ΛΕΣΟΘΟ, ΣΑΝ ΝΗΣΙ ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΤΙΟΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΓΗΣ

Front Picture: 

 

Στο χάρτη μοιάζει με «νησίδα» γης που βρίσκεται στο βρόγχο εκείνης των Νοτιοαφρικανών, η οποία και την περιβάλλει. Μιλάμε για το Λεσόθο, μια χώρα κάτι παραπάνω από  τριάντα χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα κατοικημένα από δύο εκατομμύρια μαύρους γηγενείς.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, αρ. τεύχους 450/29.11.2008


Πώς κατάφερε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της; Ίσως γιατί διαθέτει ένα φυσικό οχυρό: τα τριών χιλιάδων μέτρων, και βάλε, βουνά της που την  περιβάλλουν. Σ’ ένα τόσο άγρια αδηφάγο διεθνές περιβάλλον δεν θα ‘ταν απίθανο για τους λευκούς Αφρικάνερς να επιχειρήσουν άλλοτε να το καταβροχθίσουν. Να το κάνουν δηλαδή επαρχία τους χωρίς να το μοιραστούν με άλλους άρπαγες.


Στο σβέρκο αυτών των δύο εκατομμυρίων μαύρων γηγενών κάθεται κι ένας βασιλιάς που ακούει στο όνομα «Λετσίε ο γάμα». Δεν ξέρω αν και πόσο λέτσος είναι αλλά εγώ δεν χώνεψα ποτέ τους βασιλιάδες.


Ένας δεκάχρονος μαυρούλης με δυο τεράστια μάτια μ’ έχει καρφώσει με το υγρό του βλέμμα. Το σαγόνι του δε φτάνει ούτε καν μέχρι το παράθυρο του λαντρόβερ. Του κλείνω το μάτι κι εκείνος μου χαρίζει ένα χαμόγελο. Μια κατάλευκη οδοντοστοιχία. Η έκπληξή μου έγκειται στο ότι δεν ήρθε να μου ζητήσει μάνεϊ. Ε, αυτό πια! Αργότερα θα συνειδητοποιήσω πως αυτή η άγνωστη χώρα, σε αντίθεση με ότι περίμενα, έχει έναν πρωτογενή πολιτισμό που μέσα του δεν ευδοκιμεί η επαιτεία.


Τωρινός πρωθυπουργός είναι κάποιος Πακαλίτα Μοσιζίλι αλλά δεν ξέρω ακόμη αν αυτός ο Μοσιζίλι είναι αχυράνθρωπος του άνακτα ή άρχει κάποιου κοινοβουλίου δημοκρατικά εκλεγμένου. Έως το χίλια εννιακόσια εξήντα έξι το Λεσόθο ήταν προτεκτοράτο των Άγγλων με την ονομασία Μπασουτολάνδη. Μέχρις εδώ έφτανε η χάρη της Μεγάλης Βρετανίας. Σήμερα το Λεσόθο συγκαταλέγεται στα πιο φτωχά κράτη του κόσμου. Όλο σε τέτοια με σέρνει η Ισαβέλλα!


Ο Μαρκ ξεμπέρδεψε με τα γραφειοκρατικά, πέρασε τη συνοριακή φραγή και μας περιμένει απ’ την άλλη μεριά της μπάρας. Η Ισαβέλλα βρίσκεται ακόμα στις διατυπώσεις. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να πάω κι εγώ.


Όλοι, όσοι ντόπιοι πηγαινοέρχονται πεζή σ’ αυτή την ουδέτερη συνοριακή ζώνη έχουν ριγμένη πάνω τους μια κουβέρτα, εν είδη μπέρτας, συνήθως καρό και πολύχρωμη. Δεν ξέρω αν πρόκειται για πενία ή για ενδυματολογική άποψη. Κι όμως, τώρα περνάει μια μαύρη, κορμάρα, μαύρο γυαλί μυστηρίου, δερμάτινο πλατύγυρο, δερμάτινο παλτό, δερμάτινο παντελόνι. Ας μη βιαστώ, λοιπόν, να βγάλω κοινωνιολογικά πορίσματα. Έχουμε χρόνο μπροστά μας.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΑΓΡΙΟΥΣ


Στα μισά του Δέκατου Ένατου αιώνα ένας φύλαρχος ονόματι Μοσερόε ο άλφα τα βρήκε με τους πέριξ φυλάρχους και σκάρωσε μια ομοσπονδία της οποίας, ως πεφωτισμένος που πίστευαν ότι ήταν, μπήκε επικεφαλής τους με την ιδιότητα του βασιλιά. Αργότερα, όταν οι  Ολλανδοί Μπόερς του μπήκαν στο ρουθούνι με την απειλή να μπουκάρουν, ο Μοσερόε προσέτρεξε στην προστασία των Άγγλων ιμπεριαλιστών. Άλλο που δεν ήθελαν αυτοί. Οι Μπόερς μεν τα μάζεψαν αλλά η Μπασουτολάνδη, το χίλια οχτακόσια εξήντα οχτώ, ανακηρύχτηκε προτεκτοράτο της Αγγλίας με το προειρημένο όνομα. Μέσα στη δεκαετία του χίλια εννιακόσια εξήντα, όμως, η Μπασουτολάνδη κατάφερε ν’ αποκτήσει το δικό της Σύνταγμα κι έδειξε στους Βρετανούς την εξώπορτα. Μια ακόμη αποικία της Γηραιάς Αλβιόνας απογαλακτίστηκε για να τραβήξει το δικό της δρόμο. Οι πρώτες εκλογές, το χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε, ανέδειξαν νικητή το «Εθνικό Κόμμα της Μπασουτολάνδης» με την καλή συνέπεια, τον επόμενο χρόνο, να κηρύξει τη χώρα ανεξάρτητη από τους ξένους πάτρωνες και να μετονομαστεί σε Λεσόθο. 


Το λαντρόβερ με δυσκόλεψε στην αρχή. Όλα-του ανάποδα σε σχέση με τα εξαρτημένα ανακλαστικά μου. Το τιμόνι δεξιά, η πορεία στο δρόμο αριστερά και ο λεβιές ταχυτήτων επίσης αριστερά. Κόλαση! Δεν παύει όμως να είναι ένα υπέροχο άγριο θηρίο, έτοιμο ν’ αντιμετωπίσει κάθε κακοτράχαλο πέρασμα, κάθε πάγο και κάθε μανιασμένο ρύακα.

Τελικά, πήγα κι εγώ στο γκισέ του τελώνη. Όφειλα να τους δείξω τη φάτσα μου. Πρέπει να το πάρω απόφαση: επιστρέφοντας στην Ελλάδα πρέπει ν’ αλλάξω διαβατήριο. Στη φωτογραφία του υπάρχοντος είμαι γενειοφόρος ενώ τώρα είμαι ξυρισμένος και.. Όπως και να ‘χει, είναι ένα κάποιο πρόβλημα. Τέρμα με τους τελώνες και τους φαρισαίους. Χωνόμαστε στην πεντηκοστή χώρα της οποίας τη σημαία εν ευθέτω χρόνω θα καρφιτσώσω στον παγκόσμιο χάρτη μου.


Η Μασερού που τυχαίνει να είναι η πρωτεύουσα του Λεσόθο, δεν ασκεί πάνω μας καμιά ιδιαίτερη γοητεία. Θα ‘λεγα, απλά, δεν έχει χαρακτήρα, το κατιτίς που σε παρακινεί να το απαθανατίσεις. Δεν είμαστε για τέτοια. Θα ρίξω μερικά κλικ πάνω στα πιο εκφραστικά της προφίλ και ανφάς, έτσι, για την τιμή των όπλων, θα εφοδιαστούμε με τρόφιμα και νερά απ το σούπερ μάρκετ και θα τη διασχίσουμε νον στοπ χωρίς ενδοιασμούς.

Φτάνουμε κάπως αργά στο κάμπινγκ της Μαλεαλέα και δεν έχω το χρόνο να το περιεργαστώ. Αύριο. Για την ώρα, με το λίγο ημερήσιο φως που απομένει, ίσα που προφταίνουνε ν’ ανοίξουμε τ’ αντίσκηνα στις οροφές των αυτοκινήτων. Ανάβω φωτιά για να ψήσω τις μπριζόλες εκδικούμενος για την ψαροχορτοφαγία την οποία μου επιβάλλει η Ισαβέλλα στην Αθήνα. Εν προκειμένω, οι μπριζόλες σηματοδοτούν ένα είδος εξέγερσης.



ΜΙΑ ΠΑΙΔΟΣΥΝΑΞΗ


Χαράματα στην εν λόγω Μαλεαλέα. Το κάμπινγκ είναι εξαιρετικό. Απέριττο και ήσυχο. Η νύχτα στον υπνόσακο ήταν σχεδόν καλή. Λέω «σχεδόν» γιατί από κάπου έμπαζε λίγο από το ψύχος του περιβάλλοντος το οποίο, λόγω υψόμετρου, κατρακύλησε στις δύο, τρεις γραμμές πάνω απ το μηδέν. Τίποτε το σοβαρό.

 

Έχω φτιάξει τη φραπεδιά μου, έχω ανάψει την καπνοσύριγγα και ηδονίζομαι με τις πρώτες αχτίνες ενός ήλιου που δε βιάζεται να με ζεστάνει.

Απέναντί μου ένα ξανθό χωράφι. Πολλά συνεχή ξανθά χωράφια. Και κάκτοι. Στο βάθος, γυαλίζουν κάποιες στέγες από λαμαρίνα, βασικό δομικό υλικό, μαζί με τους πλίνθους, για τη χώρα που διατρέχουμε. Στοχεύω με τον τελέ κάποιους ιππεύοντες. Κι αυτοί με μια καρό κουβέρτα ριγμένη στους ώμους, εν είδη μανδύα. Καλπάζουν, σηκώνουν σκόνη. Ένα σκηνικό που ταιριάζει στην ικανότητα σύλληψης ενός Σαμ Πέκινπα. Δεν τους φωτογραφίζω. Αυτή η στιγμή είναι απολύτως δική μου. Δεν θα τη μοιραστώ. Υπέροχη σκόνη! Η φύση είναι μάλλον απαλή. Τυπική αφρικάνικη ξανθή σαβάνα στεφανωμένη από ορεογραμμές. Αραιά δέντρα με, ανάμεσά τους, πολλούς από τους αγαπημένους μου κάκτους, άγρια γλυπτά θυμωμένων θεών. Διπλώνουμε τις σκηνές, μελετάμε το χάρτη και ξεκινάμε.



Πολλά χιλιόμετρα αργότερα θα μας σταματήσει μια πιτσιρικαρία μαυρούκων. Ένα χαρούμενο, φωνακλάδικο ωτοστόπ. Ο Μαρκ φόρτωσε πεντ’ έξι στη σχάρα του κι εμείς άλλους τόσους, να τους πάμε...


Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα μια αχανής αλάνα και μια παιδοσύναξη από μαθητούδια, και όχι μόνο. Κάτι σαν λαογραφικές επιδείξεις για το τέλος της μαθητικής χρονιάς. Κάθε ομάδα, κάθε σχολείο υποθέτω, κάνει το δικό του νούμερο στη μέση της αλάνας με υπόκρουση τους ήχους κρουστών που μπορεί να παραγάγει το ανθρώπινο σώμα. Και με κάποια ξύλα επί ξύλων.



Πρέπει να έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι πληθυσμοί από τα γύρω χωριά. Κάτι λιγότερο από χίλια άτομα. Ένας πάγκος και μια κριτική επιτροπή από έναν δάσκαλο και δύο δασκάλες. Πρέπει να είναι πολλά τα σχολεία. Το καθένα απ αυτά έχει τα δικά του νουμεράκια που αντλούνται απ τη λαϊκή παράδοση. Το κέφι είναι στο κρεσέντο του και κανείς δεν ενοχλείται από την αδιακρισία των φωτογραφικών μηχανών μου. Τουναντίον.


Αργότερα. Στη μέση του πουθενά. Ένα πλατύ ποτάμι, ένας χωματόδρομος, κάποιες διακλαδώσεις και τίποτα από ψυχή ζώσα. Μόνο κάπου κάπου μια πλινθόκτιστη και αχυροσκεπής καλύβα. Κάθε τόσο κι ένα στοπ για να συνεδριάζουν ο Μαρκ με την Ισαβέλλα για το κατά πού θα τραβήξουμε. Η Γιάννα, η μικρή Μαρία και ο αφηγητής δεν έχουμε άποψη. Η σωστή οργάνωση προϋποθέτει καταμερισμό. Η συνεννόηση με τους ντόπιους που σπανίως συναντούμε είναι προβληματική. Εγώ στηρίζομαι στο χάρτη και στη θέση του ήλιου. Και στην τύχη. Εξ άλλου κουβαλάμε το ενδιαίτημα μας στη σχάρα σαν τους σαλίγκαρους. Κι όπου μας βρει η νύχτα. Η νύχτα εντέλει μας βρήκε και πάλι στο κάμπινγκ της Μαλεαλέα.



ΤΟ ΚΟΝΤΕΡ ΓΡΑΦΕΙ


Βαθειά στο χώρο και αρχή της απώλειας της αίσθησης του χρόνου. Έτσι γίνεται σε κάθε εξόρμηση στις εσχατιές. Οι μέρες διαστέλλονται, δε θυμάσαι πού ήσουν χτες, δεν ξέρεις πού θα είσαι αύριο. Όλα είναι ένα καινούργιο άγνωστο παρόν όπου ο χρόνος, αφού εσύ αδιαφορείς γι’ αυτόν,  χάνει την εξουσία του πάνω σου. Το κοντέρ γράφει χιλιόμετρα..

Γλυκό πρωινό φως πάνω σ’ ένα φωτογενές, όπως όλα, χωριό. Κυκλικά σπιτάκια από πλίνθους με έντονα, λίγο ναΐφ, πλην υπέροχα χρώματα.


Στέγες από χόρτο, ή από κυματοειδή λαμαρίνα που εδώ αποχτά αισθητική αξία. Κάποιο ταλαιπωρημένο τηλεοπτικό πιάτο για να ‘ρχεται ο πληθυσμός σ’ επαφή με αλλότριους, φαύλους ή μη, πολιτισμούς. Ένας τυπάκος που διαθέτει κάτι σαν αυτοσχέδιο ηλιακό θερμοσυσσωρευτή για να δίνει ενέργεια στο ραδιοφωνάκι του. Μερικοί με κουκούλες για το ψύχος και τις πολύχρωμες κουβέρτες εν είδη μπέρτας στην πλάτη. Όλοι επιχειρούν την ανθρώπινη επικοινωνία μαζί μας.

 

Σκαρφαλώνουν στις σχάρες των οχημάτων μας. Όταν ακούν ότι θέλουμε να συνεχίσουμε πεζή προς κάποιον καταρράκτη θα κολλήσουν μαζί μας.



Αυτόκλητοι, ανιδιοτελείς ξεναγοί. Επί του παρόντος μας συνοδεύουν και καμιά δεκαριά ντόπιοι, έτσι, από περιέργεια. Ένας μπόμπιρας δεν ξεκολλάει από δίπλα μου, λες και μου φαίνεται πως κάτω από άλλες συνθήκες θα τον υιοθετούσα ευχαρίστως. Με δυσκολεύει όμως γιατί θέλει να μου κρατάει το χέρι κι εγώ το συγκεκριμένο χέρι μου το θέλω για τη φωτογραφική. Φτάνουμε στον καταρράκτη. Στη βάση του το νερό μετατρέπεται σε πάγο αφού ο ήλιος δεν το βλέπει σχεδόν ποτέ.    


ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ


Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του Λεσόθο άρχισε η κόντρα ανάμεσα στον βασιλιά Μοσερόε τον βήτα και τον πρωθυπουργό του, τον Λεαμπούα Τζόναθαν, για τις υπερεξουσίες του πρώτου. Όταν, το χίλια εννιακόσια  εβδομήντα ο εν λόγω Τζόναθαν τα πήρε στο κρανίο, ανέστειλε το Σύνταγμα κι έπραξε τα συνήθη: συνέλαβε  τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, έβαλε τη δημοκρατία στο γύψο αλλά, από την άλλη, άρχισε ν’ ανεβάζει τους τόνους ενάντια στο νοτιοαφρικανικό απαρτχάιντ.  Στους Νοτιοαφρικανούς δεν άρεσε και πολύ αυτό το σενάριο, όχι βεβαίως τόσο από δημοκρατική ευαισθησία όσο διότι έθιγε τα συμφέροντά τους και γι’ αυτό αποφάσισαν, το χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, να εισβάλλουν ενόπλως στην προειρημένη Μασερού. Μακέλεψαν καμιά σαρανταριά άτομα κι αυτό το ξανάκαναν και το Ογδόντα Πέντε.


Στις αρχές του ογδόντα έξι, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής έκλεισε τα σύνορα με το Λεσόθο όπου σε λίγες μέρες εκδηλώθηκε ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Λεαμπούα Τζόναθαν.


Οι Νοτιοαφρικανοί, τότε, είπαν, μα τι λέτε; εμείς δεν έχουμε ιδέα! Το πρωτοπαλίκαρο των πραξικοπηματιών, το εκ του στρατού εκπορευόμενο, κάποιος Τζάστιν Λεχάνια βάζει το βασιλιά στην άκρη ως ντεκόρ και τα ξανακάνει πλακάκια με το ρατσιστικό καθεστώς της Πραιτόρια. Τέσσερα χρόνια αργότερα δεν θέλει ούτε ως ντεκόρ τον βασιλιά και τον κηρύσσει έκπτωτο. Τότε ήταν που μαζεύτηκαν συνωμοτικά οι φύλαρχοι και είπαν «δεν πάει άλλο, σύντεκνοι, πρέπει να επιβάλουμε για βασιλιά μας τον Λετσίε, τον γάμα», όπερ και εγένετο.


Ο Λετσίε ο γάμα υποσχέθηκε στους φύλαρχους να μην αναμειχθεί στην πολιτική και να το παίξει σύμβολο σταθερότητας και φιλίας. Αργότερα όμως, αντί της σταθερότητας και της φιλίας, κάποιος Φιζοάμα Ραμαέμα μέσα από ένα όργιο δολοφονιών και συλλήψεων ανατρέπει τον Λεχάνια και θέτει στο δικό του γύψο τους όποιους αντιφρονούντες. Στο κλίμα αυτό, το χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο, επιτρέπουν στον έκπτωτο βασιλιά Μοσεσόε να επιστρέψει ως απλός πολίτης και πολύ του πάει. Το χίλια εννιακόσια ενενήντα τρία γίνονται κάποιου είδους εκλογές αλλά την ίδια χρονιά ο Λετσίε ο γάμα τους ρίχνει ένα πραξικόπημα, διαλύει τη νεοεκλεγείσα δημοκρατική κυβέρνηση του Ντσου Μοχέλε και αναλαμβάνει ο ίδιος την εκτελεστική εξουσία.


Στο μεταξύ, στις γειτονικές Ζιμπάμπουε, Μποτσουάνα και Νότια Αφρική έχουν αναδειχθεί περίπου προοδευτικές για τα αφρικανικά δεδομένα κυβερνήσεις που διαμεσολαβούν για την επίλυση της λεσοθιανής κρίσης. Το νέο παζάρι θα καταλήξει σε συμφωνία μεταξύ του Λετσίε και του πρωθυπουργού με αποτέλεσμα, το χίλια εννιακόσια ενενήντα πέντε, να αποκατασταθεί στο θρόνο ο έκπτωτος Μοσεσόε με δοτό διάδοχο τον Λετσίε. Μύλος! Το Γενάρη του ενενήντα έξι, ο βασιλιάς Μοσεσόε πήγε μια βόλτα με τ’ αμάξι του στα βουνά του κρατιδίου όπου και σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα επειδή έκανε τον έξυπνο και ήθελε να οδηγάει ο ίδιος. Κατόπιν τούτου ο Λετσίε ξανάγινε βασιλιάς και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Πολύ μπερδεμένα πράματα!


Τις εκλογές του ενενήντα οχτώ τις κέρδισε το νεοϊδρυθέν κόμμα «Δημοκρατικό Κογκρέσο του Λαού» με επικεφαλής τον Μοχέλε. Η αντιπολίτευση έσκισε τα ιμάτιά της ότι, και καλά, επρόκειτο περί νοθείας. Τότε, μου διαφεύγει το πώς και το γιατί, αναλαμβάνει τα πρωθυπουργικά ηνία κάποιος Πακαλίτα Μοσιζίλι κι αυτοί που δεν τον ήθελαν, δηλαδή οι πολιτικές ηγεσίες της Νότιας Αφρικής και της Μποτσουάνας, χάλασαν τον κόσμο με αποτέλεσμα να υποκινήσουν ένα ακόμη πραξικόπημα μέσα στον ίδιο χρόνο με πρόφαση την επιβολή, και καλά, της τάξης. Οι αυτόκλητοι σωτήρες τα μάζεψαν τον Ιούνιο του ενενήντα εννιά κι από τότε η χώρα διάγει χωρίς κοσμογονικές ταραχές. Ουφ!  


ΕΓΚΑΡΣΙΩΣ


Συνεχίζουμε στην τέρρα ινκόγκνιτα διατρέχοντας χωριά επί χωριών. Μια γυναίκα στη μέση του πουθενά μας κάνει ωτοστόπ. Μας συστήνεται ως Ρόουζ, επιτήδευμα δασκάλα. Από το σπίτι της μέχρι το σχολείο μεσολαβούν δυόμιση ώρες πεζοπορία. Πέντε ώρες κάθε μέρα για να μεταδώσει γνώση στους αυριανούς λεσοθιανούς πολίτες. Έχει ένα μόνιμο χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά. Είναι γλυκύτατη. Είναι ευγενέστατη. Κρίμα που δεν διαθέτει ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Αλλά και να ‘χε, εγώ μεν δεν ξέρω αγγλικά, αυτή δε δεν ξέρει ελληνικά.


Συνεχίζουμε τη συχνά κακοτράχαλη διαδρομή κι όταν συμπληρώνουμε τις δέκα ώρες να σου και το τελικό κατάλυμά μας στο Πίτσενγκ. Εδώ το ψοφόκρυο είναι πολύ δυνατό και λέμε να φάμε, να πιούμε και να διανυκτερεύσουμε στη λοτζ που διαθέτει ζεστό νερό για μπάνιο, καθαρά σεντόνια κι εστιατόριο που θα μας απαλλάξει απ το μαγείρεμα μετά από τόση κούραση.

Υπέροχο πρωινό! Ο ανατέλλων ήλιος με πλαγιοκοπεί απ τα δεξιά. Ένας φοίνικας, μια σειρά δέντρα που δεν ξέρω πώς λέγονται, πρασινάδα, στρωτά μονοπάτια, ωραία κτίσματα με ψάθινες στέγες αλλά και μερικά με βαμμένη κατσαρή λαμαρίνα, φυτά που θέλουν να κατακλύσουν κάθε επιφάνεια, μια κλαίουσα ιτιά, ο Μαρκ που προσπαθεί να γεμίσει τα πιάτα με το μπρέκφαστ της οικογένειάς του, ένας νεγράκος με κάποια εργαλεία κήπου στα χέρια που περνά για να μου πει καλημέρα. Μια καινούργια μέρα.


Διατρέχουμε εγκαρσίως τη χώρα. Ένας απίστευτος αριθμός ωρών λες και γεννήθηκα για νταλικέρης. Ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής είναι πίστες, δηλαδή ομαλοί χωματόδρομοι απ αυτούς που μ’ αρέσουν πάρα πολύ, ιδιαίτερα για τη σκόνη που αφήνω πίσω μου. Πολλά τα χιλιόμετρα. Τοπίο ορεινό, γυμνό, τρεις χιλιάδες διακόσια μέτρα πάνω από την επιφάνεια του Ινδικού ωκεανού.

 

Ένα συστατικό μέρος από τη γεωλογική ταυτότητα της Αφρικής, εκτός από τη σαβάνα, τη ζούγκλα και την αμμώδη έρημο που την χαρακτηρίζουν. Σταματάμε πολύ συχνά για να φωτογραφίζω.


Ένα ποτάμι. Ένας ρους ηλικίας πολλών χιλιάδων χρόνων που, σε κάποια σημεία, έχει σμιλέψει προς τα μέσα τα λίθινα τοιχώματά του για να βρίσκουν καταφύγιο οι Βουσμάνοι και να μας κληροδοτήσουν τις ζωγραφιές τους. Σκηνές από την καθημερινή τους ζωής. Δεν ξέρω αν τις είδε ποτέ στη ζωή του ο Πικάσο κι αν ναι,  τότε στοιχηματίζω ότι αποτέλεσαν την βασική πηγή της έμπνευσής του.


Μια καλά περιφραγμένη περιοχή. Λόφοι από εκσκαφές, ιμάντες μεταφοράς σκαμμένου εδάφους, πινακίδες με το «απαγορεύεται η φωτογράφιση», καλά τώρα! Πρόκειται για αδαμαντωρυχείο. Η ορυκτή προίκα του Λεσόθο που, ως γνωστόν παράγει μερικά από τα καλύτερα διαμάντια στον κόσμο.


Και… κάμποσα χιλιόμετρα αργότερα, μια πίστα του σκι, «αφρι-σκι»! Στην καρδιά της Αφρικής! Τη φωτογράφισα χάριν παραδοξότητας. Ποιοι φτάνουν μέχρις εδώ για να κάνουν σκι; Οι λευκοί Αφρικάνερς, με ενημερώνει η πάντα καλύτερα από μένα πληροφορημένη Ισαβέλλα. 


Νύχτα. Μόλις φτάσαμε κατάκοποι σ’ ένα άθλιο μέρος που θέλει να θεωρείται «λοτζ». Μια, δυο κουζίνες της συμφοράς, έξι εφτά τουαλέτες, επίσης της συμφοράς, δωμάτια-κρεβατοκάμαρες όλα με χάρτινους τοίχους και ψευδοροφές. Είναι δω και μερικοί ακόμη αλλοδαποί, τι εθνικότητας δεν ξέρω. Νοτιοαφρικανοί, μάλλον. Σημασία έχει το ότι, μέσα σ’ αυτό απίστευτο μπάχαλο από ανακατεμένα κουζινικά, άλλα πλυμένα και άλλα όχι, καταφέραμε, δηλαδή ο Μαρκ και η Ισαβέλλα, να φτιάξουν κάτι καταπληκτικά κοτόπουλα, κοκκινιστά στην κατσαρόλα και να τηγανίσουν πατάτες. Να γλύφεις τα δάχτυλά σου!



ΟΥΔΕΤΕΡΗ ΖΩΝΗ


Είμαστε στο Σάνι Πας, στα ανατολικά σύνορα μεταξύ του Λεσόθο και της Νότιας Αφρικής, σ’ ένα συνοριακό φυλάκιο. Μοιάζει εγκαταλειμμένο αλλά δεν είναι. Εμφανίζονται κάποιοι ράθυμοι συνοριοφύλακες που είναι προφανές ότι συνήθως σκοτώνουν μύγες. Ποιος περνάει από δω;


Το αντίστοιχο φυλάκιο απ’ όπου θα μπούμε ξανά στη Νότια Αφρική απέχει γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα. Αυτά τα είκοσι χιλιόμετρα, απ ότι μάθαμε εκ των υστέρων, τ’ αποφεύγουν όλοι όπως ο διάολος το λιβάνι. Δεν έχουμε όμως άλλη επιλογή αλλά και να ‘χαμε νομίζω ότι θα το αποτολμούσαμε.

 

Αισθανόμαστε οικείοι μ’ αυτή τη γη.

Είναι σίγουρα η πιο δύσκολη κεκλιμένη πορεία που έχω κάνει στη ζωή μου. Οι στροφές είναι απελπιστικά οξείες, απελπιστικά κατωφερείς, απελπιστικά στενές για τα οχήματά μας και, το χειρότερο, πάνω στις στροφές έχει πάγο. Δεν κολλήσαμε πουθενά, δεν γκρεμοτσακιστήκαμε, γλυτώσαμε τη συγκοπή και ξαναοριζοντιωθήκαμε στη γαλήνη του κάμπου. Αφήνουμε πίσω μας το Λεσόθο κρατώντας στις αποσκευές μας τις καλύτερες των εντυπώσεων.


Για περισσότερες φωτογραφίες: 

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...