ΝΑΓΚΟΡΝΟ ΚΑΡΑΜΠΑΧ – ΖΩΗ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΚΕΧΕΙΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΥ

Front Picture: 

 

Τι μπορεί να ονειρεύονται άνθρωποι που κοιμούνται και ξυπνάνε με θέα βομβαρδισμένα κτίρια; Νοιώθουν άραγε ότι αναπνέουν πλέον ελεύθεροι ως νικητές του πολέμου ή μήπως ότι η ζωή τους εγκλωβίστηκε επ’ αόριστο σε καθεστώς αναστολής; Σκέφτονται το μέλλον τους με αισιοδοξία ή ζούνε μόνιμα με τον φόβο ενός επόμενου γύρου αίματος;

 

Της Ισαβέλλας Μπερτράν

Φωτό: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν


Το ταξίδι στο Ναγκόρνο Καραμπάχ πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο Ιούνη-Ιούλη 2013

 


 

- Αλήθεια, τι ήρθατε να κάνετε στο Ναγκόρνο Καραμπάχ;

 

Τρεις ώρες μετά την επιστροφή μας από τη γύρα στα περίχωρα της  Στεπανακέρτ,  το ερώτημα του ταξιτζή συνεχίζει να μου τριβελίζει το μυαλό. Και ειδικότερα ο τόνος καχυποψίας με την οποία διατυπώθηκε. Μια καχυποψία καθόλου καλυμμένη, αντιθέτως απροκάλυπτα ωμή, σχεδόν επιθετική.

 

Η σύντομη σχέση μας με τον εν λόγω κύριο ξεκίνησε μάλλον καλά. Μας τον σύστησε η ιδιοκτήτρια του καταλύματός μας στη Στεπανακέρτ  ως μοναδική περίπτωση ταξιτζή με καλές γνώσεις αγγλικής. Xωρίς δεύτερη σκέψη  τον ναυλώσαμε για να μας πάει στο μνημείο-σύμβολο της χώρας, το επονομαζόμενο "Είμαστε τα βουνά μας" ή αλλιώς "Τατίκ ου Παπίκ" και, στη συνέχεια, στον αρχαιολογικό χώρο της Τιγκρανακέρτ καμιά τριανταριά χιλιόμετρα εκτός πόλης.

 

Εδώ θα πρέπει να ομολογήσω, ότι ανεξάρτητα από το δεδομένο ενδιαφέρον μας για τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, η επίσκεψη στα μάλλον ταπεινά ερείπια της Τιγκρανακέρτ ήταν περισσότερο μια καλή δικαιολογία για να περάσουμε κοντά από κάποια άλλα απομεινάρια, πολύ πρόσφατα αυτά, που αποτελούσαν το πραγματικό, πλην απαγορευμένο από τον στρατό, αντικείμενο του πόθου μας: τα ερείπια της πόλης Αγκντάμ, που ισοπεδώθηκε το 1993 στη διάρκεια του αρμενο-αζερικού πολέμου.

 

Θα μπορέσω άραγε να ψήσω τον ταξιτζή να κάνει μια παράκαμψη προς τα κει κατά την επιστροφή μας;

 

Με αυτή την κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό, η περιήγησή μας στις ανασκαφές της αρχαίας αρμένικης πολιτείας Τιγκρανακέρτ, αποδείχτηκε όπως περίπου την περίμενα.

 

Τα ευρήματα που καλύπτουν μια περίοδο από τον πρώτο π.Χ. μέχρι τον έβδομο μ.Χ. αιώνες έχουν αναμφίβολα ιστορική αξία, δεν είναι όμως απ’ αυτά που μπορούν να εντυπωσιάσουν μη ειδικούς επισκέπτες όπως ελόγου μας.

 

Μετρίου ενδιαφέροντος και τα εκθέματα του γειτονικού μουσείου, που στεγάζεται στο αναστηλωμένο κάστρο Σαχμπουλάγκ του 17ου αιώνα. Αν μη τι άλλο όμως, το κάστρο είναι φωτογραφικό!

 


 

Καθισμένοι και πάλι μέσα στο ταξί, έχει φτάσει πια η στιγμή να ρίξω την κρίσιμη πρόταση. Παίρνω το πιο αθώο, ανέμελο ύφος μου και…

- Τι θα λέγατε να πάμε μια βόλτα από την Αγκντάμ;  Με παραπάνω αμοιβή εννοείται.  

- Η περιοχή είναι στρατιωτική. Απαγορεύεται.

 

Εντάξει, διαπραγμάτευση κάνουμε, σκέφτομαι από μέσα μου, λογικό είναι ο άνθρωπος να προτάσσει τις δυσκολίες για ν’ ανεβάσει την τιμή.

 

-  Ε, κάποιος τρόπος θα υπάρχει. Μήπως να πλησιάσουμε περιφερειακά, ίσα για μερικές φωτογραφίες μέσα από το αυτοκίνητο;

 

Αυτή την φορά αντί απάντησης πέφτει παρατεταμένη βαριά σιωπή. Ώσπου ο ταξιτζής βγάζει από την τσέπη μια στρατιωτική ταυτότητα και με κοιτάει μ’ ένα πολύ κακό ερευνητικό ύφος.

- Είμαι εν αποστρατεία αξιωματικός του αρμένικου στρατού. Αλήθεια, τι ήρθατε να κάνετε στο Ναγκόρνο Καραμπαχ;

 

Αφού πρώτα άλλαξα (υποθέτω) καμιά δεκαριά χρώματα, ξεκίνησα να λέω ότι έχουμε έρθει με τις καλύτερες προθέσεις του κόσμου (αλήθεια), ότι δεν είχα καταλάβει πως η απαγόρευση είναι τόσο ρητή (ψέματα), πως για όλα φταίει η φωτογραφική μας χαζοπεριέργεια (αλήθεια), και πως τέλος πάντων ας τα ξεχάσουμε όλα κι ας γυρίσουμε όμορφα κι ωραία στην Στεπανακέρτ (ευχή).

 

Μετά από άλλη μια βαριά παρατεταμένη σιωπή, ο ταξιτζής-αξιωματικός επανατοποθέτησε αργά την ταυτότητα στην τσέπη του, έβαλε αμίλητος το όχημα μπροστά, και χωρίς να εκστομίσει ούτε μία λέξη σε όλη την ημίωρη διαδρομή τελικά μας οδήγησε πίσω στο κατάλυμά μας. Ουφ! Τέλος καλά, όλα καλά. Έστω κι αν δεν πήγαμε (ακόμα) στην Αγκντάμ.

 

Το ερώτημά ωστόσο συνεχίζει να με βασανίζει καθώς το απευθύνω πλέον εγώ η ίδια στον εαυτό μου: Αλήθεια τι ήρθαμε να κάνουμε στο Ναγκόρνο Καραμπαχ;

 

Η πρόχειρη απάντηση: Να δούμε πώς αποτυπώνεται στην καθημερινότητα των ανθρώπων η ιστορική διένεξη που οδήγησε σε αιματηρό πόλεμο την Αρμενία με το Αζερμπαϊτζάν τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και συνεχίζει να σιγοκαίει άλυτη μέχρι τις μέρες μας.

 

Μα πριν απ' αυτό, ας παραθέσουμε το χρονικό αυτής της διαμάχης όσο πιο συμπυκνωμένα γίνεται.

 

Ιστορικό περίγραμμα

 

Το 80% με 90% του πληθυσμού του Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι εθνοτικά και πολιτισμικά αρμένικο εδώ και αιώνες.  Η ρίζα της σημερινής διένεξης εντοπίζεται στα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση όταν, κατά τη χάραξη των ορίων των δημοκρατιών που συγκρότησαν από κοινού την ΕΣΣΔ, οι Σοβιετικοί ενέταξαν το Ναγκόρνο Καραμπάχ ως αυτόνομο ομπλάστ (αυτόνομη διοικητική περιφέρεια) μέσα στην ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν.

 

Στα πλαίσια της τότε Σοβιετίας, τα σύνορα αυτά αφορούσαν, εννοείται, το εσωτερικό μιας ενιαίας χώρας, και διαχώριζαν περιοχές πρωτευόντως με πολιτικά και διοικητικά κριτήρια και δευτερευόντως με εθνοτικά. Όσο για τους Αρμένιους και τους Αζέρους συνυπήρξαν ειρηνικά καθ’ όλη τη σοβιετική περίοδο, χτίζοντας μεταξύ τους κοινούς δεσμούς ως σοβιετικοί πολίτες.    

 

Όταν ωστόσο η ΕΣΣΔ άρχισε να κλυδωνίζεται, και οι ομόσπονδες δημοκρατίες να εμφανίζουν τάσεις ανεξαρτητοποίησης, τότε βγήκαν ξανά στην επιφάνεια οι παλιές εθνικές ταυτότητες.

 

Ως αρμένικος θύλακας μέσα στην ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν, οι κάτοικοι του Ναγκόρνο Καραμπάχ αντέδρασαν στην προοπτική να παραμείνουν ενταγμένοι σ’ένα τυχόν μελλοντικό ανεξάρτητο Αζερμπαϊτζάν.

 

Έτσι ήδη από το 1988 ξεσπούν οι πρώτες διαδηλώσεις με αίτημα να αποσπαστεί το Ναγκόρνο Καραμπάχ από την ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν και να αποδοθεί στην ΣΣΔ Αρμενίας, ένας διακανονισμός που ωστόσο απορρίπτεται από τον Γκορμπατσόφ και την Συνδιάσκεψη των ΚΚ της ΕΣΣΔ. Το φυτίλι έχει μόλις ανάψει…

 

Αντιδρώντας στο αποσχιστικό αίτημα των Αρμενίων του Ναγκόρνο Καραμπάχ, Αζέροι εθνικιστές ξεκινούν επιθέσεις κατά πολιτών αρμενικής καταγωγής που ζούνε στην ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν με κορυφαία τα πογκρόμ στο Σουμγκάιτ και το Μπακού. Το αίμα δεκάδων αθώων θυμάτων είναι ακριβώς ο,τι χρειάζεται για να θεριέψει ο φόβος και το δηλητηριώδες τέρας του εθνικισμού… Τα επόμενα χρόνια καταγράφεται διογκούμενος αριθμός Αζέρων και Αρμενίων που έτυχε να γεννηθούν στην «λάθος» ΣΣΔ, οι οποίοι εγκαταλείπουν τις εστίες τους φοβούμενοι αντίποινα από την εκεί πλειοψηφούσα εθνότητα.

 

Στις 30 Αυγούστου του 1991 το Αζερμπαϊτζάν διακηρύσσει την ανεξαρτησία του από την ΕΣΣΔ, και τρεις μέρες αργότερα το Ναγκόρνο Καραμπάχ διακηρύσσει τη δική του, αποσπώμενο ντε φάκτο από το Αζερμπαϊτζάν και συγκροτώντας την ανεξάρτητη «Δημοκρατία του Αρτσάχ».  Μετά και την επίσημη οριστική διάλυση της ΕΣΣΔ, η αντιπαράθεση ανάμεσα στο Αζερμπαϊτζάν και την Δημοκρατία του Αρτσάχ κλιμακώνεται σε ολοκληρωτικό πόλεμο το 1992, με την Αρμενία να σπεύδει να συνταχτεί στο πλευρό των ομοεθνών της.

 

Το στρατιωτικό αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για το Αζερμπαϊτζάν. Όταν επιτέλους υπογράφεται ή κατάπαυση του πυρός τον Μάη του 1994, οι νεκροί του πολέμου έχουν ξεπεράσει τις τριάντα χιλιάδες, οι πρόσφυγες κι από τις δυο πλευρές αγγίζουν το ένα εκατομμύριο, ενώ ο στρατός των αυτονομιστών και οι συμμαχικές αρμένικες ένοπλες δυνάμεις ελέγχουν, εκτός από το ίδιο το Ναγκόρνο Καραμπάχ, άλλα τόσα αζέρικα εδάφη πέριξ αυτού. 

 

Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, δεν έχει υπάρξει ωστόσο ούτε ένα βήμα προόδου προς την κατεύθυνση της επίλυσης. Η Δημοκρατία του Αρτσάχ δεν αναγνωρίζεται από καμία χώρα, για τον ΟΗΕ εξακολουθεί να θεωρείται ως de jure τμήμα του Αζερμπαϊτζάν και όλη η περιοχή παραμένει σε μια εσαεί εκκρεμότητα μεταξύ εκεχειρίας και μόνιμης απειλής πολέμου. 


Στεπανακέρτ

 

Συμπαθητικά αδιάφορο. Αυτή είναι εν συντομία η αίσθηση που αποκομίζω περπατώντας  στο κέντρο της Στεπανακέρτ.

 

Το πιο ενδιαφέρον σημείο της πόλης εντοπίζεται στην πλατεία Αναγέννησης (πρώην πλατεία Λένιν) όπου συγκεντρώνονται τα σημαντικότερα κτίρια, κυβερνητικά και άλλα. Το Προεδρικό Μέγαρο, η Εθνοσυνέλευση, το κτίριο της Ένωσης βετεράνων του απελευθερωτικού πολέμου, το Μέγαρο της Νεολαίας, η κεντρική τράπεζα.  Παλιά σοβιετική ρυμοτομία, ήτοι άπλετος χώρος και (σχετική) μεγαλοπρέπεια.

 

Απ’ αυτήν την πλατεία ξεκίνησαν οι πρώτες διαδηλώσεις το 1988 με αίτημα την ένταξη του Ναγκόρνο Καραμπάχ στην ΣΣΔ Αρμενίας.

 

Να είχαν άραγε συναίσθηση οι ειρηνικοί διαδηλωτές εκείνων των ημερών της χιονοστιβάδας των αιματηρών γεγονότων που θα επακολουθούσε; Μάλλον απίθανο.

 


 

Κανείς δεν έχει και δεν μπορεί να έχει ουσιαστική επίγνωση της ιστορίας την ώρα που αυτή γράφεται, και ίσως ακόμα λιγότερο όταν ο ίδιος συμμετέχει στην πρώτη γραμμή. Στην καλύτερη περίπτωση οι πλέον διορατικοί να ψυχανεμίζονται προς τα πού ενδέχεται να πάει, αλλά και πάλι…

 

Στις παρυφές της πλατείας, ένας παιδότοπος. Μαμάδες με καροτσάκια, οικογένειες που βολτάρουν, ένα καρουζέλ, ένα τραμπολίνο, κάποιες νεροτσουλήθρες. Ίσως οι πιο ξέγνοιαστες εικόνες της ημέρας.

 


 

Η γειτονιά «μας» είναι ένα συνονθύλευμα από παρηκμασμένες εργατικές πολυκατοικίες της σοβιετικής εποχής που πρέπει να μετράνε πάνω από μισό αιώνα ζωής ασυντήρητες.

 

Συνειδητά επιλέξαμε να καταλύσουμε εδώ, σε μια τυπική συνοικία της Στεπανακέρτ. 

 

Σ’ ένα μέρος σαν κι αυτό όπου διαμένουν οι πολλοί, έτη φωτός μακριά από τις όποιες ανέσεις και την ευταξία του κέντρου. 

 


 

Κι όταν λέω «μακριά» εννοώ ταξικά, και όχι χωροταξικά. Το Προεδρικό Μέγαρο απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο από δω …

 

Ετοιμόρροπα τα κτίρια. Αμέτρητες οι μπουγάδες. Απύθμενη η φτώχια.


Τι μπορεί να ονειρεύονται άνθρωποι που κοιμούνται και ξυπνάνε με θέα ένα τέτοιο σκηνικό;

 

Νοιώθουν άραγε ελεύθεροι και περήφανοι νικητές του πολέμου ή μήπως αναλογίζονται ότι η ζωή τους εγκλωβίστηκε επ’ αόριστο σε καθεστώς αναστολής;

 


 

Σκέφτονται το μέλλον τους με αισιοδοξία ή ζούνε μόνιμα με τον φόβο ενός επόμενου γύρου αίματος;

 


 

Σούσι

 

Σήμερα το πρωί, παρακάμψαμε για ευνόητους λόγους την προσφορά της σπιτονοικοκυράς να καλέσει και πάλι τον γνωστό ταξιτζή και επιλέξαμε μόνοι μας κάποιον τυχαίo από το δρόμο. Μπορεί να μην μιλάει γρι αγγλικά αλλά, αν μη τι άλλο, οι πιθανότητες να μας προκύψει καραβανάς εν αποστρατεία λιγοστεύουν κατά πολύ.

 

Η Σούσι (στα αρμένικα) ή Σούσα (στα αζέρικα) όπου κατευθυνόμαστε τώρα υπήρξε κατά τους προηγούμενους αιώνες - πρώτα επί περσικής, και στη συνέχεια επί ρωσικής τσαρικής διοίκησης - μια από τις πλέον πολυπληθείς πόλεις του Καυκάσου.

 

Με μεικτό πληθυσμό μοιρασμένο σχεδόν ισάριθμα, οι πάνω δυτικές συνοικίες της κατοικούνταν από Αρμένιους ενώ οι κάτω ανατολικές από Αζέρους, αθροίζοντας όλοι μαζί περί τις σαράντα πέντε χιλιάδες ψυχές.

 

Όλα αυτά τα ωραία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οπότε και σκάνε μύτη οι πρώτες εθνοτικές ταραχές στο έδαφος της κλονιζόμενης τσαρικής αυτοκρατορίας.

 

Από αντίποινα σε αντίποινα, το αίμα αρχίζει να ρέει κι ο διχασμός να βαθαίνει ώσπου, λίγο πριν οι Σοβιετικοί αποκτήσουν τον έλεγχο της περιοχής, οι Αζέροι της Σούσι προχωρούν το 1920 σ’ ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ σε βάρος των Αρμένιων συμπολιτών τους σφάζοντας και εκδιώχνοντας από την πόλη όλον τον αρμένικο πληθυσμό της.

 

Το εθνικό μίσος έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο…

 

Με την επικράτηση των σοβιετικών και την ανάκτηση ενός σχετικού αισθήματος ασφάλειας, κάποιοι Αρμένιοι αρχίζουν δειλά δειλά να επιστρέφουν στη Σούσι, απ' όπου θα ξαναφύγουν κακήν κακώς με το ξέσπασμα του πολέμου στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.

 

Ως μοναδική πόλη της περιοχής με συντριπτικά πλειοψηφικό αζέρικο πληθυσμό, η Σούσι μετατρέπεται σε στρατηγείο των Αζέρων, απ’ όπου και βομβαρδίζουν ανηλεώς επί μήνες την γειτονική Στεπανακέρτ.

 

Όταν οι ένοπλες δυνάμεις του Αρτσάχ και του αρμενικού στρατού καταλαμβάνουν τελικά τη Σούσι  τον Μάη του 1992, η ροή της προσφυγιάς αντιστρέφεται. Είναι η σειρά των δεκαπέντε χιλιάδων Αζέρων κατοίκων να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ενώ η πόλη περνά δια πυρός και σιδήρου και καταστρέφεται στο μεγαλύτερο μέρος της.

 

Προκειμένου η Σούσι να αναβιώσει, η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια ενθαρρύνει την εγκατάσταση Αρμενίων προσφύγων από άλλες περιοχές του Ναγκόρνο Καραμπάχ.

 

Για την ώρα πάντως, αυτό που αντικρίζουμε εμείς είναι μια μισοάδεια πόλη. Μόλις τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι ζούνε σήμερα εδώ, φυσικά όλοι Αρμένιοι. Ο αναστηλωμένος καθεδρικός ναός Γκαζαντσετσότς ξεχωρίζει ως το κύριο αξιοθέατο.

 

Την εικόνα του κέντρου συμπληρώνουν μάλλον αδιάφορα σύγχρονα κτίρια, απότοκο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης.

 

Η δε αραιή ανθρώπινη παρουσία είναι περισσότερο από αισθητή στην υποτονική κίνηση στους δρόμους.

 


Η ρώσικη λέξη ντομ (σπίτι), συνοδεία χειρονομίας και χαρακτηριστικού ήχου που υποδηλώνει έκρηξη, ήταν αρκετή για να καταλάβει ο ταξιτζής μας τι αναζητούμε.

 

Σε λίγο περπατάμε σ’ ένα σκηνικό ολέθρου.

 

Παντού ένα γύρω βομβαρδισμένα κουφάρια κτιρίων, ακόμα και ολόκληρες πολυκατοικίες.

 

Χορταριασμένα γκρεμίδια και σωριασμένες στέγες.

 


 

Προσόψεις χωρίς παράθυρα με τις τρύπες να χάσκουν σαν άδειες κόγχες με βγαλμένα μάτια. 

 


 

Κάποια σκόρπια εγκαταλειμμένα αρχοντικά, εξαιρετικής ομορφιάς, που για κάποιον άγνωστο λόγο έχουν ξεφύγει μέχρι στιγμής της κοινής μοίρας της ερείπωσης. Μελαγχολικά και λαβωμένα μα ακόμα όρθια.

 


 

Δυο σκουριασμένες κούνιες που τρίζουν σπαρακτικά στην παραμικρή ανάσα του αέρα. 

 


 

Οδύνη και θλίψη. Να περιφέρεσαι σε μια περιοχή που άλλοτε έσφυζε από ζωή και να "συνομιλείς" αποκλειστικά με ερημωμένα ντουβάρια...  

 


 

 Ανάμεσά τους και δυο πληγωμένα τζαμιά

 


αλλά και μια επιγραφή «Ιστορικά μνημεία υπό την προστασία του κράτους» σαν ακτίνα φωτός μέσα στο πηχτό σκοτάδι.

 

Νταντιβάνκ

 

Η διαδρομή των εκατό περίπου χιλιομέτρων που οδηγεί από τη Σούσι στο μοναστήρι του Νταντιβάνκ στο βορειοδυτικό άκρο της Δημοκρατίας του Αρτσάχ είναι από τις μακρύτερες που μπορεί κανείς να κάνει εντός της χώρας. Αυτό μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε καλύτερα και τα μεγέθη.

 

Με μια επιφάνεια τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, το Ναγκόρνο Καραμπαχ των εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδων κατοίκων καλύπτει χώρο αντίστοιχο με αυτόν του νομού Αρκαδίας. Με μια φύση εφάμιλλης άγριας ομορφιάς. Βουνά, ποτάμια, φαράγγια, δασωμένες πλαγιές, όλα χάρμα οφθαλμών.

 

Και όμως, ακόμα κι εδώ ο πόλεμος έχει αφήσει το θλιβερό αποτύπωμά του.

 

 

Δίπλα στο ποτάμι, ένα τανκ που η αγορά του κάποτε κόστισε όσο η κατασκευή δέκα σχολείων, τώρα πια σκουριάζει παραδομένο στην εγκατάλειψη, με το χαμόγελο του πεσόντα υπέρ πατρίδος εικοσιοκτάχρονου οδηγού παγωμένο για πάντα σε μια επιτύμβια πλάκα…

 

Το μοναστήρι του Νταντιβάνκ είναι μια αρμονική λιτή  κατασκευή με αδρές καθαρές γραμμές σε ταιριαστή αντίστιξη με την οργιαστική φύση που το περιβάλλει.

 

Χτισμένο σε υψόμετρο χιλίων εκατό μέτρων, κάπου ανάμεσα στον ένατο και δέκατο τρίτο αιώνα, φέρει και την ονομασία Χουταβανκόμ που κυριολεκτικά σημαίνει «μοναστήρι στον λόφο».

 

Μετά από τις εικόνες καταστροφής που αντίκρισαν τα μάτια μας στη Σούσι, ο χώρος του μοναστηριού προβάλει σαν μια όαση γαλήνης, με όλη εκείνη την ιδιαίτερη ομορφιά που χαρίζει η φυσική φθορά και η πατίνα του χρόνου.

 

Μόνοι επισκέπτες ο Ζυρ κι εγώ, περιφερόμαστε ανενόχλητοι στον περίβολο, μπαινοβγαίνοντας στις εκκλησίες, παρατηρώντας αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες και απολαμβάνοντας μέχρι το μεδούλι την άγρια ομορφιά του τοπίου.

 


 

Ο Τιτανικός

 

Με τον ταξιτζή μας τον Αρπούν έχουμε πλέον αναπτύξει μια σχέση αμοιβαίας συμπάθειας. Είναι χαμηλών τόνων, ευγενής και συνάμα εξαιρετικά επικοινωνιακός. Με ελάχιστες ρώσικες λέξεις, ακόμα λιγότερες αγγλικές και άπειρη νοηματική, έχουμε καταφέρει ν’ ανταλλάξουμε μεταξύ μας τα βασικά. Νοιώθω εμπιστοσύνη.

 

Η δε πρότασή του για μια σύντομη παράκαμψη από το Βανκ επιβεβαιώνει ότι έχει καταλάβει πολύ καλά το ειδικό ενδιαφέρον μας για το παράδοξο.

 

Ένας εκκεντρικός Αρμένιος εκατομμυριούχος έχει χτίσει εδώ ένα ξενοδοχείο σε σχήμα Τιτανικού (!), με εκατό δωμάτια κι εγκαταστάσεις που καλύπτουν συνολικά μια επιφάνεια μεγαλύτερη από το ίδιο το χωριουδάκι απ’ όπου και κατάγεται.

 

Με περίπου μηδενικό τουρισμό στη χώρα, δεν το λες ακριβώς επιτυχημένη επένδυση από οικονομική άποψη, αλλά δεν βαριέσαι, άμα έχεις λεφτά για πέταμα, γιατί να χτίσεις κάτι χρήσιμο όπως, ας πούμε, ένα νοσοκομείο για τους συμπατριώτες σου, και να μην κάνεις απλά το κέφι σου;

 

Για να είμαστε όμως δίκαιοι, ο ίδιος εκατομμυριούχος έριξε τα λεφτά του και στην αναστήλωση του γειτονικού μοναστηριού Γκαντζασάρ, το μεγαλύτερο και πλέον ιστορικό του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Έργο του δέκατου τρίτου αιώνα, και πνευματικό σύμβολο για τους Αρμένιους, το μοναστήρι είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από τους βομβαρδισμούς των Αζέρων στον πόλεμο του 1992-94.

 

Εκτός όμως από τις επισκευές που κάλυψε όλες από την τσέπη του, ο εν λόγω εθνικός ευεργέτης έγινε επίσης διάσημος και ως σπόνσορας μιας γαμήλιας υπερπαραγωγής εφτακοσίων ζευγαριών που έλαβε χώρα στις 6 Οκτωβρίου 2008, διακόσιοι εκ των οποίων παντρεύτηκαν εδώ στο Γκαντζασάρ. Περί ορέξεως…

 

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, κάπου εδώ τελειώνουν οι επισκέψεις που συμφωνήσαμε το πρωί με τον Αρπούν, και θεωρητικά ο επόμενος σταθμός μας είναι η Στεπανακέρτ. Πλην όμως… Εντάξει, το καταλάβατε, συνεχίζει να με τρώει ο καημός  της απαγορευμένης Αγκντάμ. Να ρίξω την πρόταση κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει;

 

Δεν θα χρειαστεί. Εκεί που ψάχνω τις λέξεις και την κατάλληλη παντομίμα, ο Αρπούν γυρίζει πρώτος προς το μέρος μου και με ερωτηματικό ύφος πετάει:

-Αγκντάμ;

Με το ζόρι συγκρατήθηκα να μην τον αγκαλιάσω.

 

Αγκντάμ

 

Χωματόδρομοι, χαμηλή βλάστηση, αραιά δέντρα και σκόρπια ντουβάρια. Ο Αρπούν ακολουθεί μια ακατάστατη διαδρομή με παρακάμψεις και συνεχείς αλλαγές πορείας. Δείχνει να γνωρίζει καλά την περιοχή, και (θέλω να ελπίζω) τα πιθανά στρατιωτικά μπλόκα.

 

Η Αγκντάμ δεν ανήκε ποτέ στο Ναγκόρνο Καραμπάχ αλλά ήταν χτισμένη σε αμιγώς αζέρικα εδάφη λίγα χιλιόμετρα έξω από τα σύνορα. Λόγω ακριβώς αυτής της στρατηγικής της θέσης, οι ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν την χρησιμοποίησαν σαν βάση πολεμικών επιχειρήσεων, μια επιλογή που έμελλε να σφραγίσει τη μοίρα της.

 

Μετά την κατάληψή της από τους στρατούς του Αρτσάχ και της Αρμενίας το καλοκαίρι του 1993, κι αφού πρώτα εκδιώχτηκε κι ο τελευταίος από τους τριάντα πέντε χιλιάδες Αζέρους κάτοικους (άλλοι ανεβάζουν τον αριθμό στις πενήντα, ακόμα και στις εκατόν πενήντα χιλιάδες…), η Αγκντάμ κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε για να μετατραπεί στην πόλη-φάντασμα όπου προσπαθούμε τώρα να φτάσουμε.

 

Αδυνατώ να καταλάβω αν διασχίζουμε ακόμα προάστια ή αν πλησιάζουμε προς το κέντρο της πόλης. Κάθε φορά που νομίζω ότι φτάνουμε, διαπιστώνω ότι ο δρόμος της καταστροφής συνεχίζει κι άλλο. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ζώνη του ολέθρου καλύπτει τεράστια έκταση και πως δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο.

 

Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω πώς και γιατί δόθηκε στην Αγκντάμ το προσωνύμιο «Χιροσίμα του Καυκάσου».  Ο αφανισμός είναι πλήρης.

 

Ο Αρπούν έχει βγει εκτός δρόμου και έχει χωθεί με το όχημα ανάμεσα σε δυο συστάδες από θάμνους. Με το χέρι μας δείχνει δυο μιναρέδες που διακρίνονται κάπου στο βάθος. 


- Τσέντρ γκόραντα; (το κέντρο της πόλης;)

- Ντα


Με τον Ζυρ να προπορεύεται σκυμμένος, προχωράμε όσο πιο προσεχτικά μπορούμε ανάμεσα στα σωριασμένα μπάζα.

 

Σε ολόκληρη την Αγκντάμ, το «τζαμί της Παρασκευής» είναι το μόνο κτίριο που παραμένει ακέραιο στη θέση του.

 


 

Τρυπώνουμε μέσα μήπως από μεγαλύτερο ύψος καταφέρουμε ν’ αποκτήσουμε μια κάπως γενικότερη εποπτεία.

 


 

Το θέαμα είναι αποκαρδιωτικό. Τα πάντα ανατιναγμένα. Το «εργο» του στρατού ήρθαν να ολοκληρώσουν οι λεηλασίες. Δεν έχει μείνει πόρτα, ξύλο, πλαίσιο παραθύρου, ούτε ίσως καρφί που να μην αφαιρέθηκε για χρήση.

 


 

Και όμως μέσα στα χαλάσματα έχει διασωθεί κάτι υπέροχο για το συμβολισμό του: μοναδική πολυχρωμία μέσα στο γκρίζο της πέτρας, ένα ψηφιδωτό της σοβιετικής περιόδου στέκει ακόμα στη θέση του ανάμεσα στα ερείπια, ύστατος σιωπηλός μάρτυρας μιας εποχής όπου Αρμένιοι και Αζέροι συνυπήρξανε ειρηνικά στα πλαίσια της τότε ΕΣΣΔ.

 

Αυτή είναι η εικόνα και το μήνυμα που θέλω να πάρω μαζί μου, αποχωρώντας από τα πεδία του ολέθρου:

 

Όταν οι άνθρωποι βάζουν στην άκρη τα "εθνικά δίκαια" και ενώνονται για να διεκδικήσουν από κοινού τη ζωή τους, υπάρχει ελπίδα.

 

Για περισσότερες φωτογραφίες από το Ναγκόρνο Καραμπάχ: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...