ΥΠΕΡΔΝΕΙΣΤΕΡΙΑ 2 – ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΒΑΛΣΑΜΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ
Εν αρχή είναι ο Λένιν, βαλσαμωμένος στη βιτρίνα. Ακριβώς από πίσω στέκει η Sheriff, μια εταιρεία-χταπόδι που αγκαλιάζει στα πλοκάμια της κάθε τομέα της φανερής οικονομίας. Και λίγο παραμέσα οι μαφίες, που κινούν κάθε λογής λαθρεμπόριο. Η Υπερδνειστερία είναι μια χώρα που ανοίγει σαν ματριόσκα, με τις κούκλες να αποκαλύπτονται διαδοχικά η μία μέσα από την άλλη, εμφανίζοντας στο τέλος τη... Μητέρα Ρωσία ως εκείνη που κινεί όλα τα νήματα.
Της Ισαβέλλας Μπερτράν
Φωτό: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Το ταξίδι στην Υπεδνειστερία πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο Απρίλη-Μάη 2018
Προηγείται: ΥΠΕΡΔΝΕΙΣΤΕΡΙΑ 1 – ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΧΡΟΝΟΚΑΨΟΥΛΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Μια απλή ματιά στην πρόσοψη ήταν αρκετή για να βγει παμψηφεί και παραχρήμα η επιδοκιμαστική ετυμηγορία υπέρ του καταλύματος που επέλεξε ο Τσακ για να στεγάσει την παρέα μας.
Ξενοδοχείο Σόφια, οδός Καρλ Λίμπκνεχτ, Τιρασπόλ. Σαν εργατική πολυκατοικία του ’70, που πέρασε από λίφτινγκ πριν από καμιά δεκαετία. Με ξεφλουδισμένο σοβά στην πάνω αριστερή γωνία και απλωμένη μπουγάδα στο από κάτω παράθυρο για την απαραίτητη δόση από άρωμα Σοβιετίας. Φίλε εύγε, ούτε παραγγελία να το’ χαμε!
Η επί της υποδοχής μεσόκοπη ξανθιά κυρία μας προμηθεύει προθύμως με τα απαραίτητα προς συμπλήρωση έγγραφα για το τσεκ ιν, ενώ η όλη διαδικασία λαμβάνει χώρα κάτω από το ανεξιχνίαστο βλέμμα ενός ακόμη Βλαδίμηρου που μας επιτηρεί μέσα από το κάδρο το οποίο κοσμεί έναν από τους τοίχους της ρεσεψιόν.
Σ’ αυτό το σημείο οφείλω ωστόσο να διευκρινίσω πως αυτή τη φορά δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας από τις πολλές σοσιαλρεαλιστικές αναπαραστάσεις του συντρόφου Λένιν σαν κι αυτές που φωτογραφίζαμε κατά τη διάσχιση της χώρας (βλέπε ΥΠΕΡΔΝΕΙΣΤΕΡΙΑ 1 – ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΧΡΟΝΟΚΑΨΟΥΛΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν ) αλλά ενός φωτοπορτρέτου του πρόεδρου πασών των Ρωσιών Βλαντιμίρ Πούτιν από πρόσφατη επίσκεψή του στην Τιρασπόλ. Το λες και ανώμαλη προσγείωση στο παρόν.
Των οδοσήμων το ανάγνωσμα
Η οδός Καρλ Λίμπκνεχτ όπου καταλύουμε μπορεί να θεωρηθεί και ως η ραχοκοκαλιά της Τιρασπόλ αφού τη διαπερνάει από τη μια άκρη στην άλλη σε μια σχεδόν ευθεία γραμμή, οδηγώντας από το ξενοδοχείο μας μέχρι και το γειτονικό Μπεντέρυ δώδεκα περίπου χιλιόμετρα δυτικά.
Βγαίνοντας για τη βόλτα μας, και με δεδομένο ότι η καρδιά της πρωτεύουσας της Υπερδνειστερίας, πάλλεται τρεις παράλληλους δρόμους πιο νότια, στρίβουμε αμέσως στην πρώτη κάθετη (οδός Λένιν), προσπερνάμε την πρώτη παράλληλο (οδός Καρλ Μάρξ), διασχίζουμε και τη δεύτερη (οδός Ρόζα Λούξεμπουργκ), για να καταλήξουμε, μετά από αυτό το πρελούδιο των διαδοχικών επαναστατικών οδοσήμων, στον μοναδικό παγκοσμίως δρόμο που φέρει ακόμα υπερηφάνως την ονομασία 25η Οκτώβρη.
Και μη βρεθεί κανένας άσχετος να με ρωτήσει τι έγινε στις 25 Οκτώβρη (του 1917) γιατί θα του κόψω την καλημέρα!
Η περίφημη οδός της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι στην πραγματικότητα μια λεωφόρος άνετων διαστάσεων όπου εναλλάσσονται κάποια μεμονωμένα ιστορικά κτίρια, κάμποσες παρηκμασμένες σοβιετικές πολυκατοικίες, παλιά χαμηλά σπίτια και μερικά δυτικότροπα εμπορικά κέντρα.
Όλα αυτά συνοδεία αραιής κίνησης πεζών – κυρίως νέων ζευγαριών και μαμάδων με παιδικά καροτσάκια – και ακόμα αραιότερης κίνησης οχημάτων.
Θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις ευχάριστη.
Ο αναγνωρίσας του αναγνωρίσαντος
Yπό κανονικές συνθήκες, το ασήμαντο κτίριο με τις δυο σημαίες δεν θα τραβούσε επ’ ουδενί την προσοχή μας.
Εφόσον όμως εδώ στεγάζονται οι διπλωματικές αντιπροσωπείες δύο εκ των τριών μοναδικών χωρών στον κόσμο που αναγνωρίζουν την Υπερδνειστερία ως νόμιμο κράτος, είναι ένας καλός λόγος για να πατηθεί το κλικ.
Ποιες είναι οι χώρες αυτές;
Μα η Αμπχαζία και η Νότια Οσετία, οι σημαίες των οποίων κυματίζουν στη φωτογραφία, ενώ η τρίτη είναι η Δημοκρατία του Αρτσάχ (ή αλλιώς το Ναγκόρνο Καραμπάχ).
Με άλλα λόγια οι «αναγνωρίσασες» συγκαταλέγονται και οι ίδιες μεταξύ των μη αναγνωρισμένων κρατών του πλανήτη τα οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, έχουν φτιάξει μεταξύ τους μια άτυπη κολεγιά όπου το καθένα απ’ αυτά αναγνωρίζει τα υπόλοιπα.
Ο Ρώσος αρχιστράτηγος Αλεξάντερ Σουβόροφ θεωρείται ως ο ιδρυτής της Τιρασπόλ το 1792, εξ ου και η ομώνυμη πλατεία με την έφιππη αγαλματάρα του.
Στο μεταξύ, απ’ ό,τι μαθαίνω το όνομα Τιρασπόλ έλκει την ετυμολογία του από το ελληνικό «Τυράς», που ήταν η αρχαία ονομασία του Δνείστερου.
Το κάνω αυτό πάσα στους αγαπημένους μου Ελληνάρες για να τους δώσω την ευκαιρία ν’ αρχίσουν τα γνωστά γραφικά «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις …», «όταν οι άλλοι τρώγανε βελανίδια…» κλπ.
Ακριβώς απέναντι, από την άλλη πλευρά του δρόμου, εκτείνεται το πάρκο Ντε Βόλλαντ πάνω στην όχθη του Δνείστερου.
Δέντρα, παρτέρια, αμαξάκια με άλογα, μπόμπιρες που ξεδίνουν λίγο από το περίσσευμα της αστείρευτης παιδικής ενέργειας, ηλικιωμένοι που μαζεύουν ήλιο, ζευγαράκια που ρεμβάζουν, ψαράδες αραχτοί στο ποτάμι που απολαμβάνουν το δειλινό με το καλάμι στο χέρι.
Όλα απλά, καθημερινά κι ανθρώπινα. Και απολύτως συνηθισμένα.
Η πλατεία της Δόξας
Τα ασυνήθιστα απέχουν ωστόσο μόλις λίγες δεκάδες μέτρα δυτικά του πάρκου. Πλατεία Δόξας. Μια σοβιετική υπερπαραγωγή σε τιμητικά μνημεία.
Μνημείο για τους Υπερδνείστριους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που σκοτώθηκαν στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο και βρίσκονται θαμμένοι εδώ.
Μνημείο πεσόντων στον πόλεμο του Αφγανιστάν.
«Τοίχος Μνήμης» με χαραγμένα τα ονόματα εκείνων που χάθηκαν στον πόλεμο του 1992 με τη Μολδαβία.
Αιώνια φλόγα για τον Άγνωστο Στρατιώτη.
Και μέσα σε όλα, σε δεσπόζουσα θέση, το αποκαλούμενο «μνημείο του τανκ», όπου με φόντο τον κρεμμυδόσχημο τρούλο του ρωσο-ορθόδοξου ναού του Αγίου Γεωργίου, ένα σοβιετικό τεθωρακισμένο του Β’ Παγκόσμιου εποπτεύει την πλατεία από την υπερυψωμένη βάση του, προστατεύοντας ανάμεσα στις ερπύστριες μία κάψουλα με ευλαβικά φυλαγμένες λίγες χούφτες από το ποτισμένο με αίμα χώμα του Στάλινγκραντ... Σχεδόν νομίζω ότι ακούω να παιανίζει η Διεθνής.
Την αίσθηση αυτή επιτείνει η εντυπωσιακή παρουσία του πλέον θεαματικού Λένιν που έχει καταγράψει ο φακός μου.
Στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου, μπροστά στην άκρως επιβλητική έδρα του κοινοβουλίου, που φέρει ακόμα υπερηφάνως την ονομασία «Ανώτατο σοβιέτ της Υπερδνειστερίας», ο μεγάλος μπολσεβίκος ατενίζει αγέρωχα τον ουρανό σε μια ολόσωμη αναπαράσταση που θυμίζει ολίγον Μπάτμαν, έτοιμος να απογειωθεί από την κορυφή της γιγάντιας στήλης του, φωτίζοντας ξανά τον δρόμο του παγκόσμιου προλεταριάτου προς την τελική απελευθέρωση από τις αλυσίδες του. Εμπρός της Γης οι κολασμένοι!
Μα τι στ’ αλήθεια συμβαίνει εδώ;
Κάπου εδώ χρωστάμε να πατήσουμε ένα pause. Καθισμένοι σ’ ένα εστιατόριο της οδού Λίμπκνεχτ, και απολαμβάνοντας τοπικά εδέσματα συνοδεία εξαιρετικού μολδαβικού κρασιού, οι τέσσερις ταξιδιοσυμμορίτες προσπαθούμε να βάλουμε σε μια σειρά όσα κατέγραψαν τα μάτια μας κατά τις προηγούμενες ώρες, σε συνάρτηση με τις όποιες γνώσεις διαθέτουμε για την περιοχή από ιστορικά διαβάσματα και δημοσιογραφικά ρεπορτάζ.
Με άλλα λόγια ήρθε η στιγμή να ανοίξουμε το περιτύλιγμα και να δούμε ποιο είναι τελικά το περιεχόμενο αυτής της φαινομενικά παγωμένης στο χρόνο σοβιετικής χρονοκάψουλας. Τι διάολο τρέχει τελικά σ’ αυτήν τη χώρα που «δεν υπάρχει»;
Στα πλαίσια της άλλοτε ενιαίας Σοβιετίας, η Υπερδνειστερία ήταν μακράν η πιο ευημερούσα περιοχή της ΣΣΔ Μολδαβίας, ένας βιομηχανικός και ενεργειακός κόμβος που ηλεκτροδοτούσε το σύνολο του ομόσπονδου μολδαβικού κρατιδίου και παρήγαγε το 40% του ΑΕΠ του.
Εκτός αυτού, στο έδαφός της φιλοξενούσε έναν σημαντικό αριθμό σοβιετικών στρατευμάτων κι έναν ακόμα σημαντικότερο όγκο στρατιωτικού υλικού.
Ο πόλεμος ανεξαρτησίας ενάντια στη Μολδαβία το ’92, εν πολλοίς κερδήθηκε χάρη στην εμπλοκή της 14ης πρώην σοβιετικής μεραρχίας που στάθμευε στην Υπερδνειστερία και συντάχτηκε στο πλευρό των αυτονομιστών, παρά τις αντίθετες υποτίθεται (;) εντολές της ηγεσίας.
Αμέσως μετά την απόσχιση, η πλειονότητα των βιομηχανιών της χώρας κατέληξαν, μέσω ομιχλωδών ιδιωτικοποιήσεων, στην ιδιοκτησία Ρώσων και Ουκρανών ολιγαρχών με ακόμα ομιχλωδέστερο πόθεν έσχες, ενώ δυο διαβόητοι πρώην Καγκεμπίτες αναβαπτίστηκαν σε επιχειρηματίες και ίδρυσαν τη Sheriff, μια εταιρεία πολυπλόκαμη σαν χταπόδι που κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να αγκαλιάσει μέχρι σκασμού το σύνολο της (φανερής) οικονομικής δραστηριότητας της χώρας:
Από διυλιστήρια, βενζινάδικα, σούπερ μάρκετ και φαρμακεία μέχρι τράπεζες, κινητή τηλεφωνία, τηλεοπτικό κανάλι, υφαντουργία και ποδοσφαιρική ομάδα.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, η Sheriff είναι τόσο συνυφασμένη με την Υπερδνειστερία, που αρκετοί απηυδισμένοι με την κατάσταση πολίτες έχουν φτάσει ν’ αποκαλούν τη χώρα τους «κράτος Sheriff».
Παράλληλα, οι κακές γλώσσες λένε πως τα έσοδα από την παράνομη διακίνηση των δεκάδων χιλιάδων τόνων όπλων, που πέρασαν εν μια νυκτί στα χέρια του νεοσύστατου ντε φάκτο κράτους, στάθηκε για πολλά χρόνια μία από τις βασικότερες πηγές εσόδων του.
Αποτέλεσε επίσης τον κεντρικό πυλώνα γύρω από τον οποίο δομήθηκε η οικονομία του - ή μάλλον ακριβέστερα μια παραοικονομία μαφιόζικου τύπου, η οποία σύντομα επεκτάθηκε και σε άλλους επικερδείς τομείς της ελεύθερης αγοράς όπως τα ναρκωτικά και το τράφικινγκ, χωρίς να υστερεί σε επιδόσεις και στο πιο ταπεινό, πλην δοκιμασμένης διαχρονικής κερδοφορίας, λαθρεμπόριο ποτών και τσιγάρων. Με το λιμάνι της Οδησσού στην Ουκρανία εκατό μόλις χιλιόμετρα από την Τιρασπόλ, δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς παραπάνω για ιδανικότερο διαμετακομιστικό κόμβο.
Βέβαια, όπως ο καθείς αντιλαμβάνεται, όλα αυτά τα μάλλον… ανορθόδοξα θα ήταν αδύνατο να λάβουν χώρα χωρίς κάποιες πανίσχυρες πλάτες. Που εν προκειμένω μεταφράζονται με τη σταθερή διαχρονική στήριξη της Ρωσίας.
Ένα καλό παράδειγμα της βοήθειας αυτής αποτελεί η προμήθεια φυσικού αερίου για το οποίο η ανεξάρτητη Υπερδνειστερία δεν έχει κληθεί να καταβάλει ούτε σεντ, τουλάχιστον τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ενώ αφήνεται επιπροσθέτως να χρηματοδοτεί μέρος του κρατικού της προϋπολογισμού από τις εισπράξεις που αποκομίζει από τους εγχώριους καταναλωτές - οι οποίοι πάντως πληρώνουν εξαιρετικά χαμηλότερες τιμές από τους γείτονες Μολδαβούς.
Μ’ αυτόν τον κάπως ιδιότυπο «διακανονισμό», το χρέος της Υπερδνειστερίας προς την προμηθεύτρια ρωσική εταιρεία Gazprom έχει φτάσει πλέον να αθροίζει τα 7 δις ευρώ (δανεικά και αγύριστα), κι αυτό σε μια χώρα που παράγει μόλις 1 δις ετήσιο ΑΕΠ.
Κανένας ωστόσο δανειστής δεν δείχνει να δυσανασχετεί με αυτήν την κατάσταση, κι ακόμα λιγότερο να ασχολείται με τη βιωσιμότητα του χρέους. Αντίθετα το κοντέρ συνεχίζει να γράφει απρόσκοπτα.
Κατά τα λοιπά, ναι μεν ο Πούτιν δεν αναγνωρίζει επίσημα την Υπερδνειστερία ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα, διασφαλίζοντας έτσι τον εσαεί εκβιασμό της Μολδαβίας (καθίστε καλά και μη διαμαρτύρεστε γιατί θα τους αναγνωρίσω και θα σας πάρει ακόμη περισσότερο ο διάολος), ωστόσο προσφέρει αφειδώς στο μεταξύ υποτροφίες σε Υπερδνείστριους σπουδαστές, πληρώνει γαλαντόμικα μέρος των συντάξεων και αναλαμβάνει από καιρού εις καιρόν το κόστος των ανακαινίσεων δημοσίων κτιρίων και νοσοκομείων.
Με βιοτικό επίπεδο σαφώς καλύτερο απ’ αυτό της γειτονικής Μολδαβίας, δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που ο Πούτιν λατρεύεται στην Υπερδνειστερία ως θεός ευεργέτης, με την πλειονότητα των πολιτών να προσβλέπουν διακαώς σε μελλοντική ένωση με τη Ρωσία…
Μα, θα μου πείτε, κι ο Λένιν, τα σφυροδρέπανα και το χώμα από το Στάλινγκραντ, πώς κολλάνε με όλα τα παραπάνω;
Πρώτη ύλη για την οικοδόμηση υπερδνείστριας εθνικής ταυτότητας, είναι η προφανής απάντηση.
Μπείτε για μια στιγμή στη θέση μιας λίγο-πολύ μαφιόζικης ντόπιας ολιγαρχίας, που χάρη στην απόσχιση απέκτησε το δικό της φέουδο-ορμητήριο για κάθε λογής μπίζνες.
Ποιον άλλο προσφορότερο συνεκτικό μύθο θα βρίσκατε να πουλήσετε στους συμπατριώτες σας, μια σφήνα ρωσόφωνων, παγιδευμένων μεταξύ Μολδαβίας και Ουκρανίας, αν όχι αυτόν του θεματοφύλακα του σοβιετικού παρελθόντος που, έστω κι ως μουσειακό είδος, τους διαχωρίζει αποφασιστικά από τους γείτονες και τους ενώνει πνευματικά με τη Μητέρα Ρωσία;
Ίσως πουθενά αλλού όσο στην Υπερδνειστερία δεν έχει βρει τόσο κραυγαλέα εφαρμογή η ρήση του Σάμιουελ Τζόνσον σύμφωνα με την οποία «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων».
Αλλάζοντας χέρια
Το ξεκίνημα της επόμενης μέρας βρίσκει τη γλυκιά συμμορία των τεσσάρων μέσα σ’ ένα τρόλεϊ της γραμμής 19 με προορισμό τη γειτονική πόλη του Μπεντέρυ.
Η επίσκεψη εκεί εμπεριέχει μια ιδιαιτερότητα για τα δεδομένα της Υπερδνειστερίας καθώς πρόκειται για τη μόνη πόλη του ντε φάκτο κράτους που στέκει στη δυτική όχθη του Δνείστερου, τον οποίο και θα διαβούμε από μια σιδερένια γέφυρα.
Το Μπεντέρυ γεωγραφικά και ιστορικά ανήκει στη Βεσσαραβία. Όταν ωστόσο οι εχθροπραξίες του 92 με τη Μολδαβία κατέληξαν σε εκεχειρία, η πόλη είχε ήδη καταληφθεί από τις υπερδνείστριες ένοπλες δυνάμεις με την υποστήριξη ρωσικών στρατευμάτων, κι έτσι η γραμμή κατάπαυσης του πυρός χαράχτηκε με αυτό το δεδομένο.
Με πάνω από εξακόσια χρόνια ζωής, το Μπεντέρυ πρωτοεμφανίζεται στην ιστορική σκηνή του Μεσαίωνα υπό την ονομασία Τιγκίνα, ως τελωνειακός κόμβος πάνω στη διαδρομή που ενώνει τη Μολδαβία με την Κριμαία.
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατακτάει την πόλη το 1538, την μετονομάζει σε Μπέντερ (Μπεντέρυ είναι η μετέπειτα ρώσικη ονομασία της) και την προικοδοτεί με ένα ωραιότατο κάστρο, έργο του διάσημου αρχιτέκτονα Σινάν (εκείνου που έχτισε αργότερα το περίφημο Μπλε Τζαμί στην Ισταμπούλ).
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, η πόλη πέφτει τρεις φορές στα χέρια των Ρώσων και ισάριθμες γυρίζει πίσω ξανά στην αγκαλιά των Οθωμανών, για να περάσει εντέλει στον έλεγχο της τσαρικής αυτοκρατορίας το 1812 και να ενσωματωθεί στη ρωσική επαρχία της Βεσσαραβίας μέχρι το 1917.
Το βασίλειο της Ρουμανίας την αποσπά από τους Μπολσεβίκους το 1919, η πόλη ωστόσο θα επιστρέψει στην ΕΣΣΔ το 1944, μαζί με όλη την περιοχή της Βεσσαραβίας.
Θυμίζω ότι από τη συνένωση της Βεσσαραβίας και της Υπερδνειστερίας θα προκύψει η ΣΣΔ Μολδαβίας, από την οποία θα αποσχιστεί η Υπερδνειστερία κατά την κατάρρευση της Σοβιετίας, αποσπώντας και το Μπεντέρυ.
Τέλος ιστορίας (για την ώρα). Ουφ!
Με ενενήντα χιλιάδες κατοίκους, το Μπεντέρυ είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Υπερδνειστερίας, μετά την πρωτεύουσα Τιρασπόλ που μετράει περί τις εκατόν πενήντα χιλιάδες σ’ ένα σύνολο μισού περίπου εκατομμυρίου για όλη τη χώρα.
Όπως είναι και το αναμενόμενο, το Μπεντέρυ ουδόλως στερείται κλασικών σοβιετικών brand, όπως είναι για παράδειγμα το οικόσημο της χώρας σε περίοπτη θέση καθώς κι ένα ακόμη τανκ-μνημείο, τακτοποιημένο πάντως σε περιβάλλοντα χώρο πολλάκις σεμνότερων διαστάσεων από εκείνο της Τιρασπόλ.
Καθοδόν για το κάστρο, μας περιμένει ωστόσο το καλύτερο: ένα παροπλισμένο εργοστάσιο σοβιετικής κοπής μ’ ένα мой завод моя гордость, απλωμένο φαρδιά πλατιά στην είσοδο. «Το εργοστάσιό μου, η περηφάνειά μου».
Πείτε ό,τι θέλετε, εμένα πάντως αυτή η επιγραφή με βρήκε κατ’ ευθείαν στην καρδιά. Κειμήλιο μιας εποχής με αξίες και οράματα, πώς να το κάνουμε, ασχέτως του πώς κατέληξαν…
Άσε πια η πρόσοψη του κεντρικού κτιρίου, διακοσμημένη όπως της έπρεπε με γιγάντια σοσιαλρεαλιστικά ανάγλυφα. Η χαρά των φωτογραφικών μας.
Στην οποία χαρά προστίθεται η σκανδαλιάρικη προσωπική ικανοποίηση της σύλληψης των τριών σωματοφυλάκων (μου) ενώ πυροβολούν την πρόσοψη εκ του συστάδην σε άψογο συγχρονισμό και μπορώ τώρα να τους εκθέτω δημοσίως ως αδιόρθωτα στοχοπροσηλωμένα φωτοψώνια.
Το κάστρο του Σινάν είναι πράγματι εντυπωσιακό και αποτελεί ένα έξοχο δείγμα του πρώιμου έργου του μεγάλου αρχιτέκτονα.
Χτισμένο πάνω σε δυτικά πρότυπα, καλύπτει διακόσια περίπου περιτειχισμένα στρέμματα που προσφέρονται για μια ευχάριστη περιήγηση.
Κι αυτό ακριβώς κάνουμε, ανεβοκατεβαίνοντας τα οχυρωματικά τείχη, περιεργαζόμενοι κανόνια, τρυπώνοντας σε πύργους, απολαμβάνοντας τη θέα πάνω στον Δνείστερο και καλύπτοντας εν γένει όλες τις δραστηριότητες κάθε σωστού χαζοτουρίστα που σέβεται τον ρόλο του.
Η χαρούμενη ανεμελιά εξανεμίζεται με μιας όταν, μπαίνοντας ανυποψίαστοι σε κάποια αίθουσα του κάστρου, βρισκόμαστε ενώπιοι ενωπίω με μια συλλογή από διάφορα όργανα μεσαιωνικών βασανιστηρίων. Τροχαλίες, τσεκούρια, ανακριτική πολυθρόνα, μέχρι και μια «Σιδηρά Παρθένος»…, με άλλα λόγια, μια ανατριχιαστική γκάμα από υλικά τεκμήρια της απύθμενης διαστροφικής ικανότητας του ανθρώπινου είδους να επινοεί σαδιστικούς τρόπους πρόκλησης ανείπωτου πόνου. Εντάξει, δεν σχολιάζω παραπάνω…
Μετά την περιήγησή μας στα πιο μαύρα σκοτάδια του ανθρώπινου νου, η πρόταση του Παναγιώτη για μια παράκαμψη από το κοντινό μοναστήρι Νουλ Νεάμτ φαντάζει σχεδόν καθαρτήρια.
Άνθρακες ο θησαυρός. Αν δεν έμοιαζε τόσο πολύ με ανάλογα εκκλησιαστικά συμπλέγματα που γνωρίσαμε λίγες μέρες πριν στη Μολδαβία, ίσως και να κέρδιζε περισσότερο το ενδιαφέρον μας.
Με δεδομένο όμως το πρόσφατο deja vu, ουδείς δηλώνει ενθουσιασμένος κι έτσι η επίσκεψη περιορίζεται σε μια σύντομη βόλτα στο χώρο, μερικά ανέμπνευστα κλικ και… γραμμή πίσω στην πρωτεύουσα.
Επιμύθιο
Οδός 25ης Οκτώβρη και πάλι. Στην ανατολική πλευρά αυτή τη φορά. Γίνεται να μην περάσουμε από το «Σπίτι των Σοβιέτ»; Δεν γίνεται!
Μεγαλοπρεπές, πάλλευκο και με την επιγραφή дом советов φαρδιά πλατιά απλωμένη στην πρόσοψη, το εν λόγω μέγαρο φιλοξενεί σήμερα το δημαρχείο της πόλης. Ότι πρέπει για εξώφυλλο άρθρου για την Τιρασπόλ, δεν νομίζεις;
- Ζυρ, κάνε μου μια χάρη. Πήγαινε σε παρακαλώ κάτω από το κεφάλι του Βλαδίμηρου να σε βγάλω μια φωτό. Έτσι μπράβο!
Και με υψωμένη γροθιά σε παρακαλώ. Αφού θα γίνουμε που θα γίνουμε ρεζίλι, ας το κάνουμε τουλάχιστον σωστά.
Λιακάδα, ψάθινες καρέκλες, τραπεζάκια έξω. Αραχτοί σ’ ένα υπαίθριο καφέ απολαμβάνουμε το τελευταίο μας απόγευμα στην Τιρασπόλ, με θέα το κτίριο της Όπερας.
Χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό δείγμα της σοβιετικής εποχής, όπως και το κρατικό πανεπιστήμιο Σεβτσένκο που στέκει λίγο πίσω μας, τα κτίρια αυτά κοσμούν τον άξονα του βασικού περιπάτου των κατοίκων, με κατάληξη το πάρκο Πομπέντα, ή αλλιώς πάρκο της Νίκης, τριακόσια μέτρα από δω.
Σημειολογικά, νοιώθω το καφέ αυτό να προσφέρεται ιδανικά ως τόπος νοερού αποχαιρετισμού στην πόλη.
Αύριο το πρωί οι δρόμοι της παρέας χωρίζουν, με τον Παναγιώτη και τον Τσακ να επιστρέφουν στο Κισινάου στη Μολδαβία, και τον Ζυρ και την υποφαινόμενη να συνεχίζουμε το ταξίδι προς την Οδησσό στην Ουκρανία.
Ωστόσο σκέφτομαι ότι θα φύγω από την Υπεδνειστερία με μια αίσθηση ανικανοποίητου.
Τα όσα είδα χόρτασαν σε μεγάλο βαθμό την περιέργεια που είχα πριν έρθω, μα γέννησαν επίσης πολλά περισσότερα ερωτήματα απ’ αυτά που μου απαντήθηκαν.
Με πλέον σημαντικό το εξής ένα που, στην ουσία, τα συνοψίζει όλα: Για πόσο ακόμα γίνεται να συνεχιστεί αυτό το ιδιότυπο καθεστώς και τι μέλλον μπορεί να έχουν οι πολίτες σ’ αυτή τη «χώρα που υπάρχει και δεν υπάρχει» ;
Διαβάστε επίσης: ΥΠΕΡΔΝΕΙΣΤΕΡΙΑ 1 – ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΧΡΟΝΟΚΑΨΟΥΛΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Για περισσότερες φωτογραφίες από την Υπερδνειστερία:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...