ΙΟΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΕΡΟ ΑΝΙΨΙΟ - ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 4
Ίσως και νά ‘ρθα κάπως αργά γιατί ήθελα να πιστεύω πως είσαι το Πάντα και το Παντού. Πως Κανείς και Ποτέ δεν θα σε σημαδέψει ανορθόγραφα. Αγκυλώθηκα σ’ εμμονές και σ’ αντιστάσεις πιστεύοντας πως πίνοντας το φως του ήλιου θα μείνεις άτρωτη. Για να γεννάς τις αισθήσεις που μόνο εσύ κατέχεις. Ίος ανίκατε μάχαν, μου ψιθύρισες με το μοναδικό σου τρόπο. Και ήρθα.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 73/01.09.2001
Είχα δεν είχα, πήρα και τον ανιψιό μαζί μου στην Ίο διότι με αμφισβητεί μονίμως, θέτοντάς μου συνεχώς ερωτήματα τα οποία, αν μη τι άλλο, οξυγονώνουν τη σκέψη μου.
Δηλαδή, θείο, αν κατάλαβα καλά, αυτή τη στιγμή καθόμαστε πάνω από τον τάφο του Όμηρου; Δεν είπα ‘γω κάτι τέτοιο, εκείνο που είπα είναι πως αυτός ο ισχυρισμός είναι, αν μη τι άλλο, κερδοφόρος. Αμάν αυτή η αμφισβήτηση, ρε θείο, μου τη σπας, μερικές φορές! Σου τη σπάω διότι, παρά την μέθοδο γνώσης που, επί ματαίω, προσπαθώ να σου εμφυσήσω, εσύ, όπως όλα τα παιδιά κάθε ηλικίας, προτιμάς τη μασημένη τροφή. Για κάν’ το μου πιο λιανά αυτό το τελευταίο.
Εννοώ ότι προτιμάς την άκριτη στερεότητα ενός ωραίου μύθου από τις δυσκολίες που γεννά η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. Φυσικό δεν είναι, ρε θείο! Απολύτως φυσικό, θα ’λεγα, ιδιαίτερα για τις εποχές κατά τις οποίες η Ιστορία δεν θα μπορούσε παρά να έχει τη μορφή της διδακτικής μυθολογίας. Τα Ευαγγέλια, για παράδειγμα, που το αρχαιότερο απ’ αυτά γράφτηκε το λιγότερο εβδομήντα χρόνια μετά από τα περιστατικά τα οποία πραγματεύεται... Μην αλλάζεις κουβέντα, θείο, ακόμη πάνω απ τον τάφο του Όμηρου καθόμαστε. Άποψή σου! Γιατί, η δικιά σου, τέλος πάντων, ποια είναι; Ότι καθόμαστε πάνω σε μία πιθανότητα. Δεν έχεις ούτε ιερό ούτε όσιο, ρε θείο! Τω όντι.
ΡΟΥΜΣ ΤΟΥ ΛΕΤ
Φλας μπακ. Ξεμπουκάροντας στο λιμάνι της Ίου, ένας λόχος από κράχτες έχει παραταχτεί στο κράσπεδο του πεζοδρομίου υψώνοντας και κραδαίνοντας εναγωνίως τα καρτελάκια που διαφημίζουν την πραμάτεια τους: κάμπινγκ, σουίμινγκ πουλ, κλαμπ, βίλατζ, πανσιόν, ρέστοραντ, κλαμπ, οτέλ, μπάνγκαλοουζ, μπαρ, ρουμς του λετ, πάρτε κόσμε και... Δηλαδή, αυτή η Ίος σε ποια χώρα ανήκει, ρε θείο; Ελπίζω αργά ή γρήγορα να το μάθουμε. Κι εγώ ελπίζω πως είναι μια καλή ευκαιρία να μάθεις και συ κά’να αγγλικούλι χωρίς να ξοδευτείς.
Φέρνω ακόμη μέσα μου τη Σίκινο, τη γλυκιά ηρεμία και την αρκετά καλά θωρακισμένη αξιοπρέπειά της, και γι αυτό η πρώτη μου επαφή με την έντονη Ίο ενεργοποιεί ανακλαστικά όλους τους μηχανισμούς κρίσης και κριτικής που διαθέτω.
Δεν έχεις ικανότητα άμεσης προσαρμογής, θείο! Μπορεί και να ’χεις δίκιο, ανιψιέ, οι Οβιδιακές μεταμορφώσεις δεν είναι από τα δυνατά μου σημεία.
Υπέροχα ιστιοφόρα, πανέμορφα ψαροκάικα και αεροδυναμικά ταχύπλοα. Μπαρ, ζαχαροπλαστεία, πρακτορεία μαναβομπακάλικα και η προτομή του Όμηρου στη μέση της πλατείας. Άρτι αφιχθέντα σακίδια και νυσταλέες φάτσες. Πανκιά με πράσινα και κόκκινα μαλλιά κι ο καπετάν τάδε με τις μουστάκες και τη λιγδωμένη τραγιάσκα. Ένα κινούμενο προς όλες τις κατευθύνσεις ανθρωπομάνι. Εντάξει, ανιψιέ, προσαρμόστηκα, μπες τώρα στο λεωφορείο για τον Μυλοπότα. Και το παγωτό που μού ’ταξες;
Ταλανιζόμενος εφηβειόθεν από μια ταξική αλλεργία προς τα κυριλάτα καταλύματα, οδεύω έμπλεος προκαταλήψεων προς ένα τέτοιο στην περίφημη παραλία του Μυλοπότα, μ’ έναν ανιψιό έτοιμο να χύσει τη χολή του για δήθεν ιδεολογική παρεκτροπή. Εσύ ο ακραιφνής σκηνίτης, ρε θείο! Τι φταίω ‘γω, η Αλεξάνδρα από την Ελευθεροτυπία το κανόνισε. Όταν όμως το βλέπω, σκέφτομαι ότι δεν πα’ να λέει ότι θέλει ο ανιψιός, αυτό το ξενοδοχειακό συγκρότημα είναι υπόδειγμα αισθητικής αρμονίας με το χώρο, και ‘γω στα ζητήματα αισθητικής αρμονίας με το χώρο δεν κάνω μίζερες παρατηρήσεις, υποκλίνομαι. Αλλά δεν είπε τίποτα. Είναι πιο καλοπερασάκιας απ’ ό,τι νόμιζα.
Η γλυκιά Τόνια, που κάνει το κουμάντο εδώ, αντί να χάνει τον καιρό της εξηγώντας μου ποιες ώρες λειτουργεί το μπαρ, η πισίνα και το εστιατόριο, έπιασε να μου μιλά για τον Ελύτη και για τον Σικελιανό. Αλλά, ευκαιρίας δοθείσης, και ανιψιού απόντος, θα της πω κι εγώ, με τη σειρά μου, πως, εκτός απ τον Ελύτη και τον Σικελιανό, με συγκινεί τα μάλα κι ο Εμπειρίκος στην Αργώ Πλους Αεροστάτου και ιδιαίτερα στον Μεγάλο Ανατολικό του. Ο δε εξωστρεφής Ηλίας, ο άντρας της, μου προκύπτει γεννημένος στην ίδια με μένα γειτονιά των ταπεινών, με κοινούς γνωστούς, με τους οποίους παίξαμε κάποτε ξυλίκι, γκαζές, φτου ξελεφτερία και πόλεμο με ξύλινα σπαθιά. Επίσης το στεκαμάν, το Κλέφτες κι αστυνόμοι και το Γερμανοί και Έλληνες αντάρτες. Εγώ έπαιζα πότε τον κλέφτη και πότε τον αντάρτη, εσύ;
Ορίστε, λοιπόν, δεν μού ’τυχαν τίποτα άχρωμοι και άοσμοι ξενοδόχοι, μού ’τυχαν φίλοι ευαίσθητοι και μερακλήδες. Και σταματώ εδώ τα εγκώμια ανιψιέ γιατί αλλιώς θα μου καταλογίσεις πρόθεση για γκρίζα διαφήμιση κι εγώ με τη διαφήμιση, ιδίως εκείνη που παρεισφρύει δολίως για ν΄ ανατρέψει την ουσία των πραγμάτων, όπως ξέρεις, δεν έχω καθόλου αγαθές σχέσεις.
ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΟΜΗΡΟ...
Που είχαμε μείνει, θείο; Στον Μέγα Ανατολικό! Πάλι φευγάτος είσαι, στον τάφο του Όμηρου βρισκόμαστε. Σωστά... Η άλωση και καταστροφή της Τροίας, που λες, θα πρέπει να έγινε περί το Χίλια Διακόσια Πενήντα με Χίλια Διακόσια, εντάξει; Ό,τι πεις!.. Και ο Όμηρος φέρεται να συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μεταξύ του Οχτακόσια και του Εφτακόσια, δηλαδή μισή περίπου χιλιετία αργότερα, εντάξει; Αφού επιμένεις!..
Από το χώρο στάθμευσης δίπλα στο καλόγουστο κιόσκι, ένα μακρύ μονοπάτι, τοιχισμένο με ξερολιθιά από τη μια μόνο πλευρά του, μας έφερε μέχρις εδώ. Σ’ ένα λιτά περιτοιχισμένο σημείο με μια εγχάρακτη πλάκα που υποτίθεται πως συνομολογεί στον ισχυρισμό ότι πρόκειται για τον τάφο του Όμηρου.
Για ό,τι κι αν πρόκειται, η τοποθεσία αυτή είναι ανεπανάληπτη, ιδανική για τάφους επιφανών. Ψηλά πάνω απ τη θάλασσα, για να χάνεται η ματιά στο άπειρο και να σε κάνει να ονειροπολείς το Χτες.
Και πώς έφτασαν, λες, αυτές οι ιστορικές πληροφορίες μέχρι τον Όμηρο; Από τα μιμιέψιλον, του καιρού του, υποθέτω. Και ποια ήταν τα μιμιέψιλον του καιρού εκείνου, εξυπνάκια; Δεν ήμουν εκεί για να ξέρω. Θα σου πω εγώ! Γιατί, εσύ ήσουν; Αντιπαρέρχομαι τις βλακείες σου και σου απαντώ: έφτασαν προφορικά δια μέσου άλλων Όμηρων. Δια μέσου, δηλαδή, άλλων πλανόδιων ποιητών, τραγουδιστάδων και διασκεδαστών. Κι ο καθένας απ αυτούς, ξήλωνε και ξανάραβε τα έπη των προλαλησάντων ανάλογα με τη φαντασία, το γούστο και το ταλέντο του. Μ’εντυπωσιάζεις, θείο!..
Όσο για τον συγκεκριμένο Όμηρο, θα μπορούσε να είναι ένας απ αυτούς ή, ακόμα, θα μπορούσε να είναι και δημιούργημα της φαντασίας των μεταγενέστερων οι οποίοι θέλησαν να υποστασιοποιήσουν όλη αυτή την επική καντάτα καθιστώντας την, μ’ αυτόν τον τρόπο, και εν αγνοία τους, συνεκτικό υλικό για την μετέπειτα ενιαία πολιτισμική συνείδηση των Ελλήνων. Τώρα, με κούφανες, θείο! Το ελπίζω!
Και τότε γιατί μ’ έφερες εδώ, στην άκρη του πουθενά; για να μου δείξεις αυτά τα τρία κομμάτια μάρμαρο που, και καλά, είναι ο τάφος του Όμηρου; Πρώτον, χάρη στο νοικιασμένο τέσσερα επί τέσσερα, δεν κουράστηκες καθόλου, όπως στη Σίκινο για παράδειγμα, και άρα κοφ’ τη γκρίνια. Δεύτερον, σ’ έφερα για να δούμε τον φερόμενο ως τάφο του Όμηρου που είναι κράχτης για κάτι ρομαντικά, αλλοδαπά και ημεδαπά ψώνια σαν και μας. Τρίτον, από τον Πόρο κι όλας είχες δηλώσει συμμετοχή σ’ οποιοδήποτε αρχαιολογικό μου σαφάρι, έναντι δύο παγωτών ανά περίπτωση και, τέταρτον, θ’ αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως το να μην παραδοθούμε σ’ αυτή την ανεπανάληπτη θέα προς το ανοιχτό Αιγαίο. Ελήφθη;
ΑΓΝΟ, ΠΑΡΘΕΝΟ ΜΑΛΛΙ
Η Χώρα της Ίου δεσπόζει πάνω απ το λιμάνι χυμένη στο λόφο γύρω από τα τρία εν σειρά εκκλησάκια που βρίσκονται στην κορυφή του. Από μια αεροφωτογραφία θα μπορούσε και να πείσει ότι είναι αυτό το κουλέρ λοκάλ που πουλάμε ως Εότ εις την αλλοδαπή: για περάστε! εδώ το τυπικό, το παραδοσιακό, το πανέμορφο κυκλαδίτικο νησί, για περάστε! αγνό, παρθένο, μαλλί! Αυτό πού κολλάει; Δεν ξέρω, έτσι μού’ ρθε, ίσως για να το κάνω υπότιτλο. Για να λέμε, όμως, και του στραβού το δίκιο, αν της ξηλώσεις τα προσφάτως φυτεμένα μωσαϊκά, τα πλαστικά, τα προφιλάκια αλουμινίου, τις αναιδείς προσθήκες από μπετόν, τις πρόστυχες τζαμαρίες, τις τηλεοπτικές κεραίες, τους ηλιακούς θερμοσυσσωρευτές, τις διαφημίσεις της Κόκα Κόλα και τις πλαστικές καρέκλες του γύφτου με τα ασορτί τραπεζάκια, θα ξεπροβάλλει ενδεχομένως μια κυκλαδίτικη Χώρα αντάξια της Ιστορίας και των ποιητών της. Ακόμα και του Όμηρου. Αλλ’ αυτό στηρίζεται σ’ ένα «αν», Πάλι νευράκια έχεις, θείο. Πώς να μην έχω; Δεν μπορώ να βλέπω τον τόπο μου να εκφυλίζεται σε ευτελές τουριστικό εμπόρευμα.
Όσο, όμως, ανεβαίνουμε προς την κορυφή του λόφου μέσα απ τα στενοσόκακα, τόσο λιγότερο λαβωμένη μου φαίνεται η Χώρα, τόσο πιο λευκή και ατόφια, τόσο πιο όμορφη. Τόσο πιο ανόθευτη. Όλο και περισσότερες ασβεστωμένες αυλές, κάποιες καμάρες, γεράνια, μπουκαμβίλιες και φραγκοσυκιές, μια γαλήνη. Κάπως έτσι τη φανταζόμουν την Ίο.
Κι αντί να χαίρομαι γι αυτό, λυπάμαι, αφού το νοιώθω, πως η κυρίαρχη τάση είναι ν’ ανηφορίζει η αισθητική ρύπανση και όχι να κατηφορίζει η αρχαία ομορφιά. Συνένοχοι οι αδηφάγοι και οι σιωπούντες, τ’ αρπαχτικά και οι εγώ κοιτάζω τη δουλίτσα μου. Δεν βάζεις και καμιά άνω τελεία, ρε θείο; Την άνω τελεία τη βάζουν οι τηλεπαρουσιαστές των τοκ σόου που αγνοούν την κάτω. Και, προπαντός, αγνοούν την παύλα.
Η Δύση απ την κορφή του λόφου της Χώρας, με την πλάτη της εκκλησιάς μέσα στο κάντρο μου, είναι μια συναρπαστική οφθαλμαπάτη αφού βρίσκονται εκτός τα μαζικής παραγωγής οικοκιβώτια του αδελφού λόφου αριστερά μας. Κι αν ξανάρθουμε του χρόνου, ανιψιέ, με τη φόρα πού ’χουν πάρει αυτά τα αναιδή κτίσματα θα ’χουν γίνει μεσοτοιχία με το ξωκλήσι της κορυφής, να μου το θυμηθείς.
ΓΕΝΝΗΜΑ ΘΡΕΜΜΑ ΙΗΤΗΣ
Πρωί. Μόνος στο αίθριο του δωματίου μου. Η πετσέτα του μπάνιου και οι κάλτσες μου έχουν στεγνώσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το καπέλο μου έχει στραπατσαριστεί, με κάνει να δείχνω για κλοσάρ, πρέπει να πάρω άλλο. Ο Μυλοπότας δεν έχει ξυπνήσει ακόμη. Κανείς δεν κολυμπά. Κανείς δεν λιάζεται, ακόμη. Παρατηρώ τα ακατοίκητα σκιάδια μέσα απ τον τηλεφακό. Σε λίγες ώρες θα προστατεύουν μια ποικιλία κρεάτων από τις... υπεριώδεις; υπέρυθρες;.. δεν ξέρω ποιες είναι οι κακές ακτίνες, θα ρωτήσω τον ανιψιό όταν ξυπνήσει.
Ο τηλεφακός το έφερε μπροστά μου ενώ αυτό βρίσκεται στην ακριβώς απέναντι άκρη του κόλπου. Το τελευταίο, το πιο απόμερο ταβερνάκι. Και είπα: αυτό μου κάνει!
Κι έπεσα διάνα! Ταπεινό, καθαρό, στα μέτρα μου. Κι η θάλασσα, φιλική και διάφανη, κάτι λίγα εκατοστά πιο κάτω από τα πόδια του τραπεζιού. Κι απ τα δικά μου, εννοείται. Κι ένας Γιώργος, ο ιδιοκτήτης του, ένα σεμνό παλικάρι με καθαρό βλέμμα, να ξελεπιάζει το ψάρι που μέχρι πριν από λίγο σπαρταρούσε. Ούτε επαγγελματικές ρεβερέντζες με τους πελάτες, ούτε άλλες τυπικότητες, απλός, σαν την αλήθεια. Τέλειωσε με το ξελέπισμα και πιάσαμε κουβέντα. Γέννημα θρέμμα Ιήτης, ήξερε το κάθε τι που θά’ θελα να μάθω. Και όχι μόνο. Αύριο θα μου φέρει μια έκδοση του ‘Τριάντα Οκτώ για την Ίο με ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία. Θέλει μέσω εμού ν’ αναδειχτεί το νησί του, όχι όμως όπως το θέλει η εμπορευματοποίηση. Υπάρχουν αξίες, μου λέει, που ούτε πουλιούνται, ούτε αγοράζονται. Μην περιμένεις πολλά από μένα, Γιώργο, λίγα μπορώ να γράψω. Ό,τι μπορέσει να συλλάβει η φευγαλέα ματιά μου κι ό,τι εδραιωθεί στην κρίση μου μέσα σε λίγες μέρες. Να σου γνωρίσω τον... Να μη μου γνωρίσεις κανέναν. Αυτοί οι αρμόδιοι σου ροκανίζουν, συνήθως, το χρόνο προσπαθώντας να αναδείξουν τη μια μόνο όψη της πραγματικότητας, το έργο τους συγκεκριμένα, αφήνοντας στην αχλή τα κακώς κείμενα. Μιλώντας με ανθρώπους σαν και σένα βρίσκομαι πιο κοντά στην αλήθεια των πραγμάτων. Οι βιτρίνες δεν με συγκινούν. Είμαι πολίτης, δεν είμαι πελάτης.
ΤΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ Ο ΚΟΛΠΟΣ
Κάποιες καλοπροαίρετες συστάσεις μ’ έφεραν στον κόλπο της Κουμπάρας. Υπέθεσα πως, όπως όλες οι κουμπάρες, θα ’χει κι αυτή το κατιτίς της. Σηκώνω το χειρόφρενο μπροστά σε μια πινακίδα. Απαγορεύεται, λέει, ο γυμνισμός και η κατασκήνωση. Κουμπάρα, δεν μας τα λες καλά! Οι γυμνιστές και οι σκηνίτες σας έκαναν γνωστούς. Οι γυμνιστές και οι σκηνίτες εκτίμησαν πρώτοι το κάλλος του νησιού σας. Οι γυμνιστές και οι σκηνίτες δίδαξαν πρώτοι το σεβασμό στη Φύση. Σε όσους ήσαν ικανοί να διδαχτούν, φυσικά. Θα μπορούσαν να υπάρχουν καταλύματα για όλα τα γούστα και για όλα τα βαλάντια. Από πεντάστερα, έως αντίσκηνα, γιατί όχι; Θα μπορούσαν να υπάρχουν παραλίες για όλα τα επίπεδα σεμνοτυφίας, γιατί όχι; Αλλά εσύ, κοντόφθαλμη κουμπάρα, ενέδωσες στην πίεση του επιχειρηματία της αρπαχτής και του παπά. Σε καταχωρώ, λοιπόν, στη μαύρη μου λίστα, κατεβάζω το χειρόφρενο και, άντε γεια! Καλά της ξηγήθηκες, θείο!
Σ’ ΕΝΑΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟ
Κι αφέθηκα να ξεροψήνομαι οριζοντιωμένος κάτω απ την τρύπα του όζοντος, στην παραλία της Αγίας Θεοδότης. Το πολύ πολύ απ αύριο ν’ αλλάξω δέρμα σαν τα φίδια. Ε, και; Τον ανιψιό τον ξεφορτώθηκα κάτω από ένα χόρτινο σκιάδι γιατί το μόνο που θέλω ν’ ακούω αυτή τη στιγμή είναι ο απαλός παφλασμός της διάφανης θάλασσας που φτάνει μέχρι τα πόδια μου. Μια παραλία απέραντη και άδεια, με τη δική της ευωδιά, με το δικό της τραγούδι. Δεν θέλω να διαβάσω, δεν θέλω να μαγνητοφωνήσω σημειώσεις και σκέψεις, δεν θέλω σκέψεις. Θέλω να εγκαταλειφθώ σ’ έναν Επικούρειο ευδαιμονισμό. Αφημένος στον Ήλιο. Ζητάω πολλά;
Ο κυρ Γιώργος και η κυρά Γρατσιόζα! Δυο ερωτευμένα γερόντια. Ερωτευμένα μεταξύ τους, με τη θάλασσα της Αγίας Θεοδότης, με τις γλάστρες τους, με το περβόλι τους, με τη ζωή. Τι να σας φτιάξουμε;
Τίποτα το ιδιαίτερο, ό,τι έχετε, ό,τι θα φάτε και σεις, ό,τι περίσσεψε. Και τι δεν άπλωσαν στο ξύλινο τραπέζι, στον εξώστη με την κληματαριά, στο άνοιγμα προς την απεραντοσύνη της θάλασσας! Φυλάσσουν Θερμοπύλες, ο κυρ Γιώργος κι η κυρά Γρασιόζα!
Κι αφέθηκα να ξεροψήνομαι οριζοντιωμένος κάτω απ την τρύπα του όζοντος... Επαναλαμβάνεσαι, θείο!... στην αμμουδιά της Ψάθης, χωρίς να καταφέρω να ξεφορτωθώ τον ανιψιό μου κάτω από οποιοδήποτε χόρτινο σκιάδι, ή, γενικώς, κάτω από οπουδήποτε, προκειμένου να διασφαλίσω την ανεκτίμητη νιρβάνα μου. Και δεν μου λες, ρε θείο, τι θα πει νιρβάνα; Άνοιξε κά’να λεξικό και παράτα με ήσυχο! Και πού να το βρω το λεξικό σ’ αυτή την ερημιά; Εντάξει, θα σου πω, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα το επεξεργαστείς επί μιάμιση ώρα στο τζουρούτικο μυαλουδάκι σου, χωρίς, σ’ όλο αυτό το διάστημα, να κάνεις αισθητή με ερωτήσεις την ενίοτε εφιαλτική παρουσία σου, σύμφωνοι; Σύμφωνοι!
Άκου, λοιπόν: Νιρβάνα, κατά τη βουδιστική διδασκαλία, είναι να εκμηδενίζεις το εγώ σου και να βιώνεις μια παρατεταμένη κατάσταση μακαριότητας ενώ, κατά τη δική μου εκδοχή, είναι το να εκμηδενίζω τον ανιψιό μου στην παραλία της Ψάθης, πράγμα που ισοδυναμεί με παρατεταμένη κατάσταση μακαριότητας. Τι παρατεταμένη, ρε θείο, για μιάμιση ώρα συμφωνήσαμε!
ΠΙΣΩ ΑΠ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ
Ακούς; Ακούω! Απ τα καλλιεργήσιμα τμήματα της γης που διατρέχουμε αυτή τη στιγμή, αφήνοντας πίσω μας σκόνη, μόνο το είκοσι τοις εκατό καλλιεργείται σήμερα. Θέλεις να πεις ότι το υπόλοιπο ογδόντα έγινε οικόπεδα; Θέλω να πω πως από τους χίλιους πεντακόσιους κάτοικους του νησιού οι περισσότεροι δραστηριοποιούνται και ζουν από τον τουρισμό. Και τι σε κόφτει εσένα; Η τουριστική βιομηχανία είναι ευαίσθητη κι ευάλωτη, ανιψιέ, εξαρτιέται απ του καιρού τα γυρίσματα, μια τουριστική οδηγία του Μπους, για παράδειγμα, και πάπαλα! Ναι αλλά αυτό ισχύει για όλη την Ελλάδα, ρε θείο!
Μα περί αυτού πρόκειται! Όλη η χώρα στηρίζεται σε μια απολύτως εξαρτημένη οικονομία. Για παράδειγμα, κάποτε στην Ίο υπήρχαν δύο εργοστάσια, ένα γυαλιών και μια υφαντουργία κι έκλεισαν μέσα στη δεκαετία του ‘Εξήντα, όταν άρχισε ν’ αναπτύσσεται ο τουρισμός. Υπήρχαν βαρελάδες, ασβεστοπαραγωγοί, υπήρχαν ελαιοτριβεία, υπήρχαν μύλοι, υπήρχε κτηνοτροφική επάρκεια, αμπελώνες, ελαιώνες, δημητριακά, φρούτα... Τώρα τα περισσότερα προϊόντα εισάγονται. Μα καλά πότε πρόλαβες να τα μάθεις ολ’ αυτά; Τις ώρες που εσύ κοιμάσαι του καλού καιρού. Με θίγεις, θείο!
Η ΕΝΔΟΧΩΡΑ, Τ’ ΟΝΕΙΡΟ
Βρίσκεται, λέει, εν εξελίξει ένα μεγαλόπνοο σχέδιο οδικής ασφαλτόστρωσης της ενδοχώρας και κατά συνέπεια η επέκταση του συγκοινωνιακού δικτύου, πώς σου φαίνεται; Εγώ είμαι μικρός, δεν ξέρω απ αυτά, εσένα πώς σου φαίνεται; Θου Κύριε, φυλακί τω στόματί μου! Άσε τα θρησκευτικά ακαταλαβίστικα και απάντησέ μου.
Βλέπεις αυτές τις βουνοκορφές; Τις βλέπω. Αυτές τις μικρές πεδιάδες, αυτά τα κυκλώπεια πετρώματα που μας περιβάλλουν, αυτούς τους βραχώδεις μυχούς της θάλασσας από κάτω μας με τα διαφανή πρασινογάλαζα νερά, τους βλέπεις; Τους βλέπω.
Αυτές τις υπέροχες στρούγκες από ξερολιθιά, τις βλέπεις; Δεν προσπέρασες ούτε μία χωρίς να κατέβεις να τη φωτογραφίσεις. Λέγε, σ’ αρέσουν; Και το ρωτάς, ρε θείο; Όταν, λοιπόν, ξανάρθεις μετά από μερικά χρόνια και ξανακάνεις αυτή τη διαδρομή, ασφαλτοστρωμένη και γαρνιρισμένη με άχαρα οικοκιβώτια δεξιά κι αριστερά, με μια Μαζεράτι μπροστά, μια Φεράρρι πίσω, και μερικά Τσερόκι μπρος και πίσω, πώς θα σου φανεί; Αίσχος! Συ είπας! Ναι αλλά θα κονομήσουν οι ντόπιοι, ρε θείο, σκέψου κι αυτούς τους καημένους! Πέρα από το ότι δεν είμαι καθόλου πεισμένος ότι πρόκειται περί καημένων, οι περισσότεροι εξ αυτών θα παραμείνουν γκαρσόνια μέχρι που θα δουν το ωραίο τους νησί να ασκημίζει και να πετιέται έξω από το διεθνές χρηματιστήριο τουριστικών αξιών σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Ίος, λοιπόν, σημαίνει ένα γήινο στολίδι, ένα περιουσιακό στοιχείο όλων μας, που πρέπει πάση θυσία να διασωθεί. Όσο είναι ακόμα καιρός.
Προσπερνούμε το πολυσύχναστο Μαγγανάρι γιατί έτσι μας αρέσει, κολυμπούμε στις Τρεις Κλεισιές και λιαζόμαστε στη χρυσή παραλία του Κάλαμου για να συνειδητοποιήσουμε πώς ακριβώς είναι ο πραγματικός Παράδεισος. Η Αθήνα και η ζωή της, ο εμφύλιος σπαραγμός στους δρόμους της, οι εξευτελιστικές ουρές αναμονής στις δημόσιες υπηρεσίες της, η απίστευτη πληθώρα των μέσων επικοινωνίας που εκμηδενίζουν κάθε πιθανότητα επικοινωνίας μεταξύ ημών των ανθρωποειδών νευρόσπαστων που την κατοικούμε, ολ’ αυτά μοιάζουν με ρωπογραφία φανταστικών καταστάσεων που δεν συνέβησαν ποτέ. Μόνο και μόνο γιατί κολυμπάμε στον Κάλαμο. Σε μια από τις εικοσιτόσες υπέροχες παραλίες της Ίου. Τόσο απλά! Τόσο απλά, αλλά γιατί τόσο δύσκολα, ρε θείο; Είναι ζήτημα πολιτισμού, ανιψιέ! Και τώρα, μη βγάλεις κιχ για εικοσιπέντε λεπτά γιατί μια τέτοια στιγμή έκστασης λίγες φορές στη ζωή του τις ζει κανείς.
Ε, ΚΑΙ ΤΙ ΕΓΙΝΕ, ΔΗΛΑΔΗ;
Η μυθολογία θέλει τα πρεζάκια να σέρνονται στις ρούγες της Χώρας, οι νεαροί Τεύτονες τύφλα στο μεθύσι να ξερνοβολούν οπουδήποτε και οι ξελιγωμένες για γκρηκ λάβερς Αγγλίδες να συνουσιάζονται στην ορθία στάση μ’ έναν αυτόχθονα ψαρά, ακουμπισμένες στις πεζούλες των ιερών ναών. Πρέπει να κάνω αυτοψία, ανιψιέ! Κι εγώ μαζί σου, θείο. Δεν κατάλαβα! Τι δεν κατάλαβες, ρε θείο; συνταξιδεύουμε ή δεν συνταξιδεύουμε; Τέτοιες εικόνες δεν είναι για την ηλικία σου! Μάλλον για τη δική σου ηλικία δεν είναι, θείο, τι δουλειά έχεις εσύ μέσα σ’ αυτή την Παιδική Χαρά; Μα πρόκειται για ένα παρακμιακό σύμπτωμα που σπιλώνει... Τώρα μιλάς σαν οπαδός του Καντιώτη, θείο, κρίμα, και σε είχα για ανοιχτό μυαλό! Μ’ έπεισες, θα σε πάρω μαζί μου!
Τη νύχτα, η Χώρα είναι αγνώριστη. Τη νύχτα ανοίγουν τα κοσμηματοπωλεία, οι μπουτίκ, τα βιβλιοπωλεία και, βεβαίως, ένας απίστευτος αριθμός από μπαρ, ντίσκο, κλαμπ, μεζεδάδικα, σουβλατζίδικα και ταβέρνες. Όλα, λίγο πολύ, έχουν στη μπάρα την μπαργούμαν τους και στην είσοδο τον κράχτη τους: μια Ουκρανή, μια Πολωνή, μια Ρουμάνα, ή μια Ιταλίδα, ή Αγγλίδα, που θέλουν μ’ αυτόν τον τρόπο να παρατείνουν τις διακοπές τους. Ε, και τι έγινε δηλαδή! Γελούν, κάνουν καμάκι, χορεύουν και κάνουν καμάκι, γελούν και χορεύουν, πίνουν και γελούν. Είδες πουθενά καμιά Ρουμάνα να συνευρίσκεται κατακορύφως, ανιψιέ; Όχι, θείο, ούτε και πλαγίως, αλλά, και τι έγινε, δηλαδή, ρε θείο; Δίκιο έχεις, και τι έγινε; Εντάξει, κάτι ψιλοϋπερβολές, κάτι μεθυσμένες χαζομάρες αλλά, και τι έγινε, δηλαδή; Είναι παιδιά, νιάτα. Νιάτα που γελούν και χαίρονται. Επικοινωνούν σε όλες τις γλώσσες, πλην της ελληνικής, φυσικά, και κυρίως στην εσπεράντο του χορού και του έρωτα. Ξέρεις κάτι ανιψιέ; Πες το! Εμένα δεν με χωράει εδώ, λέω να πάω στο ταβερνάκι του Γιώργου, εσύ μπορείς και να μείνεις, αν θες. Είσαι πολύ ξηγημένος, ρε θείο, σε πάω με τα χίλια!
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν