ΕΡΕΙΠΙΑ, ΜΕΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;
Μπαλκόνι ρημαγμένο. Τζάμια σπασμένα. Τσουκνίδες. Πόρτα μπλοκαρισμένη από την πολύχρονη αχρηστία. Το ερείπιο μου αντιστέκεται σαν από μια πληγωμένη αξιοπρέπεια. Οφείλω να το σεβαστώ. Η γη και η ζωή μας είναι γεμάτη ερείπια. Ίχνη. Πατημασιές στο χρόνο. Νωπές και παλιότερες…
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, αρ. τεύχους 8/ 13.05.2000
Επαρχιακός δρόμος από Πύργο προς Ολυμπία. Σε μια στροφή βλέπω το υπερήφανο γέρικο κτίσμα και φρενάρω. Δεν είναι παραίσθηση, αποκάλυψη είναι! Από δίπλα, ένα τεράστιο πεύκο αγγίζει τρυφερά τη στέγη του σαν έμπειρος εραστής. Μπαίνω στο χορταριασμένο μονοπάτι. Θα πάω κοντά. Θα μπω μέσα του. Όλο και κάτι θα έχει να μου εκμυστηρευθεί. Μπαλκόνι ρημαγμένο. Τζάμια σπασμένα. Τσουκνίδες. Πόρτα μπλοκαρισμένη από την πολύχρονη αχρηστία. Το ερείπιο μου αντιστέκεται σαν από μια πληγωμένη αξιοπρέπεια. Οφείλω να το σεβαστώ. Η γη και η ζωή μας είναι γεμάτες ερείπια. Ίχνη. Πατημασιές στο χρόνο. Νωπές και παλιότερες.
Προς Ανδρίτσαινα. Μια πέτρινη αγροικία με ξύλινο εξώστη λίγα μέτρα από την άσφαλτο. Τυχαίο έκθεμα της Ιστορίας κι αυτό. Προς κατεδάφιση, φυσικά.
Πώς και γιατί εγκαταλείφτηκε; Πέθαναν ίσως οι γεροντότεροι. Ρουφήχτηκαν ίσως από την πρωτεύουσα-τσιμεντούπολη οι νεότεροι. Στην άλλοτε αυλή του κείται ένα ποδοκίνητο ξεχαρβαλωμένο αυτοκινητάκι.
Ο τότε πιτσιρίκος οδηγός του θα επιστρέψει όπου να ’ναι με το τούρμπο-αστραπή και την γκάπα γκούπα στερεο-φονική ηχορύπανση, με τις πολλές υποχρεώσεις και το παγιωμένο στρες, για να ισοπεδώσει τις ξένοιαστες παιδικές μνήμες του και να φυτέψει πάνω τους με μπουλντόζες, κομπρεσέρ και μπετονιέρες, τη φενακισμένη κοινωνική του αναβάθμιση. Λέω, «ίσως».
Κερκίνη: με το φράγμα η στάθμη της ανέβηκε. Ένα μέρος από τις γύρω καλλιεργήσιμες, αλλά και κατοικημένες περιοχές έγινε πλέον μέρος του βυθού της.
Φέρνω με τον τηλεφακό μου σε απόσταση βολής το υπέροχο κτίσμα κάποιου τσιφλικά, ίσως των αρχών του εικοστού αιώνα.
Τώρα κατοικείται μόνο από ψάρια.
Κάποια στιγμή η διάβρωση θα το κάνει να καταρρεύσει αφήνοντας σαν ύστατη ανάμνηση ένα πλαφ. Την τελευταία του πνοή.
Ένας κόσμος που φεύγει.
Είναι κάτι τύποι!... απόκληροι, απόμακροι, περιθωριακοί κι ερειπωμένοι, που τους συναντώ στις ρακοσυλλεκτικές επιδρομές μου στις χωματερές και καμιά φορά καταφέρνω να τους πιάσω κουβέντα.
Κατά κανόνα δεν είναι λάλοι, αλλά όταν η μέρα τους έχει πάει καλά κι έχουν κέφια, σου λένε διάφορα. Είναι και το αν σε πάνε, βέβαια. Μερικοί απ’ αυτούς, οι πιο «σαλεμένοι» κατά τη γνώμη υμών και ημών των απαρασάλευτων, εντοπίζουν και ρίχνουν στο τσουβάλι τους αντικείμενα που ούτε να τα πουλήσουν μπορούν, ούτε και να τα χρησιμοποιήσουν.
Και τι θα την κάνεις αυτή τη σπασμένη κορνίζα, ρε άνθρωπέ μου; ρωτώ. Με κοιτάζει σαν να είμαι το πιο άχρηστο απ’ όλα τα σκουπίδια του ζωτικού του χώρου. Τι μπορώ να καταλάβω εγώ από μια σπασμένη κορνίζα, που ίσως και να πλαισίωνε τη φωτογραφία ενός φαντάρου του ’40.
Ένας φαντάρος του ’40, που μπορεί να λεγόταν Γιάννης, Κώστας ή Δημήτρης, είναι ένα τόσο δα κομμάτι μιας μεγάλης ιστορίας, θα μου ’λεγε ο «σαλεμένος», αλλά αφού δεν το πιάνω από μόνος μου γιατί να χάσει τον πολύτιμο χρόνο του;
Σπιναλόγκα: άνοιξη του ’91. Κάποτε, πριν από 30 τόσα χρόνια, τούτος ο τόπος έσφυζε από ζωή. Τη ζωή των λεπρών. Που μέχρι τότε τους θεωρούσαν ανίατους. Ανέγγιχτους. Παρίες. Όλο το νησάκι μαζί με τον οικισμό ήταν ένα λεπροκομείο σε αυστηρή καραντίνα. Ένα καϊκι από την απέναντι ακτή της Κρήτης τους έφερνε τα τρόφιμα, τα σκεύη και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Οι λεπροί έχτιζαν εδώ τη ζωή τους. Την απέλπιδα ζωή του «εδώ και σήμερα». Σήμερα: μαργαρίτες, τσουκνίδες και αναρίθμητες σαύρες. Οι μόνες μορφές ζωής που έχουν απομείνει.
Είναι κι ένα τύπος… άστεγος λένε, που κανείς δεν ξέρει τ’ όνομά του. Κάθε τόσο οι κοινωνικοί λειτουργοί τον πάνε στο κατάλυμα του δήμου για να φάει και να κοιμηθεί μαζί με τους άλλους ξεχασμένους.
Όμως αυτός, όλο και φεύγει, για να πάει να κουρνιάσει στο ετοιμόρροπο νεοκλασικό στου Ψυρρή. Στο ίδιο ετοιμόρροπο όπου τώρα πάνε και οι χρήστες με τα κουταλάκια και τις σύριγγές τους. Κι όλα εντάξει. Κανένα πρόβλημα. Συνύπαρξη: μπάζα, αρχαία χρειώδη, ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, βρώμικα στρώματα, παραιτημένοι με σύριγγες και ο φευγάτος που μου λέει ότι θα ζήσει όσο και το ερείπιο. Γιατί έτσι θέλει! Δικαιούται κι αυτός να θέλει κάτι (λέει). Ερείπια!
Σπιναλόγκα: η παλιά σκάλα τρίζει κάτω από το βάρος μου. Νοιώθω πως είμαι ανεπιθύμητος εδώ. Ήρθα πολύ αργά. Τα ερείπια δεν θέλουν να μου πουν τίποτε για όσα ξέρουν. Ήρθα πολύ αργά. Κι όπου να’ ναι ο πολιτισμός θα επιχειρήσει να θάψει όσο πιο γρήγορα γίνεται την ανάμνηση του νησιού των λεπρών. Την ενοχή του, δηλαδή.
Λαγκάδια: πέτρινο, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά. Καταρρέει. Δρασκελίζω το χωρίς σχήμα άνοιγμα που άλλοτε είχε την υπόσταση μιας πόρτας: ένα σκαμνί, ένα αλέτρι, τα συντρίμμια ενός μπαούλου, ένα μάνταλο, μου αποκαλύπτουν μικρά μυστικά αποσαθρωμένα από την εγκατάλειψη. Οξειδωμένα από την αδιαφορία.
Πήλιο: πέτρινο, δίπατο, με κάθετες ρωγμές. Λες ότι θα σωριαστεί από τη μια στιγμή στην άλλη ανυπεράσπιστο. Θ’ αρκούσε μια σπρωξιά. Μια μικρή δόνηση.
Για όλα φυσικά υπάρχει ένα τέλος. Ένα αναπότρεπτο τέλος, που θα μπορούσε όμως να αναβληθεί για λίγο, ή για πολύ. Τι θα ’μασταν χωρίς τις μνήμες μας;
Γερολιμένας: πέτρινο, δίπατο αρχοντικό. Εισδύω από την ορθογώνια τρύπα του άλλοτε παράθυρου. Τρύπα ματιού σε άσαρκο κρανίο. Ένα καρβουνοφόρο «σίδερο» σιδερώματος, μια μαντεμένια ξυλόσομπα χωρίς μπουρί, μια άδεια στεφανοθήκη, ένα μελανοδοχείο…
Τα αποσιωπητικά προδίδουν αμηχανία, λεν’ οι φιλόλογοι. Καμιά φορά και γλυκιά οδύνη που άλλως δεν περιγράφεται, θα πρόσθετα.
Στην Αράδαινα της Κρήτης και στον Ακρίτα της Φλώρινας, στα Τζουμέρκα και στον Πάρνωνα, στα Πετρωτά και στα Πομακοχώρια, στη Δημητσάνα και στην Αστυπάλαια, στα Χανιά και στη Νάξο…
Της πατρίδας μου τα ερείπια μιλούν για άλλες μέρες και για άλλους πολιτισμούς που χάθηκαν ή που χάνονται. Λείψανα που ψιθυρίζουν αινίγματα. Ποιος νοιάζεται όμως γι αυτά; Μόνο κάποιοι φευγάτοι μύστες, ίσως, σαν κι αυτούς της κοινωνικής χωματερής όπου και ψάχνω για απαντήσεις στα διάφορα «γιατί».
Δεν είναι απλώς «γιατί» το ηλεκτρικό ψυγείο και το καλοριφέρ, ας πούμε, είναι (όντως) πιο πρακτικά εργαλεία από τη στάμνα και το τζάκι.
Είναι ίσως, γιατί το απότομο άλμα που συντελέστηκε ανάμεσα στη στάμνα και στο ηλεκτρικό ψυγείο, ανάμεσα στο νωπό χθες και στο μη καλά χωνεμένο σήμερα, είχε φυσικό συνεπακόλουθο την απότομη εντροπία στο σύστημα των ηθικών, αισθητικών και υλικών αξιών μέσα στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα. Τη σχεδόν βίαια ανατροπή των διαπροσωπικών πολιτισμικών σχέσεων. Προς το καλύτερο; Προς το χειρότερο; Όπως και να ‘χει, προτιμώ τα αναπάντητα ερωτήματα από τις αβασάνιστες απαντήσεις.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν