ΓΡΟΙΛΑΝΔΙΑ - ΑΝΓΚΜΑΓΚΣΑΛΙΚ, ΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΓΩΝ

Front Picture: 

 

Στο μυχό κάποιου φιόρδ, στη ψυχρή αγκαλιά του οποίου επιπλέουν τιτάνια παγάκια. Από το ύψος τού κάπως φουτουριστικού «οτέλ Ανγκμαγκσαλίκ» θα μπορούσα με λίγη υπομονή να μετρήσω όλα τα, δομημένα άναρχα πάνω σε καφετιούς στρογγυλεμένους βράχους, σπίτια που απαρτίζουν τον μοναδικό οικισμό ολόκληρης της ανατολικής ακτής της Γροιλανδίας. Όταν στο εξής ακούω τη φράση «στην άκρη του Πουθενά» η σκέψη μου θα έρχεται ‘δω. 

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΔΡΟΜΙΟ του ΕΠΕΝΔΥΤΗ, τεύχος αρ. 16 / 02.11.2013

 


Το αεροσκάφος τροχοδρομεί στο αεροδρόμιο του Ρέυκιαβικ, στην Ισλανδία. Σε λίγο θα διασχίζουμε τον ουρανό του Βόρειου Ατλαντικού με κατεύθυνση την Γροιλανδία. Ο πρώτος πληθυντικός έχει να κάνει με την Καίτη, τον Βαγγέλη, την Ισαβέλλα και τον υπογράφοντα.  


Πόσες απογειο-προσγειώσεις μετράμε από τότε που αποφασίσαμε να δούμε με τα μάτια μας τα χάλια και την ομορφιά του κόσμου; Ο αριθμός μου φαίνεται ιλιγγιώδης. Που λέει ο λόγος.


Ωστόσο ο Χόμο Ερέκτους είναι προσαρμοσμένος στο να βαδίζει κι όχι στο να ίπταται, κι όταν ίπταται υπονομεύεται η ιδιότητά του ως Ερέκτους. Τώρα, το τι κατόρθωσε ο Σάπιενς είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Με κάτι τέτοιες ανοησίες προσπαθώ να εκλογικεύσω το γεγονός ότι ακροβατώ μεταξύ Γης και Σύμπαντος.  


Στο πίσω κάθισμα κάθονται ο Βαγγέλης με την Καίτη. Δεν ξέρω πόσο θ’ αντέξει ο Βαγγέλης στην απενεργοποίηση του κινητού του όσο βρισκόμαστε πάνω από τα σύννεφα. Πέταξέ το, ρε Έλληνα, ζήσε και λίγο χωρίς αυτό! Η Καίτη επιδοκιμάζει. Ο Βαγγέλης προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει …«ξέρεις… οι παραγγελίες… τα παιδιά... το εργαστήριο… τα χρόνια πολλά»… 

 

Κατά την πτήση θα φροντίσω να μάθω πως το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της Γροιλανδίας βρίσκεται μέσα στον αρκτικό κύκλο ενώ τα εννιά δέκατα απ αυτήν την επιφάνεια είναι καλυμμένα από πάγο.

 

Ο εν λόγω πάγος, στην περιφέρειά του έχει πάχος γύρω στα τριακόσια μέτρα ενώ στην ενδοχώρα μπορεί και να ξεπερνά και τα τρία χιλιόμετρα. Μόνο η νοτιοδυτική και νοτιοανατολική παραλιακές ζώνες της Γροιλανδίας δεν σκεπάζονται από πάγους και, όπως είναι φυσικό, μόνο αυτές είναι κατοικημένες. Είναι όμως ουσιαστικά γυμνές από υψηλή χλωρίδα και τα μόνα που φυτρώνουν εκεί είναι τα βρύα, οι λειχήνες και κάτι άλλα νανώδη φυτά.

 

Σ’ αυτό το παγωμένο σκηνικό ζουν τάρανδοι, λευκές αρκούδες, αλεπούδες, ερμίνες, λαγοί, κάποια πολικά βοοειδή, πολλά υδρόβια αποδημητικά πουλιά, φώκιες και φάλαινες.

 

Το κλίμα, εννοείται, είναι πολικό και μαστίζεται από φοβερές θύελλες. Ο χειμώνας διαρκεί εννέα μήνες και η πολική νύχτα, στη βόρεια Γροιλανδία, πέντε μήνες. Πώς να ζήσει κανείς εκεί; Κι όμως..


Πάμε πίσω στο χρόνο 


Η Γροιλανδία, όταν δεν την έλεγαν ακόμα Γροιλανδία, ανακαλύφθηκε, το Εννιακόσια ογδόντα δύο, από τον γνωστό τοις πάσι, πλην εμού, Νορβηγό θαλασσοπόρο που άκουγε στο όνομα Ερρίκος ο Ερυθρός. Αυτός ο Ερυθρός μετά από τέσσερα χρόνια κουβάλησε και τους πρώτους άποικους για να ‘χει να διαφεντεύει.


Μετά το Χίλια πλάκωσαν και οι ιεραπόστολοι (μη χάσουν!) για να εκχριστιανίσουν τους παγετώνες και τους αυτόχθονες ιθαγενείς Ινουίτ ώστε, αν αυτοί οι τελευταίοι θέλουν να πάνε στον Παράδεισο, θα πρέπει προηγουμένως να  παραδεχτούν πως υπάρχουν καλύτεροι θεοί και πιο υποφερτές κλιματικές συνθήκες απ τις δικές τους.


Κατά τον Δέκατο τέταρτο αιώνα, λόγω του ότι δεν υπήρχαν αεροπλάνα, υπερωκεάνια, τηλέφωνα και μέιλς, αυτή η αποικία ξεχάστηκε για να ξανα-ανακαλυφθεί το Χίλια πεντακόσια ογδόντα πέντε από κάποιον αβεντουριέρο θαλασσοπόρο που άκουγε στο όνομα Ντέιβις, κι αργότερα από κάποιον ομότεχνό του ονόματι Μπάφφιν.


Το Χίλια εφτακόσια είκοσι ένα, οι Σκανδιναβοί κουβάλησαν εδώ διάφορους απελπισμένους που δεν είχαν πού την κεφαλή κλίναι και ίδρυσαν την αποικία Γκόντχααμπ.


Όταν το Χίλια οχτακόσια δεκατέσσερα η Νορβηγία και η Δανία χώρισαν τα τσανάκια τους η Γροιλανδία παρέμεινε στα περιουσιακά στοιχεία της Δανίας. Η δε Δανία επένδυσε στο νέο της κτήμα για να το καταστήσει προσοδοφόρο με αποτέλεσμα να επιμηκυνθεί το προσδόκιμο των γηγενών και ν’ αναπτυχθούν αρκετοί μικροί οικισμοί.


Κατά το Δεύτερο παγκόσμιο Μακελειό έγινε αντιληπτή από το ένθεν κακείθεν πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο η στρατηγική σημασία αυτής της πελώριας νήσου με συνέπεια οι Δανοί να εκχωρήσουν, να πουλήσουν θα ‘λεγα, στους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές το δικαίωμα για την  εγκατάσταση μιας μεγάλης αεροπορικής βάσης στο Κανάκ, το οποίο δεν επεσήμανα ακόμη στο χάρτη αλλά το φαντάζομαι κάπως σαν τη Σούδα. 


Την ημι-αυτονομία της από τη Δανία, η Γροιλανδία, την απέκτησε μόλις το Χίλια εννιακόσια εβδομήντα εννιά και, το Χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε, οι Γροιλανδοί αποφάσισαν να βγουν από την Εόκ. Δεν έμαθα γιατί. Αυτοί ξέρουν καλύτερα  και δεν μου πέφτει ο λόγος.


Εννοείται πως η κύρια ασχολία των Γροιλανδών είναι η αλιεία και η επεξεργασία των ψαριών κι επ’ αυτού διαθέτουν, τηρουμένων των αναλογιών, μια αξιοπρόσεκτη βιομηχανική δραστηριότητα. Λίγοι κάτοικοι, στις νοτιοδυτικές κυρίως ακτές, ασχολούνται με περιορισμένες καλλιέργειες και με την εκτροφή βοοειδών, προβάτων και πουλερικών. 


Ανγκμαγκσαλίκ


Και βέβαια θέλω καφέ, Καίτη μου! Τόσες ώρες χωρίς το τσιμπούκι μου κι έναν καφέ αισθάνομαι εξωλέστατος! Είμαστε ήδη στο αεροδρόμιο του Κουλουσούκ στην Γροιλανδία. Κι αν κάποιος αφηρημένος προς στιγμήν ξεχαστεί και δεν ξέρει πού βρίσκεται, φροντίζει να του το υπενθυμίζει το τομάρι της λευκής αρκούδας που κρέμεται στον τοίχο. Η θέα του με έκανε προς στιγμή έξαλλο μέχρι που ενημερώθηκα ότι δεν εκτίθεται ως κυνηγετικό τρόπαιο αλλά εις ανάμνηση ενός παραλίγο ατυχήματος πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια.  Η ιδιοκτήτρια του τομαριού, που τότε ήταν μια ολοζώντανη λευκή αρκούδα, είχε βρεθεί λέει να περιφέρεται στην πίστα προσγείωσης, και πυροβολήθηκε από κάποιον φύλακα που φοβήθηκε ότι θα του επιτεθεί. Προφανώς ο θάνατος της αρκούδας δεν θεωρείται ατύχημα, εξ' ου και το "παραλίγο".


Από το Κουλουσούκ, δεν προβλέπεται να έχουμε  καμιά άλλη εμπειρία πέρα από τις εγκαταστάσεις του αεροδρομίου. Περιμένουμε επιτόπου το ελικόπτερο που θα μας μεταφέρει στο Ανγκμαγκσαλίκ, ή αλλιώς Αμμασαλίκ, επίσης γνωστό σήμερα και ως Τασιιλάκ, όπου και ο τελικός προορισμός μας.


Πάντα με γοητεύουν τα παρακατιανά αεροδρόμια που αναδύουν κι ένα συναίσθημα πρωτογονισμού και επικινδυνότητας. Ιδιαίτερα όταν περιβάλλονται από ένα, μάλλον ακατοίκητο, παγωμένο τοπίο, όπως εδώ. Οι συνεπιβάτες μας θα είναι ελάχιστοι. Κι αυτοί σκεπτικοί σα να το μετάνιωσαν που έφτασαν μέχρις εδώ.



Ακούω τον βόμβο του ελικόπτερου. Αυτός ο ήχος με γοητεύει. Έχει κάτι το ερεβώδες, το απειλητικό. Προσγειώνεται. Μέχρι να μπούμε, ο αέρας τον οποίο περιδινίζει πάνω από τα κεφάλια μας ο τεράστιος έλικάς του προσπαθεί να μας ρίξει κάτω. Δεν θα του περάσει! Εν τέλει στριμωχνόμαστε άνθρωποι και μπαγκάζια φύρδην μίγδην μέσα στο μεταλλικό στομάχι του. Τα ξυρισμένα κρανία του κυβερνήτη και του συγκυβερνήτη μας κόβουν ένα σημαντικό μέρος απ αυτό το άκρως θεαματικό σκηνικό: άγρια μισοχιονισμένα ορεινά τοπία και οι τεράστιοι όγκοι πάγου που επιπλέουν μέσα στα  φιόρδ. Σου παγώνουν το αίμα. Ένα ηδονικό δέος.


Το Ανγκμαγκσαλίκ!.. Βρίσκεται στο μυχό κάποιου φιόρδ, στην ψυχρή αγκαλιά του οποίου επιπλέουν πολλά από τα τιτάνια παγάκια. Από το ύψος τού κάπως φουτουριστικού «οτέλ Ανγκμαγκσαλίκ» θα μπορούσα με λίγη υπομονή να μετρήσω όλα τα, δομημένα άναρχα πάνω σε καφετιούς στρογγυλεμένους βράχους, σπίτια. Όταν στο εξής ακούω τη φράση «στην άκρη του Πουθενά» η σκέψη μου θα έρχεται ‘δω. 


Το οτέλ Ανγκμαγκσαλίκ δεσπόζει από το πιο εποπτικό σημείο του οικισμού και είναι οργανωμένο άψογα. Καταφέρνει να συνδυάζει την άνεση, την ασφάλεια και την αίσθηση της διακριτικής εποπτείας σ’ ένα γοητευτικά άφιλο, όσο και ανάδελφο, τοπίο.




Σ’ αυτό το τοπίο ζουν γύρω στα χίλια τετρακόσια άτομα, στην πλειοψηφία τους Ινουίτ, γνωστοί σε μας ως Εσκιμώοι, και στη μειοψηφία τους ξανθόφατσες, καθώς και επίμεικτοι από ζεύξη Ινουίτ με Δανούς. Αυτοί οι τελευταίοι τείνουν στο να είναι και οι πιο όμορφοι. Πάντα μ’ άρεσαν οι επιτυχημένες προσμίξεις. 


Το Ανγκμαγκσαλίκ, μαζί με το Κουλουσούκ που μετράει μόλις διακόσιες ψυχές, είναι τα μοναδικά κατοικημένα σημεία ολόκληρης της ανατολικής ακτής της Γροιλανδίας, γεγονός που τα καθιστά και τα πιο απομονωμένα. Ο κυρίως γροιλανδικός πληθυσμός συνωστίζεται, τρόπος του λέγειν δηλαδή, στη νότια και τη δυτική ακτή όπου ζουν πενήντα πέντε χιλιάδες άνθρωποι. Σ’ αυτούς εξαντλείται το έμψυχο δυναμικό του μεγαλύτερου νησιού του πλανήτη, με επιφάνεια (πάγου) δεκαπέντε φορές σαν αυτήν της Ελλάδας...



Περιφερόμαστε αδιάκοπα κι ακούραστα σ’ αυτή την εξωτική πολίχνη που μοιάζει με παιδούπολη, διάσπαρτη με ξύλινα κουκλόσπιτα βαμμένα σε όλες τις αποχρώσεις του χρωματικού φάσματος. Η ασφαλτόστρωση είναι αξιοσημείωτα σπάνια και αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποια δημόσια υπηρεσία που να διαθέτει κάτι σαν αυτό που λέμε «σχέδιον πόλεως». Το εδώ πολεοδομικό «καθεστώς» διαβάζεται από μένα ως μια αυθόρμητη, μη σχεδιασμένη, ισορροπία των οικιστικών αναγκών με το φυσικό περιβάλλον χωρίς, εννοείται, να πληγώνεται το δεύτερο. Τούτοι δω οι υπέροχοι Ινουίτ με το μόνιμα καρφωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο, δείχνουν φιλόξενοι, εγκάρδιοι και διακριτικοί.



Χαμός στο σχολείο. Είναι, υποθέτω, διάλειμμα και η μαθητιώσα πιτσιρικαρία ξεσαλώνει. Μονόζυγα, τσουλήθρες, κούνιες, κυνηγητό, φωνές, γέλια και κάποια κλάματα εκείνων που δεν τους παίζουν τα μεγαλύτερα παιδιά.

Ρέστα δίνει το κοριτσομάνι. Τούτες δω οι τσούπρες είναι πιο αγόρια κι απ’ τ’ αγόρια. Πρώτες στο μονόζυγο και στον παιδικό τσαμπουκά. Μια ακόμη απόδειξη πως το «ασθενές» φύλλο είναι πολιτισμική  κατασκευή ορισμένων κοινωνιών και όχι της Φύσης.




Αλλά, και πέρα απ το σχολείο, δεν μας περνά στο ντούκου η ζωτικότητα των παιδιών.

Σε πολλά του σημεία ο οικισμός θυμίζει παιδική χαρά. Δίπλα σε κάθε σπίτι κι ένα τραμπολίνο για να πηδούν οι μπόμπιρες από το ύψος της στέγης και να μας κάνουν μια επίδειξη τόλμης και γοητείας.


Εγώ, ξέρεις, τρελαίνομαι για τα παιδιά, και τα παιδιά το αντιλαμβάνονται αμέσως. Κι αμέσως αποκτώ την επικοινωνία. Εγώ κι αυτά έχουμε τους κώδικές μας, την εσπεράντο μας.


 

Παρά το για μας χειμωνιάτικο κρύο, τέλος Αυγούστου είναι ακόμα καλοκαίρι για τους Γροιλανδούς και τα έλκηθρα παραθερίζουν αραγμένα δίπλα στα σπίτια, με τα σκυλιά έλξης λίγο πιο κει, δεμένα, να αλυχτούν ή να παίζουν. Νομίζω πως είναι τα πιο όμορφα, τα πιο εκφραστικά  σκυλιά που έχω δει.  


 


Και λαϊκές κινητοποιήσεις


Κατά τη διάρκεια του σουλάτσου μας στο λιμάνι μαθαίνουμε πως επίκειται μια κινητοποίηση των κατοίκων κατά της Γκρην Πης, η οποία Γκρην Πης, έχει ενεργοποιηθεί για να σταματήσει το κυνήγι της φώκιας, ή της φάλαινας, ή και τα δυο, δεν κατάλαβα και πολύ καλά. Θα εμποδίσουν λένε το σκάφος της Γκρην Πης να προσαράξει στο μόλο. Ωραία, λέω, θα είμαι ο πρώτος φωτογράφος που θ’ απαθανατίσει μια τέτοια αντιπαράθεση εδώ στην άκρη του πουθενά. Και μάλιστα χωρίς ίχνος μπάτσου γύρω αφού εδώ μάλλον δεν ευδοκιμεί αυτό είδος. Οι πρωτιές πάντα συγκινούν τους φωτογράφους.  Και μια κοινωνία που διαθέτει έναν φωτογράφο και κανέναν μπάτσο είναι μια μάλλον ιδανική κοινωνία.



Ενστικτωδώς είμαι.. διχασμένος, και με τα δύο στρατόπεδα, αλλά εδώ «πρέπει να διαλέξεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις», όπως είπε κι ο Ποιητής.  Από τη μια θα ‘πρεπε να είμαι με το μέρος της Γκρην Πης για την προστασία της φώκιας και της φάλαινας αλλά, από την άλλη… οι αυτόχθονες ζουν αποκλειστικά απ αυτό το επιτήδευμα. Αποτελούν την εδώ εργατική τάξη και, κατά συνέπεια πρέπει να είμαι με το μέρος τους.



Ως τότε θα μπούμε σ’ ένα ψαροκάικο που περιστασιακά κάνει και «τουρ». Θα πλεύσουμε δίπλα από τεράστιους όγκους πάγου από τους οποίους μόνο το ένα δέκατο εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας. Θα μιλάμε λίγο μην κάνουμε τους πάγους να θυμώσουν. Πρόκειται για το δέος μας απέναντι σε δυνάμεις που κρύβουν κάτι σαν μυστήριο, σαν απειλή. Πόσο σκληρό είναι να ζεις εδώ!

 

Ανοιγόμαστε πέρα απ τον, περίπου φιλόξενο, όρμο. Πώς να φωτογραφίσω το άγριο μολυβί της θάλασσας; Πώς να φωτογραφίσω το συναίσθημα που προκαλεί; Μια θανατική απειλή. Η Φύση δεν είναι παντού μια ιμπρεσσιονιστική γλυκύτητα. Η Φύση διαθέτει και θυμό, και τη δύναμη να προκαλεί δέος.


 

Τρανταζόμαστε από τα κύματα του αγριεμένου νερού. Λες και μας θεωρεί παρείσακτους. Εδώ που τα λέμε! Μαζί μας στο καϊκι είναι και μια παρέα Ιταλών. Ούτε καν οι Ιταλοί δεν χαλούν τη μουσική του άγριου κύματος με τα συνήθη ντεσιμπέλ τους. Μόνο μια Ενάτη του Μπετόβεν, και μάλιστα  στη διαπασών, θα  ‘θελα ν’ άκουγα τώρα. 


 


Γυρίζουμε στο λιμάνι πιστεύοντας ότι στο μεταξύ θα έχουν συγκεντρωθεί τα «πλήθη» για την αποτροπή της προσάραξης του πλοίου της Γκρην Πης. Το πλοίο στο μεταξύ μανουβράρει αλλά ουδείς διαδηλωτής, κανένα πανό στην προβλήτα.


Αργότερα, στο ξενοδοχείο, θα μάθουμε ότι τελικά οι δυο πλευρές τα βρήκαν μεταξύ του αλλά δεν μάθαμε σε ποια βάση. Εμείς όμως οι τέσσερις, ως γνήσιοι νεοέλληνες είχαμε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα και τσακωνόμαστε σε ξένο αχυρώνα. Αιώνιοι Έλληνες!


Δεν ξέρω αν είναι χαράματα ή όχι.  Ο καιρός είναι μουντός. Καθόλου πρωτότυπο. Πάντα πρώτος ξυπνώ. Το βασίλειό μου για έναν καφέ! Ο καφές είναι ο ρουφιάνος του τσιμπουκιού και το μπαρ του ξενοδοχείου δεν έχει ανοίξει. Έχουμε τον δικό μας καφέ αλλά, αν χαρχαλέψω το σακίδιο για να τον βρω θα ξυπνήσω την Ισαβέλλα που δεν μου φταίει σε τίποτα για τα παράπλευρα ανθυγιεινά μου πάθη. Αλλά, έστω κι έτσι είμαι περίπου ευτυχής που βρίσκομαι εδώ.



Για περισσότερες φωτογραφίες:


Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...