ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΜΠΛΟΥΖ

Front Picture: 

 

Στη ρίζα του τείχους, ένας περίεργος συνοικισμός. Ένας απόκοσμος καταυλισμός κατατρεγμένων. Μια "Συνοικία τ' Όνειρο" σαν κι αυτή που σκηνοθέτησε άλλοτε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Ή σαν κι αυτή της μικρασιατικής προσφυγιάς του Ασύρματου των παιδικών μου χρόνων που αποτέλεσε το φυσικό σκηνικό του "Αμέρικα Αμέρικα" του Ηλία Καζάν.  Είναι τουρκόγυφτοι, απαντά στην ερώτησή μου ένας ιερέας που έρχεται από τη μεριά του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου, χωρίς να προσπαθεί να κρύψει την κάποια περιφρονητική χροιά στον χαρακτηρισμό του.

Διδυμότειχο μπλουζ.…

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 37, 23/12/2000


Αερολιμένας Αλεξανδρουπόλεως. Την πιστωτική σας κάρτα, παρακαλώ. Ψηλός, άκαμπτος, μηχανικά ευγενής και άδειος. Δεν έχω, του λέω. Δεν έχετε!; Είναι φανερό ότι δεν έχει ξαναδεί άνθρωπο χωρίς πιστωτική κάρτα. Όχι, δεν έχω! Τότε, τον αριθμό του κινητού σας. Ούτε κινητό έχω, το τηλέφωνό μου μπορεί να μετακινηθεί το πολύ ένα μέτρο και είκοσι, τόσο είναι το καλώδιο. Με κοιτάζει λες και ενώπιόν του στέκει κάποιο ον του μεσοζωικού αιώνα, και μάλλον έχει δίκιο. Μια εγγύηση, τότε, έτσι για τους τύπους. Δεν θα σας δώσω διότι οι τύποι... Τελικά νοίκιασα χωρίς εγγύηση το όλο κακάσχημες καμπύλες μεταλιζέ όχημα που, αν μη τι άλλο, είναι τουλάχιστον τέσσερα επί τέσσερα. Και ψηλό.

Δέκα περίπου χρόνια έχουν περάσει από τότε που δοκίμασα να διατρέξω για πρώτη φορά τα χερσαία της πατρίδας μου όρια, όσο το δυνατό εγγύτερα στη συνοριακή γραμμή. Μια περιέργεια ήταν. Ένα στοίχημα. Ένα παιχνίδι που, πάντως, δεν έχει τελειώσει ακόμη.  

Με συνόδευαν τότε μερικές μουσικές φράσεις γραμμένες από τον Μαχαιρίτσα και φιλοτεχνημένες από τον Νταλάρα που τις έπαιζα αδιαλείπτως από το Σουφλί και πέρα. Διδυμότειχο μπλουζ! Γκρίζα και ιδρωμένη εικόνα. Ακαθόριστη και μελαγχολική. Και μέσα της πρόσθεσα αυθαιρέτως κι ένα φυλάκιο στην όχθη του Έβρου μ' έναν ξεϊγκλωτο φαντάρο να εκτελεί την αγχωμένη αυτοδιαχείρισή του, όπως θέλει και το τραγούδι, και μετά, χαλαρός και πλήρης ανώφελων ενοχών να μετρά το πόσες "και μία" μέρες του έμειναν μέχρι ν' απολυθεί.

Δεν θυμάμαι και πολλά από την πρώτη φορά. Τώρα, με ξαναφέρνει εδώ ο ίδιος ο τίτλος του τραγουδιού και τίποτα το συγκεκριμένο. Γι αυτό και παίζω ξανά και ξανά την ίδια κασέτα από την Αλεξανδρούπολη και δώθε. Τι θέλω; Δεν ξέρω. Γκριζάδα και βρεμένους δρόμους ίσως, μια μαυρόασπρη μελαγχολία, ένα Διδυμότειχο μπλουζ. Αλλά δεν μου προκύπτει.

Διασχίζω τον Ερυθροπόταμο που αυτή τη φορά είναι σχεδόν στεγνός. Τότε, περνώντας απ αυτή την ίδια γέφυρα, είχα αναζητήσει με το βλέμμα τα δίδυμα, και πιθανόν ομόκεντρα, βυζαντινά τείχη γύρω απ το λόφο που στεφανώνει την πόλη. Τι άλλο θα μπορούσα να φανταστώ για μια άκρη της Ελλάδας μ' αυτό το όνομα; Τ'όνομά της είναι η αιτία.

Σταθμεύω μπροστά στο σχετικά νεόδμητο Δημαρχείο. Χωρίς αμφιβολία, πολλοί ντόπιοι, παράγοντες και μη, θα είναι υπερήφανοι γι αυτό. Ας είναι. Πίσω απ το Δημαρχείο καμαρώνει προκλητικά, σαν ετοιματζίδικη τούρτα γενεθλίων, η Παναγία Ελευθερώτρια και μπροστά του το καλογυαλισμένο κουφάρι ενός αεροσκάφους της πολεμικής αεροπορίας. Υπερυψωμένο, έτσι ώστε να προκαλεί δέος στους εχθρούς και θαυμασμό στους ημέτερους. Των δικών τα κιτσάτα περάσαν σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά, όπως θα μπορούσε να λέει και το στρατιωτικό εμβατήριο.

Τα δίδυμα οχυρωματικά τείχη της ρωμαϊκής περιόδου ουδέποτε υπήρξαν ομόκεντρα, όπως μ' άρεσε να φαντάζομαι. Το ένα απ αυτά προστάτευε την Πλωτινόπολη που ήταν χτισμένη στο λόφο που σήμερα λέγεται της Αγίας Πέτρας και το άλλο προστάτευε την αδελφή της πόλη Δομηνόπολη που ήταν χτισμένη στον απέναντι λόφο Καλέ. Όνομα κι αυτό! Το βυζαντινό Διδυμότειχο, επομένως, δεν είναι παρά η εξέλιξη του δίδυμου τείχους αυτών των ρωμαϊκών πόλεων. Το μπλουζ προσετέθη αργότερα, στις μέρες μας. Όταν, το χίλια τριακόσια εξήντα ένα, καταχτήθηκε από τους Τούρκους, έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τον δέκατο ένατο είχε σαράντα τεμένη, τρεις ελληνορθόδοξες εκκλησίες με τη μητρόπολή τους και μια αρμένικη. Στα όρια της ελληνικής επικράτειας συμπεριελήφθη μόλις το χίλια εννιακόσια δέκα εννιά και στα χρόνια 1924-25 δέχτηκε εννιά χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες από τη μεριά της Τουρκίας στα πλαίσια των ανταλλαγών πληθυσμού.

Αναζητώντας φωτοθηράματα σέρνω τα βήματά μου στην κεντρική πλατεία. Εδώ που καταλήγουν οι δυο τρεις ακτινωτοί κεντρικοί πεζόδρομοι. Πλακόστρωτοι, μάλλον καλόγουστοι και εντόνως βιτρινάτοι. Οι χώροι της ένα γύρω νόμιμης στάθμευσης είναι (κατά το πρότυπο της πρωτεύουσας) τόσο λίγοι σε σχέση με τα οχήματα, ώστε, κάθε που τα δημόσια ή δημοτικά, δεν ξέρω ποια, ταμεία χρειάζονται ενίσχυση, αρκούν μερικά γιουρούσια και τ' αντίστοιχα μπουγιουρντιά των τροχαίων για νά'ρθουν στα ίσα τους (τα ταμεία). Μια υπόθεση κάνω δηλαδή. Το παν σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι να ξέρεις το πότε οι τροχαίοι θα βγούνε παγανιά, άλλως, και ιδιαίτερα αν έχεις αθηναϊκή πινακίδα, την έχεις βάψει. Κι εξ'άλλου, με αθηναϊκή πινακίδα την έχεις βάψει σ' όλη την εκτός Αττικής επικράτεια. Όσοι ταξιδεύουν συχνά το ξέρουν πολύ καλά.

Ένας ηλικιωμένος φουκαράς έχει απλώσει την πραμάτεια του στο πεζούλι. Χειροποίητοι απ τον ίδιο σουγιάδες και αγροκτηνοτροφικά μικροεξαρτήματα που μάλλον κανείς δεν αγοράζει πια. Σουγιάδες έχω ολόκληρη συλλογή αλλά αυτό το οδοντωτό πράγμα πολύ μ' αρέσει. Νομίζω πως λέγεται ξυστρί. Έργο τέχνης. Πάρτο, μου λέει, για τα γένεια σου είναι ότι πρέπει, κάνει και για τα ζα, έχεις ζα; Έχω μια σκύλα, του λέω, θα της το κάνω δώρο, και, δεν  μου λες, αυτό το ωραίο τζαμί πίσω σου γιατί είναι έτσι εγκαταλειμμένο; και πριν από δέκα χρόνια που πέρασα από δω στο ίδιο χάλι βρισκόταν. Εδώ εγκαταλείπουν τους αθρώπους, μου λέει, τους τούρκικους μιναρέδες θα κοιτάξουν; Τι να του απαντήσω;

Διαβάζω πως το Μπουγιούκ Τζαμί, ή άλλως Μπαγιαζήτ Τζαμισί, που ανήκει στα νεώτερα δείγματα της μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής, είναι το αρχαιότερο και μεγαλύτερο τέμενος σε ευρωπαϊκό έδαφος. Μιλάμε για μια έκταση άνω των χιλίων τετραγωνικών. Άσε το ύψος του μιναρέ! Η οικοδόμησή του ξεκίνησε στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα με εντολή του σουλτάνου Βαγιαζήτ Γιλντιρίμ ή, κατ'άλλους, του Μωάμεθ του Πρώτου, ενώ η τιμή της αρχιτεκτονικής σύλληψής του ανήκει στον Χατζή Ιβάζ πασά που ήταν η μεγαλύτερη φίρμα της εποχής του. Άξιος! Διαβάζω, επίσης, πως ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο και πως προστατεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού. Πάραυτα ο νους μου κάνει μια σειρά οδυνηρούς συνειρμούς, που σχετίζονται και με την παρακείμενη τούρτα γενεθλίων, για ν' αναρωτηθώ πώς θά' ταν αυτό το μνημείο που ενώπιόν του στέκω εντυπωσιασμένος αν δεν προστατευόταν. Και μάλιστα από το Υπουργείο Πολιτισμού!

Το Διδυμότειχο μπλουζ με κατατρέχει. Θέλω φωτογραφίες κεκαρμένων φαντάρων. Θέλω στολές εξόδου με το μπερέ στην επωμίδα, αλλά, ούτε για δείγμα. Όσο για φόρμες παραλλαγής, πολλές. Μόνο που μέσα τους δεν βρίσκονται φαντάρια αλλά κυνηγοί (το είδος που, ως γνωστόν και σ'αυτούς που με διαβάζουν στο Γεώ, δε φαίνεται να τρέφει και πολύ τρυφερά αισθήματα για το άτομό μου) ή και άλλοι που τις θεωρούν πολύ "ιν". Ντε γκούστιμπους ετ ντε κολόριμπους... Τους φαντάρους πάντως τους ξεχωρίζω απ τα σακίδια. Άψογα σακίδια που πολύ θα τα γούσταρα για τις καλοκαιρινές εξορμήσεις μου στη μάνα Φύση. Δυο απ αυτούς μπαίνουν στο ταξί για το σιδηροδρομικό σταθμό. Το σκουλαρίκι θα πρέπει να φορέθηκε λίγο μετά την έξοδό τους από την πύλη. Άνετοι κι ωραίοι. Μήπως αντί για το μπλουζ θα πρέπει ν' αναζητήσω το ροκ; Ή μήπως το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας... Όχι, αυτό Όχι! Αυτό ανήκει στα δικά μου ιερά και όσια.

Ανηφορίζω μεσ' απ’ την παλιά πόλη που χύνεται από την κορυφή του Καλέ μέχρι την κεντρική πλατεία του Μπουγιούκ Τζαμί κι ακόμα παραπέρα. Υποψιάζομαι πως αυτή η περιοχή είναι ότι ωραιότερο μπορεί να επιδείξει το Διδυμότειχο. Κάθε άλλο παρά αχταρμάς. Ένα έξοχο αρχιτεκτονικό αμάλγαμα. Η μουσουλμανική, η εβραϊκή, η ελληνική αρχιτεκτονική της Ροδόπης και οι αλληλοεπιδράσεις τους σε μια αρμονική σύνθεση. Όπως θά'θελα νά'ταν ο κόσμος όλος μέσ' από την πολύμορφη πολυπλοκότητά του. Αλλά κι αυτό που θά'θελα δεν θα μπορούσε να είναι στατικό. Η αντίθεση, η ανατροπή και η ανασύνθεση στη Φύση και στην ανθρώπινη κοινωνία θα συνυπάρχουν εσαεί μέσα από την αέναη αλληλοδιαδοχή τους. Το θέμα είναι, η αλληλοδιαδοχή αυτή να κατατείνει εν τέλει στην ποιοτική αναβάθμιση των όρων της συνύπαρξης των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με το φυσικό τους περιβάλλον. Παρασύρθηκα πάλι! Τι έλεγα;

Έλεγα για τη δόμηση του παραδοσιακού πυρήνα του Διδυμότειχου την οποία στοιχηματίζω πως πολλοί θα χαρακτήριζαν άναρχη. Άναρχη είναι βέβαια αλλά μόνο στο βαθμό που δεν υπακούει στις φενακισμένες ανάγκες του σημερινού τρόπου ζωής, ο οποίος ατροφεί τους μυς και εξειδικεύει περιοριστικά την ανθρώπινη νόηση (στο βαθμό που αυτή υπάρχει). Ο τρόπος όμως που οι τότε κάτοικοί του καθόριζαν και δημιουργούσαν το ζωτικό τους χώρο δεν ήταν στα κουτουρού, υπάκουε στις αντίστοιχες κοινωνικές αναγκαιότητές τους. Δρόμοι λιθόστρωτοι, στενοί (για τα σημερινά μέσα μεταφοράς και επίδειξης), σπίτια λαϊκά με τις αυλές τους, σπίτια ξυλεπένδυτα, σπίτια νεοκλασικίζοντα και σπίτια μεσοπολέμου. Οι αρμοδιότεροι από μένα μελετητές θα βρούνε εδώ την απτή μαρτυρία της ιστορικής συνέχειας. Αλλά και της παρά φύσιν ασυνέχειας που προκαλεί ο νεοπλουτισμός, η καταναλωτική βουλιμία και, κατά συνέπεια, η κακογουστιά.

Παρένθεση: πόσες αυλές, αλήθεια, υπάρχουν ακόμη στην τερατούπολη των Αθηνών; Κι απ αυτές που υπάρχουν, πόσες δέχονται τον αέρα και τον ήλιο και δεν είναι παρά θλιβεροί πυθμένες κάποιων φωταγωγών από βρώμικο μπετόν; Κλείνει η παρένθεση.

Ο ένας και μοναδικός χάρτης του Διδυμότειχου που κυκλοφορεί στην εδώ πιάτσα μοιάζει περισσότερο με άτεχνο σκαρίφημα που σκοπόν έχει τη σπαζοκεφαλιά του χρήστη, τόσο που αναρωτιέμαι μήπως και αυτή η έλλειψη ακριβούς τοπογραφίας υποκρύπτει κάποιας στρατιωτικής σημασίας σκοπιμότητα. Πώς αλλιώς να εξηγήσω την επίδειξη του φαλλικού αεροσκάφους μπροστά στο Δημαρχείο και την ανυπαρξία ενός χάρτη της προκοπής; Όπως και νά'χει, στην προσπάθειά μου ν'αποκρυπτογραφήσω αυτό το κακότεχνο σκαρίφημα συμπεραίνω πως το υπόλειμμα του πύργου που βρίσκεται απέναντί μου είναι ο περίφημος Μπαρουτχανές που, για τους μη γνώστες της τουρκικής όπως εγώ, σημαίνει πυριτιδαποθήκη. Εκείνο που μ'εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η τοιχοποιία με τα τούβλινα διακοσμητικά μοτίβα. Και όχι μόνο του Μπαρουτχανέ αλλά και όλων των πύργων και των τειχών που συναπαρτίζουν την βυζαντινή ακρόπολη.

Η θέα από δω πάνω είναι εξαιρετική. Διακρίνω τον Έβρο και άρα την Τουρκία, δυόμισι χιλιόμετρα απ το σημείο που βρίσκομαι. Βλέπω την πόλη του Διδυμότειχου ν'απλώνεται μπροστά μου με πολλές, ευτυχώς, κεραμοσκεπές. Βλέπω και την κόντρα που κάνουν τα ψηλότερα σημεία της: ο μιναρές του Μπουγιούκ Τζαμί και ο τρούλος της Παναγίας της Ελευθερώτριας. Δε θ'αποκαλύψω την προτίμησή μου.

Αλλά βλέπω και κάτι άλλο ακριβώς από κάτω μου, στη ρίζα του τείχους: Έναν περίεργο συνοικισμό. Έναν απόκοσμο καταυλισμό κατατρεγμένων. Μια "Συνοικία τ' Όνειρο" σαν κι αυτή που σκηνοθέτησε πριν από μερικές δεκαετίες ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Ή σαν κι αυτή της μικρασιατικής προσφυγιάς του Ασύρματου των παιδικών μου χρόνων που αποτέλεσε το φυσικό σκηνικό του "Αμέρικα Αμέρικα" του Ηλία Καζάν. Γιατί, τι άλλους συνειρμούς θα μπορούσαν να μου προκαλέσουν αυτά τα παραπήγματα που, προφανώς, κατοικούνται; Είναι τουρκόγυφτοι, απαντά στην ερώτησή μου ένας ιερέας που έρχεται από τη μεριά του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου, χωρίς να προσπαθεί να κρύψει την κάποια περιφρονητική χροιά στον χαρακτηρισμό του. Αγαπάτε αλλήλους, πάτερ, ακόμα και τους τουρκόγυφτους.

Συνεχίζω την ανηφοριά προς την κορφή του Καλέ και σκέφτομαι να δώσω το προσωπικό μου βραβείο του απείρου κάλλους στο εκκλησιαστικό κτίσμα που, απ ότι με πληροφορεί κι ο εργάτης που αντιμάχεται νωθρά την επικείμενη κατάρρευσή του, λέγεται Άγιος Γεώργιος. Λέγεται και Σουρπ Κεβόρκ διότι ανήκει στην αρμένικη κοινότητα. Στον εν λόγω Άγιο που, όπως θα μάθω αργότερα, χτίστηκε τον όγδοο αιώνα, εστέφθη αυτοκράτορας ο Ιωάννης Κατακουζηνός. Ο εργάτης δεν ξέρει να μου πει τι είναι αυτοί οι τάφοι στον αύλειο χώρο του ναού αλλά από τα εγχάρακτά τους συμπεραίνω πως πρόκειται για τάφους επιφανών Αρμενίων. Εκεί, πάντως, που δίνει ρέστα ο ναός του περί ου ο λόγος αγίου είναι στον μαντρότοιχό του με τις κλιμακωτές κεραμοστεφείς καμπύλες του. Μου φέρνουν στο νου, άγνωστο γιατί, τις καμπύλες που διαγράφει η μπαγκέτα ενός μαέστρου εκκλησιαστικής μουσικής.

Κρατώ μια επιφύλαξη για το προσωπικό μου βραβείο απείρου κάλλους, τραβώ την ανηφόρα προς την κορφή του Καλέ και πέφτω στα ανάγλυφα ίχνη μιας παλιάς υπόσκαφης συνοικίας. Ο λόφος Καλέ είναι από μαλακό κοραλλιογενή ασβεστόλιθο κι αυτό τον κατέστησε ιδεώδη γι αυτές τις συνεχόμενες υπόσκαφες κατοικίες χωρίς αύλεια διάκενα και τυπική γεωμετρική χωροταξία. Οι υπέργειες ανωδομές τους πάντως θα πρέπει να ήταν από ευτελή υλικά και από ξύλο, κι ίσως γι αυτό ο χρόνος και κάποια μεγάλη πυρκαγιά του δέκατου ένατου αιώνα δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Διατηρούνται όμως θαυμάσια τα λαξεύματα για μικρές δεξαμενές νερού, για αποθήκες τροφίμων, για ράφια και για τα στηρίγματα των ξύλινων δοκών της οροφής. Και, φυσικά, και οι εσωτερικές λαξευμένες κλίμακες. Κάπου κάπου έχουν απομείνει και κάποιες φλούδες επιχρισμάτων με έντονα χρώματα, κυρίως μπλε και καφετί. Το θέαμα είναι γοητευτικό και μελαγχολικό μαζί.

Και γίνεται πιο μελαγχολικό διαπιστώνοντας ότι ένα μέρος στην άκρη της υπόσκαφης νεκροσυνοικίας κατοικείται. Πλησιάζω. Σκεπές από οξειδωμένη λαμαρίνα και κομμάτια ελενίτ. Αυλόγυρος από σαραβαλιασμένους σομιέδες και κορεσμένα λάστιχα αυτοκινήτων. Κάτι γυναίκες κρύβονται στο εσωτερικό του παραπήγματος σα να με θεωρούν απειλή. Κάτι μπόμπιρες τρέχουν προς το μέρος μου ζητώντας μπαξίς. Το καταλαβαίνω από το διεθνές σήμα της απλωμένης παλάμης διότι η γλώσσα που αρθρώνουν μου είναι άγνωστη. Κάτι κοπρίτες αλυχτούν αδιαφορώντας για το γεγονός ότι με χαρακτηρίζει η αγάπη για το είδος τους. Κατάλαβα: δεν με παίρνει για δημόσιες σχέσεις εδώ.

Είμαι πια στην κορυφή του Καλέ, και το Διδυμότειχο χαλί στα πόδια μου. Διστάζω να σηκώσω τη φωτογραφική μηχανή διότι η περιοχή είναι σπαρμένη πολυβολεία και πιθανόν να συλληφθώ ως κατάσκοπος. Είναι, βεβαίως, εντελώς έρημα και χορταριασμένα αλλά δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν αυτό για να μη θεωρηθώ εχθρός της πατρίδος, δεν ξέρεις καμιά φορά!

Με παίρνει όμως για δημόσιες σχέσεις στη Συνοικία τ' Όνειρο, στη ρίζα του βυζαντινού τείχους, δίπλα στον Ερυθροπόταμο. Πρώτα χαμογελάω, μετά κάνω χαζοχαρούμενα αστειάκια και σε τελικό στάδιο προσπαθώ να πιάσω κουβέντα με το οχτάχρονο πλασματάκι που σε λίγο θα μάθω πως ακούει στο όνομα Αϊσά. Εις μάτην. Η Αϊσά αντιδρά σα να μην καταλαβαίνει γρυ απ τα ελληνικά μου. Με ακολουθεί όμως σαν καλόπιστο κουτάβι που το χάϊδεψαν. Και κείνο που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι το ότι δεν απλώνει το χέρι για μπαξίς.

Είναι σπίτια γι ανθρώπινα πλάσματα ενός κατώτερου θεού. Ενός ή, το πολύ, δύο μικρών δωματίων. Κατά το ήμισυ υπόσκαφα και κατά το άλλο ήμισυ σκαρωμένα με τα πιο πρόχειρα και φτηνά υλικά. Ακόμα και μ' αυτά που μπορεί να μαζέψει κανείς από τις χωματερές. Η προφανής φτώχεια είναι γροθιά στο στομάχι. Νομίζω πως είμαι στο Μαλί ή στο Νέο Δελχί. Η διαφορά όμως, η τεράστια διαφορά με τις προειρημένες τριτοκοσμικές περιοχές, είναι η καθαριότητα. Εδώ οι γυναίκες με τις πολύχρωμες φορεσιές, τα γιλεκάκια, τις φουφούλες και τις μαντίλες στο κεφάλι, φαίνεται να καθαρίζουν αδιάκοπα.

Φωτογραφίζω λαθραία τη μια που σκουπίζει το δρόμο και την άλλη που κάνει τη μπουγάδα της. Από μια πόρτα βλέπω μια ογκώδη πολυθρόνα που αποκλείεται στο ίδιο δωμάτιο να χωρά και δεύτερη. Θα πρέπει να την μάζεψαν απ' το δρόμο. Σε λίγο κατάλαβα πως δεν χρειάζεται να φωτογραφίζω λαθραία. Μου κάθονται ευχαρίστως. Η Αϊσά φώναξε και μια φιλενάδα της. Σε λίγο θα προστεθεί και ο δεκάχρονος Άχμεντ. Όχι μόνο δέχονται να τους φωτογραφίσω αλλά θέλουν κι άλλο. Έμπλεξα. Τους ρίχνω μερικά κλικ μαϊμού, τι να κάνω; Με αρκετή προσπάθεια, κατάφερα να μάθω πως είναι μουσλίμ και πως πάνε σε Δημοτικό σχολείο όπου διδάσκονται στη γλώσσα τους, ή "και" στην γλώσσα τους. Δεν πολυκατάλαβα.

Στο πεζούλι, σ'ένα μεγάλο τηγάνι με ξυλοφωτιά από κάτω, ψήνονται οι τηγανίτες. Οι γυναίκες με τα φανταχτερά φορέματα και τα σπασμένα ελληνικά τους επιμένουν να με τρατάρουν. Τι να κάνω; παίρνω. Εγκάρδιες και φιλόξενες. Δέκα χρόνια, μου λέει η μία, περίμενε και περίμενε σπίτια που μας είπαν θα φτιάξουν, να φύγουμε από δω. Είκοσι, τη διορθώνει η άλλη. Ναι, Έλληνοι είμαστε, μου λέει ο Χουσεϊν, εγώ και στρατιώτης πήγα και όλα και μάστορας. Και φόροι και όλα, εσύ να γράψεις αυτά, γιατί εμάς δε δίνουν σπίτια; αφού Έλληνοι είμαστε. Κι από δω μας διώξουνε σίγουρος είμαι γιατί θέλουνε για αρχαιολογία υπόσκαφα για τουρίστοι.

Ρομ μουσουλμάνοι, λοιπόν ή, κατ'άλλους, Τουρκόγυφτοι. Έλληνες πολίτες πάντως με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Μήπως αυτή η διακριτική αντιμετώπισή τους εντάσσεται σε κάποια βλακώδη "στρατηγική" ανάλογη με κείνη των Πομάκων; Δεν ξέρω. Και θά'θελα πολύ να μάθω. Γιατί τα όποια οχυρωματικά κατασκευάσματα καθίστανται άχρηστα όταν πριονίζεις το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεσαι.

Λουτρά Ουρούτς πασά. Δεν μπορεί, αυτό το ερείπιο θα είναι. Κι αν όντως είναι αυτό, υποψιάζομαι πως κάποιοι έχουν επικηρύξει τα μουσουλμανικά μνημεία. Ότι έχει απομείνει, είναι ένα τετράπλευρο στη βάση του, θολωτό κτίσμα, μόλις διακριτό ανάμεσα στα ψηλά αγριόχορτα και στα πεταμένα εν είδη χωματερής αντικείμενα. Τα νεύρα μου! Αυτά τα λουτρά είναι τα αρχαιότερα οθωμανικά στην Ευρώπη. Χτίστηκαν στα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα από τον Ουρούτς πασά για να συντηρούν με τα κέρδη τους το Μεντρεσέ, το Ανώτερο Ιεροδιδασκαλείο δηλαδή του Διδυμότειχου, που κι αυτό ο ίδιος τό'χτισε. Τα λουτρά αυτά λειτουργούσαν μέχρι και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αργότερα, από το σάϊτ του ίντερνετ του Δήμου θα μάθω πως "Το λουτρό του Ουρούτς πασά αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της ανατολίτικης κοσμικής αρχιτεκτονικής και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τα ονομαστά λουτρά της Αδριανούπολης". Τι να πω τώρα εγώ, μπράβο; Το υπερυψωμένο αεροσκάφος μας μάρανε!

Θέλω να κάνω έναν μακρύ περίπατο στον παρέβριο χωματόδρομο. Είμαι βέβαιος πως θ'αντιμετωπίσω έναν περίδρομο διατυπώσεις κι ερωτήσεις του τύπου ποιος είσαι και τι θες εδώ. Πιστεύω πως δεν πρέπει να κουβαλώ τη φωτογραφική μαζί μου, πολύ δε περισσότερο να τη φέρω στο μάτι μου. Δεν αποκλείεται, σκέφτομαι, να πέσω σε τίποτα ναρκοπέδια και ν'αφήσω τα κόκκαλά μου εκεί στερώντας την ελληνική κοινωνία από ένα ακόμη ενοχλητικό μέλος της που έχει το χούι να φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Ή να μου την πέσουν οι "κακοί", τίποτα δουλέμποροι, ή λαθρέμποροι ναρκωτικών που, "όπως λεν και τα κανάλια" πηγαινοέρχονται σαν στο σπίτι τους. Αλλά, εγώ, περίπατο χωρίς φωτογραφική δεν κάνω.

Σήμερα το πρωί το Διδυμότειχο είναι σκεπασμένο από μια μουντή ομίχλη. Το βλέπω μέσ' από το ζεστό δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Τι βλέπω, δηλαδή; ίσα που διακρίνω ένα πεντάγραμμο από καλώδια της Δεή με κάποια πουλιά πάνω τους.

Χτες η βόλτα στον παρέβριο χωματόδρομο έγραψε ως ένα εξέχον κρεσέντο του ταξιδιού μου. Ιδιαίτερα γιατί δεν πάτησα καμιά νάρκη και ουδείς με πυροβόλησε. Παρόλο που είχα και τη φωτογραφική μαζί μου. Σήμερα θα κάνω μια γύρα στα πέριξ χωριά με κύριο στόχο τους Μεταξάδες. Δεν τ'αποφασίζω όμως. Το πεντάγραμμο της Δεή με τα κάποια πουλιά νότες καθισμένα επάνω τους μ'έχει καθηλώσει.

Διδυμότειχο μπλουζ!


Για περισσότερες φωτογραφίες:

Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν