ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ 1 - ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ
Πλίνθοι και ξυλοδεσιές. Σπίτια αγέρωχα μα και βαθιά λαβωμένα. Χρώμα και παράδοση. Η περιδιάβαση στην βουλγαρική Ροδόπη μας γυρίζει στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με αρχές ‘90, τότε που οργώναμε οικογενειακά μια Ελλάδα ακόμα παρθένα και δεν χορταίναμε ν’ ανακαλύπτουμε απομονωμένα και αυθεντικά χωριά στα πάτρια. Τότε που το Δοτσικό Γρεβενών ή η Μύκη Ξάνθης ακούγονταν στ’ αυτιά των Αθηναίων ως εξωτικοί προορισμοί όσο και σήμερα η Ουλάν Μπατόρ ή η Γη του Πυρός. Ευλογημένες εποχές, προ τουρισμού κι «ανάπτυξης»…
της Ισαβέλλας Μπερτράν
Φωτο: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Το ταξίδι στη Βουλγαρία πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2019
Ο έλεγχος στα σύνορα κράτησε λιγότερο από τριάντα δευτερόλεπτα. Όσο και ο χρόνος για να μεταβούμε από το ένα φυλάκιο στο άλλο οδηγώντας σε αργή κίνηση. Για την ακρίβεια δεν υπήρξε κανένας απολύτως έλεγχος.
Οι «δικοί μας»: Έχετε μαζί σας ταυτότητες ή διαβατήρια;
Εμείς: Ναι, μισό λεπτ….
Εκείνοι: Εντάξει, περάστε (δεν πρόλαβα ούτε να ανοίξω το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου να βγάλω τα έγγραφα).
Οι Βούλγαροι από την πλευρά τους αποδείχτηκαν ακόμα πιο φειδωλοί σε λόγια αφού δεν μπήκαν καν στον κόπο της ρητορικής έστω ερώτησης. Απλά μας έκαναν νόημα με το χέρι να προχωρήσουμε. Μαθημένη από Αφρική και Ασία με χρονοβόρες διαδικασίες, βίζες, συμπλήρωση εντύπων, ερωτήσεις και σφραγίδες σχεδόν ξενέρωσα. Άντε τώρα με τέτοια έλλειψη διατυπώσεων να νοιώσω ότι αλλάξαμε χώρα!
Βρισκόμαστε λοιπόν σε βουλγαρικό έδαφος. Κι αφού η τουριστική πεπατημένη θέλει τους νεοεισερχόμενους να τραβάνε αυτονόητα βόρεια προς την Σόφια, εμείς θα πράξουμε το ακριβώς αντίθετο, αφήνοντας τη βουλγαρική πρωτεύουσα για το τέλος του ταξιδιού και βάζοντας πλώρη (ή μάλλον, ακριβέστερα, καπό) ανατολικά προς Ροδόπη μεριά. Δεν φαντάζομαι να περιμένατε κάτι διαφορετικό από μας;
Κλασικός επαρχιακός δρόμος, στενός, με τις αναμενόμενες λακκούβες και τα σαμαράκια του, και κυκλοφορία εξαιρετικά αραιή. Περίπου ανύπαρκτη για την ακρίβεια. Ώσπου… Για κόψε μισό λεπτό, λάντα εν όψει! Πας καλά; Πού το είδες; Αφού δεν κυκλοφορεί ψυχή. Όχι στο δρόμο, αλλά πάνω σε… βαρέλι. Λάντα μνημείο! Κλικ, κλικ. Τώρα μάλιστα, νοιώθω πράγματι ότι μπήκαμε στην Βουλγαρία.
ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΟΥ ΡΗΜΑΖΕΙ
Η περιφέρεια που διασχίζουμε είναι γνωστή και ως «Μακεδονία του Πιρίν» (πώς διέφυγε αλήθεια της προσοχής των μακονομάχων αυτή η επαίσχυντη σύνθετη ονομασία;) και χρωστάει, λέει, την ονομασία της σε παραφθορά του Περούν, το όνομα του αρχαίου σλαβικού θεού του κεραυνού.
Οι πλαγιές της ομώνυμης οροσειράς, με καμιά εκατοστή κορφές πάνω από τα δυο χιλιάδες μέτρα, είναι γνωστές στους βορειοελλαδίτες σκιέρ που τις ανεβοκατεβαίνουν Δεκέμβρη με Μάρτη έχοντας μετατρέψει το πολυσύχναστο κοσμοπολίτικο Μπάνσκο σε χειμερινό στέκι τους. Μα αυτά αφορούν περιοχές αρκετά βορειότερα. Αντίθετα εδώ, στις νότιες απολήξεις του Εθνικού Δρυμού, βασιλεύει η απόλυτη γαλήνη.
Πιρίν αναγράφει και η πινακίδα στην διακλάδωση. Δεν αναφέρεται ωστόσο στην οροσειρά παρά στο χωριό με το ίδιο όνομα. Καιρός για παράκαμψη!
Τρία χιλιόμετρα ταλαιπωρημένης ασφάλτου μας οδηγούν στον οικισμό, καθώς και τρεις-τέσσερις δεκαετίες πίσω στον χρόνο. Στην εποχή δηλαδή όπου οργώναμε οικογενειακά μια Ελλάδα περίπου παρθένα και δεν χορταίναμε ν’ ανακαλύπτουμε ανάλογα απομονωμένα και αυθεντικά χωριά στα πάτρια.
Τότε που το Δοτσικό Γρεβενών ή η Μύκη Ξάνθης ακούγονταν στ’ αυτιά των Αθηναίων ως εξωτικοί προορισμοί όσο και σήμερα η Ουλάν Μπατόρ ή η Γη του Πυρός.
Ωραίες εποχές, προ τουρισμού κι «ανάπτυξης»…
Πλίνθοι και ξυλοδεσιές.
Σοβάδες πεσμένοι και κεραμίδια σπασμένα.
Σπίτια αγέρωχα μα και βαθιά λαβωμένα. Μερικά μάλιστα μέχρι θανάτου…
Αναζητώ σημάδια ζωής μέσα στα σοκάκια.
Στην απλωμένη μπουγάδα. Στα στοιβαγμένα ξύλα εν όψει του χειμώνα.
Στο κουρτινάκι που στολίζει κάποιο παράθυρο.
Στον σκύλο που αλυχτά αλυσοδεμένος έξω από το ρημαγμένο σπίτι.
Που, αν και ετοιμόρροπο, ακόμα κατοικείται.
Γιατί κάποιοι επιμένουν και δεν εγκαταλείπουν τον τόπο τους. Ίσως και γιατί απλά δεν μπορούν.
Έτσι κι αλλιώς είναι πλέον τόσοι λίγοι. Και τόσο ηλικιωμένοι οι περισσότεροι.
- Σας αρέσει το χωριό; Προσέξατε τις ξύλινες σκεπαστές βεράντες στις γωνίες; Εκεί υπήρχε πάντα κρεμασμένο ένα τενεκεδένιο δοχείο με βρυσάκι για το πλύσιμο των χεριών.
Πέσαμε πρόσωπο με πρόσωπο στρίβοντας σε κάποιο δρομάκι και μου μίλησε κατ’ ευθείαν στ’ αγγλικά. Μια συμπαθής ροδομάγουλη γυναίκα, γύρω στα σαράντα.
- Κανονικό σκηνικό εποχής. Από πού είστε;
- Από δω. Στο Πιρίν μεγάλωσα. Όταν έφυγα το ’91 για την Γερμανία ήμουν δώδεκα χρονών κοριτσάκι. Δεν είχαμε ούτε για να φάμε. Η μάνα μου καθάριζε σπίτια όλη την ημέρα για να μας μεγαλώσει εμένα και τον αδελφό μου. Φέτος κατάφερα επιτέλους να γυρίσω, να ξαναδώ το χωριό μου.
Η προσωπική πορεία αυτής της γυναίκας μοιάζει λιγάκι σαν σύνοψη της πρόσφατης ιστορίας της Βουλγαρίας. Παρά τις χρυσωμένες επίσημες αφηγήσεις, η μετάβαση στον «καπιταλιστικό παράδεισο» μόνο κατ’ επίφαση υπήρξε αναίμακτη. Η βία εξάλλου ξέρει να ενδύεται ανάλογα με τις περιστάσεις επιλέγοντας, συνθηκών επιτρεπουσών, και πιο εκλεπτυσμένες αποχρώσεις απ’ αυτήν του κραυγαλέου κόκκινου του αίματος.
Μια χαρά γίνεται, ας πούμε, να σακατευτεί μια χώρα με οικονομικό πνιγμό. Ή και με αφαίμαξη μέσω της αναγκαστικής μετανάστευσης. Πολιτισμένες δουλειές, καθαρές και με τακτ, χωρίς να γεμίζει το πάτωμα με πορφυρούς λεκέδες.
Πουθενά όσο στην αγροτική επαρχία δεν γίνεται καλύτερα αντιληπτή η αποσύνθεση που χτύπησε τη Βουλγαρία μετά την κατάρρευση του πάλαι ποτέ υπαρκτού.
Εννιά εκατομμύρια κατοίκους αριθμούσε η χώρα το 1989. Τριάντα χρόνια μετά, μόλις που προσεγγίζουν τα εφτά. Μέσα σε λίγο παραπάνω από μια γενιά, η Βουλγαρία έχασε σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της. Το ξαναλέω: σχεδόν το ένα τέταρτο. Χωρίς πόλεμο.
Παρά τις πασίγνωστες αρνητικές πτυχές του, ειδικά στον τομέα των πολιτικών ελευθεριών, το προηγούμενο «επάρατο» καθεστώς είχε καταφέρει εν τούτοις να παρέχει σε όλους τους πολίτες του ένα σχετικά ικανοποιητικό και σταθερό επίπεδο διαβίωσης με καλυμμένες τις βασικές καθημερινές ανάγκες.
Η «επιστροφή στην ελευθερία» (των αγορών) σήμανε για τους λίγους τη χρυσή ευκαιρία γρήγορου πλουτισμού, για τους προικισμένους (ή απλά καλύτερα «δικτυωμένους») τη δυνατότητα να αναζητήσουν δημιουργικά το δρόμο τους, για τους πολλούς όμως σφράγισε απλά μια οικονομική καταστροφή. Γι αυτό κι ο πρώτος ενθουσιασμός γρήγορα ξεθύμανε μόλις έγινε αντιληπτό ότι η νεοαποκτηθείσα ελευθερία έκφρασης και απεριόριστων (θεωρητικά) επιλογών ζωής είχε πληρωθεί με τη στέρηση κάθε κοινωνικής προστασίας.
Επί της ουσίας, οι προσφερόμενες επιλογές συνοψίζονταν στο να πεινάσει κάποιος άνεργος στον τόπο του ή να ξεριζωθεί απ’ αυτόν αναζητώντας στα ξένα τον επιούσιο που μέχρι πρότινος του εξασφάλιζε το κράτος του.
Εκείνο το ίδιο κράτος που του είχε στερήσει τις πολιτικές ελευθερίες. Πόσο οξύμωρο…
Θα διανυκτερεύσουμε στο Γκότσε Ντέλτσεβ όπου με την ευκαιρία πληροφορούμαι από το γκούγκλ μαπς ότι η κωμόπολη στα ελληνικά ονομάζεται – για φαντάσου - Άνω Νευροκόπι!
Από τότε που περάσαμε κάποτε από το δικό μας Κάτω Νευροκόπι πριν πολλές δεκαετίες, είχα μείνει με την απορία πού να βρίσκεται άραγε το Άνω. Να λοιπόν που το μαθαίνω!
Το επόμενο πρωί σκαρφαλώνοντας στο Ντέλτσεβο συναντάμε και πάλι την γοητευτική μελαγχολική εγκατάλειψη που γνωρίσαμε την προηγούμενη μέρα στο Πιρίν.
Ή μάλλον όχι, για να ακριβολογούμε, εδώ τα πράγματα μοιάζουν ελαφρώς καλύτερα. Ίδια μεν η ερήμωση από κατοίκους, ωστόσο το μάτι μας πιάνει κάποια σπίτια πρόσφατα ανακαινισμένα καθώς και τρεις-τέσσερις ξενώνες. Αν και χωρίς εμφανές ίχνος από πελάτη, η αισιοδοξία αυτή κάπου πρέπει να εδράζεται διάολε!
Με την άνοδο των τουριστικών αφίξεων κυρίως στη Σόφια και τη Φιλιππούπολη καθώς και στα ορεινά θέρετρα για σκι και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας για καλοκαιρινό παραθερισμό, τα παραγνωρισμένα χωριά της Ροδόπης μάλλον φαίνεται να ελπίζουν ότι όλο και κάποιοι περίεργοι θα ξεκόψουν από το κοπάδι για να οδηγηθούν σ’ αυτά δίνοντας τους την ευκαιρία για μια νέα ζωή.
Στην Κοβατσέβιτσα η ελπίδα αυτή μοιάζει να έχει ήδη πάρει σάρκα και οστά.
Οι ξενώνες του χωριού δείχνουν να καταγράφουν μια σχετική κίνηση, ο δε αριθμός των αναστηλωμένων σπιτιών μάλλον ξεπερνάει αυτόν των ερειπωμένων.
Άλλο βέβαια που η προτίμηση των φωτογραφικών μας μηχανών στρέφεται σταθερά προς τα τελευταία, για τους δικούς μας λόγους.
Φωτογραφικά βίτσια είναι αυτά, πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι!
ΠΟΜΑΚΩΝ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ήταν Νοέμβρης του 1995 όταν, στην Ελλάδα, ο τότε υπουργός άμυνας Γεράσιμος Αρσένης προχώρησε επιτέλους στην κατάργηση της επαίσχυντης μπάρας που κρατούσε τους Έλληνες Πομάκους αποκλεισμένους μέσα στην ίδια τους τη χώρα από το 1950. Σύνορα μέσα στα σύνορα, καθεστώς επιτήρησης και μειωμένων δικαιωμάτων, ένα ακόμη κατόρθωμα μισαλλοδοξίας της ελληνικής εθνικοφροσύνης που πάντα επιδείκνυε ξεχωριστό ταλέντο στο να επινοεί εσωτερικούς εχθρούς…
Η ύπαρξη, βλέπεις, ομόφυλων Πομάκων στο έδαφος της τότε κομμουνιστικής και άρα εξ ορισμού εχθρικής Βουλγαρίας αυτόματα καθιστούσε τους «δικούς μας» Πομάκους εθνικά ύποπτους.
Από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε η άρση του αποκλεισμού, δεν πέρασε ούτε μήνας και ήδη πίναμε καφέ στον Εχίνο ως πρώτο σταθμό της επίσκεψής μας στα ελληνικά Πομακοχώρια. Ο Ζυρ, ο υιός Ορέστης και η γράφουσα.
Στην επιστροφή μας στην Αθήνα, όσοι τύχαινε να μάθουν πού είχαμε πάει μας κοιτούσαν περίπου σαν εξωγήινους. Ταξίδι στην Θράκη; Τι διάολο πήγατε να κάνετε εκεί;
Ελάχιστοι είχαν ακούσει τότε για τους Πομάκους κι ακόμα λιγότεροι γνώριζαν για το καθεστώς της ντροπής που μόλις είχε λάβει τέλος μετά από σαράντα πέντε συναπτά έτη.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά μπαίνοντας στο Ρίμπνοβο, έναν από τους αμιγώς πομάκικους οικισμούς της βουλγαρικής Ροδόπης.
Σε αντίθεση με την ερήμωση των χωριών που είχαμε επισκεφτεί χθες και σήμερα, εδώ το μέρος σφύζει από ζωή.
Με ελάχιστα παλιά παραδοσιακά σπίτια σκορπισμένα εδώ κι εκεί, ωραίο δεν τον λες.
Η πλειονότητα των κατασκευών είναι από σύγχρονα οικοδομικά υλικά και, κυρίως, χωρίς συγκεκριμένη αισθητική άποψη.
Μα όλα αυτά ξεχνιούνται εν ριπή οφθαλμού μπροστά στην κυριαρχία της ανθρώπινης παρουσίας.
Επιτέλους κίνηση!
Επιτέλους κόσμος!
Και τι κόσμος! Χαλαρός, εγκάρδιος, και πολύχρωμος.
Άντρες με φέσια, γυναίκες με λουλουδάτες μαντίλες, νεαρά κορίτσια που σουλατσάρουν με σαλβάρια και κεντημένες ποδιές.
Ντροπαλά χαμόγελα και παιδικά ματάκια που κοιτάζουν γεμάτα απορία. Με βλέμμα συχνά γαλάζιο, δέρμα ανοιχτόχρωμο και μαλλιά ξανθά.
Και το σημαντικότερο: Εδώ, σε αντίθεση με τα ελληνικά πομακοχώρια, οι γυναίκες δεν αποστρέφουν το πρόσωπο ούτε αλλάζουν δρόμο στη θέα των φακών μας.
Οι περισσότερες απλά αδιαφορούν, όταν δεν ποζάρουν κι όλας επί τούτου, τάχα μου τυχαία. Χαράς ευαγγέλια για τις φωτογραφικές μας!
Με τους Τούρκους γείτονες μοιράζονται την ίδια θρησκεία που κληρονόμησαν από τους Οθωμανούς.
Με τους Βούλγαρους συμπατριώτες τους ενώνει η συγγένεια του γλωσσικού ιδιώματος.
Παγιδευμένοι σ’ έναν αόρατο «ενδιάμεσο» χώρο, οι Πομάκοι θυμίζουν παιδάκι που τραβολογιέται σαν λάστιχο ανάμεσα σε δύο χωρισμένους γονείς, διεκδικητές αμφότεροι της κηδεμονίας του.
Και που το ίδιο δεν ξέρει πια τι ακριβώς θέλει και πού τελικά «ανήκει» αφού ποτέ δεν το άφησαν στην ησυχία του να βρει τον εαυτό του.
Τα χρόνια του λεγόμενου υπαρκτού, οι βουλγαρικές αρχές εφάρμοσαν με τους Πομάκους ακριβώς αντίστροφη τακτική από αυτή των ελληνικών.
Αντί αποκλεισμού, επιδόθηκαν τουναντίον σε συστηματική προσπάθεια αφομοίωσής τους.
Τόσο μάλιστα συστηματική που κατά καιρούς ξεπέρασε κάθε έννοια υπερβάλλοντα ζήλου ακόμα και με την πιο διασταλτική ερμηνεία του όρου (για να το θέσουμε κομψά).
Ειδικότερα η περίοδος 1970-73 σημαδεύτηκε από την κορύφωση ασφυκτικών πιέσεων πάνω στους Πομάκους να εγκαταλείψουν τα μουσουλμανικά και αραβικά τους ονόματα και να υιοθετήσουν βουλγαρικά.
Είναι εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς ότι σ’ εκείνες τις συνθήκες η μη προσχώρηση στην επιθυμία των αρχών μπορούσε ενίοτε ν’ αποδειχτεί μια όχι και τόσο καλή επιλογή για την υγεία των ξεροκέφαλων...
Μετά την πτώση του καθεστώτος το 1990, οι μετέπειτα βουλγαρικές κυβερνήσεις επέλεξαν έναν άλλο πρόσφορο τρόπο να «εξαφανίσουν» τους Πομάκους.
Στις απογραφές που έγιναν από τότε μέχρι σήμερα, στο ερώτημα που αφορά την εθνική ταυτότητα ενός εκάστου, οι πολίτες είχαν να διαλέξουν αποκλειστικά ανάμεσα σε τρεις απαντήσεις: Βούλγαρος, Τούρκος ή Ρομά.
Όποιος επιθυμούσε να καταγραφεί (για παράδειγμα) είτε ως Μακεδόνας είτε ως Πομάκος απλά δεν μπορούσε να το πράξει γιατί δεν υπήρχε σχετική επιλογή στο ερωτηματολόγιο.
Έτσι λοιπόν στην δυτική Ροδόπη, όπου οι Πομάκοι ζούνε κυρίως ανάμεσα σε ορθόδοξους Βούλγαρους, συχνά δηλώνουν «Τούρκοι» (κι ας μη μιλάνε λέξη τούρκικα) προκειμένου να διαχωριστούν από τους χριστιανούς συμπολίτες τους.
Αντίθετα, στην ανατολική Ροδόπη όπου η τουρκική μειονότητα έχει ισχυρή παρουσία, οι εκεί Πομάκοι τείνουν να δηλώνουν Βούλγαροι για να μην ταυτιστούν μαζί της.
Κοινώς μύλος! Κι άντε βγάλε εσύ άκρη πόσοι Πομάκοι ζούνε εν τέλει στην Βουλγαρία. Οι εκτιμήσεις κυμαίνονται μεταξύ εκατόν πενήντα και διακόσιες πενήντα χιλιάδες, αλλά πόσοι ακριβώς, τρέχα γύρευε…
ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΠΑΛΙΩΜΕΝΟΥ ΞΥΛΟΥ
Μετά από μια διανυκτέρευση στο Ογκνιάνοβο, και με την πυξίδα στραμμένη σταθερά ανατολικά, διασχίζουμε περιοχές που θα χαρακτήριζα μετριοπαθώς εξαίσιες από άποψη φυσικού κάλλους.
Πορευόμαστε περικυκλωμένοι από δέντρα θεόρατα, κωνοφόρα και πλατύφυλλα. Ερυθρελάτη, λευκή ελάτη, σημύδα, πενταβέλονη πεύκη, οξιά, βελανιδιά …
Πιο κοντά στο έδαφος, φτέρες, μολόχες, και ων ουκ έστιν αριθμός από άγνωστα σε μένα είδη. Ένα φυτικό όργιο. Μια χλωροφυλλική πανδαισία.
Γνωρίζω ωστόσο προκαταβολικά ότι δεν θα καταφέρουν οι φωτογραφικοί μας φακοί να αποδώσουν στην πραγματική της διάσταση την ομορφιά που μας περιβάλλει.
Το πυκνό δάσος δύσκολα φωτογραφίζεται.
Εγώ πάντως αδυνατώ.
Το δάσος είναι πάνω απ’ όλα αίσθηση, καθώς και η επίγνωση ότι η Φύση σ’ αγκαλιάζει από παντού κι εσύ προχωράς μέσα από ένα τούνελ βλάστησης όπου δεν διακρίνεις παρά λίγα μέτρα μπροστά σου.
Η Γιακοντίνα είναι γνωστή για το σπήλαιό της.
Για μένα όμως θα γράψει ανεξίτηλα κυρίως για την διαδρομή μέσα από το φαράγγι.
Άγρια και γοητευτικά δύστροπη.
Η βουλγαρική φύση στα καλύτερά της!
Κατηφορίζοντας μετά από μια παρατεταμένη παράκαμψη στο οροπέδιο της Γκέλα, όταν σε μια στροφή του δρόμου μας αποκαλύπτεται η Σιρόκα Λάκα μέσα από την ομίχλη, δεν χρειάστηκε να ανταλλάξουμε ούτε μια λέξη με τον Ζυρ.
Ένα βλέμμα ήταν αρκετό για να συμφωνήσουμε σιωπηρά ότι θα διανυκτερεύσουμε εδώ.
Απλωμένη κατά μήκος ενός μικρού ποταμού, μέσα σε μια στενή κοιλάδα που χωρίζει δυο πυκνοδασωμένες βουνοπλαγιές, η Σιρόκα Λάκα συγκεντρώνει από τα κορυφαία δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Ροδόπης.
Σπίτια πέτρινα, ισόγεια και διώροφα
Σοκάκια πλακόστρωτα με το άρωμα του παλιωμένου ξύλου και των λουλουδιών στις γλάστρες
Μπαλκόνια, πόρτες και παραθυρόφυλλα όλα κατασκευασμένα με πρώτη ύλη από κορμούς της περιοχής
Χαγιάτια συχνά υποστηριζόμενα από χοντρά δοκάρια
Στέγες από σχιστόλιθο που εναλλάσσονται με άλλες από κεραμίδι
Η σχετική πολυκοσμία που μας υποδέχτηκε μπαίνοντας στον οικισμό – πρώτη φορά μετά από τρεις μέρες στην Ροδόπη συναντάμε κάποια τουριστική κίνηση – περιορίζεται αποκλειστικά στην κάτω πλατεία, όπου και τα καφέ και οι ταβέρνες.
Στις πάνω γειτονίτσες επικρατεί αντίθετα η γνώριμη πια κατάσταση «αναζητείται άνθρωπος να ζωντανέψει λιγάκι το φωτογραφικό κάδρο».
Εξαφανισμένοι οι πάντες. Κάτοικοι και τουρίστες.
Και καλά οι κάτοικοι, ας πούμε ότι βρίσκονται στα σπίτια τους, οι ξένοι όμως;
Τι διάολο παρακινεί τους επισκέπτες να έρθουν ως εδώ αν όχι για να τριγυρίσουν μέσα σ’ αυτό το υπέροχο σκηνικό;
Μόνο το φαϊ τους νοιάζει;
Ούτε νεοέλληνες να ήταν! (όχι, δεν το είπα μεγαλόφωνα, μόνο το σκέφτηκα).
Με λιγότερους από πεντακόσιους κατοίκους σήμερα, η Σιρόκα Λάκα κατά τον δέκατο ένατο αιώνα υπήρξε σημαντικός τόπος συνάντησης και κέντρο συναλλαγών κτηνοτρόφων και εμπόρων, γεγονός που εξηγεί εξάλλου την ύπαρξη τόσων παλιών αρχοντικών αρκετά εκ των οποίων στέκουν ακόμα όρθια.
Μέχρι και μέρες προσωρινής «ανεξαρτησίας» γνώρισε ο τόπος, λίγο μετά τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-78.
Αντιδρώντας στην συνθήκη του Βερολίνου που σφράγισε τη λήξη εκχωρώντας την Ροδόπη στους Οθωμανούς, ο ανυπότακτος καπετάν Πέτκο Βόιβοντα έστησε, λέει, στρατηγείο εδώ στην Σιρόκα Λάκα κηρύσσοντας την περιοχή αυτόνομη.
Η αντίσταση άντεξε λίγο παραπάνω από ένα χρόνο. Ωστόσο η ένωση της Ροδόπης με την Βουλγαρία θα συντελεστεί τελικά αρκετές δεκαετίες αργότερα, μετά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο του 1912-13.
Την ίδια περίοδο (1878) γεννήθηκε ο πιο σημαντικός γιος της Σιρόκα Λάκα, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Στεφάν.
Κόντρα στη συμμετοχή της Βουλγαρίας στο πλευρό του Άξονα, ο εν λόγω προς τιμή του δραστηριοποιήθηκε αποφασιστικά στην διάσωση των Εβραίων συμπατριωτών του.
Άμα σκεφτείς ποιες συμπεριφορές κυριαρχούν συνήθως στα πάνω κλιμάκια της (όποιας) εκκλησιαστικής ιεραρχίας, πρόκειται πραγματικά για μια αξιομνημόνευτη φωτεινή εξαίρεση.
Στο μεταξύ, όσο εγώ φλυαρώ, έσκασαν επιτέλους μύτη δυο άνθρωποι. Για κάτσε λοιπόν να πιάσω θέση έγκαιρα για να τους βγάλω με φόντο το δάσος, γιατί έτσι και μου ξεφύγουν, άντε μετά να βρω άλλους!
ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ ΕΡΓΑ
Η κουκίδα του χάρτη που έχουμε βάλει στο μάτι για πρώτο στόχο της σημερινής μέρας απέχει καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα από την Σιρόκα Λάκα και αναφέρεται ως Chudnite Mostove ή αλλιώς αγγλιστί, Wonderful Bridges.
Και καθώς η ονομασία ενδέχεται ν’ αποβεί παραπλανητική αν κάποιος την εκλάβει κυριολεκτικά, ας διευκρινίσουμε εδώ ότι μόνο το πρώτο συνθετικό της ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Κατά τα λοιπά οι «γέφυρες» δεν είναι καθόλου γέφυρες παρά θαυμαστά (πράγματι!) έργα της Φύσης.
Φτάνοντας εκεί, κι αφού πρώτα σκαρφαλώνουμε στο μπαλκονάκι με την πανοραμική θέα, η αρχική εντύπωση είναι μάλλον απογοητευτική. Το μόνο στην ουσία που διακρίνεις από ψηλά είναι μια περίπου αδιάφορη τρύπα στον βράχο πνιγμένη ανάμεσα στα έλατα.
Θα πρέπει κανείς να κατέβει το μονοπάτι που οδηγεί μέχρι κάτω, στην κοίτη του ποταμού Ερκιουπρίγια για ν’ αντιληφθεί το θαύμα φυσικής γλυπτικής που έχει συντελεστεί στην ασβεστολιθική κοιλάδα.
Καλά κρυμμένες μέσα στην καρδιά του δάσους, η διάβρωση χιλιάδων ετών έχει σμιλέψει ένα σύμπλεγμα από γιγάντιες πέτρινες αψίδες. Κι άντε τώρα να μεταφέρεις σε μερικά καρέ την αίσθηση των μεγεθών, μα κυρίως της απόλαυσης να βρίσκεσαι εκεί…
ΔΙΑΒΟΛΟΓΕΦΥΡΑ
Αρντίνο. Μια ακόμη κωμόπολη με έντονη την παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου.
Και πάλι για χάρη μιας γέφυρας οδηγηθήκαμε ως εδώ.
Και μάλιστα όχι γέφυρα ό,τι κι ο,τι , αλλά γέφυρα «του Διαβόλου» όπως μεταφράζεται η βουλγαρική ονομασία Diavolski most.
Αυτήν τη φορά όμως πρόκειται για πραγματική γέφυρα, μια υπέροχη πέτρινη κατασκευή από ανθρώπου χέρι πάνω στον Άρδα ποταμό.
Το εν λόγω τοξωτό διαβολογέφυρο χτίστηκε επί Οθωμανών, στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα από τον Βούλγαρο πρωτομάστορα Ντιμιτάρ.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο του είδους του στην Ροδόπη.
Αποτελούσε μάλιστα κάποτε μέρος ενός αρχαίου δρόμου, ο οποίος ένωνε την βόρεια πεδιάδα της Θράκης με το Αιγαίο.
Σήμερα επιβιώνει αποκομμένο απ’ οποιονδήποτε οδικό άξονα, δέκα χιλιόμετρα έξω από το Αρντίνο με το οποίο συνδέεται από έναν στενό κακοτράχαλο δρόμο.
Μα αυτή η μοναξιά του είναι ένα ακόμη στοιχείο της γοητείας του.
Zlatograd αναγράφει η πινακίδα.
Ε, να μην πάμε να ρίξουμε μια ματιά κι εκεί;
Μια ώρα αργότερα πίνουμε καφέ σε μια ακόμη πανέμορφη κωμόπολη με παραδοσιακή αρχιτεκτονική πέντε μόλις χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Ελλάδα και καμιά εξηνταριά από την Ξάνθη.
Οι λίμνες του Σμόλιαν, το φαράγγι των καταρρακτών, τα θρακικά ερείπια στο Περπερικόν. Η Ροδόπη δεν έχει τελειωμό.
Χρόνο και όρεξη να’χεις να την γυρίζεις. Εμείς ωστόσο ετοιμαζόμαστε σιγά σιγά να στρίψουμε βόρια. Το Πλόβντιβ, ή αλλιώς η γνωστή σε μας Φιλιππούπολη, μας περιμένει.
Για περισσότερες φωτογραφίες από τη Βουλγαρία:Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...