ΜΟΓΓΟΛΙΑ 3 - ΓΗ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
«Εξόριστε ποιητή, στον Αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
Βλέπω χαρακιές από ρόδες στ’ απέραντα λιβάδια.
Βλέπω σκισμένα νυφικά στις πλαγιές των βουνών.
Βλέπω τα ζωντανά να βόσκουν αμέριμνα αγνοώντας το αύριο του σφαξίματος.
Βλέπω τις γιούρτες, ταπεινές λευκές κηλίδες να υπόσχονται θαλπωρή…»
Ζυρ απαγγέλων το δικό του Άξιον εστί, διασχίζοντας τις στέπες της Κεντρικής Μογγολίας…
Της Ισαβέλλας Μπερτράν
Φωτο: Κώστας Ζυρίνης
Το ταξίδι στη Μογγολία πραγματοποιήθηκε Οκτώβρη-Νοέμβρη του 2011
Προηγούνται:
ΜΟΓΓΟΛΙΑ 1, ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΔΙΑΤΡΕΧΟΥΝ ΤΟ ΑΧΑΝΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΟΓΓΟΛΙΑ 2 - ΣΙΒΗΡΙΑ, Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΧΥΤΗΤΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Το Σιν Ιντέρ είναι ήδη παρελθόν.
Πορευόμαστε και πάλι στο αχανές της ορεινής στέπας.
Πορευόμαστε…
Στο βάθος, τα γκρίζα άχρονα βουνά στολισμένα στα χρώματα της φωτιάς της φθινοπωρινής τάιγκα και, παντού ένα γύρω, το ξερό χορτάρι που ξετυλίγει το κίτρινο χαλί του, διάστικτο από τα λευκά σπαράγματα του πρώτου χιονιού.
Αραιά και πού, κάποιες σκόρπιες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, άλογα ελευθέρας βοσκής κατά δεκάδες, πρόβατα επίσης κατά εκατοντάδες, καθώς και γιακ, κοπάδια ανάμεικτα που σημαδεύουν το πέρασμά μας.
Σε κάποια διάσελα το χιόνι πυκνώνει, ενώ κατά τόπους συναντάμε παγετό.
Και να σκεφτείς ότι ίσα που πλησιάζουμε τα τέλη του Οκτώβρη.
Τι θα γίνεται άραγε εδώ σ’ ένα μήνα από τώρα;
Με ανύπαρκτους δρόμους, δεν μπορώ να φανταστώ ποιο όχημα θα μπορεί να χαράξει πορεία χωρίς να διακρίνει τις έστω ακατάστατες ροδιές των προηγούμενων.
Ήδη τώρα αδυνατώ να αντιληφθώ με ποιο κριτήριο ο Μπίχε επιλέγει να ακολουθήσει κάποια συγκεκριμένα χνάρια ανάμεσα σε δεκάδες άλλα. Φαντάσου λοιπόν να έχει καλύψει το χιόνι τα πάντα…
Αλάνθαστος για μια ακόμη φορά ο οδηγός μας.
Μετά από μια περίεργη διαδρομή με πολλά ζιγκ ζαγκ και διασχίσεις ρυακιών, μεταπηδώντας κάθε τόσο σε διαφορετικές αυλακιές, βγαίνουμε επιτέλους σ’ έναν σχεδόν ομαλό χωματόδρομο όπου το ρώσικο τζιπάκι καλπάζει πλέον σαν αφηνιασμένο άλογο πάνω στο χρυσάφι της στέπας. Γη κι Ελευθερία!
‘Ωσπου, σε μια στροφή, ξεπροβάλλει ξαφνικά σαν ένα κομμάτι Αιγαίου, κουρνιασμένο ανάμεσα στα χιονισμένα βουνά, το βαθύ μπλε της λίμνης Τερκχιίν Τσαγκαάν νουούρ. Εδώ είμαστε!
Ένας πρόχειρος καταυλισμός νομάδων καμιά πεντακοσαριά μέτρα απόσταση από την όχθη.
Στάνες για τα ζωντανά, μερικές ξύλινες καλύβες και κάμποσες σκόρπιες γιούρτες.
Μία απ’ αυτές θα μας παραχωρηθεί για να στεγάσει τις δύο επόμενες νύχτες μας.
.
Μέσα, περιμετρικά, βρίσκουμε τα αναμενόμενα πέντε μονά ντιβάνια, άλλο σκληρό, άλλο μαλακό, άλλο που βουλιάζει. Ανάμεσά τους κι ένα χειροποίητο και στολισμένο με πολύχρωμες ζωγραφιές.
Επιλέγουμε τα δυο πιο στέρεα κρεβάτια, ακουμπάμε τα σακίδια σ’ ένα τρίτο και… η κατάληψη του χώρου ολοκληρώθηκε!
Στην κορυφή του κώνου της γιούρτας απ’ όπου ξεμπουκάρει το μπουρί της σόμπας που ήδη καίει, υπάρχει ένα «παράθυρο» το οποίο, κατά το δοκούν, ανοίγει για να μπαίνει το φως της μέρας ή κλείνει για τη βροχή και το χιόνι με αδιάβροχα σκεπάσματα.
Για την ώρα υποδέχεται το τελευταίο φως του ήλιου που πάει προς τη δύση του.
Σε λίγο ο μοναδικός φωτισμός μας θα εκπέμπεται από το κερί που περιμένει ακουμπισμένο στο τραπεζάκι με τον πλαστικό μουσαμά, καθώς και από τους δύο φακούς κεφαλής που κουβαλάμε από την Αθήνα γι αυτές ακριβώς τις περιστάσεις.
Μαζί με τις προμήθειες και τα σκεύη για το μαγείρεμα του βασικού ημερήσιου γεύματος, έχουμε όλα όσα χρειάζονται δυο άνθρωποι για να νιώσουν καλά.
Με μία λέξη: πληρότητα!
Σημειώσεις του Ζυρ στο μαγνητόφωνο:
Το ψύχος είναι μάλλον δυνατό, πλην όμως, ένας γενναιόδωρος ήλιος διασκεδάζει την αίσθηση και την κάνει σχεδόν ευχάριστη.
Ξυπνήσαμε πριν από καμιά ώρα, διεκπεραιώσαμε τις πρωινές διαδικασίες , πλυσίματα, ντυσίματα και τα σχετικά, έφτιαξα τον καφέ μου και τώρα τον απολαμβάνω συνοδεία τσιμπουκιού, οριζοντιωμένος στο κίτρινο γρασίδι με την πλάτη μου ακουμπισμένη στον κορμό ενός κομμένου δέντρου. Ο μισός ορίζοντας που έχω μπροστά μου είναι ένα μέρος από την λίμνη. Σαν να ζω μέσα σε πίνακα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου.
Η λίμνη που η ονομασία της στα ελληνικά αποδίδεται ως «Λευκή Λίμνη του ποταμού Τερκχ» βρίσκεται σε υψόμετρο δύο χιλιάδων μέτρων και είναι, λέει, απότοκο παλαιότερης έκρηξης του γειτονικού ηφαιστείου Κχόργκο.
Χωρίς δραστηριότητα τις τελευταίες οχτώ χιλιετίες, το ηφαίστειο θεωρείται σβησμένο. Και έτσι ελπίζω να παραμείνει. Νιώθω εξόχως τεμπέλικα και δεν έχω καμία όρεξη να ανατραπεί αυτή η τέλεια γαλήνη.
Η δικιά μου βέβαια, ως συνήθως, έχει τον ακάθιστο.
Με το πού ξεμύτησε από τη γιούρτα για πρωινό κατούρημα, πήρε χαμπάρι κάτι τσοπαναραίους με συγκεντρωμένα κοπάδια και την έπιασε ο φωτογραφικός οίστρος.
- Κωστάκη, σήκω γρήγορα και πάρε τη μηχανή!
- Να βγω μέσα στο ψοφόκρυο χωρίς να’χω πιει καφέ για να τρέχω πίσω από πρόβατα με την τσίμπλα στο μάτι; Δεν τρελάθηκα! Και σιγά στο θέμα δηλαδή, άμα θες πήγαινε μόνη σου.
Και πήγε! Αφού μάλιστα φρόντισε πρώτα να με στολίσει ως γρουσούζη και τεμπέλη. Τι να πείς…
Όλη αυτή την ώρα που μιλάω στο μαγνητόφωνο, τη βλέπω να κινείται μέσα στο οπτικό μου πεδίο και να κλικάρει ασταμάτητα.
Μιλάμε για φωτογραφικό αμόκ!
Τώρα δα έχει πάρει στο κατόπι έναν Μογγόλο που σαλαγάει το κοπάδι του μ’ ένα μηχανάκι. Αυτό μάλιστα, ωραίο θέμα ομολογουμένως!
Η τραχύτητα στα χαρακτηριστικά και στους τρόπους είναι το πρώτο γνώρισμα των Μογγόλων.
Δεν υπάρχει ίχνος δουλικότητας στη συμπεριφορά τους.
Αγέρωχοι και σοβαροί, δεν σε καλοπιάνουν για τη φιλία σου.
Καμιά φορά μοιάζουν σχεδόν εχθρικοί μα πρόκειται μάλλον για επιφυλακτικότητα όπως αυτή των μικρών παιδιών όταν βλέπουν κάτι καινούργιο.
Δεν θυμάμαι άλλοτε στη ζωή μου να ένοιωσα από τόσο κοντά μια γνήσια βουκολική ζωή.
Ακόμη και το μηχανάκι που κάποιοι έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν στη θέση του αλόγου - αν και ελάχιστοι έχουν υποκαταστήσει για την ώρα το άλογο – ακόμη και το μηχανάκι λοιπόν, αποτελεί μια επιπλέον γραφικότητα μέσα σ΄ αυτό το μεγάλο σκηνικό και δεν ξεφεύγει από το χαρακτήρα της χώρας.
Αν δει κανείς δε τους δρόμους, τους απέραντους και αχανείς, με τις χιλιάδες διακλαδώσεις, που διανύουν με αυτά τα μηχανάκια, το πρώτο που θα σκεφτεί είναι πώς η χώρα θα έχει γεμίσει με σπασμένα κεφάλια και πόδια.
Και όμως όχι! Οι άνθρωποι είναι ακροβάτες, και έχουν τιθασεύσει τις μοτοσικλέτες όπως και τα άλογα.
Κάπου εδώ όμως πρέπει να πατήσω το στοπ γιατί βλέπω τη δικιά μου να πλησιάζει.
- Τι έγινε αγαπημένη μου; Ξεχαρμάνιασες;
Μπιλιάρδο στη στέπα
Τα παράλια της λίμνης βρίθουν από «οβοός» ή αλλιώς βωμούς από «ιερές» πέτρες, που στοιβάζουν οι ευσεβείς Μογγόλοι θιασώτες των σαμανιστικών παραδόσεων.
Στο μεταξύ το νερό κοντά στις όχθες έχει ήδη αρχίσει να παγώνει για τα καλά.
Ρίχνουμε πέτρες πάνω στον πάγο, ακόμα και ολόκληρα κοτρόνια, κι αυτά γλιστράνε λες και κάνουν πατινάζ.
Σ’ ένα μήνα από τώρα η λίμνη θα διασχίζεται με το αυτοκίνητο. Αρκεί βέβαια να υπάρχει όχημα που να μπορεί να φτάσει ως εδώ…
Για την ώρα ο Μπίχε επιμένει να μας πάει με το τζιπ μια επίσκεψη στα πέριξ. Γιατί όχι;
Μετά από μια σύντομη διαδρομή μέχρι το ηφαίστειο που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθότι καλυμμένο με χιόνι, καταλήγουμε στον μικρό οικισμό του Ταριάτ λίγα χιλιόμετρα από τη λίμνη.
Όπως γρήγορα αποκαλύπτεται, το κίνητρο του Μπίχε δεν ήταν ουδόλως περιηγητικό παρά εξόχως κοιλιοδουλικό.
Πρώτη του δουλειά φτάνοντας στο Ταριάτ είναι να μας οδηγήσει στο καφεδοφαγάδικο του χωριού προκειμένου να χλαπακιάσει θορυβωδώς τη γνωστή σούπα με τα εντόσθια.
Έχει πια γίνει παράδοση να τον παρακολουθούμε κάθε μεσημέρι να τρώει, εμείς πίνοντας έναν απλό καφέ, με ηχητική επένδυση ρουφήγματα και πλαταγισμούς γλώσσας διακοπτόμενοι στο ενδιάμεσο από μακρόσυρτα μουγκρητά ικανοποίησης. Ας είναι…
Αφήνουμε τον Μπίχε στο μαγαζί να μεταβολίσει την αρνίσια κραιπάλη του και βγαίνουμε για βόλτα. Τα γνωστά ξύλινα κτίσματα, κάποιοι λιγοστοί διαβάτες, οι στοιβαγμένοι κορμοί που προορίζονται για να καούν στη σόμπα, … Και μέσα σ’ όλα, ένα οικοδόμημα εντυπωσιακών διαστάσεων για τα δεδομένα του χωριού.
Σκουλ, μας ενημερώνει ένας νεαρούλης που συναντάμε κοντά στις αθλητικές εγκαταστάσεις. Σχολείο τέτοιου μεγέθους για έναν τόπο μια σταλιά, τι διάολο;
Με τη συμβολή μερικών ακόμη αγγλικών λέξεων από δυο περαστικές κοπελίτσες και την επιστράτευση κάμποσης ευφάνταστης νοηματικής, τελικά καταλαβαίνουμε ότι το κτίριο λειτουργεί και ως οικοτροφείο όπου διαβιούν τα παιδιά των νομάδων της ευρύτερης περιοχής. Κι εδώ που τα λέμε, πώς αλλιώς θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν σχολικά μαθήματα τα εν λόγω παιδιά;
Το χάπενινγκ ωστόσο μας περίμενε στο τέλος της βόλτας. Δυο νεαροί μπροστά από μια ανοιχτή πόρτα μας κάνουν νόημα να περάσουμε μέσα. Τι γίνεται εδώ;
Πρόσκληση για μπιλιάρδο. Ε, εντάξει, ο Μπίχε μπορεί να περιμένει. Δεν μας συμβαίνει δα και κάθε μέρα να βαράμε μπίλιες στη στέπα!
Τσετσερλέγκ
Πορευόμαστε σε άσφαλτο.
Μετά από τόσες μέρες που περάσαμε ανοίγοντας αυλακιές στη στέπα, το λες και πρωτοτυπία!
Προηγήθηκε μια δύσκολη πορεία κατά μήκος του ποταμού Τσουλούτ, αλλά τώρα πια έχουμε μπει στην τελική ευθεία για την Τσετσερλέγκ.
Κι αυτή είναι η δεύτερη πρωτοτυπία. Σήμερα πρόκειται να κοιμηθούμε σε μια κανονική πόλη.
Καλά, όταν λέω πόλη, μην πάει ο νους σας σε τίποτε τρομερά μεγέθη.
Μιλάμε για μια συγκέντρωση περί τους δεκαεφτά-δεκαοχτώ χιλιάδες κατοίκους, κάτι ας πούμε σαν τη Φλώρινα.
Κάπου όμως εδώ τελειώνουν οι αναλογίες γιατί ως προς τα υπόλοιπα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο κοινό όπως μπορείτε να δείτε από τις φωτογραφίες.
Φτάνουμε στο κατάλυμα, κάνουμε τσεκ ιν και, ανοίγοντας το δωμάτιο, δεν πιστεύω στα μάτια μου.
Όχι μόνο διαθέτει εσωτερική ιδιωτική τουαλέτα (ουάου) αλλά και το πλέον σπάνιο απ’ όλα τα αγαθά: ένα πραγματικό ντους!
Εννοώ απ’ αυτά που ανοίγεις μια βρύση και βγαίνει νερό.
Και μη βιαστείτε να συμπεράνετε ότι ρετάρω αναφέροντας ως αξιομνημόνευτο ένα απλό ντους διότι, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο στα δυτικά αυτιά, το τρεχούμενο νερό στη Μογγολία αποτελεί πολυτέλεια αιχμής. Μάλιστα, όπως το λέω.
Λιγότερο από ένα στα τρία νοικοκυριά της χώρας κατά μέσο όρο είναι συνδεμένο σε κάποιο δημόσιο δίκτυο ύδρευσης, και η πλειονότητα εξ’ αυτών συγκεντρώνεται στην Ουλάν Μπατόρ. Στη δε επαρχία μόνο ως εξαίρεση να βρεις κάτι ανάλογο.
Θυμίζω την πρώτη μας διανυκτέρευση σε κάποια πολίχνη, μετά την αναχώρησή μας από την πρωτεύουσα (βλέπε ΜΟΓΓΟΛΙΑ 1, ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΔΙΑΤΡΕΧΟΥΝ ΤΟ ΑΧΑΝΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν) όπου φιλοξενηθήκαμε σε «καλό» σπίτι με σύγχρονες ανέσεις, υπολογιστή και πλάσμα τηλεόραση, πλην όμως για πλύσιμο υπήρχε μόνο το αποκαλούμενο «βρυσάκι» με νερό από το βαρέλι. Και οι τουαλέτες βεβαίως έξω, καμιά πενηνταριά μέτρα απόσταση από το σπίτι.
Σήμερα λοιπόν, το πρόγραμμα περιλαμβάνει κατ’ εξαίρεση κανονικό ολόσωμο ντους, το πρώτο μετά από εννιά μέρες στεγνό καθάρισμα με μωρομάντιλα και τοπικό τμηματικό πλύσιμο με νερό από πλαστικό μπουκάλι. Αλληλούια!
Λίγο πολύ οικιστικά η Μογγολία μοιάζει παντού με τον εαυτό της, και σ’ αυτό η Τσετσερλέγκ δεν αποτελεί εξαίρεση.
Τακτοποιημένη ρημοτομία , μεγάλοι ευθείς χωματόδρομοι, πολύχρωμα σπίτια, ψηλοί ξύλινοι φράκτες, και χαρούμενη κίνηση στο κέντρο όπου υπάρχει και η κάποια ελάχιστη ασφαλτόστρωση.
Κάπου εδώ, βρίσκεται και το μουσείο της πόλης, στεγασμένο στο όμορφο βουδιστικό σύμπλεγμα Zayain Gegeenii Süm.
Και ψηλά πάνω στο λόφο, με πανοραμική θέση πάνω από την πόλη, ο ναός Galdan Zuu, με το εφτάμετρο άγαλμα του Βούδα, προσφέρεται ως το τέλειο σημείο για να χαρεί κανείς τη δύση μιας ακόμη υπέροχης μογγολικης μέρας.
Καρακορούμ
Η Χαρχορίν, όπου και θα καταλύσουμε σήμερα, υπήρξε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Μογγόλων κατά τον 13ο αιώνα, υπό της ονομασία Καρακορούμ.
Το 1218–19, κατά την προετοιμασία της εκστρατείας του ενάντια στο βασίλειο της Χορασμίας, ο Τζένγκις Χαν συγκέντρωσε, λέει, τα στρατά του εδώ, στην τότε άδεια πεδιάδα. Ένα χρόνο αργότερα, αποφάσισε να ιδρύσει μια πόλη στο ίδιο σημείο.
Χρειάστηκε ωστόσο να περάσουν άλλα δεκαπέντε χρόνια μέχρι το σχέδιο ν’ αποκτήσει υλική υπόσταση με την οικοδόμηση παλατιού και προστατευτικών τειχών υπό την αιγίδα του Ογκεντέι Χαν, τρίτου γιου του Τζένγκις Χαν και διαδόχου του.
Δεδομένης της ισχύος των Μογγόλων εκείνη την εποχή, η Καρακορούμ εξελίχτηκε σε βασικό κέντρο της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής.
Ο απεσταλμένος του πάπα William of Rubruck την επισκέφτηκε το 1254 και άφησε πίσω του λεπτομερή αναφορά.
Δεν φάνηκε μεν να εντυπωσιάστηκε από το μέγεθός της, αφού την συγκρίνει με το χωριό του Σεν Ντενί στα περίχωρα του Παρισιού, εν τούτοις την περιγράφει ως απολύτως ανεξίθρησκη, καταγράφοντας την ύπαρξη δώδεκα παγανιστικών ναών, δύο τζαμιών, και μιας νεστοριανής εκκλησίας, καθώς και ιδιαίτερα κοσμοπολίτικη, με την παρουσία Ούγγρων, Ελλήνων, Αρμένιων, Αλανών, Γεωργιανών και διαφόρων άλλων εθνοτήτων.
Όταν ο Κουμπλάι Χαν ανεβαίνει στο θρόνο το 1260, μετακομίζει την πρωτεύουσά του στο Χανμπαλίκ (σημερινό Πεκίνο) και η Καρακορούμ πέφτει στην αφάνεια πριν καλά καλά προλάβει να αναπτυχτεί.
Γνωρίζει μια δεύτερη σύντομη ακμή στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα, οπότε και αναστηλώνονται κάποιοι ναοί και στη συνέχεια φυτοζωεί μέχρι που εγκαταλείπεται στη λήθη κάπου στα μέσα του 16ου.
Όλα αυτά, και άλλα πολλά, εξηγούνται πολύ παραστατικά, συνοδεία και εξαιρετικών βίντεο, στο μουσείο της Χαρχορίν (έργο Γιαπωνέζων παρακαλώ), η επίσκεψη του οποίου συστήνεται μετ’ επιτάσεως.
Από κει, το μοναστηριακό σύμπλεγμα Erdene Zuu, το παλιότερο της χώρας και το πλέον γνωστό αξιοθέατο της Χαρχορίν, απέχει μόλις πεντακόσια μέτρα.
Ο Abtai Sain Khan, είναι εκείνος που διέταξε την κατασκευή του το 1585 μετά τη συνάντησή του με τον τρίτο Δαλάι Λάμα και την ανακήρυξη του βουδισμού ως κρατική θρησκεία της Μογγολίας.
Για την ανέγερση χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από τα ερείπια της Καρακορούμ εξαφανίζοντας έτσι τα ίχνη της παλιάς πρωτεύουσας, και στερώντας δυστυχώς πολύτιμα στοιχεία από την αρχαιολογική έρευνα.
Το μοναστήρι καταστράφηκε το 1688 στη διάρκεια κάποιου από τους πολλούς εμφύλιους πολέμους που ρήμαζαν εκείνη την περίοδο τη Μογγολία.
Ωστόσο στην πορεία ξαναχτίστηκε, και το 1872 έφτασε να μετράει εξήντα δύο ναούς και περί τους χίλιους μοναχούς.
Κατά την, ας την πούμε, κομμουνιστική φάση της χώρας, το μοναστήρι δεινοπάθησε και πάλι.
Αφού πρώτα υπέστη εκτεταμένες ζημιές από διάφορες επιθέσεις, τελικά έκλεισε ως λατρευτικός χώρος για να μετατραπεί σε μουσείο.
Μετά την πτώση του «υπαρκτού» το 1990, αποδόθηκε και πάλι στους μοναχούς, και τώρα πλέον εδώ ζει μια πολυάριθμη μοναστική κοινότητα, τμήμα της οποίας πετυχαίνουμε σε φάση φαγητού και που για καλή μας τύχη δείχνει ν’ αδιαφορεί για την παρουσία μας και κυρίως για τα κλικ της φωτογραφικής.
Για όποιον γνωρίζει τα διάφορα ρεύματα του βουδισμού, έχει ίσως αξία η αναφορά πως το συγκεκριμένο συγκρότημα ναών εντάσσεται στην παράδοση του θιβετιανού βουδισμού, και ειδικότερα στο κυρίαρχο ρεύμα των «Κίτρινων Σκούφων».
Θα το αναγνωρίσει εξάλλου στο περιεχόμενο των τοιχογραφιών, στις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες των κτισμάτων, καθώς και στο καλλιτεχνικό ύφος των αναπαραστάσεων του Βούδα. Μα όπως και να ’χει, ακόμα και χωρίς ειδικές γνώσεις, η περιήγηση είναι έτσι κι αλλιώς απολαυστική για την γαλήνια ομορφιά του χώρου.
Τελευταία εικόνα για σήμερα: Ένας υπέροχος χρυσαετός, ακουμπισμένος στο μπράτσο του Μογγόλου ιδιοκτήτη του, μας υποδέχεται στην είσοδο του σπιτιού της οικογένειας, στο περίβολο του οποίου βρίσκεται η γιούρτα όπου θα διανυκτερεύσουμε.
Και ξανά προς τη στέπα τραβά!
Πήραμε πάλι τον δρόμο.
Εγκαταλείψαμε το Χαρχορίν νωρίς το πρωί και δεδομένου ότι βλέπω τον Ζυρ σε μεγάλα κέφια λέω να του κάνω πάσα το μικρόφωνο του αφηγητή κι εγώ για σήμερα να τεμπελιάσω.
Ζυρ: Αυτός, ο Μίκης, ο μικρός, ο μέγας!
Η φράση ξεπήδησε αυθόρμητα κοιτάζοντας το τοπίο που με φέρνει όλο και πιο συχνά κοντά στον Ελύτη.
Ο οποίος Ελύτης, αμφιβάλλω αν ποτέ φαντάστηκε τέτοια μέρη για να γράψει την ποίησή του.
Κι όμως, το πόσο κολλάει εδώ η ποίηση του Ελύτη δεν λέγεται!
Εδώ, τίποτε το μεμονωμένο δεν αποτελεί κάποια ιδιαιτερότητα ή κάτι το σπουδαίο αφ’ εαυτού.
Το σπουδαίο είναι στα μεγέθη, στις εκτάσεις, στο απέραντο βλέμμα…
Αυτή τη στιγμή το τζιπ είναι κεκλιμένο επικίνδυνα δεξιά.
Δεξιά κάτω είναι, αν όχι χαράδρα, μια απότομη κοιλάδα, μία από τις πολλές που σκεπάζει απ’ άκρη σε άκρη το ξανθό χορτάρι.
Τοπίο κίτρινο.. τοπίο κίτρινο.. τοπίο κίτρινο, μαζί με το καφέ των δέντρων, τις μπλε αποχρώσεις των βουνών και τα λευκά στίγματα του χιονιού.
Όλο αυτό το απέραντο λέγεται “δέος και γοητεία”.
Για ένα μόνο πράγμα λυπάμαι: Για το ό,τι ποτέ η μηχανή μου και καμία μηχανή, και κανένας φωτογράφος, δεν θα μπορέσει ν' αποδώσει αυτό που νοιώθει η ψυχή εδώ.
Εδώ κι εκεί, από μακριά σα λεκέδες, κι από κοντά πολυπληθή κοπάδια, βόσκουν ήρεμα το ξερό χορτάρι.
Πρόβατα, κατσίκια και γιακ.
Κοπάδια με βοοειδή, άλογα με τους καβαλάρηδες... όχι ακριβώς γουέστερν αλλά κάτι καλύτερο. Αντί για “γουέστερν”, “ήστερν”.
Εξόριστε ποιητή, πες μου, στον Αιώνα σου τι βλέπεις;
Βλέπω χαρακιές από ρόδες στ’ απέραντα λιβάδια.
Βλέπω σκισμένα νυφικά στις πλαγιές των βουνών.
Βλέπω τα ζωντανά να βόσκουν αμέριμνα αγνοώντας το αύριο του σφαξίματος.
Βλέπω τους τσομπαναραίους επάνω στ' άλογα να φωνάζουν στη συνθηματική τους γλώσσα στα ζώα πού θα πάνε και πού θα σταθούν.
Βλέπω τις γιούρτες, ταπεινές λευκές κηλίδες να υπόσχονται θαλπωρή.
Βλέπω τις καμινάδες με τον άσπρο καπνό.
Εκείνο που δεν βλέπω ποτέ είναι το πέρας του δρόμου.
Ορχόν
Και όμως, να που φτάσαμε! Και η συνέχεια προβλέπει μάλιστα άλλη μια πορεία, αυτή τη φορά με τα πόδια, με στόχο τους καταρράκτες του ποταμού Ορχόν.
Ομαλό στο μεγαλύτερο μέρος του, το μονοπάτι σιγά σιγά δυσκολεύει, μέχρι που δικαιούμαι να το ονομάσω δύστροπο ως προς την τελική κατάβαση.
Πάρα πολύ δύστροπο για την ακρίβεια, ειδικά άμα περπατάς όπως εγώ μ’ έναν αστράγαλο που ακόμα πασχίζει να συνέλθει από ένα προ τριμήνου κάταγμα.
Μα είναι από τα μέρη που όταν φτάνεις τα ξεχνάς όλα, και λες ευτυχώς που δεν τα παράτησα.
Αν είχαμε έρθει εδώ καλοκαίρι, υποθέτω ότι το θέαμα που θα αντίκριζα θα ήταν εξόχως ειδυλλιακό και βουκολικό.
Δεν λέω πως κάτι τέτοιο θα με χάλαγε, μα δηλώνω ευτυχής που το βλέπω όπως το φωτογραφίζω αυτή τη στιγμή.
Με το νερό του καταρράκτη πλαισιωμένο σταλακτίτες, να πέφτει σαν κουρτίνα σε μια λίμνη από παγάκια, περιτριγυρισμένο από παντού από τα χρώματα της σκουριάς.
Και με τα βήματα να βουλιάζουν στο παχύ στρώμα από βελόνες που σκορπάνε τα κωνοφόρα. Απλά δεν χορταίνεται…
Νύχτα στη γιούρτα. Η σόμπα καίει στο φουλ. Η Ισαβελλίτσα έχει βάλει στη φωτιά μια κατσαρόλα όπου μέσα βράζουν καρότα και πατάτες όσο από δίπλα ψήνεται το ψάρι.
Έξω, η απόλυτη ερημιά. Άηχη, ψυχρή και άγρια γοητευτική.
Από αύριο, λέει, η πυξίδα μας θα δείχνει προς την Γκόμπι.
Μα το αύριο, για την ώρα φαντάζει πολύ μακρινό όταν έχουμε δικό μας το τώρα αυτής της υπέροχης θαλπωρής.
Για περισσότερες φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης: ΜΟΓΓΟΛΙΑ 1, ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΔΙΑΤΡΕΧΟΥΝ ΤΟ ΑΧΑΝΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΟΓΓΟΛΙΑ 2 - ΣΙΒΗΡΙΑ, Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΧΥΤΗΤΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Ακούστε: ΜΟΓΓΟΛΙΑ - LIVE | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Στο μέλλον θα ακολουθήσει κι άλλο άρθρο για τη Μογγολία:
Μογγολία 4 – Πεθαίνοντας στην Γκόμπι