι, ευτυχώς. Πέρασε, ή αναμένεται να περάσει, ο πρόεδρος της χώρας επί σκοπόν ψηφοθηρίας αφού η χώρα βρίσκεται σε προεκλογικό πυρετό. Οι προεκλογικές αφίσες έχουν αυτό το ναΐφ που τις καθιστά συμπαθείς.
Τα ξενοδοχεία της περιοχής είναι ελάχιστα και υπερπλήρη, με τα πολλά όμως βρήκαμε κάτι που εμένα μου φάνηκε ανεκτό. Αλλά όχι και στην Έλενα η οποία τρέμει τα σαμιαμίδια και νομίζει πως αυτά τα συμπαθή σαυράκια κάνουν διάκριση ανάμεσα στα πρώτης ή τελευταίας κατηγορίας καταλύματα, κι εκτός αυτού έχουν σα μοναδικό σκοπό της ζωής τους να την παρενοχλήσουν όπου, και αν, την πετύχουν. Κι έτσι, μαζί με τη Μαρία, θα ψάξουν για κάτι το πιο καθωσπρέπει. Ας ψάξουν. Ευτυχώς, βρήκαν ένα αρκετά κοντά μας, δέκα λεπτά με τ’ αυτοκίνητο.
Ξύπνησα, ως συνήθως, απ τα’ άγρια χαράματα και βγήκα στον κήπο. Αυτή η υπέροχη μικρής διάρκειας μοναξιά με φορτίζει με την ωραιότερη αίσθηση του κάθε ταξιδιού! Μια κούπα καφέ, το αναμμένο τσιμπούκι και το μαγνητόφωνό μου για να συνθέτω τις σκόρπιες σκέψεις, να συναρμολογώ εικόνες και να καταθέτω συναισθήματα. Η πρώτη ύλη για τα μετέπειτα ταξιδιωτικά αφηγήματα.
Ανουρανταπούρα.
Μέχρι αυτή τη στιγμή, το μόνο για το οποίο μέμφομαι τους, κατά τα άλλα γλυκείς, Σριλανκέζους, είναι η αδιαφορία τους για τα σκυλιά. Είναι όλα αδέσποτα, αφρόντιστα, φοβισμένα, ψωραλέα, πολύ άρρωστα και κανείς δεν δείχνει να νοιάζεται γι αυτά. Και δεν θέλω ν’ ακούσω καμιά δικαιολογία. Είναι απαράδεχτοι σ’ αυτό το ζήτημα.
Σήμερα το ξεποδάριασμα λέγεται Ανουρανταπούρα. Κι εδώ ναοί επί ναών, αλλά στο πιο «κοιτάχτε με». Ας είναι, μια ψυχή θα βγει που θα βγει.
Αυτή η Ανουρανταπούρα, λοιπόν, υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα από τον Τέταρτο προ έως τον Ενδέκατο αιώνα μετά τον Παλαιστίνιο γιόγκι, τον δικό μας Ιησού, δηλαδή επί δεκαπέντε αιώνες, και θεωρείται από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Σρι Λάνκα. Παρένθεση: η αίσθησή μου είναι πως εδώ ο χρόνος είναι κάτι το στάσιμο όσο και αδιατάρακτο. Το μόνο στοιχείο που διαψεύδει αυτή την ανιστορική μου αίσθηση είναι το γεγονός ότι η Ουνέσκο έχει βάλει το χεράκι της για να συντηρηθούν οι στούπες, τόσο που μοιάζουν σαν νεόδμητες.
Η πρώτη, κυρίως, είναι τόσο ρετουσαρισμένη που λες και φτιάχτηκε χτες. Γίνεται το ελαναδείς από κόσμο. Ξεπερνάει κατά πολύ κι αυτήν την Παναγία της Τήνου. Υποχρεωτικά ξυπόλητοι παίρνουμε έναν διάδρομο που θα μας βγάλει στο «Ιερό δέντρο Μπόντι». Ο μύθος λέει πως κάτω απ αυτό το ηλικίας δυόμισι χιλιάδων ετών δέντρο βρήκε τη φώτιση ο Βούδας. Ε και;
Μετά απ αυτή τη στούπα έπρεπε να πάμε σε μια άλλη, και μετά σε μια άλλη. Δεν ξέρω πώς προέκυψε αυτό το «έπρεπε» αλλά πάντως εγώ δεν ξαναστριμώχνομαι σ’ αυτό το.. εκστασιασμένο πλήθος . Ένας απ τους λόγους είναι πως πρέπει να βγάζω κάθε φορά τα παπούτσια μου. Λύσε κορδόνια, δέσε κορδόνια, έ όχι!
Αφήσαμε πίσω μας την Ανουρανταπούρα για να πάμε.. κάτσε να δεις.. σ’ έναν άλλο αρχαιολογικά χώρο που ακούει στο όνομα Ριτιγκάλε. Στο Ριτιγκάλε λειτούργησε το πρώτο βουδιστικό μοναστήρι που φτιάχτηκε στη Σρι Λάνκα. Όλα τα λεφτά όμως ήταν ο παρατεταμένος περίπατος μέσα στην παρακείμενη τροπική σριλανκέζικη ζούγκλα.
Κλείνουμε τη μέρα μας στην Πολοναρούα, σ’ ένα κάπως παρηκμασμένο, πλην ατμοσφαιρικό ξενοδοχειάκι του οποίου η ιδιοκτήτρια διαβεβαίωσε την Έλενα πως ουδέποτε έκαναν εδώ την εφιαλτική εμφάνισή τους σαμιαμίδια ή άλλα παρεμφερή τερατάκια. Κι εμείς, η Ισαβέλλα και ο γράφων, που δεν πολυνοιαζόμαστε για τα κάθε είδους σαμιαμίδια, μας έλαχε με τριάντα δολάρια ένα δωμάτιο διατηρητέο για το οποίο η ιδιοκτήτρια δήλωσε υπερηφάνως ότι εδώ κάποτε κοιμήθηκε η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ. Οποία τιμή! Η Ισαβέλλα κι εγώ κάτω από την ίδια κουνουπιέρα που προστάτευε και την άνασσα απ τα κουνούπια! Για φαντάσου!
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ 2, ΣΤΟ ΣΒΕΡΚΟ ΤΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν