ΧΙΛΗ - ΠΑΤΑΓΟΝΙΑ, ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ

Front Picture: 

ΤΟΡΡΕΣ ΝΤΕΛ ΠΑΙΝΕ Τώρα πια δεν ανεβαίνω, αναρριχώμαι. Κάθε βήμα και στοπ. Τα πόδια δεν με υπακούν καθόλου. Και όμως, δεν μπορώ να σκεφτώ απολύτως τίποτα πέρα από το ότι θα φτάσω. Θα φτάσω! Στα παιδικάτα μου ανεβοκατέβαινα σαν κατσίκι το λόφο Φιλοπάππου για να προπονηθώ. Δεν το ήξερα τότε, αλλά προετοιμαζόμουν για δω. Για την Παταγονία. Για τους Τόρρες ντελ Πάινε. Δεν θα διαψεύσω τη γειτονιά που μ’ ανάθρεψε. Για ένα φιλότιμο ζούμε.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, αρ. τεύχους 382 / 11.08.2007



Ολημερίς περιφερόμαστε μ’ ένα μισθωμένο όχημα, και με τον οδηγό του, μέσα στο Εθνικό Πάρκο Τόρρες ντελ Πάινε. Να πάρουμε μια πρώτη γενική γεύση απ’ αυτήν την περιοχή χιλίων οχτακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων χιλιάνικης γης, της οποίας το φυσικό κάλλος συγκλόνισε τον ερέκτους και τον ώθησε να επινοήσει τους θεούς, αλλά και τους δαίμονες. Διότι, σου λέει, καλά, τον θεό μπορεί να τον επινοήσαμε εμείς κυριευμένοι από το άγχος της άγνοιάς και του φόβου μας, το Τόρρες ντελ Πάινε ποιος μπορεί να το επινόησε αν όχι ένας θεός συνεπικουρούμενος κι από έναν, τουλάχιστον, δαίμονα; Σκέψεις οξύμωρες κι ωραίες, ελεύθερες και, αναμφιβόλως, ελευθέριες και  βλάσφημες, γύρω από το απώτερο κρυφό αντικείμενο του πόθου μας.


Που δεν είναι και τόσο κρυφό αφού δεσπόζει πανύψηλο, ρωμαλέο, τρομοκρατικό, και άλλο τόσο σαγηνευτικό, στην καρδιά του Εθνικού Πάρκου. Και αφού έχουμε διακηρύξει (μεταξύ μας)  σε όλους τους τόνους την αταλάντευτη απόφαση να κατακτήσουμε αυτά τα κολοσσιαία φαλλικά μενίρ που καμαρώνουν ξεδιάντροπα, όσο και αθώα, στην κορυφή του όρους. Να «κατακτήσουμε»!; Τρόπος του φλυαρείν. Ας φτάσουμε σώοι μέχρις εκεί πάνω και μετά τα λέμε. Το «εμείς» μεθερμηνευόμενο σημαίνει: Η Παναγιώτα που συναντήσαμε τυχαία προχθές, μέσα στο χάος των α-πιθανοτήτων, στο Πούερτο Νατάλες, μια ασήμαντη κωμόπολη της Χιλής, ο γνωστός και μη εξαιρετέος συνταξιδιώτης Σάτσο, η Ισαβέλλα και ο φωτο-γράφων.


Περιφερόμαστε, λοιπόν, σε χιλιάνικο, παταγονικό για την ακρίβεια, έδαφος, στα πεδινά του Εθνικού Πάρκου Τόρρες ντελ Πάινε, στο νοητό τετράγωνο που σχηματίζουν στον χάρτη μου οι 74ος και 73ος μεσημβρινοί με τους 51ο και 52ο παράλληλους. «Τόρρες ντελ Πάινε» στη γλώσσα των ιθαγενών σημαίνει «Πύργοι του Γαλάζιου» και δεν είναι παρά τα προειρημένα θεόρατα φαλλικά μενίρ που φτάνουν, το ψηλότερο από δαύτα, σ’ ένα ύψος τριών, περίπου, χιλιάδων μέτρων. Όμως, εμείς, δεν έχουμε παρά την ταπεινή φιλοδοξία να φτάσουμε περπατώντας μέχρι τα ριζά τους. Όχι τόσο για να «γίνουμε καλά» όπως αυτοί που σέρνονται στα γόνατα απ το λιμάνι μέχρι την εκκλησία της Παναγίας της Τήνου αλλά, έτσι, για το γαμώτο, αφού, μια ζωή χωρίς στόχους δεν είναι ζωή.   



Άγριο μεθυστικό τοπίο. Καταρράκτες και ρύακες με κρυστάλλινα νερά και άτια ελευθέρας, προτιμώ να πιστεύω, βοσκής. Κοπάδια από γκουανάκος, αυτό το είδος άγριου λάμα που αυτή την εποχή ζευγαρώνει ανερυθρίαστα μπροστά στα μάτια μας καταπώς ετάχθη από τη Φύση. Αλεπούδες, κόνδορες και.. πούμα, όπως ισχυρίζονται μερικά έντυπα του χιλιάνικου Οργανισμού Τουρισμού.

 

Ματαίως τα αναζητώ με τις διόπτρες ή τον τηλεφακό. Δεν θα τα συναντήσω. Η εξήγηση απλή: το πούμα, όπως και πολλά άλλα είδη άγριας πανίδας ανά την Γη, έχει περίπου εξολοθρευτεί από το ακόμα πιο άγριο είδος, τον Homo Cretinus-catanalotikus.

 

Ένα τοπίο, που λες, Παράδεισος για ιμπρεσιονιστές. Παράδεισος και για μας, κυρίως όταν θυμόμαστε το πού και το πώς ζούμε στην άλλοτε ανθρώπινη Αθήνα.


Γκρέι


Μπροστά μας ο παγετώνας Γκρέι που απλώνεται, θεριεύει και συνάμα λειώνει, κι έπειτα πάλι, και ξανά, γιγαντώνεται μέσα στην ομώνυμη λίμνη και πλακούντα του. Τον προσεγγίζουμε μέχρις εκεί όπου φτάνουν τα τροχοφόρα του πολιτισμού και στη συνέχεια εισδύομε ακόμη βαθύτερα από αμφίβολα κι ατέρμονα μονοπάτια, μέχρις όπου αντέξουν τα πόδια μας την αναμέτρηση με τη γλιστράδα.


Για να ριγήσουμε, τω όντι, στη θανατερή παγωνιά του. Για να δούμε και να μεθύσουμε με τα οπτικά παράδοξα της ύπαρξής του. Παγερά κι απόκοσμα, με αέρηδες που ξυρίζουνε τη λιμναία επιφάνεια και προξενούν τάραχο και κύμα. Και ν’ ακούσουμε θυμωμένους βρυχηθμούς καθώς, κι επειδή, θα σωριάζει στην επιφάνεια της απρόβλεπτης λίμνης τα παγωμένα κομμάτια που αποκολλήθηκαν από το κυρίως σώμα του. Κι έπειτα, τα κομμάτια αυτά, ακίνδυνα και ηττημένα,  να πλέουν αργά, απειλητικά, μέχρι να λειώσουν μέσα στο είναι τους και να ψάξουν για φυγές και διεξόδους προς τον απέραντο Ειρηνικό. Αχ, πώς θα ‘θελα τώρα να φωνάξω Εμπειρίκειες Ωδές από τον Μέγα Ανατολικό!



 

Λίγο πριν νυχτώσει φτάνουμε στα πρανή του ντελ Πάινε και συγκεκριμένα στο Καμπανέλα Τόρρες που είναι καταυλισμός για όλα τα βαλάντια. Το δικό μας αντιστοιχεί σε νοικιασμένα ισοθερμικά αντίσκηνα που στήνονται σε χρόνο μηδέν.  Μικρά όσο για δύο άτομα και απίστευτα ανθεκτικά στους αέρηδες, στο ψωφόκρυο αλλά και στις πολύ ψηλές θερμοκρασίες.




Η εκκίνηση


Κάθε πρωί να ξυπνάς αλλού. Κάθε πρωί με την τσίμπλα στο μάτι ν’ αναρωτιέσαι, πού είσαι. Και κάθε πρωί να ξαναρχίζεις μια νέα ζωή.

 

Κατεβάζω λίγο το φερμουάρ (του αντίσκηνου) και σαρώνω με νυσταγμένο βλέμμα τον περιβάλλοντα χώρο. Η Παναγιώτα έχει σηκωθεί και διπλώνει το ενδιαίτημά της. Τον Σάτσο δεν τον βλέπω. Ίσως και να κοιμάται ακόμη. Η Ισαβέλλα δίπλα μου μουρμουρίζει κάτι σαν.. η ζωή είναι ωραία! Αμ πως δεν είναι!.. όπως έλεγε κι ο Νότης Περγιάλης στα «Κόκκινα φανάρια».

    

Ξεκινάμε με δυνατό αέρα αλλά, μιλάμε για ψυχανώμαλο καιρό. Μέσα σ’ ένα εξηκοστό της ώρας, μπορεί να περάσει απ τον καυτό ήλιο στη μαύρη συννεφιά και στο ψωφόκρυο. Πάνω στους Τόρρες αυτό το κοντράστ θα ‘ναι σίγουρα πολύ πιο ακραίο. Και δεν πήρα ένα δεύτερο ζευγάρι κάλτσες για την ανάβαση.. Είναι τρέλα να γυρίσω αυτή τη στιγμή στο σημείο εκκίνησης για ν’ ανοίξω το σάκο. Δεν πάει στο διάολο, μια ψυχή θα βγει που θα βγει. Ας βγει στους Τόρρες  ντελ Πάινε. Ωραίο για φινάλε! Αλλά, κάπως πρόωρο.


Το υπόλοιπο της γρίπης που σέρνω εδώ και μέρες καλό είναι να το αγνοήσω. Χαρτομάντιλα δια παν ενδεχόμενο έχουμε πάρει; Η Ισαβέλλα με βεβαιώνει ότι έχει βάλει τουλάχιστον τέσσερα πακέτα στο σακίδιο πλάτης. Κοίτα να δεις, φίλε μου, από τι μπορεί να εξαρτάται η ψυχική ισορροπία του ανθρώπου! Από ένα πακέτο χαρτομάντιλα την κρίσιμη στιγμή! Είτε βρίσκεσαι στα Άνω Πετράλωνα, είτε στη χιλιάνικη Παταγονία! Και να, ιδού, μια άφοβη αλεπουδίτσα στο δρόμο μου. Μακάρι να μ’ άφηνε να την χαϊδέψω. Τουλάχιστον θα μπορούσες να μου ποζάρεις, κυρά μου. Δεν θα σου πάρω την ψυχή. Τη μορφή σου θα απαθανατίσω για να σε θυμάμαι και να μουρμουράω: για φαντάσου, ήμουν κι εκεί!


Δεν ξέρω για τι απόσταση και τι υψόμετρο μιλάμε αλλά οι πληροφορίες μας κάνουν λόγο για οχτώ με δέκα ώρες ανέβα κατέβα. Συμπεραίνω πως το «οχτώ ώρες» θα πρέπει να αφορά σε γυμνασμένους ορειβάτες και όχι σε κάτι άχρηστευμένους από το καυσαέριο τύπους σαν και μένα, και μάλιστα στην ηλικία μου. 

 

Εκτός αυτών, δεν είμαι δα και τόσο ανάλαφρος γι αυτό το εγχείρημα. Φωτογραφική τσάντα με δύο μηχανές, τέσσερις φακούς και τα απολύτως αναγκαία εκ των συμπαρομαρτούντων. Θα μου πεις, και γιατί δεν παίρνεις, ρε φίλε, μια ψηφιακή; Δεν ξέρω. Κάποιος απροσδιόριστος λόγος με κάνει να κρατώ ενστικτωδώς τις αποστάσεις μου από τους υστερικούς αντικαπνιστές και από τη λαίλαπα του άλογου καταναλωτισμού στα ψηφιακά μαραφέτια. Έχω έναν σχεδόν μεταφυσικό φόβο πως μ’ αυτή την τεχνολογία οδεύουμε ολοταχώς προς μια οργουελική κοινωνία όπου το άτομο θα πάψει να είναι άτομο με την έννοια της ιδιωτικότητας. Μπορεί και να ‘μαι σε λάθος στρατόπεδο σκέψης αλλά τι με νοιάζει; Αυτά σκέφτομαι καθώς οι μύες των μηρών μου στέλνουν τα πρώτα τους προειδοποιητικά μηνύματα. Δεν πρέπει ούτε να επιταχύνω ούτε να επιβραδύνω τον ρυθμό μου.


  

Ανεβαίνοντας

Το τσακάλι η Παναγιώτα, και ο  Σάτσο ξοπίσω της, προπορεύονται. Κάποια στιγμή με τη φόρα που έχουν πάρει θα τους πονέσουν τα πόδια, θα κόψουν ταχύτητα, θα τους φτάσω και θα τους προσπεράσω. Η Ισαβέλλα δεν απομακρύνεται απ τον αγαπημένο της αντρούλη. Μαζί στη ζωή, μαζί και.. στην ορειβατική, ενδεχομένως ήττα. Κι εκτός αυτού, οι στόχοι συνυπάρχουν με τις αστοχίες. Σ’ ε λα βι! που λένε και οι φρανγκόφωνοι, αλλά αυτό μου φαίνεται πως το έχω ξαναγράψει και δεν είναι πρέπον να επαναλαμβάνομαι. Και ως πότε, δηλαδή, θα μπορώ να γεννοβολώ καινούργια λεκτικά σχήματα; Η Γη είναι πολύ μεγάλη για το λεξιλόγιό μου. Όλα αυτά σκέφτομαι ανάμεσα στο ένα κλικ της Χάιδως και στο άλλο της Σαϊγκόν. Σημείωση: η Χάιδω και η Σαϊγκόν, εκτός από ερωμένες μου είναι και φωτογραφικές μηχανές. Παράγραφος.


Στο βάθος της χαράδρας τα χιόνια που λειώνουν αενάως τροφοδοτούν τη φιδίσια χάρη του ποταμιού που έδινε το ρυθμό της ανάσας μας όλη τη νύχτα. Μια νύχτα στα πρανή ενός αγέρωχου «Αραράτ» που δεν έχει ανάγκη από θεολογικά παραμύθια για να σε καθηλώσει με τη γήινη μεγαλοσύνη του. Όχι, δεν θα κωλώσω! Θα φτάσω μέχρι τους Τόρρες.


Η απόστασή μας από την Παναγιώτα και τον Σάτσο μεγαλώνει. Άσε που με προσπερνά και μια μικρή ομάδα ορειβατών με προφανή επαγγελματική εξάρτηση και κατάρτιση. Εκείνο που ζηλεύω είναι τα ορειβατικά μπαστούνια τους. Να γιατί πάνε πιο γρήγορα από μένα. Όσα δεν φτάνει η αλεπού.. πηδάει και τα φτάνει. Πάνε πιο γρήγορα από μένα γιατί έχουν, κατά μέσο όρο, τη μισή μου ηλικία και γιατί έχουν στο μεταξύ τιθασεύσει αρκετά δύστροπα όρη στη μέχρι τώρα ζωή τους. Είναι ανάγκη να φτάσουμε μέχρι την κορυφή, ρε παιδιά; Όχι δεν το ‘πα φωναχτά και δεν πρέπει ούτε να το σκέφτομαι. Ιδού μια ωραία πεταλούδα πάνω σ’ ένα μικρό μωβ ανθάκι. Δεν θα μου ξεφύγεις ομορφούλα, θα ταξιδέψω το πορτρέτο σου στην άλλη άκρη του πλανήτη. Και ίσως να μη ζεις μέχρι τότε αφού είσαι πεταλούδα. Υπάρχουν και χειρότερα: να σε ταριχεύσουν και να σε κορνιζώσουν όπως ο Άντονι Πέρκινς στο «Ψυχώ» του Χίτσκοκ.


   

Τρεις ώρες ανεβαίνουμε. Δε νοιώθω τα πόδια μου. Δεν πονούν. Είναι σα να μην υπάρχουν. Όχι, δεν θα σταματήσω ούτε δευτερόλεπτο. Με τι μούτρα θα δω τον Τσιβελέκα στην Αθήνα; Θα μου πεις, αυτός είναι ορειβάτης που φωτογραφίζει ενώ εγώ είμαι φωτογράφος που ορεοβαίνω. Δική μου λέξη η «ορεοβαίνω» αντί του «ορειβατώ». Νομίζω πως όλες οι λέξεις κάπως έτσι σχηματίστηκαν. Με μια κάποια δόση αισθητικής αυθαιρεσίας για να ενταχθούν, εν καιρώ, στη σιδερένια λογική της Γραμματικής. Ας ελπίσω ότι δεν θα μου την κατασπαράξουν οι καραδοκούντες γλωσσαμύντορες. Αλλά δεν είναι και ότι το καλύτερο να σκέφτομαι κήνσορες και φαρισαίους σε κάτι τέτοιες στιγμές γιατί θα κουραστώ πιο γρήγορα. Ουφ!


Τέσσερις ώρες ανεβαίνουμε. Βαθιές ανάσες και βήματα σλόου μόσιον. Μετά από τρεις ριχτούς κατάφυτους μυώνες του βουνού μπαίνουμε, υποθέτω, στην τελική τεθλασμένη. Τρεις τέσσερις φορές το υπέθεσα μέχρι τώρα αλλά το βουνό με κοροϊδεύει.


Τον Σάτσο, τον βλέπω κάπου κάπου σε αρκετά μεγάλη απόσταση μπροστά μου. Η Παναγιώτα, το τσακάλι, δεν φαίνεται. Νιάτα! Το ορεινό ανάγλυφο γίνεται όλο και περισσότερο στρυφνό. Πάλλευκες κορδέλες οι αναρίθμητοι καταρράκτες απ τα χιόνια που λειώνουν. Θ’ αντέξω! Η Ισαβέλλα σταθερά δίπλα μου μην και της πάθω τίποτα. Η μούσα μου! Το υπόλοιπο τρία τέταρτά μου.


Ο τελικός ορεινός μυώνας. Από δω και πέρα.. η τελική «ευθεία» είναι μια απότομη ράχη αποτελούμενη από τα τεράστια στρογγυλευμένα βράχια που ξέρασε το όρος σε κάποιον αρχαίο θυμό του. Ακόμη ψηλότερα οι Τόρρες, αγέρωχοι και άφιλοι. Το μονοπάτι έχει δώσει τη θέση του σε κάποια σημάδια από κόκκινη μπογιά πάνω στους βράχους που σου υπόσχονται τη δυνατότητα αναρρίχησης. Μα είστε σοβαροί; Που με φέρατε; Μέχρις εδώ σταματούσα κάθε είκοσι βήματα. Κάπου ψηλά βλέπω ν’ αναρριχάται η περισκελίδα που σφίγγει το κορμί της Παναγιώτας. Ίσα που διακρίνεται. Για να μου δίνει κουράγιο. Και πείσμα. Αν ο Όλυμπος είναι το βουνό των Δώδεκα θεών τότε το Τόρρες ντελ Πάινε είναι το βουνό της Παναγιώτας. Πρέπει να φτάσω. Α, ναι, και πιο πίσω από την Παναγιώτα το καπέλο του Σάτσο. Τώρα κόβομαι κάθε δέκα βήματα. Πείθω την Ισαβέλλα να συνεχίσει με το δικό της ρυθμό και να μην με περιμένει. Ο κόσμος να χαλάσει θα φτάσω, αγάπη μου.

 

        

Τώρα πια δεν ανεβαίνω, αναρριχώμαι. Και δεν σταματώ κάθε.. τόσα βήματα. Κάθε βήμα και στοπ.


Είμαι ένας ρεζίλης. Τα πόδια δεν με υπακούν καθόλου. Θέλω να ξεράσω αλλά δεν υπάρχει μέσα μου τίποτα το ξεράσιμο. Κι επίσης, δεν μπορώ να σκεφτώ απολύτως τίποτα πέρα από το ότι θα φτάσω. Θα φτάσω!


Στα παιδικάτα μου ανεβοκατέβαινα σαν κατσίκι το λόφο Φιλοπάππου για να προπονηθώ. Για να προετοιμαστώ για τους Τόρρες ντελ Πάινε. Δεν θα διαψεύσω τη γειτονιά που μ’ ανάθρεψε. Για ένα φιλότιμο ζούμε. Η Ισαβέλλα έχει φτάσει, νομίζω, και με περιμένει.


Σωριάστηκα δίπλα της πεντέμιση  ώρες μετά από τη στιγμή που ξεκινήσαμε. Απέναντι μας οι Τόρρες σε όλη τους τη μεγαλοσύνη. Θεόρατα τοτέμ μυθολογικών γιγάντων.


Τους κρυφοκοιτάζω πίσω απ τα κουρτινάκια των τσινόρων μου. Απ τις ρυτίδες τους ρέει το λιώσιμο του χιονιού μέχρι τη ρίζα τους, μπροστά μας, για να τροφοδοτεί αενάως μια πρασινοκίτρινη λίμνη που μοιάζει με κρατήρα. Μπορεί και να ήταν κρατήρας κάποτε.


Ξέρω, από αερο-φωτογραφίες, ότι στις κορυφογραμμές τους, κατά μήκος της απότομης κόψης που συνδέει τον έναν Τόρρες με τον επόμενο, σύρθηκαν αναρριχητές. Τι κότσια πρέπει να ‘χαν!  

 

Τα πόδια μου δεν τα νοιώθω. Και να σκεφτείς ότι, όπως λένε οι έμπειροι ορειβάτες,  η κάθοδος είναι εξίσου κουραστική. Μήπως πρέπει να μείνουμε τη νύχτα εδώ, ρε σύντροφοι; Κανείς δεν μπορεί να μείνει τη νύχτα εδώ αν δεν έχει τον σχετικό εξοπλισμό. Μήπως.. κάνα ελικόπτερο, να του κάνουμε ωτοστόπ; Ανοίγουμε το σακίδιο με το κολατσιό. Εκτός των άλλων έχω και κάτι ξινίλες στο στομάχι που δεν αφήνουν να πάει κάτω τίποτε. Αφήστε με να κοιμηθώ για είκοσι λεπτά. Μόνο για είκοσι λεπτά. Έστω, δεκαπέντε. Και μετά.. Ίσως κάποτε στην Αθήνα, στα Άνω Πετράλωνα, να γράφω γι αυτό.

 

Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Σχετικά με την Παταγονία, διαβάστε επίσης:

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 1 - ΓΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΑΓΓΕΛΑΝΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 2 - ΠΑΤΑΓΟΝΙΑ, ΠΕΡΙΤΟ ΜΟΡΕΝΟ, ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΛΙΩΝΕΙ ΠΟΤΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν