ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 1 - ΦΛΟΡΕΣ, ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ
Κι ενώ ο ήλιος ετοιμάζεται να δύσει πίσω από τα σκαριά, κάποιες ανθρώπινες φιγούρες ακροβατούν ξυπόλυτες πάνω σ’ ένα μαδέρι μ’ ένα βαρύ φορτίο στη ράχη. Για ένα πιάτο ρύζι προφανώς. Ε, λοιπόν, δεν βρίσκω ούτε έναν καλό λόγο για τον οποίο δεν θα έπρεπε να με μισούν αυτοί εδώ οι ζεμένοι ακροβάτες που χωρίς να τους ρωτήσω τους χρησιμοποιώ για να «κάνω τέχνη»! Κι όμως! Όπως πάντα τους περισσεύει και τώρα ένα άλοου μίστερ κι ένα εγκάρδιο χαμόγελο μπροστά στο φακό μου.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 137/23.11.2002
Διασκευασμένο απόσπασμα από το βιβλίο του «Πέρα απ το Μπάλι»
Με θέση στο παράθυρο του ελικοφόρου των εκατό θέσεων, στοχάζομαι πάνω στη σημασία που έχουν για τη ζωή μας ένας έλικας κι ένας ανεμιστήρας για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι είναι σχεδόν απίθανο η βλάβη ενός ανεμιστήρα να μας κοστίσει τη ζωή. Κατόπιν τούτου ανακαλώ επειγόντως στη μνήμη μου τη διαβεβαίωση του κολλητού μου, του Πέτρου, του μηχανικού αεροπλάνων, σύμφωνα με την οποία τα ελικοφόρα είναι εξίσου ασφαλή με τα τουρμπινοφόρα. Ίσως και περισσότερο. Είναι θέμα συντήρησης, λέει. Και για να το λέει ο Πέτρος ο ειδήμων έτσι θα ’ναι.
Ναι, αλλά τι θα μπορούσε να συμβεί εάν κάποιος σκιτζής μηχανικός τη στιγμή που θα ‘πρεπε να γρασάρει έλεγε «δε βαριέσαι, ας πάω για κολατσιό»; Το κουζινέτο ή το ρουλεμάν του έλικα θ’ ανέβαζε θερμοκρασία και... σταμάτα Ζυρίνη να κάνεις ηλίθιες σκέψεις και κοίτα κάτω στον Ινδικό τα καράβια πόσο μικρά φαίνονται, τα βαθυπράσινα νησάκια με την κοραλλένια άλω γύρω τους, τις λιλιπούτειες «νησίδες του ναυαγού», με το μοναχικό φοίνικα-βέλος στο κέντρο τους.
Κοντεύουμε να φτάσουμε, κι ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει το πού. Χτες καθώς έσφιγγα τα λουριά του σακιδίου μου έβαζα σε δοκιμασία το νευρικό σύστημα της Ισαβέλλας συγχέοντας, σκοπίμως, την Ινδονησία με την Ινδοκίνα και τώρα μελετώ εμβριθώς το χάρτη της περιοχής με την αλλόκοτη σκέψη ότι σε λίγο θα περπατώ σ’ αυτό εδώ το σημείο της Υδρογείου. Όπερ σημαίνει στην άλλη πλευρά του πλανήτη. Δοκιμάζω ένα παράξενο συναίσθημα ηδονικής εξαΰλωσης. Τέρμα, το αίσθημα της φυγής είναι λυτρωτικό.
Νήσος Φλόρες! Θα’ θελα να ’ξερα: απ’ όλη την Ινδονησία, πού διάολο ξετρύπωσε αυτόν τον προορισμό; Η Ιάβα και η Σουμάτρα της έπεφταν, λέει, πολύ τουριστικές!
Στο μεταξύ, όπου κι αν ανάφερα την εν λόγω Φλόρες, δεν συνάντησα ούτε έναν που να έχει έστω ακούσει για την ύπαρξη της. Κι ας έχει δυο φορές το μέγεθος της Κρήτης.
ΜΑΟΥΜΕΡΕ
Η Μαουμέρε βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της νήσου. Το αεροδρόμιό της είναι μικρό και συμπαθητικό. Το ίδιο και το κοντινό καλυβοξενοδοχείο με την απλωμένη μπροστά του παραλία. Ένας γήινος παράδεισος απ’ όπου προσωπικά δεν βλέπω για ποιο λόγο να ξαναφύγουμε. Πού να τρέχουμε τώρα στην άλλη άκρη του νησιού; Καλά δεν είμαστε δω;
Στην παραλία είναι αραχτοί τρεις τέσσερις ακόμη αλλοδαποί με πολύ ευαίσθητα δέρματα. Ολλανδοί νομίζω. Νοσταλγοί ίσως της χρυσής εποχής κατά την οποία οι πρόγονοί τους λυμαίνονταν τούτη δω την εύφορη γη. Παρ’ όλο που πάνε γυρεύοντας, δεν ανοίγω παρτίδες. Θέλω την ησυχία μου. Ολλανδούς βλέπεις και στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Αρκεί. Είναι και μερικοί αυτόχθονες που μας χαζεύουν. Από τις χορτόσκουπες που κρατούν υποθέτω πως είναι υπάλληλοι του συγκροτήματος, με το ανειλημμένο επαγγελματικό καθήκον να κρατούν την παραλία καθαρή. Ωστόσο η κινητικότητά τους δεν αποδεικνύει το αληθές της υποθέσεώς μου.
Η Μαουμέρε των εβδομήντα χιλιάδων κατοίκων απέχει μόλις ενάμιση χιλιόμετρο από το συγκρότημα των μπανγκαλόου. Τα παλιά παραδοσιακά της κτίσματα είναι λίγα. Τα περισσότερα καταστράφηκαν το ’Ενενήντα Δύο από τον τελευταίο δολοφονικό σεισμό που δεν άφησε τίποτε όρθιο. Τρεις χιλιάδες άτομα αφάνισε το τσουνάμι, το τεράστιο παλιρροϊκό κύμα ύψους εικοσιτριών μέτρων το οποίο προκάλεσαν τα έξι κόμμα οκτώ Ρίχτερ.
Σε πολλά σημεία της ακτής τα σημάδια της καταστροφής είναι ακόμα αισθητά. Η επείγουσα ανάγκη αποκατάστασης των αστέγων είχε σαν συνεπακόλουθο τα νέα κτίσματα να χαρακτηρίζονται από βιασύνη και προχειρότητα. Τσιμεντόλιθος και λαμαρίνα. Αλλά η σαρωμένη από το κύμα παλιά καθολική εκκλησία αναστηλώνεται με μια κάπως αυθάδικη μεγαλοπρέπεια. Ίσως για να τους σώσει απ’ τα μελλοντικά Ρίχτερ. Είθε!
Ο ΦΡΕΝΤΥ
Πίσω από το πεντακάθαρο και καλογυαλισμένο Τογιότα Κιτζάνγκ που έχουμε ναυλώσει υπάρχει ένα αυτοκόλλητο με την στ’ αγγλικά φράση: «Αν οι άλλοι αποτύχανε, ακολούθα το Χριστό μου». Εντάξει. Στα υπόψιν. Ο οδηγός και δράστης της αυτοκόλλησης ακούει στο όνομα Φρέντυ. Χωρίς να είναι Γερμανός. Είναι πάντως μαζεμένος, χαμηλοβλεπούσης, μ’ ένα ξεσκονόπανο ανά χείρας ως υποχρεωτικό αξεσουάρ, και υπερπρόθυμος. Το παρμπρίζ του είναι φορτωμένο με διάφορα θρησκευτικά μπιχλιμπίδια που κουνιούνται μέσα στο οπτικό μου πεδίο και χάνω το εικοσιπέντε τοις εκατό από το τοπίο. Αλλά τι να πεις επ’ αυτού; Το πρώτο εντοπίσιμο προσόν του Φρέντυ είναι ότι χαμογελάει μεν μονίμως αλλά δεν μιλάει. Μιλάει μόνο άμα τον ρωτήσεις κάτι. Με κάτι αγγλικά χειρότερα, ίσως, κι από τα δικά μου!
Η διαδρομή από τη Μαουμέρε προς τη Μόνι είναι υπέροχη. Πυκνή τροπική ορεινή βλάστηση: μπανανιές, τεράστιοι κοκκοφοίνικες, θεόρατα μπαμπού σε συστάδες, καφές, κακάο και... άπειρα άλλα άγνωστα, σε μας, φυτά και δέντρα. Ο Φρέντυ, εκτός από υπερπρόθυμος είναι και υπερπροσεκτικός. Όλα του στον υπερθετικό. Και η ταχύτητά του αργή στον υπερθετικό. Σε τρελαίνει. Δεν υπάρχει στροφή που να μην κορνάρει πενήντα μέτρα πριν. Το μάξιμουμ της ταχύτητας που έχει αναπτύξει μέχρι τώρα δεν ξεπερνάει τα πενήντα χιλιόμετρα ανά ώρα και για να προσπεράσει ένα όχημα πρέπει να πρόκειται περί βοϊδάμαξας. Τρέμει στην ιδέα ότι μπορεί να πάθει κάτι το περιουσιακό στοιχείο του αφεντικού του κι αυτός να χάσει τη δουλειά του. Έχει τα δίκια του.

Η ΜΟΝΙ
Η Μόνι είναι πανέμορφη, με παραδοσιακά μπαμπουδοχόρτινα καλυβόσπιτα κι απλούς φιλόξενους κατοίκους.
Οι γυναίκες πλένουν ρούχα, κατσαρολικά και μωρά στα ρυάκια με το πεντακάθαρο νερό που κυλούν στις άκρες του δρόμου.
Εκεί, επιτόπου, πλένονται και οι ίδιες. Και ουδόλως αισχύνονται αν παρ’ ελπίδα πάρει το μάτι σου τα ωραία σαπουνισμένα βυζάκια τους. Απλώς γελούν και πλατσουρίζουν παιδιάστικα.
Ο χριστιανισμός τον οποίο έχει θεωρητικά ασπαστεί το ογδόντα πέντε τοις εκατό των κατοίκων του νησιού δεν είναι παντού και πάντα ισχυρότερος από τον αρχέγονο φυσικό πολιτισμό τους.
Κάθε τόσο σταματάμε και χαζεύουμε: τα μαύρα γουρούνια με τα οριζόντια κοντάρια δεμένα στο λαιμό τους για να μην μπορούν να βγουν από τους φράχτες, το πρωτόγονο εκκοκκιστήριο του ρυζιού, τα ψωραλέα ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα σκυλιά ελεύθερης βοσκής, τα περιποιημένα κοκόρια με το πολύχρωμο φτέρωμα, τις εκπληκτικές κατασκευές από μπαμπού, τα μωρά μέσα σε μια πάνινη θήκη που κρέμονται από το λαιμό της μάνας ή του πατέρα τους την ώρα που αυτοί μαζεύουν ή φυτεύουν το ρύζι, τα μωρά που όταν δεν
είναι κρεμασμένα από τους γονείς, είναι κρεμασμένα από το λαιμό των μεγαλύτερων αδελφών, τα νήπια που είναι εντελώς ξαμολημένα και που δεν ακούσαμε ακόμη το κλάμα τους, τους γέρους που όλο και κάτι βρίσκουν να κάνουν για να μην είναι εντελώς άχρηστοι...
Αλλά τα πιο παρανοϊκά στοιχεία αυτής της εξωτικής τοιχογραφίας είναι δύο: το δορυφορικό «πιάτο» στη μέση του χωριού και ο Φρέντυ που, όποτε κι αν περάσουμε δίπλα από το ρυάκι που έχει παρκάρει το Κιτζάνγκ, τον βλέπουμε να το πλένει, να το σκουπίζει και φτου απ’ την αρχή! Ακατάπαυστα.
ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΟΜΠΟΛΟΙ
Η Ινδονησία μοιάζει μ’ ένα σπασμένο κομπολόι δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων εξήντα επτά χαντρών: νησιών και βραχονησίδων για την ακρίβεια, καβάλα στον Ισημερινό, ανάμεσα στον Ειρηνικό και τον Ινδικό Ωκεανό.
Από τα νησιά αυτά κατοικούνται τα έξι χιλιάδες περίπου. Όλα μαζί καλύπτουν μια επιφάνεια ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων χιλιάδων τετραγωνικών χιλιόμετρων. Που σημαίνει δεκατέσσερις Ελλάδες.
Ο πληθυσμός της έχει ξεπεράσει τα διακόσια εκατομμύρια και με το σημερινό ρυθμό δημογραφικής ανάπτυξης το Δύο Χιλιάδες Είκοσι Πέντε θα έχει ξεπεράσει τα τριακόσια εκατομμύρια.
Η πληθυσμιακή κατανομή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία: η Ιάβα που έχει μια επιφάνεια ίση με της Ελλάδας, τρέφει εκατόν είκοσι εκατομμύρια κατοίκους! Μιλάμε για μια μέση πυκνότητα δέκα φορές μεγαλύτερη από κείνη της Ελλάδας. Σαν να έχει όλη η Ελλάδα την πυκνότητα της Αθήνας. Εφιάλτης!
Αντίθετα η Φλόρες που διασχίζουμε αυτή τη στιγμή είναι από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ινδονησίας. Ευτυχώς δηλαδή!
Ο όρος Νούσα Τενγκάρα στα ινδονησιακά σημαίνει νοτιοανατολικά νησιά, και περιλαμβάνει όσα εκτείνονται ανατολικά από το Μπάλι: το Λόμποκ, τη Σουμπάγουα, το Κόμοντο, τη Φλόρες, τη Σούμπα, το Τίμορ και το μικρό αρχιπέλαγος του Αλόρ και Σολόρ.
Η Φλόρες είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μετά το Τίμορ.
Σύμφωνα με τα κιτάπια που ξεφυλλίζω καθ’ οδόν προς το φαγάδικο μέσα στους ορυζώνες, ανήκει λέει σε μια από τις πιο ασταθείς γεωλογικά ζώνες της γης, με πολύ συχνούς σεισμούς.
Επιπλέον διαθέτει μια ολόκληρη σειρά από ηφαίστεια εκ των οποίων τα δεκατέσσερα είναι ενεργά και με πολύ βεβαρημένο παρελθόν.
Μήπως έπρεπε να είχα διαβάσει πιο λεπτομερώς αυτά τα στοιχεία πριν αποφασίσω να έρθω εδώ;
ΚΕΛΙΜΟΥΤΟΥ
Και το όνομα αυτού Κελιμούτου. Είναι λέει το πιο προσβάσιμο ηφαίστειο όλης της Ινδονησίας και διαθέτει τρεις χρωματιστές λίμνες-κρατήρες στα χίλια εφτακόσια μέτρα υψόμετρο.
Πρωί, έξι παρά τέταρτο, και ο Φρέντυ, φρέσκος φρέσκος, μας περιμένει ξεσκονίζοντας τον μεταλλικό του έρωτα. Δεκατρία χιλιόμετρα μετά τη Μόνι τον αφήνουμε για να περπατήσουμε μόνοι μας τα τέσσερα χιλιόμετρα μονοπατιού μέχρι τους κρατήρες. Μια απολαυστική πορεία μέσα από την οργιώδη, αρχικά, βλάστηση μέχρι το ερειπωμένο παρατηρητήριο που φτιάχτηκε κάποτε, εν μία νυκτί, για τη μία και μοναδική επιτόπια παρουσία του Σουκάρνο. Από το παρατηρητήριο φαίνονται και οι τρεις λίμνες-κρατήρες. Οι δύο απ’ αυτές είναι κολλητές, σαν δίδυμες, και η άλλη κάπως μόνη της. Η καθεμιά έχει κι άλλο χρώμα που αλλάζει κάθε δέκα περίπου χρόνια. Ίσως από κάποια βαθμιαία αναμάγμωση στην οποία υπόκεινται τα εν βρασμώ μεταλλεύματα στο βάθος του ηφαιστείου.
Τώρα η μεγαλύτερη από τις τρεις είναι γαλαζωπή με κίτρινες μπουρμπουλήθρες από θειάφι. Η κολλητή της περνάει τη φάση του λαδί, και η τρίτη, η μοναχική, το παίζει μαύρη κι άραχλη. Στη δεκαετία του ’Ογδόντα ήταν αντιστοίχως, μπλε, καφέ και μαύρη, ενώ ακόμα πιο παλιά, στη δεκαετία του ’Εβδομήντα, ήταν μπλε, καφεκόκκινη και καφέ ανοιχτό, στην απόχρωση του φραπόγαλου. Πάντως και οι τρεις είναι βορβορώδεις και απειλητικές. Ιδίως η γαλαζωπή που εξατμίζεται συνεχώς και εμφανίζει εκείνες τις κίτρινες ραβδώσεις και κύκλους στην επιφάνειά της και μυρίζει έντονα θειάφι.
Ελπίζω να μη φτάσαμε δω πάνω τη στιγμή ακριβώς που πρόκειται να εκραγεί! Τόση ατυχία; του κερατά δηλαδή!
Το βάθος από το χείλος του κάθε κρατήρα μέχρι την επιφάνεια της καθεμιάς από αυτές τις λίμνες κυμαίνεται από πενήντα έως εβδομήντα μέτρα κάθετου βράχου. Τόσο κάθετου που δεν μπορώ να φανταστώ ποιος Κουστώ θα κατέβαινε εκεί κάτω και θα καταδυόταν κιόλας στον καυτό πολτό. Κι όμως λένε πως έχει γίνει κι αυτό. Και θα’ θελα να ’σφιγγα το χέρι αυτού του παλαβού! Αν τον έβγαλαν ζωντανό.
Στις λίμνες, το μονοπάτι δεν είναι παρά το χείλος των κρατήρων. Σε πολλά σημεία γίνεται έως και πενήντα εκατοστά στενό. Αριστερά μας χάσκουν σε ιλιγγιώδες βάθος οι δύο έγχρωμες λίμνες, η μία μετά την άλλη, ενώ δεξιά μας χύνεται η απότομη πλαγιά του Κελιμούτου, μια απόκοσμη μαύρη ηφαιστειακή λάβα.
Οι κάτοικοι της γύρω φυλής Λίο ισχυρίζονται πως οι λίμνες αυτές είναι κάτι σαν κέντρο διερχομένων των αποδημησάντων ψυχών. Οι κακούργοι λέει πάνε στη μαύρη, οι παρθένες και τα παιδιά στην πράσινη, ενώ τα γεροντάκια την αράζουν στη γαλάζια.
Και μεις αναρωτιόμαστε ποιος τους αναδιοργανώνει κάθε δεκαετία που αλλάζουν τα χρώματα; Μυστήρια πράγματα!
Κατηφορίζουμε με το Κιτζάνγκ μέσα από τη ζούγκλα προς τα ανιμιστικά χωριά στη νότια ακτή.
Θεόρατες καλύβες από μπαμπού, με βάση και τοίχους από περίτεχνα σκαλισμένο ξύλο, έως και δεκαπέντε μέτρα ψηλές. Με βαθιά κεκλιμένη στέγη από χόρτο που κατεβαίνει στα δύο μέτρα από το έδαφος.
Στην Ντζοπού, η τρισέγγονη του Κεπάλα Ντέσα, του φύλαρχου, ή πατριάρχη τέλος πάντων, μας μπάζει ευχαρίστως στο τριακοσίων ετών σπίτι των προγόνων της. Μέσα σκοτάδι πήχτρα. Ένα μικρό άνοιγμα κάπου ψηλά όλο κι όλο, ίσα για μια μικρή δέσμη φωτός.
Ο Κεπάλα Ντέσα, εκατόν τόσο χρονών, είναι διπλωμένος στη ψάθα του σ’ ένα κατασκότεινο ιδιαίτερο χώρο στο υπερυψωμένο ισόγειο. Μοιάζει με μαύρη γέρικη ακρίδα φέρουσα ελάχιστες μακριές άσπρες τρίχες στο άσαρκο κρανίο.
Νομίζουμε ότι πεθαίνει αλλά η τρισέγγονη του μας βεβαιώνει ότι είναι υγιέστατος και τα ’χει τετρακόσια. Για να το λέει!
Τον βγάζουν, μας πληροφορεί, σηκωτό στο φως της μέρας μια δυο φορές το χρόνο, όταν συγκεντρώνεται το σόι του σε κάποιες επετείους και τελετές για τις ψυχές των προγόνων που φιλοξενούνται στο Κελιμούτου. Τις ρυθμίσεις των εσωτερικών διαφορών της φυλής και γενικώς τα διοικητικά του καθήκοντα τα ασκεί απ’ αυτήν ακριβώς τη θέση.
ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΑΡΧΕΣ
Ντετουσόκο, Έντε, Μπατζάγουα και βάλε: πόλεις, πολίχνες και χωριά ντυμένα στα επετειακά λιλιά τους. Παντού τα ίδια κυματίζοντα σημαιάκια και οι δοκιμαστικές σχολικές παρελάσεις εν όψει της επικείμενης επετείου της ανακήρυξης της ινδονησιακής εθνικής ανεξαρτησίας, στο Χίλια Εννιακόσια Σαράντα πέντε. Τότε που μέσα στην τούρλα του βήτα Παγκόσμιου, συγκροτείται, υπό γιαπωνέζικη προστασία, μια επιτροπή Ινδονήσιων, πατριωτών α-λα γιαπωνέζικα, επιφορτισμένη με τον προσδιορισμό των συνόρων και την κήρυξη της ανεξαρτησίας από τους Ολλανδούς αποικιοκράτες.
Το πρώτο αστέρι της εν λόγω επιτροπής είναι ο Σουκάρνο, ο οποίος και διακηρύσσει προς πάσα κατεύθυνση τις πέντε «Αρχές» διακυβέρνησης της μελλοντικής ανεξάρτητης Ινδονησίας: Άλφα, Πίστη στο Θεό, σε ποιόν απ’ όλους δεν έχω μάθει, υπάρχουν τόσοι εδώ. Βήτα, Ανθρωπισμός, η γνωστή καραμέλα. Γάμα, Εθνικισμός, γάμα δηλαδή. Δέλτα, αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, ασχολίαστο. Έψιλον, Κοινωνική δικαιοσύνη, κάπου το ‘χω ξανακούσει αυτό... Ένας αχταρμάς δηλαδή από Ισλάμ, δυτικότροπη αστική δημοκρατία έως και ολίγο μαρξισμό. Ήξερε τι έκανε ο ισορροπιστής. Πολλά μολύβια έλειωσαν πάνω στους επιτελικούς χάρτες μέχρις ότου χωρίσουν τους από δω από τους από κει.
Οι Γιαπωνέζοι ήθελαν μια Ινδονησία που θα περιελάμβανε μόνο τα εδάφη των τότε Ολλανδικών Ινδιών. Οι περί τον Σουκάρνο πατριώτες όμως ήθελαν και τη Βόρεια Βόρνεο που σήμερα ανήκει στη Μαλαισία, και το Μπρουνέι που σήμερα ανήκει στον εαυτό του, και το πορτογαλοκρατούμενο Ανατολικό Τίμορ που τελικά το πήραν νταηλίδικα και το κράτησαν μέχρι προσφάτως, επίσης νταηλίδικα, και τη Μαλαισία ολόκληρη, η οποία σήμερα είναι ανεξάρτητη κι ωραία, και τη Νέα Γουϊνέα από την οποία τελικά φάγανε τη μισή, και διάφορες εκατοντάδες νησάκια που...
Στις έξι και εννέα Αυγούστου του ίδιου χρόνου πέφτουν οι γνωστές βόμβες στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα και οι Γιαπωνέζοι... άλλη όρεξη δεν είχαν παρά ν’ ασχολούνται με την Ινδονησία!
Και πριν αποσυρθούν εντελώς και πλακώσουν οι δυτικοί νικητές, οι περί τον Σουκάρνο πατριώτες παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Έτσι στις Δεκαεφτά Αυγούστου του Χίλια Εννιακόσια Σαράντα Πέντε, ο Σουκάρνο κηρύσσει την Ανεξάρτητη Ινδονησία και σχηματίζει κυβέρνηση με πρόεδρο τον εαυτό του. Όχι θα τ’ άφηνε!
ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΝΓΚΑΝΤΑ
Περιοχή Μπατζάγουα. Εδώ ορισμένοι εθνολόγοι υποστηρίζουν ότι ο πολιτισμός της φυλής των Νγκάντα έλκει την καταγωγή του από τη Νότια Κίνα και το Βόρειο Βιετνάμ. Άποψη η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένα πολιτισμικά στοιχεία, όπως οι μεγαλιθικοί σχηματισμοί γύρω από τους τάφους των προγόνων υπάρχουν πανομοιότυποι και στις προαναφερόμενες χώρες εδώ και δύο χιλιάδες εφτακόσια χρόνια. Πολλοί χριστιανοί της ευρύτερης περιοχής, παρ’ όλο τον καθολικισμό τους, κρατάνε ακόμα πολλές από τις προαιώνιες ανιμιστικές πρακτικές των προγόνων τους. Τις θυσίες ζώων για παράδειγμα. Βουβάλια, αγριόχοιροι, κοτόπουλα, στο βωμό και στο λεπίδι, με αφορμή γεννήσεις, γάμους, θανάτους, ξέρεις τώρα...
Μπροστά, στην είσοδο των οικισμών, είναι παραταγμένοι οι τάφοι των επιφανών της φυλής, με σταυρό μεν, πλην περιστοιχισμένοι από τους λεγόμενους μεγαλιθικούς σχηματισμούς. Κάτι τεράστιους μονόλιθους που, σύμφωνα με την ελευθέρια φαντασία μου, παραπέμπουν σε πριαπισμό τιτάνα. Πιο πέρα, στο κέντρο, ορθώνονται τα τοτεμικά σύμβολα: το «νγκαντού» προς δόξαν του φαλλού, και το «μπαγκά» προς δόξαν του αιδοίου. Πρόκειται για μικροσκοπικές χορτοξυλοδομές, σε διαστάσεις ελληνικού περίπτερου της γειτονιάς, οι οποίες οφείλουν να διώχνουν τα κακά πνεύματα μακριά. Δεξιά κι αριστερά, δύο παράλληλες σειρές από αντικριστές πανέμορφες καλύβες και στο βάθος μια κάθετη, απαρτιζόμενη από τις κάπως πιο κυριλάτες και περίτεχνες που ανήκουν στον Κεπάλα Ντέσα και στο σόι του. Όλα από τεράστιους κορμούς δέντρων, σανίδες, μπαμπού και χόρτο. Λιτά υλικά που η γύρω φύση παρέχει γενναιόδωρα.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΡΥΖΙ
Η διαδρομή προς το Λαμπουανμπάτζο είναι το κάτι άλλο. Μια παρθένα φύση που δεν γίνεται να χορτάσουν οι άπληστες αισθήσεις μας.
Οικισμοί και χωριά το ένα πίσω από το άλλο. Το ένα ωραιότερο από το άλλο. Και παράλληλα ατέρμονες καλλιέργειες φρούτων, λαχανικών, μπαχαρικών, καπνού, κακάο, ρυζιού.
Για μια ακόμη φορά κάνω τον, ασφαλώς απλοϊκό, συλλογισμό:
αν γινόταν μια στοιχειωδώς δίκαιη κατανομή αυτού του ανεξάντλητου φυσικού πλούτου, δεν θα υπήρχε ούτε ένας φτωχός σ’ αυτή τη χώρα των διακοσίων εκατομμυρίων κατοίκων. Από τους οποίους μια δράκα ντόπιων και ξένων γραβατωμένων ληστών απομυζούν το μόχθο των άλλων, των πολλών. Των πολλών με το φιλικό βλέμμα και το πλατύ χαμόγελο. Που όταν όμως αγριέψει το μάτι (και το χέρι τους) από την πείνα και την καταπίεση, γίνονται «οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες». Και τότε είναι που θα σπεύσουν και πάλι οι κυβερνήσεις της «πολιτισμένης» Δύσης να συνδράμουν τους αυτόχθονες στολάτους δήμιους για να πνίξουν στο αίμα αυτόν τον «όχλο» γιατί ήθελε, λέει, ν’ αλλάξει την τάξη που όρισαν οι θεοί. Και οι επίγειοι εκπρόσωποί τους. Ορίστε, παρασύρθηκα πάλι. Τι λέγαμε; Α ναι, για το Λαμπουανμπάτζο.
Το Λαμπουανμπάτζο που λες είναι το δυτικότερο λιμάνι της Φλόρες. Λιμάνι τρόπος του λέγειν. Το μικρό βάθος και η παλίρροια που ανεβοκατεβάζει τη στάθμη της θάλασσας κατά ένα - ενάμισι μέτρο, τέσσερις φορές μέσα στο εικοσιτετράωρο, καθιστούν αδύνατη την ύπαρξη αποβάθρας όπως την εννοούμε στην Ελλάδα, για το πλεύρισμα μεγάλων πλοίων. Ουσιαστικά είναι ένα μεγάλο ψαροχώρι με έντονο το μουσουλμανικό χρώμα. Ένας λαβύρινθος από σπίτια από σαπισμένο ξύλο, μπαμπού και λαμαρίνα. Πολλά απ’ αυτά, που συνορεύουν ή εκτείνονται πάνω από τη θάλασσα, είναι πασσαλόπηκτα με το βρόμικο νερό από κάτω τους. Εδώ η θάλασσα είναι ένας εκτεταμένος σκουπιδότοπος για κάθε λογής ανθρώπινα απόβλητα. Ξύλινες πλατφόρμες με πάνω τους απλωμένη την ψαριά για αποξήρανση στον ήλιο. Ένας παράδεισος για μύγες και ποντίκια. Στενά σοκάκια με ξεβράκωτα μωρά να παίζουν με το τίποτε. Άνθρωποι στοιβαγμένοι σε στενά κατασκότεινα παραπήγματα.
Από δω φεύγουν τα πλοιάρια για τα γύρω κοραλλιογενή νησάκια. Αυτά τα ίδια νησάκια που πριν από δέκα μέρες χάζευα από ψηλά, μέσα από το ελικοφόρο πούλμαν των εκατό θέσεων.
Κι ενώ ο ήλιος ετοιμάζεται να δύσει πίσω από τα σκαριά, κάποιες ανθρώπινες φιγούρες ακροβατούν ξυπόλυτες πάνω σ’ ένα μαδέρι μ’ ένα βαρύ φορτίο στη ράχη. Για ένα πιάτο ρύζι προφανώς. Ένα ματωμένο ηλιοβασίλεμα λοιπόν, με δυνατά κοντράστ, που εγώ και οι φίλοι μου θ’ απολαύσουμε πολλές φορές εκστασιασμένοι και χορτάτοι, δίπλα στο αναμμένο τζάκι μου. Ψυχοπονιάρηδες εκ του ασφαλούς, θα πιάσουμε κουβέντα για τον Τρίτο Κόσμο.
Ε, λοιπόν, δεν βρίσκω ούτε έναν καλό λόγο για τον οποίο δεν θα έπρεπε να με μισούν αυτοί εδώ οι ζεμένοι ακροβάτες που χωρίς να τους ρωτήσω τους χρησιμοποιώ για να «κάνω τέχνη»!
Κι όμως! Όπως πάντα τους περισσεύει κι αυτή τη φορά ένα άλοου μίστερ κι ένα εγκάρδιο χαμόγελο μπροστά στο φακό μου. Λάθος ίσως στιγμή, αλλά δεν μπορώ να μη συλλογιστώ πάνω στη σκοπίμως θολή έννοια του όρου «παγκοσμιοποίηση» και σε τι ακριβώς συνίσταται. Στην προς τα κάτω ρευστοποίηση και ανακατανομή της οικονομικής αυτοκρατορίας του κάθε Μπιλ Γκέιτς ή στην παραπέρα εξάπλωση μιας ένδειας ανάλογης με αυτή που έχω αυτή τη στιγμή απέναντί μου; Ωστόσο ο ήλιος δύει, υπακούοντας πάντα στην ίδια αδυσώπητη φυσική νομοτέλεια. Κι αύριο, και μεθαύριο πάλι, αυτοί θ’ ακροβατούν παγκοσμιοποιημένοι πάνω σ’ αυτό το στενό μαδέρι, μ’ ένα ζεμπίλι στη ράχη.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 2 - ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΟΝΤΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 3 - ΛΟΜΠΟΚ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 4 - ΜΠΑΛΙ, ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ ΡΕΦΕΝΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 5 - ΣΟΥΛΑΓΟΥΕΖΙ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΤΟΡΑΤΖΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν