ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 2 - ΤΣΙΝΓΚΥ, ΠΕΤΡΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ
... Δεν κοιτάζω ούτε πάνω, ούτε κάτω. Παρά μόνο αυτό το κομμάτι σωλήνα το οποίο σφίγγω με τις ιδρωμένες παλάμες μου.... Πρέπει να έχουν μείνει άλλα τριάντα μέτρα. Πρέπει να σκέφτομαι συνεχώς, όχι ότι ανεβαίνω για να δρέψω βότρυες, αλλά για να είμαι ο πρώτος Έλληνας επαγγελματίας που θα φωτογραφίσει τα Τσίνγκυ. Για το Γεωτρόπιο, ρε γαμώτο! Τι διάολο!
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ αρ. τεύχος 149/15.02.2003
Προηγείται:
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 1, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ MOORA MOORA. | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Νύχτα. Παρά την κούραση η διάθεσή μου είναι άριστη. Είμαι κουρνιασμένος μέσα στο αντίσκηνο γιατί έξω κάνει έναν ψόφο του κερατά και μια υγρασία που σου τσακίζει τα κόκαλα. Πολύ δε περισσότερο γιατί είμαστε πάνω στην όχθη του ποταμού Μαναμπούλ.
Αυτό το μέρος που κουρνιάσαμε για να βγάλουμε τρεις τουλάχιστον νύχτες δεν διαθέτει παρά δυο-τρεις λάμπες θυέλλης για όλο τον καταυλισμό. Αν δεν είχα το φακό μου δε θα ‘φτανα ποτέ σ’ αυτό το κατασκεύασμα που κατ ευφημισμό χαρακτηρίζουν βεσέ.
Τι βεσέ και πράσιν’ άλογα! Πρέπει να προσέχεις πού πατάς διότι άλλως...
Όλοι κοιμούνται αυτή τη στιγμή και μόνο εγώ ο βρικόλακας ξενυχτώ παραμιλώντας στο μαγνητόφωνο. Μαναμπούλ! Για φαντάσου!
ΣΛΑΛΟΜ ΣΤΗΝ ΥΠΟΥΛΗ ΑΜΜΟ
Από πού ν’ αρχίσω; Πού είχα μείνει; Χτες... Τι κάναμε χτες; Όλη μέρα διασχίζαμε εγκάρσια τη Μαδαγασκάρη για να καταλήξουμε νύχτα στη Μοροντάβα. Παράκτια πόλη - λιμάνι της δυτικής ακτής με πληθυσμό περί τους ογδόντα χιλιάδες κάτοικους. Και μείναμε σ’ ένα παραλιακό μπανγκαλόου. Καλό. Φτηνιάρικο μεν αλλά καθαρό και σχεδόν καλόγουστο. Για βράδυ φάγαμε στο εστιατόριο του ίδιου συγκροτήματος πάνω στο όριο της πλημμυρίδας του Ινδικού. Οι αλμυρές ρανίδες του λυσσασμένου ωκεανού έφταναν μέχρι το τραπέζι μας. Πλάκα είχε!
Ο οδηγός μας, ο Μάμι, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να κοιμηθεί σε κρεβάτι. Τι έρωτας κι αυτός με το τζιπ του! Είναι, λέει, το σπίτι του, η γυναίκα του, η ζωή του, όλα. Το μόνο που θέλει στη ζωή του είναι να οδηγεί το τροχοφόρο καβούκι του. Είναι, λέει, σαν τον σαλίγκαρο που κουβαλάει παντού και πάντα το σπίτι του... Άσε που το τζιπ τρέχει περισσότερο απ τον σαλίγκαρο. Κάνει δε αιματηρές οικονομίες για να γίνει αργά ή γρήγορα ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης του. Διότι τώρα κατέχει απλώς ένα ποσοστό. Ο Μάμι!
Μετά τη Μοροντάβα το κέφι του έφτιαξε ακόμη περισσότερο διότι τέρμα η άσφαλτος. Και σιγά την άσφαλτο δηλαδή! Όλο λακκούβες ήτανε. Το στοιχείο του είναι οι χωματόδρομοι. Πίστες τις λένε εδώ. Κι όταν λέω χωματόδρομοι εννοώ κάτι ύπουλα αμμώδη περάσματα που ανατρίχιαζα και μόνο που έβλεπα να τα πλησιάζουμε. Κι ας το παίζω μεγάλη σωφεράντζα του τέσσερα επί τέσσερα. Τον Μάμι να δεις! Όχι μόνο περνούσε τα ποτάμια και τις λακκούβες, όπου η λάσπη σε ρούφαγε μέχρι το γόνατο, αλλά ενίοτε ρυμουλκούσε και όποιους κολλημένους συναντούσαμε. Καθώς επίσης και το έτερο τέσσερα επί τέσσερα του κομβόι μας που οδηγά ο Μπάμπα! Το ρυμουλκήσαμε τέσσερις με πέντε φορές κι αυτό.
Αυτός δε ο Μπάμπα είναι από άλλο ανέκδοτο. Κακομοίρης και γκρινιάρης. Ευτυχώς που τον τρώνε στη μάπα ο Μαρκ και η Γιάννα. Και η νεολαία μας που μοιράζεται εκ περιτροπής στα δύο οχήματα.
Η διαδρομή ήταν η πιο παρατεταμένα κακοτράχαλη που έχω διανύσει μέχρι σήμερα. Κάναμε σλάλομ στην ύπουλη άμμο, υποχρεωτικές παρακάμψεις μέσα από τη σαβάνα λόγω κατεστραμμένων από τις βροχές περασμάτων, βουτήξαμε σε λακκούβες με μισό μέτρο νερό, διασχίσαμε λίμνες και ποτάμια με τα τζιπ πάνω σε σχεδίες... Εκατόν είκοσι κολασμένα και γοητευτικά χιλιόμετρα.
Και κάθε τόσο ο Μάμι μου να φωνάζει μαιτρ, μπαομπάμπ, μπαομπάμπ! διότι με θεωρεί τόσο μεγάλο ψώνιο με τη φωτογραφία ώστε να μην θέλω ν’ αφήσω ούτε ένα μπαομπάμπ χωρίς να το απαθανατίσω. Του ‘πα να μη με αποκαλεί μαιτρ διότι μου τη δίνει στα νεύρα αλλά αυτός το βιολί του.
Πάντως, οι ωραιότερες εντυπώσεις μου είναι από τα περάσματα των ποταμών με σχεδίες. Οι σχεδίες είναι τα φέρυ της Μαδαγασκάρης. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα δεν υπήρχαν ούτε σχεδίες και διασχίσαμε ποτάμια πλάτους πενήντα έως και εκατό μέτρων με τα τζιπ. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πάντα ένας ιθαγενής νονός που εκμεταλλεύεται εμπορικά το πέρασμα. Βάζει κάποιους από τους παραγιούς του που ξέρουν καλά την κοίτη να πηγαίνουν μπροστά περπατώντας μέχρι την αντίπερα όχθη και συ με το όχημα σου ν’ ακολουθείς από πίσω. Κι αν κολλήσεις, πρόβλημά σου, φταις εσύ κι όχι αυτοί. Και το να κολλήσεις πάει στο διάολο, το χειρότερο είναι να σε παρασύρει το ρεύμα. Ήρθαν στιγμές που είπα, πάει ήρθε το άδοξο τέλος μου.
Σ’ αυτήν εδώ την όχθη του ποταμού Μαναμπούλ, απ όπου μιλώ, η βλάστηση είναι πυκνή. Σχεδόν ζούγκλα. Έφτασα όμως ζοχαδιασμένος γιατί ως συνήθως δεν βρήκα το χρόνο να οργανώσω τα πράγματά μου, να καθαρίσω τα φωτογραφικά μου και να πλύνω κάνα σώβρακο, καμιά κάλτσα. Τα συνήθη ψυχαναγκαστικά μου, εν ολίγοις. Δεν το ‘δειξα πάντως γιατί έχω βαρεθεί να με λένε γκρινιάρη. Ποιος, εγώ!
Η σύνθεσή μας έχει πετύχει. Με τον Μαρκ και τη Γιάννα επικοινωνούμε στην ίδια συχνότητα και γίνεται μεγάλη πλάκα ενώ τα τρία αγόρια, τα δυο δικά τους και ο γιος μας, την έχουν καταβρεί μεταξύ τους μιλώντας ακατάσχετα περί μουσικής. Ροκ, ποπ, έθνικ, ρέγκε και άλλα τέτοια. Στον κόσμο τους! Για Θεοδωράκη δεν ακούω να μιλούν και μου τη δίνει.
Όσο για τη μικρή Μαρία κάνει ό,τι μπορεί για ν’ ασχολούνται όλοι μαζί της. Στα εύκολα γκρινιάζει αλλά στα δύσκολα τα βγάζει πέρα παλικαρίσια. Έχει επίγνωση ότι είναι η μασκώτ μας και μας παίζει στα δάχτυλα.
Αύριο θα πάμε στα λεγόμενα Τσίνγκυ, τα οποία λέει αποτελούν ένα ανεπανάληπτο γεωλογικό φαινόμενο. Και απ’ όλη τη γήινη μάζα τα συναντάς μόνο εδώ. Για να το λένε, κάτι θα ξέρουν.
ΕΚΑΤΟΝ ΕΞΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΕΤΩΝ
Η Μαδαγασκάρη δεν είναι προϊόν κάποιας ηφαιστειακής έκρηξης. Ως νησί χρωστάει την ύπαρξή του στην πριν από εκατόν εξήντα πέντε εκατομμύρια χρόνια αποκόλληση και μετακίνηση των τεκτονικών πλακών του γήινου φλοιού.
Όταν μια μεγάλη φέτα από τον στέρεο φλοιό της Γης αποκόπηκε από την Αφρική κι άρχισε να ταξιδεύει βορειοδυτικά για ν’ αποτελέσει τη σημερινή νότια Αμερική, μια άλλη φέτα, πολύ πιο μικρή αυτή, μετακινήθηκε προς ανατολάς για ν’ αποτελέσει τη Μαδαγασκάρη.
Στο τμήμα που καταβυθίστηκε ανάμεσα στη Μαδαγασκάρη και την Αφρική άρχισαν ν’ αναπτύσσονται διάφοροι θαλάσσιοι οργανισμοί. Κοράλλια, κοχύλια, αχιβάδες και άλλα τινά που αγνοώ. Το ασβέστιο που περιείχαν αυτοί οι οργανισμοί άρχισε να κατακάθεται στο βυθό σε διαδοχικά στρώματα. Μια κάποια μεταγενέστερη τεκτονική ανακατάταξη όμως είχε σαν αποτέλεσμα να αναδυθεί αυτό το ασβεστολιθικό μόρφωμα πάνω από την επιφάνεια του ωκεανού και ν’ αυξήσει κατά τι το εμβαδόν της νήσου. Στη συνέχεια, η φθορά που προκάλεσαν οι όξινες βροχές και οι άνεμοι άρχισε να αλλοιώνει τα ασβεστολιθικά πετρώματα με αποτέλεσμα να πάρουν την παράξενη μορφή που έχουν σήμερα. Τις κάθετες φόρμες, δηλαδή, με τις αιχμηρές σαν ξυράφια κορυφές τους. Οι αυτόχθονες τις ονομάτισαν Τσίνγκυ, το γκυ με ύψιλον, που στα μαδαγασκαριανά σημαίνει αιχμηρό. Και απαντώνται αποκλειστικά και μόνο στο έδαφος της Μαδαγασκάρης, και ειδικότερα στο νοτιοδυτικό κομμάτι όπου βρισκόμαστε τώρα.
Η Γιάννα και η Ισαβέλλα συμφωνούν στο ότι σήμερα είναι Τετάρτη οκτώ Αυγούστου.
Έχουμε γενικώς χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Του χώρου διότι υπάρχει μια... ένας καταιγισμός εικόνων, ίδιων και συγχρόνως διαφορετικών. Και του χρόνου διότι μας φαίνεται ότι γίνονται πάρα πολλά πράγματα που λες και δεν χωράνε στον συμβατικό χρόνο.
Να τι εννοώ όταν λέω πως το ταξίδι παρατείνει τη ζωή. Διότι η ζωή ως πραγματικός χρόνος είναι ένα τίποτα αν η κάθε μέρα της είναι το ακριβές αντίγραφο της προηγούμενης.
Επειδή έβρεχε όλη τη νύχτα δε στάθηκε ούτε σήμερα δυνατό να πάμε στα Τσίνγκυ. Ο μεν Μάμι ήθελε να πάμε αλλά ο Μπάμπα στύλωσε τα πόδια. Μουλάρι. Τέλος πάντων αυτοί οι δυο έχουν την τελευταία λέξη ως προς τις διαδρομές. Πάντως περάσαμε με τις σχεδίες στην απέναντι όχθη του Μαναμπούλ. Στο χωριό Μπεκοπάκα. Δε με νοιάζει όπου κι αν βρίσκομαι αρκεί αυτό το όπου να ‘χει φωτογραφικό ενδιαφέρον. Και εν προκειμένω έχει. Είναι ένα πάμφτωχο χωριουδάκι καθόλου ασυνήθιστο για το Μαδαγασκαρινό τοπίο. Άρχισα να κάνω τα γνωστά αστειάκια μου στα μισόγυμνα παιδάκια. Κι όλα αυτά για να κάμψω τις αντιστάσεις τους και να συναινέσουν στο φακό μου. Η φωτογράφηση των παιδιών πάντα προλειαίνει το κλίμα για να στοχεύσω μετά και τους ενήλικες. Γιατί βλέπεις προσπαθώ όσο μπορώ ν’ αποφύγω την κρυφή φωτογράφηση. Προσπαθώ, αλλά... όχι και να γυρίσω με άδεια χέρια!
ΣΤΟΥ ΒΡΑΧΟΥ ΤΗ ΣΧΙΣΜΑΔΑ
Αφού ο Μπάμπα στάθηκε ανένδοτος δεν θελήσαμε να πάμε μόνο οι μισοί στα Τσίνγκυ. Αύριο ίσως. Κλείσαμε πάντως δύο πιρόγες για την εξερεύνηση του Μαναμπούλ. Οκτώ εμείς, ένα ζευγάρι Ισπανών και μια Αμερικάνα φωτογράφος, η Μαρλήν από το Σαν Φραντσίσκο.
Ο Μαναμπούλ είναι ένα όνειρο! Αυτή η γαλήνη και οι κοφτές κρημνώδεις όχθες του, τι να σου πω!... Στην πιρόγα, αν δεν θέλεις να καταλήξεις στο νερό, δεν μπορείς να κάνεις πιρουέτες. Οι ιθαγενείς πιρογιέρηδες μάς θύμιζαν κάθε τόσο να μη βάζουμε τα χέρια στο νερό γιατί όσο αθώο κι αν μας φαίνεται, σ’ αυτή την περιοχή βρίθει από κροκόδειλους. Όμως οι τρεις νεαροί, ο Ορέστης, ο Νικόλας κι ο Αλέξης, το βρήκαν πολύ χαβαλεδιάρικο να μας εκνευρίζουν κάνοντας ακριβώς το αντίθετο. Η δε Μαρλήν με το μάτι στο βιζέρ καραδοκούσε τη στιγμή που θ’ απαθανάτιζε έναν κροκόδειλο να κολατσίζει το χέρι ενός Έλληνα εξυπνάκια.
Ενδεχομένως να έκανα και ‘γω το ίδιο αν ανάμεσα στους υποψήφιους μεζέδες δεν ήταν κι ο γιος μου.
Το σημαντικότερο πάντως είναι που μπήκαμε σε μια από τις παρόχθιες σπηλιές. Η είσοδός της ήταν πολύ δύσκολη. Είχε σκαρφάλωμα και σούρσιμο.
Αλλά και μέσα σού κόβεται η ανάσα. Ο ιθαγενής οδηγός προσπάθησε να μας εξηγήσει τσάτρα πάτρα πως ακόμη δεν έχει εξερευνηθεί ολόκληρη. Τα περάσματά της ήταν κυρίως κάθετες και πλάγιες σχισμές του βράχου στις οποίες ίσα που χωρούσαμε.
Χρησιμοποίησα βεβαίως το φλας αλλά, ό,τι κι αν προκύψει με το φλας, μου είναι προκαταβολικά αδιάφορο. Το ‘κανα ίσα για να θυμάμαι την εμπειρία. Κι η Μαρλήν το ίδιο έκανε. Αλλάζαμε συνέχεια χαμόγελα συναδελφικής αλληλεγγύης και κατανόησης. Ο οδηγός μάς εξήγησε πως τα πέτρινα τοιχώματα της σπηλιάς έχουν την ίδια σύσταση με τα πετρώματα των Τσίνγκυ της ευρύτερης περιοχής μόνο που εδώ, λόγω του ποταμού ίσως, οι μυτερές κορυφές τους δε βγαίνουν πάνω από την ημιτροπική βλάστηση της γήινης επιφάνειας. Ωραία η εμπειρία της σπηλιάς, δε λέω!
Άφησα ίσως να πλανάται η εντύπωση πως ο παρόχθιος καταυλισμός μας έχει το χάλι του. Λάθος μου. Ήταν σχεδόν νύχτα όταν φτάσαμε και ήμουν ζοχαδιασμένος γιατί δεν είχα καθαρές κάλτσες. Όταν όμως είσαι σε αποστολή δεν κολλάς σε κάτι τέτοια υποχονδριακά.
Ο καταυλισμός είναι ένα αριστούργημα. Αντίσκηνα, ξυλόσπιτα για τα μαγειρεία και τον κοιτώνα του προσωπικού και μια στεγασμένη με αχυροσκεπή πασσαλόπηκτη πλατφόρμα για φαγητό και χώρο συγκέντρωσης.
Τον διευθύνει ένας σουιτζένερις, αυτοεξόριστος απ τον πολιτισμό, Γάλλος που ακούει στ όνομα Ουγκώ. Δεν είναι ο πρώτος αναχωρητής που συναντάμε στα ταξίδια μας. Και, αν δεν κάνω λάθος, οι περισσότεροι απ αυτούς που έχουμε συναντήσει είναι Γάλλοι. Μήπως κάτι δεν πάει καλά με το δυτικό πολιτισμό;
Καλέσαμε, εγώ δηλαδή, και τη Μαρλήν, μόλις τελειώσει με τη γιόγκα της να έρθει στο τραπέζι μας. Λείπει τρεις μήνες απ το Σαν Φραντσίσκο και δε φαίνεται να το ‘χει νοσταλγήσει. Είναι πάντως εμπύρετη και εμφανώς καταπονημένη. Όπως και να ‘χει, δεν της αρέσει να ζει στην Αμερική. Στο τέλος της κουβέντας μας της είπα πως και καλά μόνο τέσσερις Αμερικάνους έχω συμπαθήσει. Τον Γούντυ Άλεν, τον Μάρλον Μπράντο, τον Τσόμσκι και τώρα αυτήν. ‘Ντάξει, υπερβολές, το παραδέχομαι.
Ο Μαρκ ακόμα και δω κατάφερε να βρει καλό γαλλικό κρασί. Φοβερός! Καιρός ν’ αλλάξω μπαταρίες σ’ αυτό το μαραφέτι, το μαγνητόφωνο, γιατί ξεψυχάει.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Ως συνήθως δεν ξέρω τι μέρα είναι και δεν τολμώ να ρωτήσω γιατί θα μου βάλουν πάλι τις φωνές. Ίσως να πρέπει να απευθυνθώ στον Μαρκ, αυτός δείχνει κατανόηση.
Είναι Πέμπτη εννιά του Αυγούστου. Εφτά και τριάντα πρωινή. Είμαι στην πασσαλόπηκτη τραπεζαρία. Έχω σηκωθεί από τις έξι και κανακεύω τα φωτογραφικά μου. Ο Ουγκώ ήρθε δυο τρεις φορές στο τραπέζι μου για κουβέντα. Πριν από οκτώ χρόνια, ένας φίλος του Γάλλος του έγραψε να έρθει εδώ διότι, λέει, σ’ αυτό το μέρος είχε βρει τον Παράδεισό του. Ο Ουγκώ ήρθε, ο φίλος του στο μεταξύ είχε φύγει προς άγνωστη κατεύθυνση αλλά ο Ουγκώ έμεινε. Και δεν ξαναγύρισε ποτέ στη Γαλλία. Ούτε να τ’ ακούσει δε θέλει. Αυτός ο μικρός κόσμος γύρω μου, λέει, είναι πολύ πιο μεγάλος από ‘κείνον στη Γαλλία. Η Μπεκοπάκα είναι το χωριό μου κι αυτό το κάμπινγκ είναι το σπίτι μου, δε θέλω τίποτ’ άλλο. Λέει. Ο Ουγκώ έχει ξυρίσει το κεφάλι του, φοράει ντόπια ρούχα και συζεί μ’ ένα ιθαγενές ουρί γεννηθέν στην απέναντι Μπεκοπάκα. Καλοπερνάει ο μπαγάσας! Στην Ανταναναρίβο έχει να πάει ένα χρόνο, από τότε που αγόρασε το στρατιωτικό καμιόνι για τον ανεφοδιασμό του κάμπινγκ και για να πηγαίνει τους ταξιδιώτες σαν και μας στα Τσίνγκυ. Ευκαιρία και για μένα να μάθω κάτι παραπάνω.
Τα Τσίνγκυ έχουν κηρυχτεί προστατευόμενα από το Χίλια Εννιακόσια Είκοσι Εφτά. Το Χίλια Εννιακόσια Ενενήντα η Ουνέσκο τα ενέταξε στον κατάλογο των μνημείων και των τοπίων εξαιρετικού φυσικού κάλλους που θεωρούνται παγκόσμια κληρονομιά της Ανθρωπότητας. Το Εθνικό Πάρκο Μπεμαράχα, στο οποίο ελπίζω να καταφέρουμε να πάμε σήμερα, και που είναι η περιοχή των Μεγάλων Τσίνγκυ, άνοιξε για το κοινό μόλις το Χίλια Εννιακόσια Ενενήντα Εφτά. Μέχρι τότε μόνο επιστήμονες με ειδική άδεια μπορούσαν να το επισκεφτούν. Το προσβάσιμο μέρος αυτής της προστατευόμενης περιοχής καταλαμβάνει μια έκταση εφτακοσίων είκοσι τετραγωνικών χιλιομέτρων.
... Είμαστε πάνω στη σχεδία μαζί με τα δύο τζιπ και περνάμε απέναντι, στη Μπεκοπάκα. Ο Ουγκώ με το καμιόνι του έχει κιόλας περάσει πριν από μας. Ήθελα να τον δω πώς ανέβηκε από τη σχεδία στο πάνω μέρος της όχθης μ’ αυτή τη λασπουριά. Και να δω επίσης πώς θα περάσουμε ‘μεις. Ο Μπάμπα κάνει μούτρα. Ο Μάμι πετάει απ τη χαρά του απέναντι στην προοπτική να τιθασεύσει γι άλλη μια φορά τη δύστροπη γη των προγόνων του. Τόσο που, παρόλο που δεν είναι καπνιστής, μου ζήτησε να καπνίσει ένα τσιγάρο. Άφιλτρο, ελληνικό και σέρτικο, απ την καβάτζα μου. Τον βλέπω να βήχει. Ας πρόσεχε!
.... Ο Μπάμπα στύλωσε πάλι τα πόδια. Τις ρόδες του ήθελα να πω. Μ’ αυτή τη λάσπη, λέει, δεν πάω πουθενά. Τελικά οι τρεις νεαροί της γκρούπας μας προσφέρθηκαν να θυσιαστούν. Να μείνουν πίσω, στο κάμπινγκ, και να συνεχίσουμε οι υπόλοιποι με τον Μάμι. Μας έδωσαν το λόγο τους, πάντως, ότι δεν θα μπούνε στο ποτάμι.
.... Υποθέτω πως είμαστε στα μισά της διαδρομής. Το καμιόνι του Ουγκώ που πήγαινε μπροστά έχει κολλήσει στην κοίτη ενός ρέματος. Ο Μάμι πάντως το παρέκαμψε και πέρασε. Άνετος! Και τώρα τους βοηθάει να το ξεκολλήσουν. Τους βοηθάει και το δικό μας πλήρωμα μαζεύοντας κλαριά και πέτρες από τον περιβάλλοντα χώρο. Μόνο εγώ κι η Μαρλήν δεν βοηθάμε. Φωτογραφίζουμε. Αλλά όταν είναι για σπρώξιμο, σπρώχνουμε. Έι οοοπ! Τελικά το ξεκολλήσαμε... Είχε τους λόγους του ο Μπάμπα. Αν δεν έχεις τα... κότσια να υπερβείς τη φρονιμάδα σου κάτσε καλύτερα στ’ αυγά σου.
ΟΙ 222 ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΠΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤ’ ΑΣΤΡΑ
... Είμαστε μέσα στη σπηλιά. Δηλαδή όχι ακριβώς σπηλιά. Βρισκόμαστε σ’ ένα απέραντο και λαβυρινθώδες σύμπλεγμα βράχινων σχισμών. Σχεδόν λείων απ τις νεροτριβές. Από κάπου ψηλά μπαίνει το φως της μέρας και φτάνει μέχρις εδώ ξεθυμασμένο. Ο ουρανός δεν φαίνεται καθόλου. Το νερό της βροχής φτάνει δια της τεθλασμένης. Όπως και το φως. Σταθήκαμε για λίγη ξεκούραση μόνο και μόνο επειδή στο σημείο αυτό χωράμε όλοι. Έστω και στριμόκωλα. Περπατάμε στα περάσματα που αφήνουν οι βραχοσχισμές μεταξύ τους πάνω από μία ώρα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν κοιτάζω ποτέ το ρολόι μου. Μπροστά πάει ο οδηγός μας, ένας νεαρούλης αυτόχθων. Ενδοτικός στις ιδιοτροπίες μας και ψωνισμένος με τη δουλειά του. Σε καμία χώρα του κόσμου δεν θα επέτρεπαν την πρόσβαση επισκεπτών, άσχετων με αναρριχήσεις, χωρίς δρακόντεια μέτρα ασφάλειας, σε μια τέτοια ποντικοπαγίδα. Εδώ, προκειμένου για το τουριστικό συνάλλαγμα...
... Τα βράχια έχουν πιάσει γλίτσα και είναι δύσκολο να τα δεις καθαρά μόνο με τη χλωμή δέσμη του φακού σου. Ο γκάιντ μας στα δύσκολα σταματά και μας βοηθά να προσπεράσουμε. Το παράδοξο είναι ότι η μικρή Μαρία, ενώ μπορεί να δει σκαραβαίο και να βάλει τις τσιρίδες, εδώ έχει επιδείξει μιαν απίστευτη στωικότητα. Δεν βγάζει κιχ. Και νομίζω ότι την καταβρίσκει κιόλας. Σε πολλά από τα δύσκολα σημεία ο στοργικός γκάιντ την παίρνει στην αγκαλιά του.
... Υπάρχουν και σημεία που για να τα περάσουμε πατάμε στα φαγώματα των βράχων δεξιά κι αριστερά. Και κάτω από τα ανοιχτά μας σκέλια το ερεβώδες Άγνωστο.
Σπανίως μιλάμε. Ακούμε μόνο την ανατριχιαστική ηχώ της σταγόνας που τελειώνει την πτώση της σε κάποια αόρατη υδάτινη επιφάνεια από κάτω μας. Ευτυχώς, από μία άποψη, που δεν ήρθαν και οι τρεις νεαροί. Θα ‘βρισκαν την ευκαιρία να το παίξουν Ιντιάνα Τζόουνς και θα χαλάγαμε τις καρδιές μας.
... Δεν περνάμε μόνο από τα ζοφερά βάθη των γήινων πτυχώσεων. Ενίοτε το πέρασμα μας βγάζει στο φως της μέρας. Στις κορυφές των Τσίνγκυ. Και πάνω που πάμε να πούμε Ανάσταση! καταπίνουμε τη γλώσσα μας. Τα Τσίνγκυ είναι κοφτερά σαν ξυράφια. Αν δεν υπήρχε ένα δυσδιάκριτο πέρασμα που έχει λειανθεί εξεπιτούτου, και που μόνο το έμπειρο μάτι του γκάιντ μας μπορεί να το διακρίνει, δεν θα υπήρχε περίπτωση να τα διασχίσουμε. Οι κορυφές των Τσίνγκυ, οι επιφανειακές πλαγιές τους, τα παράξενα φυτά που φυτρώνουν στο πουθενά!.. Τι το πιο εξωγήινο θα μπορούσε να δει το ανθρώπινο μάτι σε άλλους πλανήτες;
... Εδώ και αρκετή ώρα η μικρή Μαρία ταξιδεύει στους ώμους του καλού αυτού παιδιού. Άλλως, δε θα μπορούσε να φτάσει μέχρις εδώ, κακά τα ψέματα. Το εδώ είναι μια κανονική σπηλιά. Χωράει αρκετούς. Και, όντως, υπάρχουν μερικοί από το καμιόνι του Ουγκώ που έφτασαν πριν από μας και τώρα ξεκουράζονται. Ανακτούν δυνάμεις για να γυρίσουν πίσω από άλλο μονοπάτι, πιο σύντομο. Ή για ν’ ανέβουν, όποιοι έχουν τα κότσια, με τα μποντριέ και τα καραμπίνερ στην κορυφή. Ρωτώ την Ισαβέλλα τι είναι αυτά τα μποντριέ και τα καραμπίνερ. Και μου τα δείχνει. Βρίσκονται στο έδαφος στη ρίζα του ανοίγματος της σπηλιάς.
Μποντριέ είναι ένα είδος σαμαριού από καραβόπανο και σκοινιά με το οποίο δένεις το σώμα σου από τα σκέλια και τη μέση, και το καραμπίνερ είναι ο γάντζος που ασφαλίζει το μποντριέ με το συρματόσκοινο. Ποιο συρματόσκοινο; Αυτό που ξεκινάει από δω και καταλήγει στην κορυφή. Ποια κορυφή;
... Μπροστά από την έξοδο της σπηλιάς είναι η ρίζα ενός βράχου του οποίου η κορυφή χάνεται στα ύψη. Ο Μαρκ, η Ισαβέλλα και η Μαρλήν έσπευσαν να φορέσουν τα μποντριέ τους. Η Γιάννα, έτσι κι αλλιώς, θα κάτσει με τη μικρή Μαρία στη σπηλιά μέχρι να επιστρέψουμε. Τέταρτο μποντριέ διαθέσιμο δεν υπάρχει. Ο Μαρκ και η Ισαβέλλα έχουν ήδη αρχίσει ν’ ανεβαίνουν. Και τώρα τι γίνεται; Σιγά μην κάτσω εδώ με τον άμαχο πληθυσμό! Αλλά, και πάλι, χωρίς μποντριέ!
... Κάτι πήγε να μου πει το αύτοχθον παλικαρόπουλο αλλά τον έκοψα: είμαι έμπειρος αναρριχητής, φίλε! Ανεβοκατεβαίνω δέκα φορές την ημέρα το κλιμακοστάσιο του σπιτιού μου!
Του το ‘πα σε άπταιστα ελληνικά με ύφος εκατό αρχιεπισκόπων και τον αποστόμωσα. Σιγά μην έφτασα μέχρις εδώ για να κάνω τώρα πίσω. Για μια αξιοπρέπεια ζούμε!
... Τα πρώτα δέκα μέτρα ήταν μια συνήθης αναρρίχηση επί βράχου, του τύπου Φιλοπάππου που ανέβαινα μικρός. Το μόνο πρόβλημα ήταν η κρεμασμένη στον αριστερό μου ώμο εφτάκιλη τσάντα με τα φωτογραφικά.
... Στα δέκα μέτρα είχαν σταματήσει και με περίμεναν. Και το παράδοξο είναι ότι, λόγω ανόδου της τιμής της αδρεναλίνης τους ίσως, δεν πρόσεξαν την απουσία του μποντριέ και του καραμπίνερ από το σώμα μου. Ευτυχώς. Διότι αλλιώς θα γινόταν επεισόδιο και θα μας άκουγε όλη η γειτονιά. Από το σημείο αυτό, και για τα υπόλοιπα εξήντα κάθετα μέτρα, έχουν εντοιχίσει μια σωληνωτή σκάλα φάρδους σαράντα εκατοστών. Αλλού εντελώς κάθετη κι αλλού ελαφρώς κεκλιμένη. Ανάλογα με την κλίση του βράχου. Δίπλα της αναπτύσσεται ένα μόνιμα στερεωμένο συρματόσκοινο για να γαντζώνεις τη ζωή σου με το καραμπίνερ. Αν έχεις, φυσικά, καραμπίνερ. Αν δεν έχεις... Κατά διαστήματα η σκάλα διακόπτεται, αναγκαστικά, λόγω της μορφολογίας του βράχου, και την ξαναβρίσκεις λίγα μέτρα πιο πάνω. Σ’ αυτά τα σημεία διασταυρώνεσαι με όποιον κατεβαίνει. Και τούμπαλιν.
... Δεν κοιτώ ούτε πάνω, ούτε κάτω. Σκέφτομαι ότι πρόκειται για τη σκάλα της αυλής μου... Ότι έχω ανέβει για να κλαδέψω την κληματαριά... Ότι υπάρχει μόνο αυτό το κομμάτι σωλήνα το οποίο σφίγγω με τις ιδρωμένες παλάμες μου... Κι αυτό που βρίσκεται κάτω από τις σόλες μου... Και τίποτε άλλο... Και ότι δεν έχει κοπεί ο ώμος μου από το βάρος της τσάντας... Κάπου κάπου, μάλιστα, βάζω και καμιά δήθεν ανέμελη φωνή απευθυνόμενος στην αποκάτω μου Ισαβέλλα. Για να ξέρω ότι ζει. Και για να ξέρει ότι ζω. Πώς τα πας; με ρωτά. Θαύμα, παιχνιδάκι είναι! της απαντώ, εσύ;...
... Πρέπει να έχουν μείνει άλλα τριάντα μέτρα. Πρέπει να σκέφτομαι συνεχώς, όχι ότι ανεβαίνω για να δρέψω βότρυες, αλλά για να είμαι ο πρώτος Έλληνας επαγγελματίας που θα φωτογραφίσει τα Τσίνγκυ. Για το Γεωτρόπιο, ρε γαμώτο! Τι διάολο!
... Άλλα δέκα μείνανε! Και δεν ακούγεται κανείς τους πίσω μου. Καλύτερα. Αυτό σημαίνει πως είναι όλοι τους σώοι. Όταν φτάσω στην κορυφή, και πριν αρχίσω τα κλικ κλικ με τη φωτογραφική, θα γεμίσω, θ’ ανάψω και θ’ απολαύσω το τσιμπούκι μου. Έμπλεος νιρβάνας. Κι ας λένε ότι θέλουν οι φανατικοί πολέμιοι της εν λόγω βλαβερής συνήθειας. Εγώ θα στείλω τον καπνό μου προς τα σύννεφα και θα τους φωνάξω: σας έφτασα!...
Πάτησα στο σανίδωμα της ξύλινης βίγλας. Και κοίταξα γύρω τις άτακτες περισπωμένες του Ορίζοντα. Τις λίθινες λόγχες ν’ απειλούν το χορόδραμα των νεφών. Τη φούγκα των απαλών αέρηδων. Δεν άναψα αμέσως. Τους περίμενα στο χείλος. Πρώτη έφτασε η καλή μου. Είναι σα να περισυλλέγεις διασωθέντες. Πω, πω, από δω πάνω είναι συγκλονιστικό! Και βέβαια είναι συγκλονιστικό. Σαν κρεσέντο του Βιβάλντι. Μα, καλά, πού είναι το μποντριέ σου; Σώπα τώρα και άκου τη Φύση! Άκου!...
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης για τη Μαδαγασκάρη:
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 1, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ MOORA MOORA. | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 3, ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΓΟΚΕΡΩ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 4 - ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΥΨΙΠΕΔΑ, ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 5 - ΑΝΤΑΝΑΝΑΡΙΒΟ, "Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΧΙΛΙΩΝ" | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 6 - ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΙΣΑΛΟ, ΑΦΡΙΚΑΝ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 7 - ΝΟΣΥ ΜΠΕ, ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΚΤΙΝΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 8 - ΖΑΦΙΜΑΝΙΡΥ, "ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ" | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 9 - Η ΓΗ ΤΩΝ ΜΠΑΟΜΠΑΜΠ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν