ΝΑΜΙΜΠΙΑ 2 - ΦΥΛΗ ΧΙΜΠΑ, "ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΖΗΤΟΥΝ"
Όσο κι αν προσπάθησε το προκεχωρημένο φυλάκιο του Χριστινιασμού να τρομάξει τις Χίμπα ότι και καλά θα πάνε στην Κόλαση αν δεν καλύψουν τα βυζιά τους, αυτές το βιολί τους. Διότι δεν πείσθηκαν για τα περί Κολάσεως. Σου λέει, δεν είναι παρανοϊκό να σκεπάζω το στέρνο μου και όχι το γόνατό μου, ας πούμε; Πού βρίσκεται η διαφορά; Και μένα τον παλιομοδίτη να ρωτούσαν δεν θά 'ξερα τι να τους απαντήσω.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 146/25.01.2003
Προηγείται:
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 1 - ΕΤΟΣΑ ΠΑΝ, ΤΟ ΠΑΝ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΖΩΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Οπούβο! Είμαστε, όντως, στο Οπούβο! Το οποίον θα πει πως, επιτέλους, θα περπατήσω, θα ξεμουδιάσω και θα πάρω την πρώτη μου τζούρα από τον περίφημο άγριο ναμιμπιανό Βορρά. Σήμερα οδήγησα πάνω από τετρακόσια χιλιόμετρα. Από το Εθνικό Πάρκο Ετόσα μέχρις εδώ, κοντά στο βορειοδυτικό άκρο της χώρας. Χωματόδρομος! Μου βγήκε η ψυχή, βεβαίως, αλλά το φχαριστήθηκα!
Πρέπει να γεμίσουμε τα δυο εφεδρικά μπιντόνια με καύσιμα. Πρέπει, ακόμη, να εφοδιαστούμε με ξύλα για μαγείρεμα, με μια καλή λάμπα θυέλλης, με απορρυπαντικό για μπουγάδα, με μπαταρίες για κάθε χρήση, με πάγο για το φορητό ψυγείο μας, κι μ' ένα - δυο μπουκάλια κόκκινο καλό κρασί. Διότι, από 'δω μέχρι και τους καταρράκτες Επούπα Φολς, στα σύνορα με την Αγκόλα, τέρμα οι ευκολίες του πολιτισμού. Περιπέτεια δεν ήθελες; Τώρα θα δεις!
Δύο ημίγυμνες μαυρούκες με τα βυζιά έξω κάθονται στο κράσπεδο του απέναντι πεζοδρομίου, με τα μωρά στην αγκαλιά τους. Αλειμμένες αμφότερες από τα μαλλιά μέχρι τα νύχια των ποδιών τους με κάτι σαν καφετιά λάσπη. Χίμπα! Είναι οι πρώτες Χίμπα που βλέπω στη Ναμίμπια.
Είμαι μέσα στο αυτοκίνητο και φοράω στη Χάιδω τον τηλεφακό της. Δεν πρέπει να με δουν. Η Χάιδω ανοιγοκλείνει το κλείστρο της σε χρόνο ίσο με το ένα εκατοστό εικοστό πέμπτο του δευτερόλεπτου και οι εν λόγω κυρίες με το καφετί επίχρισμα περνούν στην αιωνιότητα. Δεν με είδαν. Ναι αλλά πρέπει να μάθω, το συντομότερο δυνατόν, ποια είναι η συνήθης αντίδραση τού συγκεκριμένου πληθυσμού στις φωτογραφικές μηχανές. Είναι το πρώτο πράγμα που οφείλει να ξέρει ένας φωτογράφος πατώντας το πόδι σου σε μιαν άγνωστη χώρα.
ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΛΕΡΑ
Λέγεται Ζακ και είναι ο μόνος Γάλλος μόνιμος κάτοικος από το Ετόσα μέχρι τα βόρεια σύνορα. Εμένα μου φαίνεται λέρας κι ας προσπαθεί να μας το παίξει χαριτωμένος και βαθυστόχαστος αναχωρητής. Κάνας δραπέτης φυλακών θα είναι. Τέλος πάντων.
Παράτησε, λέει, τα διαμερίσματά του, τις βίλες του, τις πισίνες του, τις επιχειρήσεις του, τη μαζεράτι του, τη γυναίκα του και τους δυο ενήλικες γιους του στο Παρίσι, και ήρθε 'δω. Και καλά πως ήταν το όνειρό του από φοιτητής. Τι λες ρε μεγάλε!
Άνοιξε αυτό το ψευτομαγέρικο που είναι κατά περίσταση και παμπ και παντρεύτηκε μια καλλονή της φυλής Χίμπα. Ισχυρίζεται δε πως την αγόρασε από το φύλαρχο πατέρα της για ένα μπουκάλι ουίσκυ. Όπως λέμε, για μια χούφτα δολάρια. Κι επειδή, λέει, πέρα από το κρεβάτι τού βγήκε εντελώς άχρηστη, αλλά κι επειδή δεν υφίσταται κανένα ουσιαστικό κώλυμα περί διγαμίας, παντρεύτηκε και μια δεύτερη για να τον βοηθάει στο λεγόμενο εστιατόριο και στο νοικοκυριό.
Οι δυο γυναίκες του τα πάνε πολύ καλά μεταξύ τους, λέει, και, έμπλεος φαλλοκρατικής υπερηφάνειας, επαίρεται ότι και καλά κοιμόνται και οι τρεις μαζί.
Η πρώτη του, η κυρίως, αδιαφορεί εντελώς για το καφεολέ μωρό που του γέννησε και το μόνο πράγμα που την ενδιαφέρει είναι τα ρούχα, τα κοσμήματα και τα παπούτσια. Για να διαφέρει από τις άλλες γυναίκες της φυλής της που είναι όλες τους αλειμμένες με κείνον τον καφετή πηλό. Είναι δε, εκτός από τεμπέλα, και τόσο χαζή που όταν τελειώνει το φαγητό της ξαναβάζει το άδειο πιάτο στο ψυγείο. Και μάλιστα άπλυτο. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, της λέω, όταν τελειώνεις το χλαπάκιασμα βάζε το πιάτο σου στο νεροχύτη! Τίποτα αυτή.
Όσο για το μωρό της το μεγαλώνει η δεύτερη. Η γενικών καθηκόντων. Λέει. Κι όσο μας διηγείται τη μυθιστορία της τρικυμιώδους ζωής του, αυτή η δεύτερη, πηγαινοέρχεται μεταφέροντας γεμάτα πιάτα. Ακόμα και με φαγητά που δεν παραγγείλαμε. Ουρί πάντως!
Είναι φανερό ‘ότι έχουμε να κάνουμε με τυπική περίπτωση αποικιοκράτη και ανίατου ρατσιστή. Ωστόσο είναι ο πρώτος, ίσως και ο μόνος στο Οπούβο, από τον οποίο μπορούμε νά 'χουμε κάποιες, στρεβλές έστω, πληροφορίες για τον άγνωστο κόσμο μέσα στον οποίο θα περιπλανηθούμε για μερικές μέρες.
Τον ρωτώ πώς αντιδρούν οι Χίμπα απέναντι στη φωτογραφική μηχανή. Πρέπει νά 'σαι εφοδιασμένος με κέρματα, με ψευτοδωράκια και, κυρίως, με φάρμακα, μου απαντά. Τι φάρμακα, δηλαδή; Ό,τι φάρμακα νά 'ναι, μου λέει, τα φάρμακα γενικώς είναι γι αυτούς κατάλληλα για οποιαδήποτε αρρώστια. Μπορεί να πονάει το δόντι τους και να κάνουν γαργάρα το κολλύριο για να ξορκίσουν τον πόνο. Και, χα χα χα, γελάει μόνος του με το ευφυολόγημα της δεκάρας.
Τα δίνεις μαζί με ό,τι άλλο θέλεις στον γεροντότερο του χωριού και του ζητάς την άδεια να φωτογραφήσεις. Αν σου πει ότι αυτά που του δίνεις είναι λίγα, που θα στο πει οπωσδήποτε, μην κωλώσεις, στο τέλος θα δεχτεί. Όσο λίγα και νά 'ναι. Δεν έχουν την ίδια με μας αίσθηση των αξιών. Ούτε καν την αίσθηση του χρόνου. Αν ρωτήσεις κάποιον Χίμπα πόσων χρονών είναι δεν θα καταλάβει τι τον ρωτάς. Μόνο τρεις ηλικίες ξέρουν: Την προγόνιμη, εκείνη που καλύπτει τη βιολογική ικανότητα αναπαραγωγής, και κείνη της παροπλισμένης γεννητικότητας. Γυναίκες και άντρες ζευγαρώνουν από τη στιγμή που μπορούν να αναπαραχθούν και στα σαρανταπέντε τους είναι ήδη με το ένα πόδι στον τάφο.
Δεν είναι ο πρώτος και, ασφαλώς, δεν θα είναι ούτε ο τελευταίος εκπρόσωπος του είδους του που συναντάμε στα ταξίδια μας. Του είδους τού αλαζόνα που θεωρεί τον πολιτισμό του, τον πολιτισμό του καταναλωτισμού και της λοβιτούρας, ανώτερο από κείνον των, σε εισαγωγικά, αγρίων.
Όσο για το ποιοι είναι οι εκτός εισαγωγικών άγριοι, καλύτερα να μην ανοίξω το στόμα μου. Γιατί θα μ' ακούσει όλο το Πεντάγωνο.
Πρέπει πάντως να παραδεχτώ πως τα φαγητά του ήταν υπέροχα. Ασχέτως αν πληρώσαμε και κείνα που ούτε παραγγείλαμε αλλά και ούτε αγγίξαμε.
Επίσης μας έλυσε και δυο πρακτικά προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι θα σταθμεύσουμε το τέσσερα επί τέσσερα με το φορητό αντίσκηνο σ' έναν δικό του περιφραγμένο χώρο, με το αζημίωτο φυσικά, και το δεύτερο, ότι μας έφερε σ’ επαφή μ’ έναν ντόπιο νεαρό, τον Ελίας, για ν’ αναλάβει καθήκοντα γκάιντ για τις επόμενες μέρες. Είκοσι ραντ ημερησίως, που αντιστοιχούν σε δύο ευρώ, και πολλά του είναι, μας λέει. Αλλά να μην του τα δώσετε στο χέρι γιατί μπορεί να σας παρατήσει και να γυρίσει πίσω. Του αρκεί ένα πιάτο φαϊ. Κι όταν γυρίσετε κι έχετε μείνει ευχαριστημένοι από τη συμπεριφορά του, να μου τα δώσετε εμένα και μετά θα του τα δώσω εγώ. Καλά απ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι παλιόμουτρο. Γεννημένος νταβατζής ο Ζακ!
Ο ΕΛΙΑΣ
Χωρίς τους προβολείς του οχήματος, θα ψάχναμε ακόμη για το περιφραγμένο χωράφι του Ζακ, το οποίο φιλοδοξεί να αναδείξει σε κάμπινγκ διερχομένων ταξιδιωτών.
Οι ίδιοι προβολείς έπεσαν και πάνω σε μια σκοτεινή, όσο και απειλητική, ανθρώπινη φιγούρα που έφραζε με τον όγκο της το καλαμένιο άνοιγμα του φράκτη. Ληστεία, σκέφτηκα, και αναζήτησα ενστικτωδώς, όσο και βλακωδώς, τον ωραίο μου σουγιά που αγόρασα στο αεροδρόμιο του Γιοχάνεσμπουργκ.
Ο Ελίας είναι μόλις δεκαέξι χρονών, κατάμαυρος, της φυλής Οβάμπο, και ένα κεφάλι ψηλότερος από μένα. Μας κοψοχόλιασες, ρε μεγάλε! Ωστόσο από τις πρώτες του κουβέντες έδειξε πως είναι ένα συνεσταλμένο παλικαρόπουλο.
Μπαμπάς του είναι ο προτεστάντης ιερέας του Οπούβο, ο οποίος εκτελεί και χρέη δασκάλου. Μας πληροφορεί πως το περιφραγμένο χωράφι τού μεσιέ Ζακ διαθέτει όλα τα χρειώδη για ένα καλό ντους και δεσμεύτηκε να βρίσκεται σ' αυτό ακριβώς το σημείο αύριο το πρωί, όχι αργότερα από τις εξίμιση.
Ο περί ου ο λόγος καταυλισμός δεν διέθετε ακριβώς όλα τα χρειώδη. Για την ακρίβεια, διέθετε μόνο την απόληξη κάποιου προβληματικού σωλήνα, ένα πλεγμένο ψαθοκάλαμο ως οπτική δήθεν προστασία από δεν ξέρω ποιον, κι ένα απολειφάδι σαπουνιού. Νερό, μόνο κρύο. Δε βαριέσαι, συνηθισμένοι είμαστε.
Το πρωί ήρθε στην ώρα του αγκαλιά με μια κουβέρτα κι ένα μαξιλάρι. Σκοτεινιασμένος και δύσθυμος. Προσπαθώ να μάθω τι του συμβαίνει.
Με χαστούκισε ο πατέρας μου, λέει, γιατί τον ρώτησα αν ο Θεός μπορεί να φτιάξει μια πέτρα τόσο βαριά που να μην μπορεί να τη σηκώσει ούτε ο ίδιος. Και κείνος τι σου απάντησε; Δε μου απάντησε, με χαστούκισε και με ρώτησε με ποιους κάνω παρέα. Και συ τι του είπες; Με κάτι παιδιά Χίμπα, του είπα. Αυτοί σου έθεσαν το ερώτημα περί ασήκωτης πέτρας; Όχι, μόνος μου το σκέφτηκα, ο φίλος μου, ένας Χίμπα, με ρώτησε απλώς ποιος γέννησε το θεό. Και συ τι απάντησες στο φίλο σου; Ότι δεν τό 'χω σκεφτεί και ότι θα ρωτήσω τον πατέρα μου.
Τα καλά χιλιόμετρα έχουν γίνει παρελθόν. Τώρα ο χωματόδρομος με κρατά σε μια εξοντωτική υπερένταση αφού, είναι μεν φαρδύς, πλην, το χαλίκι του, αν κάνεις το λάθος να χαλαρώσεις την προσοχή σου, μπορεί να σε πετάξει έξω.
Οι ελληνικοί χωματόδρομοι είναι πολύ στενοί, κυρίως ορεινοί, γεμάτοι στροφές, και άρα απαγορευτικοί ως προς την ταχύτητα. Εδώ η ισάδα σε ξεγελά και, με τα ενενήντα - εκατό σου, μπορεί να βρεθείς τουμπαρισμένος στη σαβάνα.
Ο Ελίας μας δείχνει έναν ξερό κορμό δέντρου διακοσμημένο με κέρατα και φθαρμένα λάστιχα αυτοκινήτου. Είναι το οδόσημο που μας πληροφορεί ότι είμαστε δίπλα σ' έναν συγκεκριμένο οικισμό Χίμπα. Στρίψε δεξιά. Στρίβω δεξιά για να μπω σ' έναν ανύπαρκτο χωματόδρομο αλλά ο Ελίας ξέρει τα περάσματα. Μου δείχνει ένα σύννεφο σκόνης και μου λέει, κατά 'κει. Οι Χίμπα είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς, κτηνοτρόφοι. Ερίφια και βόδια, κυρίως. Το σύννεφο υποδηλώνει κοπάδι εν κινήσει. Το σαλαγούνε δυο γυναίκες Χίμπα. Τις χαιρετούμε. Τα τσοπανόσκυλά τους μας εκφράζουν τη δυσπιστία τους με υλακές στη διεθνή γλώσσα των σκύλων. Οι μισόγυμνες βοσκοπούλες με την καφετιά επάλειψη κάτι φαίνεται να μας ζητούν. Όχι, μας λέει ο Ελίας και μας δείχνει την κατεύθυνση του οικισμού. Ωστόσο η Χάιδω είχε κάνει το καθήκον της και χωρίς να τη φέρω στο μάτι μου. Κλικ κλικ κλικ...
Ένας οικισμός από χορτοκαλύβες περιφραγμένος από μπηγμένα στο έδαφος παλούκια. Μερικές απ αυτές είναι ενισχυμένες από λάσπινο επίχρισμα. Άλλες, οι αποθήκες αγαθών υποθέτω, είναι πασσαλόπηκτες και ανυψωμένες για προστασία από τις αδηφάγες όρνιθες.
Σκυλιά, κατσίκια, κότες, κουρνιαχτός, και μερικές γυναίκες Χίμπα που μας πλησιάζουν. Από την ανοικτή καρότσα, η Ισαβέλλα βγάζει τα δωράκια. Γι άλλη μια φορά λέμε στον Ελίας να υπολογίσει καλά τις ποσότητες με βάση τους οικισμούς που θα επισκεφτούμε. Γιες, γιες, λέει αυτός και, βάλε και τούτο, βάλε και τ' άλλο. Οι γυναίκες στο μεταξύ νά 'χουν πλησιάσει με το μάτι καρφωμένο στις καβάτζες μας. Νά 'χουμε εκνευριστεί διότι ο Ελίας γεμίζει και την τέταρτη πλαστική σακούλα. Οι γυναίκες στο μεταξύ νά 'χουν απλώσει τα χέρια. Παίρνω τις δύο σακούλες από τα χέρια του, τις ξαναρίχνω στην καρότσα και, πάμε, του λέω.
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΑ ΝΑ ΖΗΤΑ
Ο αρχηγός του οικισμού, απροσδιορίστου ηλικίας πλην πολύ γέρος από τα βάσανα της ζωής, είναι αραχτός σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα χωματερής, στο μέσο του οικισμού. Του εκφράζουμε με τις κλασικές, σχεδόν θεατρικές, κινήσεις τον βαθύτατο σεβασμό μας για το αξίωμά του αλλά εκείνου το μάτι είναι καρφωμένο στις σακούλες.
Μιλάει τα ακαταλαβίστικά χίμπα του με το νεαρό Οβάμπο και είναι σαφές ότι πρόκειται για διαπραγμάτευση. Να ένα πακέτο μπισκότα, να τρεις σοκολάτες γάλακτος, να ρύζι και ζάχαρη, να δύο πακέτα ασπιρίνες, να σαπούνι και ξυραφάκια, να κι ένα καθρεφτάκι... Κοιτάζει μέσα το είδωλό του και σκάει στα γέλια. Δεν θα σχολιάσω αν έχει δίκιο ή όχι, θα πω μόνο πως έπρεπε ν' απομακρυνθώ πάραυτα για να καταπνίξω τα δικά μου νευρικά γέλια. Θεωρώ πως χρειάζομαι λίγο χρόνο ακόμη για να εμπεδώσω την διπλωματική δεοντολογία με τους Χίμπα.
Με την άδειά του πλέον περιφερόμαστε στον οικισμό φωτογραφίζοντας απρόσκοπτα. Η Ισαβέλλα είναι θυμωμένη μαζί μου γιατί είχα τη φαεινή ιδέα να βάλω και το καθρεφτάκι ανάμεσά στα δώρα. Μοιάζει ρατσιστικό αυτό που έκανες!
Γιατί ρε ματάκια μου; εμείς δεν χρησιμοποιούμε καθρέφτη; αφού οι άνθρωποι έχουν έλλειψη!
Τό 'κανες επίτηδες για να τον φωτογραφίσεις, επηρεασμένος από κάτι ρατσιστικές γελοιογραφίες!
Ποιος; εγώ! καλά, δεν θα το ξανακάνω, ήμαρτον!..
Τι να πεις; πρέπει να εξιδανικεύεις τα πάντα για να μη σου κολλήσουν ρετσινιά! Λες και δε γελάω με τη φάτσα της Ολμπράιτ, ή του Ντενκτάς, ας πούμε, κάθε φορά που τους βλέπω στην τηλεόραση!
Κι εξ άλλου, ο ψυχισμός του καθενός μας δεν είναι παρά το προϊόν του συνόλου των πολιτισμικών αξιών που έχουμε δεχτεί, και αποδεχτεί, στο γεωγραφικό χώρο, στο κοινωνικό περιβάλλον και στον ιστορικό χρόνο που έχουμε βιώσει.
Δεν έχω ούτε τον ψυχισμό του μέσου Παπούα, ούτε του μέσου Αμερικάνου. Κι αν ήταν να διαλέξω θα προτιμούσα το πρώτο. Ανεπιφύλακτα.
ΟΙ ΒΟΥΣΜΑΝΟΙ, ΟΙ ΚΟΙ-ΚΟΙ,ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Οι Χίμπα λέγονται και Οβαχίμπα, που σημαίνει "αυτός που ζητάει πράγματα". Υποθέτω πάντως πως δεν είναι συνώνυμο του "ζήτουλα". Έτσι άδολους που τους βλέπω μου φαίνεται πιθανότερο να σημαίνει "αυτός που προτιμά να ζητά από το να κλέβει".
Οι Χίμπα προέρχονται από τους Χερέρο. Οι δε Χερέρο, κτηνοτρόφοι κι αυτοί, καταδιώχτηκαν κατά τον Δέκατο Ένατο αιώνα, μέχρις αυτές εδώ τις απομακρυσμένες περιοχές της βορειοδυτικής Ναμίμπια, από μια άλλη φυλή, τους Νάμα που λέγονται και Κόι-Κόι. Οι Νάμα, ή άλλως Κόι-Κόι, ήταν ο φόβος και ο τρόμος της εποχής τους. Πολύ νταήδες. Μόνο με τους Σαν, τους Βουσμάνους δηλαδή, τα πήγαιναν καλά.
Λοιπόν, στάσου να οργανώσω καλύτερα τη σκέψη μου. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Η αρχαιολογική σκαπάνη, που λένε, μας έχει αποκαλύψει πως η περιοχή που σήμερα λέγεται Ναμίμπια κατοικείται εδώ και σαρανταπέντε χιλιάδες χρόνια από έναν πληθυσμό που θεωρείται ο αρχαιότερος της ποικιλίας Χόμο Σάπιενς. Εξ ου και ο ισχυρισμός πως η Αφρική είναι η κοιτίδα του Ανθρώπου. Οι βραχογραφίες που αποκαλύφτηκαν στην περιοχή Νταμάραλαντ, στη βορειοδυτική Ναμίμπια, έχουν ηλικία έξι χιλιάδων περίπου χρόνων και οι καλλιτέχνες βραχογλύπτες της εποχής εκείνης ήσαν οι Βουσμάνοι, που λέγονται και Σαν. Οι ανθρωπολόγοι δε, διατείνονται πως οι Βουσμάνοι είναι το αμέσως επόμενο στάδιο της εξέλιξης των προειρημένων προϊστορικών ανθρώπων.
Πεντακόσια περίπου χρόνια μετά την ολοκλήρωση του Παρθενώνα, οι Βουσμάνοι συναντήθηκαν με τους Νάμα, που λέγονται και Κόι-Κόι, κι απ' ότι προκύπτει συνυπήρξαν επί μακρόν χωρίς αλληλοσπαραγμό. Κατά τον Ένατο αιώνα, νάσου και οι Νταμάρα, προερχόμενοι κατά πάσα πιθανότητα από την περιοχή της σημερινής Μποτσουάνα, όπως και οι Κόι-Κόι εξ άλλου. Έκτοτε, μεταξύ Νταμάρα και Κόι-Κόι γίνεται το ελαναδείς. Αιματηρές μεταξύ τους συγκρούσεις περί το εδαφικό. Για τις οποίες όμως δεν νομιμοποιούμαι να πάρω θέση, ελλείψει επαρκών στοιχείων.
Κατά τον Δέκατο Έκτο αιώνα αρχίζουν να καταφτάνουν στην περιοχή και οι Μπαντού, διεκδικώντας κι αυτοί βοσκοτόπια για τα ζωντανά τους. Αυτοί οι Μπαντού διακλαδίζονται στους Χερέρο, στους Χίμπα, στους Οβάμπο και σε μερικές άλλες φυλές που δεν κατάφερα να μάθω. Τώρα γίναμε πάρα πολλοί, λένε οι Κόι-Κόι και οι Νταμάρα, και δεν χωράμε όλοι. Κι αρχίζουν οι πόλεμοι με τα τόξα και τα δόρατα κι όποιον πάρει ο Χάρος. Για να λιγοστέψουν και να χωράνε. Εν κατακλείδι, οι νέοι εισβολείς, που ήσαν φαίνεται πιο μοβόροι, κατάφεραν να εκτοπίσουν τους προηγούμενους προς τα νότια, προς τις παρυφές των ερήμων Καλαχάρι και Ναμίμπ. Διότι στην καθεαυτού έρημο ακόμα και οι σκορπιοί ζορίζονται για να τα βγάλουν πέρα.
Για την από κει και πέρα Ιστορία της περιοχής, για την καθυπόταξη των μαύρων φυλών από τις άγριες φυλές των λευκών της Ευρώπης, για τους Μπόερς, τους Αφρικάνερς, το δουλεμπόριο, τα Απαρτχάιντ, και όλα τα συνήθη επιτεύγματα των Ινδοευρωπαίων χασάπηδων, επιφυλάσσομαι να εκτεθώ σε άλλο οδοιπορικό.
Ο Ελίας λιμπίζεται τον ωραίο μου σουγιά που αγόρασα στο ντιούτι φρι του Γιοχάνεσμουργκ και μου λέει, μου τον δίνεις μίστερ; 'Οχι, του λέω, δεν στον δίνω. Γουάι νο, μίστερ; Μπικόουζ τον χρειάζομαι, του απαντώ. Ορίστε μας!
ΝΑ ΤΙ ΕΙΣΑΙ !
Και στον επόμενο οικισμό, το ίδιο τελετουργικό. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είχα καθρεφτάκι.
Και κάτι ακόμα: Την παράδοση της σακούλας με τα δέοντα την ανέλαβε η Ισαβέλλα. Που στο κάτω κάτω διαθέτει και τη στόφα μιας υπουργού επί των οικονομικών.
Όσο για τη διαπραγμάτευση με την τοπική εξουσία, η διεθνής νοηματική μας έφτανε και μας περίσσευε.
Και καθώς βλέπω τον κόσμο των Χίμπα μέσα από το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο της Χάιδως, διαπιστώνω, γι άλλη μια φορά, ότι ταξιδεύοντας παρατείνω τη διάρκεια της μιας και μοναδικής, και ανεπανάληπτης, ζωής μου.
Στην Αθήνα, και όχι μόνο, τα περισσότερα πράγματα που κάνεις τη μια μέρα, τα κάνεις και την επόμενη. Και την μεθεπόμενη. Οι παραστάσεις σου της μιας μέρας είναι λίγο πολύ οι ίδιες με κείνες της προηγούμενης. Και της επόμενης. Οι τρακόσες εξήντα πέντε μέρες του χρόνου σου είναι τριάντα. 'Η, σαράντα. 'Η, έστω, πενήντα. Οι υπόλοιπες είναι πανομοιότυπες.
Για νά 'χεις την ψευδαίσθηση της ασφάλειας που σου παρέχει η ρουτίνα. Για να παράγεις. Για να συντηρείσαι βιολογικά ώστε να μπορείς να παράγεις. Για να καταναλώνεις. Άχρηστα, συνήθως, προϊόντα για τα οποία σε έπεισαν ότι σου είναι απαραίτητα. Αλλά, απαραίτητα είναι κυρίως σ' κείνους που σε μισθώνουν για να τα παράγεις. Και σε κείνους που στα πουλάνε μετά. Μια βιολογική μηχανή παραγωγής είσαι. Ένα νευρόσπαστο που δημιουργεί μιαν υπεραξία την οποία καρπώνονται άλλοι. Οι υπέρ-έχοντες. Να τι είσαι!
Ένα σόι από τη φυλή των Χίμπα παράγει τόσα όσα πιστεύει ότι του χρειάζονται για να ζήσει. Με τον τρόπο που συνήθισε να ζει, φυσικά, διατηρώντας σχεδόν ανέπαφα τα πολιτισμικά του γνωρίσματα. Και δεν ξέρω σε ποιο βαθμό αυτή η συνήθεια είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής των ίδιων ή σκόπιμης απομόνωσης εκ μέρους των Αφρικάνερς και των άλλων αφρικανικών φυλών. Πώς να εξηγήσω το γιατί, πλην κάποιων εξαιρέσεων ίσως, έμειναν εντελώς απομονωμένοι από το σύνολο της ναμιμπιανής κοινωνίας; Μαζί με τους εναπομείναντες από τους Βουσμάνους, είναι, νομίζω, οι μόνες φυλές που στην πλειονότητά τους δεν εντάχτηκαν στον τρόπο ζωής και στον πολιτισμό της φεουδαρχικοκαπιταλιστικής κοινωνίας της Ναμίμπια. Την οποία ελέγχουν οικονομικά οι λευκοί Αφρικάνερς, βεβαίως. Ξεστράτισα. Και θα μου πουν πως δράττομαι πάλι της ευκαιρίας...
Στο κέντρο αυτού του οικισμού, στέκει καμαρωτό και ολοκαίνουργιο ένα καρτοτηλέφωνο. Άχρηστο. Γιατί ποιος να τηλεφωνήσει, πού; Ο κόσμος τους είναι αυτοί οι ίδιοι. Εκείνοι με τους οποίους θέλουν, και μπορούν, να επικοινωνήσουν είναι δίπλα τους. 'Η στον παρακάτω καταυλισμό.
Έχω την εντύπωση πάντως πως, ίσως, η σοφία δεν είναι ευθέως ανάλογη με τα ρόλεξ, τα τούρμπο και τον τηλεκανιβαλισμό! Λέω, ίσως! Και μη με ρωτήσεις, τώρα πού κολλάει αυτό γιατί θα σου απαντήσω πως δεν ξέρω. Πως, έτσι μού 'ρθε και κάπου έπρεπε να το βάλω.
ΠΕΡΙ ΒΥΖΑΚΙΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ
Είμαστε στον τέταρτο, ή στον πέμπτο οικισμό. Έχω χάσει το λογαριασμό διότι οι διαφορές τους δεν είναι για μας εντόνως αισθητές. Αλλά, περ' απ αυτό, οι γνώσεις μας για τη ζωή τους αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Τα δώρα εξαντλήθηκαν βέβαια και τώρα καταθέτουμε την προσφορά μας σε χρήμα. Κι επειδή το μάτι του Ελίας γυαλίζει κάπως παραπάνω όταν βλέπει να το αποθέτουμε σε χέρια που δεν είναι τα δικά του, του προκαταβάλαμε τις αμοιβές του και για τις επόμενες μέρες. Θενκ γιου, μίσες, θενκ γιου μίστερ. Αλλά όλο και περιφέρεται γύρω από την ψυχή της διαχείρισης. Γύρω από την Ισαβέλλα, δηλαδή.
Τώρα, ο λόγος περί βυζακίων έξω. Και όχι μόνο. Όσο κι αν προσπάθησε το προκεχωρημένο φυλάκιο του Χριστινιασμού να τρομάξει τις Χίμπα ότι και καλά θα πάνε στην Κόλαση αν δεν καλύψουν τα βυζιά τους, αυτές το βιολί τους. Διότι δεν πείσθηκαν για τα περί Κολάσεως. Σου λέει, δεν είναι παρανοϊκό να σκεπάζω το στέρνο μου και όχι το γόνατό μου, ας πούμε; Πού βρίσκεται η διαφορά;
Και μένα τον παλιομοδίτη να ρωτούσαν δεν θά 'ξερα τι να τους απαντήσω. Άσε που δεν πρόκειται ακριβώς περί βυζακίων. Μια Χίμπα από τη στιγμή που μπαίνει στην εφηβεία μπαίνει και στην ανθρωποπαραγωγή. Άρα, τέρμα τα λαχταριστά κορομηλάκια που διαθέτουν μέχρι τα δεκατρία - δεκατέσσερά τους χρόνια. Από κει και πέρα, όσο πιο μαστάρια, τόσο πιο λαχταριστά. Για τους Χίμπα, εννοείται.
Αλλά μήπως και για μας έτσι δεν ήτανε μέχρι και τη δεκαετία του 'Πενήντα; Θυμάσαι τη Τζέην Μάνσφληντ; Την Ούρσουλα 'Αντρες; Μέχρι που τις εκτόπισε η 'Ωντρεϋ Χέρμπουρν, η ολοσχερώς άβυζη.
Τα περί καφετιάς λάσπης τώρα, με την οποία, όπως σού 'λεγα εξαρχής του κειμένου, αλείφονται ολόσωμα. Πρόκειται για ένα χαρμάνι από στάχτη, βούτυρο και μια χωμάτινη ώχρα που στα χιμπανέζικα λέγεται "οτζίζε". Μ' αυτή την οτζίζε, που λες, καλύπτουν ακόμη και τα μαλλιά τους τα οποία είναι περιτέχνως πλεγμένα σε αμέτρητα κοτσιδάκια. Και πρέπει να είναι όντως πολύ αποτελεσματική αφού βλέπεις ακόμη και γριές να διαθέτουν μια λεία και απαλή επιδερμίδα. Δεν θέλησα να ρωτήσω αν, πώς και κάθε πότε πλένονται και λούζονται διότι κάτι τέτοιο ξεφεύγει από τα όρια της έρευνας και μπαίνει στα όρια της αδιακρισίας.
Εκεί όμως που δίνουν ρέστα οι Χίμπα είναι στο ντύσιμό τους. Μίνι φούστες, μπέρτες και ζώνες από κατσικόδερμα στο χρώμα της οτζίζε. Περιδέραια, ενώτια και περικάρπια, από μέταλλο, δέρμα, κουκούτσια και κοχύλια. Κι απ’ ότι έμαθα χρησιμοποιούν κι ένα φυσικό φυτικό άρωμα που το λένε οτζιζούμπα. Όλα αυτά, προσωπικώς τα θεωρώ ασυγκρίτως ωραιότερα από κείνα τα χρυσά, τα αδαμάντινα και τα μαργαριταρένια κοσμητικά που παίρνει το μάτι μου σε κάποιες βιτρίνες και που κοστίζουν ποσά ευθέως ανάλογα με την ξιπασιά και τη βλακεία. Απόψεις!
Μια Χίμπα με βλέμμα που κολάζει άγιο, πόσο μάλλον εμένα, μου δίνει να καταλάβω ότι θέλει να δοκιμάσει από το τσιμπούκι μου. Και τώρα τι γίνεται; Πρέπει ν' αποδείξω... Τι πρέπει ν' αποδείξω; Τίποτα. Απλώς, δεν πρέπει να το στερηθώ γιατί είναι από τα καλύτερά μου. Και χωρίς να το αφήσω από το χέρι μου της το βάζω στο στόμα. Τσιμινιέρα η κυρία!
ΕΠΟΥΠΑ ΦΟΛΣ
Κουνενέ! Όνομα κι αυτό! Κουνενέ λέγεται ο ποταμός που αποτελεί το βορειοδυτικό σύνορο της Ναμίμπια με την Αγκόλα. Ένθεν κακείθεν του ποταμού συναντάς τη μεγαλύτερη συγκέντρωση των Χίμπα. Είναι η περιοχή τους εν ολίγοις. Νοτίως του Κουνενέ, στο έδαφος της Ναμίμπια, ζουν τριάντα περίπου χιλιάδες άτομα. Βορείως, στην Αγκόλα, δεν ξέρω. Και μόνο για το γεγονός ότι άμεσοι, εξ αίματος συγγενείς τους, βρίσκονται στην απέναντι όχθη του Κουνενέ δυσκολεύονται πολύ να συνειδητοποιήσουν έννοιες όπως Ναμίμπια και Αγκόλα. Η εθνοφυλετική τους αυτοσυνείδηση ως Χίμπα είναι πιο ισχυρή, τελεία και παύλα. Όλα τ' άλλα είναι ακατανόητα τερτίπια των Αφρικάνερς και των, κατά τη γνώμη τους φραγκάτων, μαύρων των άλλων φυλών. Άλλο τόσο ακατανόητη τους φαίνεται και η απαγόρευση της διέλευσης του ποταμού. Να σου πω ένα ανέκδοτο με τρεις λέξεις; "Χίμπα με διαβατήριο".
Στην περιοχή του Επούπα Φολς, και σε μια διαδρομή ενός και μισού χιλιομέτρου, ο Κουνενέ έχει μια υψομετρική διαφορά εξήντα περίπου μέτρων ενώ ο μεγαλύτερος καταρράκτης του έχει κάθετη πτώση υδάτων τριανταεφτά μέτρων. Οι κροκόδειλοι εδώ είναι δεδομένοι, και διαδεδομένοι, αλλά οι βάθρες που σχηματίζονται στο σημείο του καταυλισμού μας, λίγα μέτρα πριν από την κυρίως πτώση του νερού, υποτίθεται ότι είναι ασφαλείς. Ασφαλείς μπορεί να είναι απ αυτά τα τέρατα αλλά όχι και από το υδάτινο ρεύμα που βιάζεται να εκτονωθεί βουτώντας από ένα ύψος τριανταεφτά μέτρων. Μα θα κρατιόμαστε από τα βράχια, μου λέει η Ισαβέλλα. Για να με κάνει έξαλλο. Ξέρεις γιατί οι κροκόδειλοι δεν φτάνουν ποτέ μέχρι τις βάθρες; της λέω, γιατί; γιατί δεν μπορούν ν' αντισταθούν στο ρεύμα, και θα μπορέσεις εσύ; Λίγο ακόμα και θα μας άκουγε όλη η γειτονιά. Ωστόσο, βρήκε μια βάθρα λίγο πιο ήρεμη και μπήκε μέσα, για να δροσιστεί λέει, ενώ εγώ τό 'παιζα αδιάφορος φωτογραφίζοντας τους ιριδισμούς των βιαίως καταρρασσόμενων τόνων ύδατος από το χείλος...
Σε ότι με αφορά, δεν θα μπορούσα επ ουδενί ν' αποδώσω φωτογραφικά αυτή την άγρια ομορφιά σ' όλο της το μεγαλείο. Αλλά ούτε και περιγραφικά θα μπορούσα με εργαλείο το ψυχρό πληκτρολόγιό μου. Ο αέναος βρυχηθμός του Κουνενέ, ας πούμε, ο μαγνητικός ίλιγγος που εξουδετερώνει τις αντιστάσεις σου, η απώλεια του γεωγραφικού σου στίγματος... Πώς ν' αποδοθούν;
Κι όμως, κι αυτή η ομορφιά είναι καταδικασμένη. Οι πληροφορίες μας λένε πως εδώ και χρόνια έχει προγραμματιστεί η κατασκευή φράγματος σ' αυτό ακριβώς το σημείο του ποταμού. Κι αν αυτό πραγματοποιηθεί οι οικολογικές επιπτώσεις για την περιοχή θα είναι ανυπολόγιστες. Για την ώρα πάντως το σχέδιο έχει παγώσει γιατί δεν έχει πεισθεί ο ξένος επενδυτής, αλλά και γιατί έχουν κινητοποιηθεί οι διεθνείς οικολογικές οργανώσεις για την αποτροπή του.
Και τώρα είναι η Ισαβέλλα που μου βάζει τις φωνές διότι στέκομαι στο ολισθηρό, εξ αιτίας των βρύων, χείλος του γκρεμού. Με τους χιλιάδες τόνους νερού να κατακρημνίζονται λυσσασμένα κάτω απ τ' άρβυλά μου. Καλά μην κάνεις έτσι! Και μου θυμίζει πως, απ ότι ακούσαμε, πριν από τρεις εβδομάδες ένας Γερμανός ταξιδευτής που ήθελε να πετύχει τη φωτογραφία της ζωής του απ αυτό ακριβώς το σημείο, μπορεί και να την πέτυχε αλλά δεν θα το μάθει ποτέ κανείς. Γιατί την πήρε μαζί του στ' αφρισμένα νερά.
Ξεδιπλώσαμε το αντίσκηνο πάνω στη στέγη του αυτοκινήτου. Ανοίξαμε το τραπεζάκι και τις πτυσσόμενες καρέκλες. Ετοιμάσαμε τις λάμπες θυέλλης γιατί σε λίγο νυχτώνει. Άναψα και τη φωτιά στη χτιστή εστία γιατί, σε μια ώρα, όταν η φλόγα θά 'χει κάτσει για τα καλά, θα τηγανίσω πατάτες με αυγά και λουκάνικα.
Αύριο θα περιφερθούμε στους οικισμούς Χίμπα της περιοχής του καταρράκτη. Όπου μπορούμε δηλαδή γιατί εδώ οι δρόμοι σε πολλές περιπτώσεις είναι αδιαπέραστοι ακόμη και για τα πιο σοβαρά τέσσερα επί τέσσερα.
Κόψε!... Μια μπιρίμπα στα γρήγορα μέχρι να κάτσει η φλόγα. Ο Ελίας δεν έχει ξαναδεί τράπουλα. Μίστερ, μπορείς να μου χαρίσεις τη μία. Όχι, δεν μπορώ! Μα γιατί; αφού έχετε δύο! Δεν είναι δύο, μία είναι σε δύο πακέτα. Ε, αφού είναι μία, δώσε μου τη μισή. Τι του λες τώρα!
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε για τη Ναμίμπια:
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 1 - ΕΤΟΣΑ ΠΑΝ, ΤΟ ΠΑΝ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΖΩΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 3, ΒΟΥΣΜΑΝΩΝ ΕΡΓΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 4 - ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΩΝ ΣΚΕΛΕΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 5 - ΝΑΜΙΜΠ, ΣΩΜΑ ΓΥΝΑΙΚΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 6 - ΚΟΛΜΑΝΣΚΟΠ, ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΚΑΙ ΑΜΜΟΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 7 - ΒΙΝΤΧΟΥΚ, Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 8 - ΚΟΚΕΡΜΠΟΥΜ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ-ΦΑΡΕΤΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 9 - ΝΤΟΥΓΟΥΙΣΙΜΠ, Η ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 10 - ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν