ΒΟΛΙΒΙΑ 1 - ΑΠΟ ΤΗ ΛΑ ΠΑΖ ΣΤΗΝ ΤΙΤΙΚΑΚΑ
… και παντού γυναίκες. Οι περισσότερες κοντόχοντρες, με φούστες πολύχρωμες, φορεμένες τρεις και τέσσερις μαζί η μία πάνω στην άλλη, και με μικρά στρογγυλά καπελάκια, σαν ανάποδα δοχεία νυκτός ακουμπισμένα πάνω στο κεφάλι τους. Δεν θα έλεγα ότι ανταποκρίνονται στον ορισμό της ομορφιάς και της θηλύτητας, όπως τις αντιλαμβάνομαι εγώ με τα δυτικά μου γούστα, ωστόσο είναι εντυπωσιακής αδρότητας και στιβαρότητας. Πέτρα κι ατσάλι. Ισχυρό φύλο!
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΔΡΟΜΙΟ του ΕΠΕΝΔΥΤΗ, τεύχος αρ. 6 / 24.08.2013
Από τις απομαγνητοφωνημένες σημειώσεις του ταξιδιού
Κυριακή 8 Αυγούστου 2010, ώρα τρεις τα χαράματα. Ανταπόκριση από το κρεβάτι του ξενοδοχείου μας στην Λα Παζ.
ΙΣΑΒ:..Επιτέλους! Μετά από την πλήρη συντριβή κάθε προηγούμενου ρεκόρ συνολικής διάρκειας ταξιδιού από την Αθήνα μέχρι τον τελικό προορισμό μας, φτάσαμε. ΦΤΑΣΑΜΕ!!! (Τρία θαυμαστικά, και λίγα είναι).
Έχουμε και λέμε: Αθήνα-Ρώμη, δυο ώρες πτήση συν έξι ώρες αναμονή ανταπόκρισης. Ρώμη-Σάο Πάολο, δώδεκα ώρες στους αιθέρες συν δεκαεφτά στο έδαφος μέχρι την τελική επιβίβαση για Βολιβία. Και Σάο Πάολο – Λα Παζ τρεις ώρες πτήση συν μια ώρα στάση στην Ασουνσιόν στην Παραγουάη για αλλαγή αεροσκάφους. Σύνολο σαράντα μία ώρες στο πόδι.
Εντάξει δεν λέω, και καφεδάκι ήπιαμε στο Τραστέβερε στη Ρώμη, και βόλτες κάναμε στο Σάο Πάολο ίσα για να ματώσουμε μετρώντας άστεγους δίπλα στους ουρανοξύστες, και η ένταση του ταξιδιού εν γένει κρατάει σώμα και νου σε εγρήγορση. Πλην όμως κι αυτό έχει τα όριά του. Δυο μέρες αϋπνία, συν οκτώ ώρες τζετ λαγκ, συν η προσαρμογή σε τέσσερις χιλιάδες μέτρα υψόμετρο, ε, όσο να’ναι η ολική κατάρρευση δεν απέχει δα και πολύ. Γι αυτό λοιπόν τέρμα τα μπλα μπλα στο μαγνητόφωνο, οριζοντίωση και νάνι μέχρι το μεσημέρι τουλάχιστον. Στοπ.
Σαν τεράστια τσουλήθρα
ΙΣΑΒ: Τελικά άλλες οι βουλές του πνεύματος, κι άλλες του οργανισμού. Μετά από μόλις έξι ώρες ύπνου, κι αυτός διακεκομμένος, ξυπνήσαμε για τα καλά. Kι αφού παραπάνω ύπνος δεν μας κόλλαγε, τι άλλο να κάνουμε αν όχι να βγούμε με τον Κώστα για μια πρώτη αναγνωριστική βόλτα στα πέριξ; Μαζί μας και η Καίτη, ετοιμοπόλεμη όπως πάντα. Χωρίς τον Βαγγελάκη της που παραμένει τέζα στο δωμάτιο, άυπνος και με πονοκέφαλο. Οι παρενέργειες του υψόμετρου κατά πως φαίνεται. Όσο για τον Σάτσο, ο καλύτερος του χωριού. Μη μου τους κύκλους τάραττε. Τον αφήσαμε να κοιμάται σαν πουλάκι.
ΖΥΡ: Ποιο πουλάκι; Σαν ζώον δεν λες καλύτερα!
ΙΣΑΒ: Ε, είπα για μια φορά να μείνω στα όρια της ευπρέπειας.
ΖΥΡ: Είναι βέβαια ακόμα νωρίς για ν’ αποφανθούμε, πάντως με εξαίρεση τον Βαγγέλη, όλα μέχρι στιγμής συνηγορούν ότι η προσαρμογή μας στο υψόμετρο εξελίσσεται ομαλά. Όσο για μένα, πέρα από ένα ελαφρύ λαχάνιασμα στις ανηφόρες, δεν βλέπω ν’ αντιμετωπίζω άλλο πρόβλημα. Το κακό βέβαια είναι ότι το εν λόγω λαχάνιασμα είναι περίπου συνεχές καθώς αυτή η πόλη δεν διαθέτει και τίποτε άλλο από ανηφόρες!
ΙΣΑΒ: Εμ πως, έχει και κατηφόρες!
ΖΥΡ: Σωστά. Για την ακρίβεια η Λα Παζ είναι μια τεράστια τσουλήθρα που κατρακυλάει τις πλαγιές των Άνδεων, ξεκινώντας από το οροπέδιο του Ελ Άλτο στα τέσσερις χιλιάδες μέτρα για να καταλήξει κάτω στην κοιλάδα, καμιά οκτακοσαριά μέτρα πιο χαμηλά. Πάνω στο οροπέδιο βρίσκεται το αεροδρόμιο όπου προσγειωθήκαμε χθες, καθώς και οι πιο φτωχές συνοικίες. Πρώτη φορά βλέπω πόλη όπου οι ενδεείς κοιτάζουν τους ευκατάστατους αφ’ υψηλού!
ΙΣΑΒ: Γιατί εδώ ισχύει ο κανόνας όσο χαμηλότερα κατοικείς τόσο καλύτερα αναπνέεις. Έτσι τα κυριλέ προάστια καταλαμβάνουν την κάτω πόλη που είναι σχεδόν ισόπεδη…
ΖΥΡ: … και λιγότερο ενδιαφέρουσα, υποψιάζομαι. Που να βρεις στις «καλές» συνοικίες υπαίθριες ιθαγενικές αγορές σαν κι αυτές που φωλιάζουν εδώ στα ψηλά με όλα τα χρώματα της ίριδας απλωμένα σε πάγκους! Αυτή τη στιγμή όλο το οπτικό μου πεδίο έχει καταληφθεί από ατέλειωτες σειρές εμπορευμάτων. Φρούτα, λαχανικά, ρούχα, κιλίμια, μπιχλιμπίδια, κι ότι άλλο πιθανό κι απίθανο βάλει ο νους σου, όλα αραδιασμένα μπροστά μας φόρα παρτίδα. Μέχρι και κάτι αποξηραμένα έμβρυα λάμα πήρε το μάτι μου, για χρήση λέει σε τελετές βασκανίας. Σκέτο σίχαμα!
Και παντού γυναίκες. Οι περισσότερες κοντόχοντρες, με φούστες πολύχρωμες, φορεμένες τρεις και τέσσερις μαζί η μία πάνω στην άλλη, και με μικρά στρογγυλά καπελάκια, σαν ανάποδα δοχεία νυκτός ακουμπισμένα πάνω στο κεφάλι τους. Απορώ πως στέκουνε εκεί χωρίς να τους πέφτουνε. Δεν θα έλεγα ότι οι Βολιβιάνες ανταποκρίνονται στον ορισμό της ομορφιάς και της θηλύτητας, όχι τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ με τα δυτικά μου γούστα, ωστόσο είναι εντυπωσιακής αδρότητας και στιβαρότητας. Πέτρα κι ατσάλι. Ισχυρό φύλο με τα όλα τους!
Και μερικές παρατηρήσεις πολεοδομικού χαρακτήρα:
Λίγο-πολύ κακή και άναρχη δόμηση. Κτήρια άχαρα στην πλειονότητα, τα οποία όμως όλα μαζί αποχτούν κατά έναν περίεργο τρόπο μια αισθητική αξία.
Κύριο χαρακτηριστικό, οι ασοβάντιστοι τοίχοι, οι μπαχαλοποιημένοι δρόμοι, και τα αμέτρητα περιπλεγμένα γυμνά καλώδια επάνω στις κολόνες του ηλεκτρικού, που τις κάνουν να μοιάζουνε σαν ξερακιανές αναμαλλιάρες γριές.
Είναι φανερό πως είναι άγνωστη εδώ η έννοια της επισκευής. Οποιοδήποτε καλώδιο χαλάει δεν αντικαθίσταται, αλλά παραμένει κανονικά στη θέση του, κι απλά προστίθεται κάποιο καινούργιο από δίπλα.
Α! Να μην ξεχάσω επίσης να αναφέρω και την επιγραφή “baño” σχεδόν σε κάθε τετράγωνο, που σε αντίθεση με ότι αρχικά νόμιζα δεν σηματοδοτεί δημόσια λουτρά αλλά κοινά αποχωρητήρια. Αν κρίνω δε από τη συχνότητα εμφάνισης της επιγραφής, πολύ φοβάμαι ότι οι ιδιωτικές τουαλέτες στα σπίτια είναι μάλλον είδος εν ανεπαρκεία…
Δευτέρα, 9 του Αυγούστου
Κατάσταση πολιορκίας
ΙΣΑΒ: Δεύτερη μέρα προσαρμογής στο υψόμετρο χωρίς ιδιαίτερα παρατράγουδα, πλην πονοκεφάλων του Βαγγέλη. Αυτό που ωστόσο ενδέχεται να μην έχει καθόλου ομαλή εξέλιξη είναι το ίδιο το ταξίδι. Μόλις μάθαμε ότι, με αιχμή του δόρατος την επαρχία του Ποτοσί, πολλές ιθαγενικές κοινότητες βρίσκονται εδώ και μια βδομάδα σε κατάσταση εξέγερσης καθιστώντας περίπου αδύνατες τις μετακινήσεις στο μεγαλύτερο μέρος του Αλτιπλάνο νότια και ανατολικά της Λα Παζ. Η ίδια η ιστορική πόλη του Ποτοσί τελεί υπό κατάληψη, ενώ οι δεκαπέντε χιλιάδες εργάτες των ορυχείων κατηγορούν τον πρόεδρο ‘Εβο Μοράλες για αθέτηση υποσχέσεων και απαιτούν σε όλους τους τόνους απ’ ευθείας συνομιλίες μαζί του. Άμα σκεφτεί κανείς ότι στις εκλογές μόλις ένα χρόνο πριν, τα ποσοστά υποστήριξης του Ποτοσί προς τον Μοράλες και το MAS (Movimiento Al Socialismo) ξεπερνούσαν το 78%, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με τις γνωστές υπονομευτικές κινήσεις της δεξιάς αντιπολίτευσης αλλά για έκφραση δυσφορίας της ίδιας της κοινωνικής βάσης του κινήματος που έφερε τον Μοράλες στην εξουσία. Που σημαίνει ότι ενδέχεται να βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ σημαντικές πολιτικές εξελίξεις.
ΖΥΡ: Να ανατρέψουμε λοιπόν κι εμείς το δρομολόγιό μας και να φύγουμε πάραυτα για το Ποτοσί να δούμε τι γίνεται. Ευκαιρία για ζωντανό ρεπορτάζ!
ΙΣΑΒ: Αμ δε. Δεν μπορείς να φτάσεις. Υπάρχουν μπλόκα σε όλα τα κομβικά σημεία και, εκτός των άλλων, ολόκληρο το Αλτιπλάνο κοντεύει να στεγνώσει από βενζίνη ελλείψει ανεφοδιασμού. Ειδικότερα δε στο Ποτοσί, οι απεργοί έχουν κατεβάσει ρολά. Όποιος μπήκε μπήκε, κι όποιος βγήκε βγήκε. Κανονική τάπα. Για να καταλάβεις τι εννοώ, αυτή τη στιγμή έχουν εγκλωβιστεί μέσα στην πόλη γύρω στους εκατόν πενήντα αλλοδαποί ταξιδιώτες.
ΖΥΡ:Άσε τότε, να λείπει! Αποσύρω την πρόταση.
ΖΥΡ: Πώς ν’ αποτυπώσεις φωτογραφικά τη «ψυχή» μιας πόλης;
Η Λα Παζ δεν είναι αυτό που θα λέγαμε ωραία. Σίγουρα όμως είναι ατμοσφαιρική. Οι Ίντιος, συντριπτικά πλειοψηφικοί στις απάνω γειτονίτσες, είναι συγκριτικά λιγότεροι στο εμπορικό κέντρο με τα πολλά αυθάδικα σύγχρονα ογκώδη κτήρια, γυάλινα και άλλα. Και όμως ακόμα κι εδώ η πόλη φέρει τη σφραγίδα τους. Στα άπειρα γκράφιτι στους τοίχους. Στους πανταχού παρόντες μικροπωλητές. Στη νεολαία που δεν αυτοπεριορίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές παρά πλημμυρίζει τους δρόμους παντού και κάθε στιγμή.
ΙΣΑΒ: Πολύ γεμάτη και η σημερινή μέρα. Ειδικά άμα σκεφτείς ότι θεωρητικά τουλάχιστον οφείλαμε να κινηθούμε συντηρητικά για λόγους προσαρμογής, κάναμε ακριβώς το αντίθετο απ’ ότι έπρεπε. Ήτοι ξεσκιστήκαμε στο περπάτημα.
Εν μέρει όμως ήταν και αναπόφευκτο καθώς η εξέγερση στο Ποτοσί δημιουργεί νέα δεδομένα και επείγει να ανιχνεύσουμε εναλλακτικές διαδρομές.
Έτσι σήμερα επισκεφτήκαμε μεταξύ άλλων το ταξιδιωτικό γραφείο του Ραούλ με τον οποίο είμαι από βδομάδες σε ιντερνετική επαφή για να οργανώσουμε την κάθοδό μας στην Αμαζονία.
Κανονικά, η επίσκεψη στη ζούγκλα έχει προβλεφθεί να γίνει προς το τέλος του ταξιδιού, αφού πρώτα αλωνίσουμε το ανδικό Αλτιπλάνο, αλλά σήμερα συμφωνήσαμε με τον Ραούλ να αντιστρέψουμε τη σειρά των πραγμάτων και να κατέβουμε στην Αμαζονία σε τρεις-τέσσερις μέρες αν κι εφόσον παρατείνεται μέχρι τότε η κατάσταση πολιορκίας στο Ποτοσί. Στο μεταξύ, κλείσαμε για αύριο εισιτήρια λεωφορείου για τη λίμνη Τιτικάκα. Και τώρα ετοιμαζόμαστε να εκδράμουμε για βραδινό σ' ένα πολύ ατμοσφαιρικό φαγάδικο που εντόπισε το αετίσιο μάτι του Σάτσο.
Οδεύοντας προς την Τιτικάκα
ΖΥΡ: Πόσο του μήνα έχουμε; Ούτε καν η Ισαβέλλα δεν θυμάται!... Τρίτη δέκα Αυγούστου. Είμαστε σ’ ένα θηριώδες λεωφορείο που μας πήρε από την κεντρική Λα Παζ και ήδη έχουμε σκαρφαλώσει στην πάνω πόλη, στο Ελ Άλτο. Το οποίο Ελ Άλτο έχω εμπεδώσει αρκετά καλά πριν καν το δω, από τις πολλές φορές που έχω «κατέβει» στην περιοχή με το Γκουγκλ Ερθ από τον υπολογιστή μου στο Μετς.
Χτες το βράδυ μετά το δείπνο, το υψόμετρο με πείραξε λιγάκι στο κεφάλι, και κάποιες στιγμές και στα πόδια. Ένοιωσα να κόβομαι στα εκατό βήματα στην παραμικρή ανηφορίτσα. Μ’ έπιασε ένας στιγμιαίος πανικός σκεπτόμενος τι μας περιμένει στο Αλτιπλάνο γενικότερα, τι περπατήματα θα έχουμε να κάνουμε εκεί, και μού ‘φυγε ο κώλος μέχρι που να τιθασεύσω τη σκέψη μου ότι διανύουμε ακόμα φάση «ρονταρίσματος» και πως η προσαρμογή είναι απλά θέμα χρόνου. Στο μεταξύ ο Βαγγέλης είναι σαφώς πιο χάλια από μένα. Και κυρίως με πολλά νεύρα. Δεν μιλιέται.
Κι ο Σάτσο σήμερα περνάει μια δύσκολη φάση με πονοκεφάλους και αναγούλες. Μόνο που αυτός δεν χάνει το κέφι του με τίποτε. Όσο για τις γυναίκες, την Καίτη και την Ισαβέλλα, απλά είναι γυναίκες, δηλαδή χαλκέντερες και δεν τις πιάνει ούτε υψόμετρο, ούτε τίποτε. Σαν την καλή χαρά. Ωστόσο θέλω να πιστεύω ότι κι εγώ θα βρω σιγά σιγά τις δυνάμεις μου και ότι θ’ αντέξω και στις πορείες και σ’ όλα τα καλά που έχουμε μπροστά μας.
Το τοπίο εδώ, στο οροπέδιο που οδηγεί προς την Τιτικάκα, είναι εκπληκτικό.. όχι εκπληκτικό, πολύ ωραίο. Αναίρεσα το «εκπληκτικό» γιατί ξέρω ότι θα δω πολλά ανάλογα τοπία ακόμα καλύτερα, οπότε αν αρχίσω από τώρα τα υπερθετικά, τι θα’χω να λέω μετά;
Άλλη μια πολίχνη που περνάμε τώρα, κάποιες αγελάδες, κάποια κίτρινα χορτάρια… Κι εδώ τα σπίτια, όπως και τα περισσότερα στη Λα Παζ, είναι όλα με γυμνό τούβλο. Σαν να μην φτάνουν τα οικονομικά των ανθρώπων για να τα σοβαντίσουν… Πολύ σκληρό να συμβαίνει αυτό σε περιοχές με τέτοιες χαμηλές θερμοκρασίες γιατί ο σοβάς, όσο να ‘ναι, παρέχει κι αυτός μία κάποια θερμική μόνωση.
Πρέπει να πω, κι ίσως να το πω πολλές φορές ακόμη, ότι αυτός ο πολιτισμός, ο λατινοαμερικάνικος, μου είναι οικείος. Δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι είναι καλύτερος ή χειρότερος από άλλους που έχω γνωρίσει, δεν στέκει μια τέτοια διαβάθμιση, αλλά δικαιούμαι να επισημάνω ότι μου πάει. Έχει ξυπνήσει μέσα μου όλο το Περού και ότι άλλο έχω βιώσει από Λατινική Αμερική. Μου έχει ζωντανέψει το συναίσθημα ότι αν έπρεπε να απονείμω το πρώτο βραβείο σε μια περιοχή όπου θα ‘θελα να ζήσω τα υπόλοιπα χρόνια μου, η επιλογή μου θα ήταν κάποια από τις όμορφες, κουκλίστικες πόλεις της Νότιας Αμερικής.
Πρέπει όμως να σταματήσω να παραμιλάω γιατί το λεωφορείο κάπου έχει κάνει στάση και ο οδηγός ζητάει να εγκαταλείψουμε το όχημα. Τι γίνεται εδώ ρε Ισαβέλλα;
ΙΣΑΒ: Πρόκειται να διασχίσουμε το στενό της Τικίνα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην τη λίμνη Γουιναϊμάρκα και την Τιτικάκα, και γι αυτό θα πάρουμε φεριμπότ.
ΖΥΡ: Φεριμπότ εννοείς αυτήν την πλωτή σανίδα;
ΙΣΑΒ: Πολύ φοβάμαι πως ναι!
Στο Νησί του Ήλιου
ΙΣΑΒ: Βράδυ, στο κατάλυμά μας στην Ίσλα Ντελ Σολ, στη λίμνη Τιτικάκα. Πριν από λίγο είδαμε τον ήλιο να δύει πίσω από την ανδική Κορντιλιέρα. Που σημαίνει ότι όπου να’ ναι, θα βυθιστούνε στο σκοτάδι και τα νησάκια του Αμαντανί και του Τακίλε, καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα βορειοδυτικά από μας, από την πλευρά του Περού.
Περισυλλογή και συγκίνηση, καθότι σήμερα κλείνει ένας σημαντικός προσωπικός κύκλος. Ένας μεγάλος κύκλος της ταξιδιωτικής μας ζωής.
Μια μέρα του Αυγούστου σαν σήμερα πριν από δέκα χρόνια, μια βάρκα μας αποβίβαζε οικογενειακά, τον Κώστα, τον Ορέστη κι εμένα στο περουβιάνικο νησάκι του Αμαντανί για να διανυκτερεύσουμε εκεί, στο μίζερο μα τόσο αγαπησιάρικο σπιτάκι του Φελίξ. Τότε… Πλίνθοι και λαμαρίνα. Κάμαρη δύο επί τρία. Λάμπες ασετιλίνης. Ζεστή πατατόσουπα. Κι έξω ένα κρύο να τσακίζει και τα πιο σκληροτράχηλα κόκκαλα. Πόσο μάλλον τα δικά μας. Τιτικάκα λοιπόν και πάλι, ten years after…
Σήμερα βέβαια, στο Νησί του Ήλιου, βρήκαμε τα πράγματα σαφώς πιο «πολιτισμένα» απ’ ό,τι τότε στο Αμαντανί. Κι αν τα βρήκαμε πιο «πολιτισμένα» στην από εδώ πλευρά, την πολύ φτωχότερη και «καθυστερημένη» Βολιβία, έχω βάσιμους λόγους να φοβάμαι ότι στο Περού, με την επιδρομή του τουρισμού, οι αλλαγές μέσα στα δέκα αυτά χρόνια θα πρέπει να είναι συγκριτικά καταιγιστικές. Αλλά καλύτερα ας μην το μάθω. Να κρατήσω τις αναμνήσεις μου ανέπαφες.
Το πρωί, μετά το πέρασμα του στενού της Τικίνα πάνω στην πλωτή πλατφόρμα, κι αφού παρά τις αντίθετες λογικές προφητείες γλιτώσαμε το ναυάγιο, φτάσαμε στην πολίχνη Κοπακαμπάνα στις όχθες της Τιτικάκα, απ’ όπου κι επιβιβαστήκαμε στο πλοιάριο που εκτελεί το δρομολόγιο για την Ίσλα ντελ Σολ. Η σύνθεση μέσα στο πλοιάριο πολυεθνική, κυρίως νεαρόκοσμος. Ηλικιακά, ήμασταν σαν τις μύγες μέσα στο γάλα. Και τιμητική εξαίρεση. Ως «πρωτόγονη» από άποψη υποδομών, η Βολιβία είναι μια χώρα για νέους κυρίως ταξιδιώτες. Οι οποίοι ταξιδιώτες παρεμπιπτόντως φτάνουν δεν φτάνουν τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ετησίως. Σαν να λέμε σταγόνα στον ωκεανό σε μια χώρα με επιφάνεια διπλάσια απ’ αυτήν της Γαλλίας.
Για την ανάβαση από το λιμάνι μέχρι το Γιουμάνι, το βασικό χωριό του νότιου τμήματος του νησιού, είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δυο διαδρομές. Μια πιο σύντομη από ένα πολύ απότομο μονοπάτι, και μια πιο μεγάλη σε μήκος αλλά πιο ήπια ως προς την ανηφόρα. Σοφά ποιούντες, διαλέξαμε τη δεύτερη. Και ευτυχώς δηλαδή, γιατί ακόμα κι έτσι μας βγήκε η ψυχή. Καλά, για τον Κώστα δεν το συζητάω, μιλάμε για ειδική περίπτωση. Εκεί που όλοι κοντοστεκόμασταν κάθε τρεις και λίγο παλεύοντας για λίγο οξυγόνο, εκείνος σταματούσε για να … καπνίσει! Τι να πεις...
Μα αρκεί να ρίξω μια ματιά στην σχεδόν εξαϋλωμένη από την ευτυχία έκφραση της Καίτης και στο λαμπερό χαμόγελο του Σάτσο για να νιώσω σίγουρη ότι καμιά κούραση δεν μετράει μπροστά σ’ αυτό που βιώνουμε. Ένα μόνο μας χαλάει όλους, κι αυτό είναι η κατάσταση του Βαγγέλη. Και δεν μιλάω για τη φυσική του κατάσταση – η αντίδρασή του στο υψόμετρο είναι πολύ συνηθισμένη και δεν έχει τίποτε το ανησυχητικό - αλλά για την ψυχολογική. Για τις νευρικές του παρεκτροπές που κινδυνεύουν να τινάξουν στον αέρα όλη τη συνοχή της παρέας. Σήμερα στο μονοπάτι ξέσπασε εντελώς αναίτια πάνω στην Καίτη η οποία όμως ευτυχώς αγνόησε την πρόκληση, απέσυρε έγκαιρα τα στρατεύματά της κι έτσι οριακά αποσοβήθηκε η γενικευμένη σύρραξη. Για την ώρα… Αύριο να δω τι θα γίνει όπου προβλέπεται πολύωρη πορεία.
To Αιγαίο του Αλτιπλάνο
ΖΥΡ: Τιτικάκα! Ένα απέραντο γαλάζιο που δεν διαφέρει οπτικά σε τίποτε από αυτό του Αιγαίου. Μπροστά μου οι νησίδες και οι χερσόνησοι συμπλέκονται σ’ ένα τόσο στενό σφιχταγκάλιασμα που συχνά δεν ξεχωρίζουν αν πρόκειται για νησιά ή για κομμάτια στεριάς. Ξανθό χορτάρι και ξερολιθιές. Ξερές ανεμοδαρμένες Κυκλάδες. Το μόνο που διαφέρει είναι οι οικισμοί, οι τοπικές ενδυμασίες και οι φυσιογνωμίες των ντόπιων που με παραπέμπουν συνέχεια στο Περού.
Εδώ και τρεις ώρες ξεκινήσαμε μια πορεία δώδεκα χιλιομέτρων για να διασχίσουμε το νησί μας από άκρο σ’ άκρο. Από το Γιουμάνι στο νότο μέχρι τον απώτατο βορρά. Τρεις ώρες τώρα με συνοδεύει ο Ελύτης. Τρεις ώρες το Άξιον Εστί οδηγεί τα βήματά μου. Τρεις ώρες περπατάω μεθυσμένος από Αιγαίο και Τιτικάκα.
«ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου.
Η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο.
Το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα.
ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο.
Τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία.
Τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες.
Τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια.
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος, η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη, η Κως, η Ίος, η Σίκινος»
Και η Ίσλα ντελ Σολ!
Η πορεία είναι κοπιαστική λόγω υψόμετρο, μα κανείς μας δεν παραπονιέται και κανείς μας δεν αγκομαχάει. Η ψυχική ανάταση αντικαθιστά κατά πως φαίνεται την έλλειψη οξυγόνου. Μόνο ο Βαγγέλης δεν ακολούθησε κι έμεινε μόνος του στο Γιουμάνι. θα μας περιμένει λέει εκεί για να επιστρέψουμε όλοι μαζί το απόγευμα στην Κοπακαμπάνα. Σ’ αυτό το ταξίδι ο Βαγγέλης είναι αγνώριστος. Δεν ξέρω τι του πάει στραβά. Υποψιάζομαι πως έχει αφήσει το μυαλό του στην Αθήνα, στα προβλήματα της δουλειάς του κι εδώ βρίσκεται εκτός κλίματος….
Στο μεταξύ όμως πλησιάζουμε προς τη βόρεια απόληξη του νησιού και έχουμε φτάσει σ’ έναν αρχαιολογικό χώρο, που πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν μοιάζει καθόλου με κυκλαδίτικο. Άρα πρέπει να ρωτήσω την καθ’ ύλη αρμόδια να μας πει τι είναι αυτό που βλέπουμε. Για λέγε.
ΙΣΑΒ: Πρόκειται για ερείπια προϊνκαϊκής περιόδου, της εποχής της αυτοκρατορίας του Τιαχουανάκου, της μήτρας του ινκαϊκού πολιτισμού. Με επίκεντρο την ομώνυμη τοποθεσία κάπου ανάμεσα στη Λα Παζ και την Τιτικάκα, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα, η αυτοκρατορία του Τιαχουανάκου είχε ήδη αρχίσει να μεσουρανεί στο ανδικό Αλτιπλάνο.
Όσο για την Ίσλα ντελ σολ υπήρξε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο εκείνης της περιόδου και τελευταίο καταφύγιο της αυτοκρατορίας όταν αυτή κατέρρευσε. Στο μεταξύ αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι πολλά δομικά στοιχεία που βλέπουμε εδώ παραπέμπουν ευθέως, σε μικρογραφία, στις τεράστιες ινκαϊκές κατασκευές που οικοδομήθηκαν στο Περού δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα. Ιδια αρχιτεκτονική αντίληψη, ίδια κατασκευαστική τεχνοτροπία, ίδιες αδρές γραμμές,. Λες και πρόκειται για μακέτα ή δοκιμαστικές απόπειρες μικρής κλίμακας από τις οποίες θα ξεπηδήσουν αργότερα τα ογκολιθικά κτίσματα των Ίνκας.
Κοπακαμπάνα
ΖΥΡ: Πίνω τον καφέ μου με θέα, τι άλλο, την Τιτικάκα. Από την Κοπακαμπάνα αυτή τη φορά, όπου επιστρέψαμε πριν από καμιά ώρα με το πλοιάριο από την Ίσλα ντελ Σολ. Μπροστά μου λικνίζεται μία από τις ελάχιστες ψαθόβαρκες της βολιβιάνικης πλευράς της λίμνης, ανάλογης αντίληψης μ’ αυτές που κατασκευάζουν οι ιθαγενείς Ούρος στο απέναντι Περού.
Σήμερα βέβαια όσα τέτοια ψαθοπλεούμενα διασώζονται μάλλον εξαντλούν τον προορισμό τους ως τουριστική ατραξιόν και τίποτε παραπάνω. Πάντως, έστω κι έτσι, δεν μπορώ να εμποδίσω το δάχτυλό μου από το να πατήσει το κλικ.
Έχουμε πιάσει ως συνήθως κάποιο χάνι της συμφοράς, απ’ αυτά που μας εξασφαλίζουν ταλαιπωρία και διασκέδαση μαζί. Να’χουμε κάτι να σχολιάζουμε βρε αδερφέ! Σήμερα για παράδειγμα η άσκηση της ημέρας λέγεται «περιμένοντας το ζεστό νερό». Από το μεσημέρι αναμένεται «από στιγμή σε στιγμή» κατά πως μάθαμε από κάτι συμπαθείς Αργεντίνους της διπλανής πόρτας. Και σκέφτομαι να πάω τώρα να διαπιστώσω μήπως η εν λόγω στιγμή έφτασε γιατί η ταξιδιωτική μου πείρα λέει ότι κι αν ακόμα συμβεί το καλό, αποκλείεται να διαρκέσει για πολύ.
Η Παναγία των Ι.Χ.
ΖΥΡ: Τι λέγαμε χτες; Μια-δυο ώρες το βράδυ κράτησε το ζεστό νερό και μετά πάπαλα. Το νερό γενικά, όχι μόνο το ζεστό. Σήμερα το πρωί ο Βαγγέλης ξεκίνησε για το ντους και βγήκε από μέσα βρίζοντας. Κοίτα να δεις σε ποιον έτυχε να κάτσει η στραβή!
ΙΣΑΒ: Τυχαίο; Δεν νομίζω. Το θέμα είναι ότι λόγω της γενικότερης γκρίνιας που είχε προηγηθεί, αντί να επιδείξουμε πνεύμα συμπαράστασης, μας έπιασαν όλους νευρικά γέλια και τον έχουμε μπαρουτιάσει ακόμα παραπάνω.
ΖΥΡ: Εδώ και μια περίπου ώρα βρισκόμαστε στην κεντρική πλατεία της Κοπακαμπάνα, και λες και έχω μεταφερθεί στην Παναγία της Τήνου το Δεκαπενταύγουστου. Μόνο που αντί για προσκύνημα γονυπετών αναξιοπαθούντων, στην ουρά στέκουν … ιδιοκτήτες Ι.Χ. Για να λάβουν ευλογία τα αυτοκίνητά τους. Διότι αυτή είναι λέει η ειδικότης της εδώ Παναγίας: η προστασία των οχημάτων. Σαν να λέμε δηλαδή Παναγία η Οχηματούσσα. Και μάλιστα προστάτιδα όλων των ειδών τροχοφόρων. Από μηχανάκια μέχρι φορτηγά. Όπως επίσης και όλων των εθνικοτήτων – και γιατί όχι λέω εγώ, μήπως το χρήμα από τα τάματα έχουν πατρίδα;
Έτσι, μαζί με τους Βολιβιάνους αδερφούς τους, προστρέχουν για ευλογία και ιδιοκτήτες από το Περού. Φτάνουν εδώ με τα τροχοφόρα τους φορτωμένα με φιογκάκια, πλαστικά λουλούδια και άλλα ανάλογα λιλιά και περιμένουν υπομονετικά με τις ώρες για να ακουμπήσουν τον όβολό τους στο ναό. Χρυσές δουλειές ο καθεδρικός της Κοπακάμπανα. Ο οποίος πάντως, οφείλω να παραδεχτώ, ότι είναι εξόχως φωτογραφικός. Όπως πολύ ατμοσφαιρική είναι και η αίθουσα όπου οι πιστοί φτιάχνουν ομοιώματα αυτοκινήτων με κερί και τα κολλάνε γύρω γύρω στους τοίχους.
Και βέβαια απ’ όλο αυτό το τζέρτζελο δεν πλουτίζουν μόνο οι παπάδες αλλά επιβιώνει κι ένα όχι ευκαταφρόνητο μέρος των κατοίκων της πόλης. Από τους μικροπωλητές και τα μαγαζιά θρησκευτικών σουβενίρ μέχρι τους ζητιάνους.
Τώρα όμως με έχει πλησιάσει η Ισαβέλλα και ακούει τι λέω και μάλιστα με αγριοκοιτάζει. Τι έγινε αγαπημένη μου; Είπα κάτι που δεν έπρεπε;
ΙΣΑΒ: Ούτε καν άκουσα τι έλεγες! Ήρθα απλά να σου πω ότι μόλις μίλησα με τον Ραούλ. Η απεργία στο Ποτοσί συνεχίζεται, οι διαπραγματεύσεις έχουν κολλήσει και οι περιοχές που θέλουμε να επισκεφτούμε στο Αλτιπλάνο παραμένουν πιο κλειστές παρά ποτέ.
ΖΥΡ: Μη συνεχίζεις. Κατάλαβα. Αμαζονία ετοιμάσου, ερχόμαστε!
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΒΟΛΙΒΙΑ 2 - ΔΙΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΖΟΝΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΒΟΛΙΒΙΑ 3 - ΣΑΧΑΜΑ, ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΒΟΛΙΒΙΑ 4 - ΣΑΛΑΡ ΝΤΕ ΟΥΓΙΟΥΝΙ, ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΒΟΛΙΒΙΑ 5 - ΣΤΟ ΑΛΤΙΠΛΑΝΟ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Στο μέλλον θα ακολουθήσουν και άλλα άρθρα για τη Βολιβία:
Βολιβία 6 – Ποτοσί, μετά την απεργία
Βολιβία 7 – Σούκρε, σε λευκό φόντο