ΣΙΚΙΝΟΣ, ΣΜΙΛΕΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΕΡΟ ΑΝΙΨΙΟ - ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 2
Εδώ, ο μάστορας της αισθητικής του απέριττου, ο αρχιτέκτονας με τα εκατοντάδες ηλιοκαμένα πρόσωπα, ο τεχνίτης που ποτέ δεν έμαθε πόσο σπουδαίος ήταν, εδώ που λες, έχτισε ένα κομμάτι της ωραίας Ελλάδας για την οποία εμείς δικαίως καμαρώνουμε, ως ποίκιλμα μονάκριβο της Γης.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 70/11.08.2001
Πρώτον: ξεκινήσαμε χωρίς να έχουμε συμβουλευτεί προηγουμένως τον χάρτη. Δεύτερον: ξεχάσαμε να πάρουμε μαζί μας νερό. Τρίτον: το βαδίζειν με τον Ήλιο να σε βαράει στο δοξαπατρί, Ιούλιο μήνα, είναι επιλογή για αυτόχειρες, ή για δραπέτες από κάτεργο. Τέταρτον: όταν ένας ντόπιος σου λέει ένα τσιγάρο δρόμος σημαίνει, ή ότι δεν έχει καπνίσει ποτέ του, ή ότι υπονοεί ένα τσιγάρο σβηστό!
Άσε ρε θείο την αυτοκριτική! ή προχωράμε, ή γυρίζουμε πίσω.
Σε ό,τι με αφορά, ανιψιέ, δε σκοπεύω να κάνω πίσω με τίποτα, για σένα νοιάζομαι.
Γιατί, διαμαρτυρήθηκα; εσύ γκρινιάζεις, εμένα το μόνο που μου τη σπάει είναι που δε βλέπω πουθενά ένα παγωτατζίδικο.
ΓΚΡΙΖΕΣ ΣΑΥΡΕΣ
Aκούς εκεί παγωτατζίδικο στην εσχατιά της άγονης γραμμής! Σ’ ένα τοπίο σκληρό όπου το μόνο που φυτρώνει είναι το πουρνάρι, άιντε και καμιά βρούβα! Όπου χάνεις εντελώς την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Όπου η μόνη αντιληπτή μορφή ζωής είναι κάτι γκρίζες σαύρες που λιάζονται στις ξερολιθιές απ όπου μας παρατηρούν καχύποπτα, κι ο μόνος ζωικός ήχος είναι αυτός που προέρχεται από κάτι τρελαμένα τζιτζίκια! Κι ούτε μια τόση δα πηγή με πέντε σταγόνες νερό! Μα πού είναι τέλος πάντων αυτός ο αρχαίος ναός;
Από τη στερεομετρική φόρμα που διαγράφεται στο βάθος του ορίζοντα, στην κορυφή του ορεινού όγκου πάνω από τη θάλασσα, τίποτα δεν μας υπόσχεται ότι πρόκειται για αρχαίο ναό. Κι αν, όντως, δεν είναι ο καταζητούμενος ναός του Απόλλωνα, σημαίνει πως είμαστε σε λάθος νησί. Μια τελευταία προσπάθεια, λοιπόν. Ένα μακρύ σκληροτράχηλο μονοπάτι και φτάσαμε. Αν μη τι άλλο, αυτός ο δομικός όγκος, θα μας προσφέρει και κάποιες σκιές για ν’ αναλάβουμε δυνάμεις. Έστω και χωρίς νερό.
Αράζουμε στην τσιγκούνικη σκιά μιας ξερολιθιάς που αποτελεί μέρος ενός άλλοτε αξιοπρεπούς ναϊκού περίβολου. Μπροστά μας, θεόρατος και μεγαλοπρεπής, υψώνεται ο ναός του Πύθιου Απόλλωνα. Οι δυο βασικοί δωρικοί κίονες της πρόσοψής του με τη θύρα και το υπέρθυρό της, καθώς και η πλευρική κυκλώπεια τοιχοποιία του βρίσκονται σε, σχετικά, άριστη κατάσταση.
Σ’ αυτόν τον αρχαίο σκελετό, οι Πρωτοχριστιανοί του Έβδομου Αιώνα, ξανάχτισαν τη γκρεμισμένη τοιχοποιία της πρόσοψης κι ένα τυπικά κυκλαδίτικο καμπαναριό στην κορυφή για να μας προκύψει έτσι ο ιερός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Να’ ναι καλά οι στερημένοι από θρησκευτική μισαλλοδοξία άνθρωποι που δεν τον γκρέμισαν τελείως! Μας έβγαλες την ψυχή για να σε βρούμε, μεγάλε Απόλλωνα, και σε βρήκαμε συμπλεγμένο με τη Θεοτόκο. Συγχωρείσαι όμως διότι δεν επέλεξες εσύ αυτή την παραφύση σύμμειξη. Τι σημαίνει «σύμμειξη», θείο; Θα σου εξηγήσω όταν μεγαλώσεις. Και τώρα άσε με ήσυχο γιατί έρχεται πάλι να με κυριεύσει ο Ελύτης. Ωχ, μην αρχίσεις πάλι ν’ απαγγέλλεις φωναχτά γιατί θα φοβηθούν κι οι σαύρες, πες τα από μέσα σου.
ΟΙ ΠΕΖΟΥΛΕΣ
Φλας μπακ: Ο μοναδικός ασφαλτοστρωμένος δρόμος της Σίκινου είναι αυτός που συνδέει τη Χώρα με το επίνειό της, την Αλοπρόνοια, της οποίας τ’ όνομα δεν είναι παρά η λεκτική παραφθορά του Άνω Πρόνοια. Παρένθεση: ουδεμία σχέση με την παράνοια. Κλείν’ η παρένθεση. Η Χώρα συγκοινωνεί με το επίνειό της δια του μοναδικού λεωφορείου του νησιού το οποίο ανεβοκατεβαίνει, με τον οδηγό του μαζί, πάνω κάτω και πλαγίως, αρκετά συχνά. Εμείς όμως, εγώ δηλαδή, αποφάσισα να κάψω λίγο από το αφύσικο λίπος με το οποίο με παραμορφώνει αμείλικτα το πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ και είπα, εμπρός της Γης οι μουδιασμένοι.
Και τι είναι αυτά τα τεράστια σκαλοπάτια στα βουνά, ρε θείο; Δεν είναι σκαλοπάτια, είναι κλιμακωτά χωράφια. Πεζούλες τα λένε, ανιψιέ. Ό,που η γη δεν προσφέρει ισάδες για καλλιέργεια, οι άνθρωποι, μπροστά στην ανάγκη της επιβίωσης, σκάβουν το ορεινό ανάγλυφο, το ισοπεδώνουν και το αντιστηρίζουν μ’ αυτή την πλευρική ξερολιθιά, τη βλέπεις; Τη βλέπω, παμ’ παρακάτω. Οι Ίνκας, που λες, εκεί κατά το Δωδέκατο - Δέκατο Τέταρτο Αιώνα, δίδαξαν στους άλλους ιθαγενείς Κέτσουα, του Περού, τη χρησιμότητα της πλευρικής στήριξης του χωραφιού από ξερολιθιά. Διότι η ξερολιθιά, πρέπει να ξέρεις, όχι μόνο προστατεύει το καλλιεργήσιμο έδαφος από τις κατολισθήσεις που επιφέρουν οι φθινοπωρινές μπόρες, αλλά και συγκρατεί τη θερμοκρασία της ημέρας σε όφελος των σπαρτών. Θα με κουφάνεις, ρε θείο! τι δουλειά είχαν στη Σίκινο οι Ίνκας; Ουδεμία! Περί αυτού πρόκειται: Οι Κυκλαδίτες πρόγονοί μας προηγήθηκαν των Ίνκας σε πολιτισμό κατά πολλούς αιώνες. Τώρα, θείο, μιλάς πολύ ελληνοκεντρικά, δε νομίζεις; Ποιος, εγώ;
Όχι πως αυτή η τριάμισι χιλιομέτρων ασφαλτοστρωμένη ανηφόρα δεν μας έβγαλε την ψυχή αλλά, να, κάπου κάπου την κατάβρισκα με το να απαθανατίζω πεζούλες, εκκλησάκια, μονοπατάκια, γαϊδουράκια και όλα τα εις άκια που συναπαντούσαμε κατά την ένδοξο πορεία μας προς τη Χώρα της Σίκινου που παλιά, στ’ αρχαία χρόνια, την έλεγαν Οινόη. Φλας μπακ, τέλος!
Ο ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ
Το σημερινό της όνομα το απόκτησε όταν εποικίστηκε από τους Ίωνες που ήρθαν απ τη Λήμνο και το χρωστά στον μυθικό Σίκινο που ήτανε, λέει, γιος του βασιλιά της Λήμνου Θοάντα. Ένα φεγγάρι πέρασαν και οι Δωριείς από δω, δεν ξέρω υπό ποίαν ιδιότητα αλλά, σίγουρα, όχι ως χαζοχαρούμενοι τουρίστες. Και μπορεί ως Έλλην, και ιδιαίτερα ως Αθηναίος, να είμαι υπερήφανος για το ότι στη γειτονιά που γεννήθηκα γεννήθηκε και η Δημοκρατία κάτι αιώνες πριν από μένα αλλά, να, πρέπει να λέμε και του στραβού το δίκιο.
Δηλαδή; Δηλαδή και εν προκειμένω, η Αθήνα κατά τον Πέμπτο, τον λαμπρό της, Αιώνα άσκησε στο Αιγαίο έναν ιμπεριαλισμό του κερατά. Χαράτσωνε δημοκρατικότατα ακόμα κι αυτό το βραχάκι, το ριγμένο στο πέλαγος, που ακούει στο όνομα Σίκινος. Μα είναι πράγματα αυτά, ρε θείο! Έλα, ντε, αυτό λέω κι εγώ, είναι πράγματα αυτά;
Και μετά τι έγινε;
Μετά πλάκωσαν κι εδώ οι άλλοι ιμπεριαλιστές, οι Ρωμαίοι με την Παξ Ρομάνα τους, κι έκαναν το νησί τόπο εξορίας των πολιτικών τους αντιπάλων. Όπως ο Αηστράτης δηλαδή; Μη μπερδεύεις τις εποχές, ο Αηστράτης έγινε τόπος εξορίας είκοσι αιώνες αργότερα. Δηλαδή, θείο, η εξορία για τους πολιτικούς αντίπαλους των καθεστώτων ήταν από ανέκαθεν στη μόδα! Άκου, κοινωνιολογία θα κάνουμε στην Ίο, τώρα κάνουμε το Ιστορικό σκαρίφημα της Σίκινου, εντάξει; Ό,τι πεις.
Μετά τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, λοιπόν, η Σίκινος πέρασε, όπως ήταν φυσικό, στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το Χίλια Διακόσια Εφτά όμως την κυρίευσαν οι Φράγκοι και την ενέταξαν στο δουκάτο της Νάξου, μέχρι το Χίλια Διακόσια Εξήντα Δύο που την ξαναπήραν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες για να την ξαναχάσουν το Χίλια Τετρακόσια Εξήντα Τέσσερα, από τους κονκισταδόρες του ισπανικού Οίκου Ντακορόνια αυτή τη φορά. Από το Χίλια Πεντακόσια Τριάντα Εφτά πέρασε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και έγινε συνάμα ένα από τα ορμητήρια του αρχιπειρατή Μπαρμπαρόσσα, σού ’χω μιλήσει γι αυτόν; Όχι. Θα σου μιλήσω στη Δονούσα.
Γουστάρω ιστορίες με κουρσάρους, θείο! Όταν μεγαλώσεις και μάθεις να διακρίνεις τους σύγχρονους κουρσάρους οι παλιοί θα σ’ αρέσουν ακόμα περισσότερο. Πάλι το γυρνάς αλλού, θείο, τώρα είμαστε στον Μπαρμπαρόσα.
Έφαγε, που λες, τα ψωμιά του ο Μπαρμπαρόσσα, πέρασαν και οι Γάλλοι πειρατές από δω, πάτησαν και οι Ρώσοι το ποδάρι τους ένα φεγγάρι, κόσμος και κοσμάκης, τι να σου λέω, δε μπορείς να φανταστείς πόσους έχουνε θρέψει αυτές οι πεζούλες! Και τώρα, απ’ ό,τι βλέπεις, όλες σχεδόν είναι ξερές και άσπαρτες. Ετοιμόρροπες. Κλαίουσες μαρτυρίες μιας εποχής που ο άνθρωπος ήταν δεμένος με τη φύση, γέννημα της φύσης.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ
Ένα καταϊφι για μένα, ένα παγωτό για την παρέα μου κι ότι παραγγείλει ο παππούς απ το απέναντι, παρακαλώ! Το καφε-ζαχαρο-φαγάδικο του κυρ Ζαχαρία είναι χτισμένο στην κορυφή του γκρεμού, ψηλά, πάνω απ τη θάλασσα, ανάμεσα στις δυο συνοικίες που συναπαρτίζουν τη Χώρα της Σίκινου: το Κάστρο και το Χωριό. Σαν ανοιχτές φτερούγες ενός πάλλευκου γλάρου που μετεωρίζεται ανάμεσα ουρανού και γης.
Είχαμ’ ελιές, μου λέει ο εν αγνοία του συνεντευξιαζόμενος παππούς, νά το λιοτρίβι, εκεί απέναντι. Τώρα το ’χουμε σα μουσείο, να πούμε. Και αμπέλια. Κρασιά να δεις! Και ψάρια, και μελίσσια, και κοπάδια. Στέλναμε κρέας και στ’ άλλα νησιά, και στην Αθήνα ακόμα. Και γελάδια είχαμε. Τώρα, τίποτα! Φύγαμ’ εμείς οι γέροι απ τις δουλειές, και τα παιδιά μας ούτε ν’ ακούσουνε... Τα παιδιά πάνε στην Αθήνα να σπουδάσουν και να δουλέψουν, κι ούτε που θέλουν να ξέρουν για κοπάδια και χωράφια. Όσα από δαύτα μένουν ακόμη στη Σίκινο ασχολούνται με τα μαγαζιά, με τα νοικιαζόμενα και τις οικοδομές, και ‘μεις οι γερόντοι παίρνουμε κάτι συντάξεις της ντροπής. Τώρα όλα είναι τουρισμός, παιδί μου. Νά, ο φίλος μου ο Ζαχαρίας, συνομήλικοι είμαστε, κουρέας ήτανε και πρόκοψε! Αυτό το ωραίο μαγαζί απ τα κουρέματα έγινε, τι νομίζεις; Ξέρεις πόσα κουρέματα και πόσα ξουρίσματα χρειαστήκανε; Και τώρα ποιος κουρεύει τους Σικινιώτες, μπάρμπα; Κανείς, μια κομμώτρια!
Ο πάλλευκος γλάρος που μετεωρίζεται μεταξύ ουρανού και γης είναι η απάντηση της Σίκινου στην απέναντι Σαντορίνη. Κι αν η Οία διαθέτει την επιθετική γοητεία μιας Φρύνης, η Χώρα της Σίκινου διαθέτει την αγνότητα μιας άσπιλης παιδούλας. Εσύ τι λες, ανιψιέ; Εγώ είμαι μικρός για κάτι τέτοια, θείο.
O συνοικισμός του Κάστρου μ’ αιφνιδίασε. Δεν είχα ρωτήσει, δεν είχα ακούσει, δεν είχα διαβάσει τίποτα που να με προδιαθέσει γι αυτό που θα ’βλεπα. Γι αυτό που βλέπω. Γι αυτό που νοιώθω. Το απόλυτο λευκό των σπιτιών, το δεμένο με το βαθύ μπλε τ’ ουρανού και της θάλασσας σε μια αρμονία λιτής τελειότητας. Το άρωμα του ασβεστωμένου τοίχου μαζί με κείνο του βασιλικού και του δυόσμου. Εδώ, ο μάστορας της αισθητικής του απέριττου, ο αρχιτέκτονας με τα εκατοντάδες ηλιοκαμένα πρόσωπα, ο τεχνίτης που ποτέ δεν έμαθε πόσο σπουδαίος ήταν, εδώ που λες, έχτισε ένα κομμάτι της ωραίας Ελλάδας για την οποία εμείς δικαίως καμαρώνουμε, ως στολίδι της Γης.
Ο δικός μου λόγος, ανιψιέ, είναι φτωχός. Αυτός ο τόπος γέννησε ποιητές αντάξιούς του για να τον υμνήσουν, εγώ περισσεύω. Άλλο δε μου μένει, λοιπόν, από το να υποκλιθώ. Με τη μηχανή μου στο μάτι και στο χέρι, φυσικά, ταπεινός θεράπων της ωραίας Χώρας μου.
Μέσα στο ευρυγώνιο κάντρο μου προσπαθώ να περικλείσω την πλακόστρωτη κεντρική πλατεία με τ’ ασβεστωμένα σπίτια, τα χτισμένα τον Δέκατο Όγδοο αιώνα πάνω στα ερείπια ενός παλιότερου κάστρου-προμαχώνα απέναντι στις επιδρομές των πειρατών. Και μετά, να αιχμαλωτίσω το κάλλος της Παντάνασσας με τον μπλε τρούλο, τον αναμαλλιάρη φοίνικα και το κόκκινο κιγκλίδωμα στο χαμηλό τοιχίο. Το Κάστρο καταφέρνει ακόμη και σήμερα να περικλείει το κάλλος που δημιούργησε ο ανώνυμος κι ο καθημερινός. Τα δρομάκια στα μέτρα του Ανθρώπου και του υποζύγιου. Οι κληματαριές, οι μπουκαμβίλιες, τα γεράνια. Ο δυόσμος, ο βασιλικός και το αγιόκλημα, ποικίλματα ανεκτίμητα.
Θα πάμε στο μοναστήρι της Χρυσοπηγής, ανιψιέ; είκοσι λεπτά σκληρό ανηφορικό μονοπάτι είναι. Μην ψάχνεις σε μένα το άλλοθι για να μην πας, θείο, εγώ βρίσκομαι όπου θες εσύ! Στάσου, αν δεν αξίζεις ούτε για άλλοθι, τότε γιατί να σε κουβαλάω στα ταξίδια μου; Για να γρασάρεις και να ελέγχεις τη σκέψη και το λόγο σου, θείο. Λίγο είναι;
Είναι μια βίγλα στο χείλος του γκρεμού, λίγο πιο πάνω από τους εγκαταλειμμένους ανεμόμυλους, απ όπου νομίζεις πως εντοπίζεις με το μάτι τους πειρατές όλου του Αιγαίου. Γι αυτό και οχυρώθηκε με πεντάμετρα τείχη που αντέχουν στο χρόνο. Η αέναη πάλη για την επιβίωση. Δηλαδή η Ιστορία από τη βίγλα του Ανώνυμου.
Ένας αψιδωτός διάδρομος με μαγνητίζει και καταλήγω να εισδύσω ακάλεστος στα καλόγουστα γραφεία της Κοινότητας, κάτι σαν λαογραφικό μουσείο, με στελέχη που αξίζουν πολύ περισσότερα από τα δικά μου εύγε. Αφού σας αρέσει, λοιπόν, το Κάστρο, να πάτε και στο απέναντι μισό της Χώρας, που εμείς το λέμε Χωριό, μου λέει η Ντίνα, η γραμματέας. Και πήγα...
ΑΝΙΨΙΟΣ ΝΑ ΣΟΥ ΠΕΤΥΧΕΙ!
... απ τον πλακόστρωτο ανηφορικό δρόμο, κάνοντας κάθε τόσο στην άκρη για να περάσουν τα φορτωμένα με οικοδομικά υλικά μουλάρια. Αναπλάσεις και αναστηλώσεις, είπε η Ντίνα. Πολλά απ αυτά τα σπίτια τά ’χουν αγοράσει ξένοι, Γερμανοί κυρίως, και τ’ αναστηλώνουν όπως ακριβώς ήσαν από τη μάνα τους. Και ‘γω τώρα τι να πω; Να πω, ευτυχώς που τ’ αγοράζουν οι αλλοδαποί πριν από κείνους τους εργολάβους που σπέρνουν φασόν ετοιματζίδικα τσιμεντένια κουτιά με παράθυρα από προφίλ αλουμινίου; Ε, λοιπόν, ναι, προκειμένου να διασωθούν τα ιστορικά μας αποτυπώματα προτιμώ να τ’ αγοράζουν αλλοδαποί. Για να γλυτώσουν από τους εργολάβους της αρπαχτής. Έστω κι αν αυτό πλήττει το, έτσι κι αλλιώς τρωμένο, εθνικό μου φιλότιμο.
Πρέπει, ανιψιέ, να διαγράψουμε όλους τους εγκωμιαστικούς χαρακτηρισμούς που διατύπωσα, λίγο πριν, σχετικά με το Κάστρο. Γιατί, ρε θείο, άλλαξες γνώμη; Όχι βέβαια. Επομένως; Πρέπει να ομολογήσω πως για το Κάστρο εξάντλησα όλο το εκφραστικό οπλοστάσιό μου και, κατόπιν τούτου, ότι κι αν γράψω, ότι κι αν πω, για το Χωριό θα είναι συγκριτικά λίγο. Κοίτα, θείο, εγώ δεν προτίθεμαι να γίνω συνυπεύθυνος στις εκφραστικές σου αδυναμίες, βγάλ’ τα πέρα μόνος σου! Μην είσαι τόσο σκληρός μαζί μου! Μ’ ένα παγωτό στη χάση και στη φέξη, δεν θα μπορούσα νά ’μουν μαλακότερος! Ανιψιός να σου πετύχει!
Γιατί, τόσο στενά δρομάκια, ρε θείο; Διότι, τον καιρό εκείνο, το φαρδύτερο κινούμενο σώμα ήσαν οι αγελάδες, και διότι το στενό δρομάκι εξασφαλίζει περισσότερη σκιά το καυτό καλοκαίρι. Γιατί είναι τόσο λίγα τα παραλληλεπίπεδα κτίσματα; Διότι δεν είχαν τα μέσα, και, κυρίως, διότι δεν είχαν λόγο να επέμβουν στο ορεινό ανάγλυφο, ο χώρος έφτανε και περίσσευε για τις πραγματικές τους ανάγκες. Γι αυτό, δηλαδή, και οι τόσες πολλές ρυμοτομικές κούρμπες; Ακριβώς, αλλά και για να μπορούν να στρίβουν τα βαριά ζώα, ειδικά όταν αυτά ήταν ζαλωμένα με τη σοδειά. Ο δρόμος είχε μεγαλύτερη σημασία για τη ζωή τους κι από το ίδιο τους το σπίτι, αφού το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το πέρναγαν εκτός.
Και γιατί είναι τόσο διαφορετικά αλλά και τόσο αρμονικά μεταξύ τους τα σχέδια των σπιτιών; Διότι οι μόνες πολεοδομικές τους δεσμεύσεις ήταν ο πηγαίος αλληλοσεβασμός των φυσικών, των κοινωνικών και των προσωπικών τους αναγκών, κι έτσι γλύτωναν και το λάδωμα... Όλο κατά κει το γυρνάς, ρε θείο, αμάν πια! Δεν το γυρνάω κατά κει μόνο από αντιπάθεια για τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες ανιψιέ, φτάνω σ’ αυτούς μέσα από μια καθαρά διαλεκτική συλλογιστική που... Είναι σα να μου λες, θείο, και τώρα τι θα ’κανες χωρίς τους Βαρβάρους, οι άνθρωποι αυτοί... Ουδεμία σχέση, ας τον Καβάφη ήσυχο! ‘Ντάξει, τον αφήνω, πες μου τώρα, γιατί είναι τόσο λευκά τα σπίτια τους; Διότι με τον ασβέστη εξασφάλιζαν σ’ ένα βαθμό την απολύμανση κατά των επιδημιών, και διότι το λευκό με το μπλε τ’ ουρανού και της θάλασσας φέρνουν μια ψυχική αρμονία και μια γαλήνη που καταλάγιαζε τα πάθη και δεν επέτρεπε να ευδοκιμήσει αυτό που εμείς, σήμερα, ονομάζουμε άγχος. Και γιατί τόσα πολλά λουλούδια; Ε, αυτή είναι εντελώς κουτή ερώτηση, απαξιώ να σου απαντήσω!
(Από τότε, κάθε που θέλω να υπερθεματίσω για την ομορφιά των Κυκλάδων, λέω: Σίκινος! Εννοώντας ιδιαίτερα, το «Χωριό» της Χώρας της. Ας μου συχωρεθεί!)
ΟΤΣΙΤΣΟΡΝΙΑ
Συμφωνήσαμε, λοιπόν, με τον ανιψιό, να φεισθούμε των σχολίων γύρω από τις αρχιτεκτονικές ζαβολιές που τείνουν να ευδοκιμήσουν στην Αλοπρόνοια και να σταθούμε στα καλά της. Στην πεντακάθαρη παραλία της, ας πούμε. Ή στα ήσυχα ταβερνάκια του μόλου της, όπως εκείνο με τα τραπεζάκια στην άμμο, κάτω απ τ’ αρμυρίκια. Ή στο μυοχαλαρωτικό ορεινό τοπίο που την περιβάλλει. Κι εξ άλλου, έχουμε την τύχη να καταλύουμε στο συγκρότημα του Αντώνη που, από αισθητική άποψη, αποτελεί άριστο δείγμα σεβασμού στην αρχιτεκτονική παράδοση του νησιού.
Και γιατί Οτσιτσόρνια, ρε θείο; Έτσι μού ‘ρθε. Επειδή δεν καταλαβαίνει γρυ ελληνικά, κι επειδή δεν είχα πρόχειρες άλλες ρώσικες λέξεις εκτός από ταβάριτς και Οτσιτσόρνια, σκέφτηκα πως αν τη φώναζα ταβάριτς μπορεί και να θύμωνε και να μου σέρβιρε το χειρότερο πρωινό της ζωής μου. Και τι σημαίνει Οτσιτσόρνια; Μαυρομάτα. ‘Ντάξει, αλλά, αυτή έχει μάτια καταγάλανα, ρε θείο. Δεν έχει σημασία, θαυμάζει τη Σοφία Λώρεν. Και τον ψηλέα, που σκουπίζει τη σκάλα γιατί τον αποκάλεσες Νικήτα; Διότι είναι θέμα πιθανοτήτων, σα να αποκαλείς Γιώργο έναν Έλληνα που δεν ξέρεις τ’ όνομά του. Και την άλλη που συγυρίζει το δωμάτιό μας πώς την αποκαλείς; Άννα, από το Άννα Καρένινα του Τολστόι. Mήπως γίναμε μια πολυπολιτισμική Χώρα, ρε Θείο; Ε, και, τι έγινε; πάντα συναντιόντουσαν οι πολιτισμοί και γεννούσαν νέες συνθέσεις. Αυτό έχει υγεία μέσα του. Ο ορατός εφιάλτης του μέλλοντος είναι ο οικουμενικός μονοπολιτισμός που θα υπηρετήσει τη συγκέντρωση της παγκόσμιας εξουσίας σε ένα ή σε λίγα μόνο κέντρα. Μήπως προσπαθείς να μου περάσεις γραμμή κατά της παγκοσμιοποίησης, ρε θείο; Ποιος εγώ;
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν