ΟΥΓΓΑΡΙΑ - ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ, ΕΞΩΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΔΟΥΝΑΒΗ

Front Picture: 

 

Δεν γνωρίζω αν, και σε ποια τμήματα του ρου του, ο Δούναβης υπήρξε ποτέ πραγματικά γαλάζιος όπως ισχυρίζεται ο Γιόχαν Στράους. Έστω όμως και στη τωρινή, μάλλον γκρίζα εκδοχή του, το μεγάλο ποτάμι δικαίως αποτελεί το καμάρι των κατοίκων της Βουδαπέστης που αναγνωρίζουν σ’ αυτό ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της γοητείας της πόλης τους.

 

Της Ισαβέλλας Μπερτράν

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ.38/30.12.2000



Διασχίζοντας την καρδιά της από Βορρά προς Νότο, ο Δούναβης της χαρίζει έναν αέρα θεατρικότητας, ιδιαίτερα αισθητό από τους φυσικούς εξώστες των γύρω λόφων, που συνέβαλε καθοριστικά στο να πολιτογραφηθεί η ουγγρική πρωτεύουσα ως μια από τις πιο ρομαντικές μητροπόλεις της Ευρώπης. Βοηθούσης και της γεωγραφικής θέσης της Ουγγαρίας στο κέντρο της ηπείρου, που την καθιστά εύκολο και οικονομικό ταξιδιωτικό προορισμό για τους κατοίκους των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, το αποτέλεσμα είναι να επισκέπτονται τη χώρα σχεδόν είκοσι εκατομμύρια τουρίστες ετησίως. Μ’ έναν πληθυσμό ίσο περίπου με τον ελληνικό, αυτό σημαίνει ότι σε κάθε Ούγγρο αντιστοιχούν χοντρικά δύο ξένοι επισκέπτες το χρόνο.


Στη Βουδαπέστη ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν αποκομίζει κανείς τη δυσάρεστη αίσθηση του στριμώγματος. Είναι που η πόλη απλώνεται σε μια επιφάνεια σχεδόν ίση μ’ αυτή της Αθήνας, αλλά με πληθυσμό “μόνο” δύο εκατομμυρίων, ενώ ο αριθμός των γιώτα χι, αν και συνεχώς αυξανόμενος, διατηρείται ακόμα σε τέτοια επίπεδα που αφήνει στους πεζούς τον αναγκαίο ζωτικό χώρο (και κατά συνέπεια τη διάθεση) για να περπατήσουν.


Παρά τις βολικές δημόσιες συγκοινωνίες, τα πόδια επέλεξα κι εγώ ως μέσο μετακίνησης για ν’ ανηφορίσω προς το λόφο του Κάστρου. Το ίδιο σκέφτηκαν προφανώς και κάποιες εκατοντάδες σαν κι εμένα που χαζεύουν στα μεσαιωνικά δρομάκια της παλιάς πόλης ή έχουν αράξει τεμπέλικα κι απολαμβάνουν τον καφέ τους στην ηλιόλουστη πλατεία μπροστά στο Χίλτον. Συζητήσεις επί συζητήσεων στήθηκαν κάποτε με αφορμή την κατασκευή του ξενοδοχείου στα 1970, ανάμεσα στους υποστηριχτές και τους επικριτές του εγχειρήματος. Ούγγρος ο αρχιτέκτονας, διεθνής η ξενοδοχειακή αλυσσίδα, όσο για τα λεφτά, ως γνωστόν δεν έχουν πατρίδα. Κι αν το αποτέλεσμα εξακολουθεί και σήμερα να είναι αμφιλεγόμενο, οι υαλοπίνακες της πρόσοψης όπου μέσα τους αντανακλάται το είδωλο της ιστορικής εκκλησίας Ματιάς προσφέρονται πάντως αδιαμφισβήτητα για φωτογραφικά παιχνίδια.



Ο αποκαλούμενος Προμαχώνας των Ψαράδων λίγο πιο πέρα, έχει δώσει κι αυτός τροφή για αισθητικές αντιπαραθέσεις. Έργο των αρχών του 20ου αιώνα, συνδυάζει το νεογοτθικό στυλ με το νεορομανέσκ σε μια σύνθεση που, σύμφωνα με ορισμένους, παραπέμπει λιγάκι σε κάστρο της Ντίσνεϋλαντ. Πάντως εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι ο Ντίσνεϋ δεν είχε κάνει ακόμα το ντεμπούτο του την εποχή εκείνη, οπότε κάθε κατηγορία για αντιγραφή εκ μέρους του δημιουργού του προμαχώνα θα ήταν παντελώς άδικη.


Η ρίζα της ονομασίας του κτίσματος φτάνει πίσω στο Μεσαίωνα όπου στην τοποθεσία αυτή υπήρχε ψαραγορά, ενώ κατά το 18ο αιώνα ανατέθηκε στους ψαράδες η υπεράσπιση του τείχους της πόλης στο συγκεκριμένο τμήμα του. Σήμερα το οχυρό δεν έχει πλέον τίποτε να προστατεύσει, δεκάδες όμως άνθρωποι εναλλάσσονται στη σκοπιά, κι εγώ ανάμεσα τους, προκειμένου ν’ απολαύσουν την άπαρτη θέα προς το Δούναβη.


Ανάλογη πανοραμική ματιά προσφέρουν κι οι εξώστες του παλατιού των Αψβούργων, επόμενος σταθμός της βόλτας στον Λόφο του Κάστρου. Χτισμένο υπό τον αυτοκράτορα Κάρολο τον Έκτο και τη σύζυγό του Μαρία Θηρεσία πάνω στα ερείπια του προγενέστερου μεσαιωνικού κτίσματος, το παλάτι χρωστάει το νεομπαρόκ του ύφος στις εργασίες ανακαίνισης κι επέκτασης που πραγματοποιήθηκαν κατά τον 19ου αιώνα. Ύψιστο τεκμήριο ματαιοδοξίας της αυτοκρατορικής εξουσίας, το μεγαλεπήβολο οικοδόμημα με τις διακόσιες τόσες αίθουσες ποτέ δεν φιλοξένησε κάτι περισσότερο από την έδρα της αντιβασιλείας. Τώρα πια βρήκε πάντως χρηστικό προορισμό αφού στεγάζει το σημαντικότερο μουσείο της πόλης, ενώ οι κήποι και τα αίθρια πάνω από τον Δούναβη σφύζουν από κίνηση.



Το ποτάμι που κυλάει ήρεμα μπροστά στα μάτια μου δεν αποτέλεσε σε όλες τις φάσεις της ιστορίας στοιχείο ενότητας για τη Βουδαπέστη. Πριν περίπου δύο χιλιάδες χρόνια, όταν οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να εγκαταστήσουν το στρατόπεδο του Ακουίνκουμ στα φυσικά οχυρωμένα υψώματα της δυτικής όχθης, στην τοποθεσία της Όβουδα, χάραξαν παράλληλα και τα σύνορα της αυτοκρατορίας τους κατά μήκος του Δούναβη, ανάγοντάς τον έτσι σε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον πολιτισμένο κόσμο και τους βάρβαρους - με βάση, βεβαίως, τη ρωμαϊκή αντίληψη περί πολιτισμού και βαρβαρότητας, κάτι ασφαλώς πολύ σχετικό. Στο πέρασμα των αιώνων,  διαφορετικές πόλεις γεννήθηκαν κι αναπτύχτηκαν, αντικριστά και χώρια στις απέναντι όχθες: Η Πέστη από την ανατολική πλευρά, και η Βούδα από τη δυτική, με το Δούναβη ανάμεσά τους να τις κρατάει αποκομμένες.


Πρόδρομος της μετέπειτα τήξης που γέννησε τη Βουδαπέστη, στάθηκε η πρώτη σταθερή γέφυρα που εγκαινιάστηκε μόλις το 1849, συνδέοντας επιτέλους μόνιμα τις πόλεις που το ποτάμι χώριζε επί αιώνες. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, ο γάμος επισημοποιείται και στα χαρτιά, κι έτσι οι ιστορικοί λόφοι της Βούδα και της Όβουδα από τη μια και οι κομψές εμπορικές λεωφόροι της Πέστης από την άλλη, σμίγουν οριστικά εις σάρκαν μίαν, γεννώντας την ενιαία πλέον Βουδαπέστη.

Στην κατασκευή της πρώτης γέφυρας, της επονομαζόμενης Αλυσιδωτής, που στάθηκε η απαρχή της ενοποίησης της Βουδαπέστης, συμμετείχαν και οι Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες Γιώργος και Συμεών Σίνας. Ήταν η εποχή που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος διατηρούσε προνομιακές εμπορικές σχέσεις με την Αυστρο-Ουγγαρία, με περισσότερο από το ένα δέκατο των ελληνικών εξαγωγών να κατευθύνονται προς την αυτοκρατορία των Αψβούργων, και σχεδόν το ένα πέμπτο των εισαγωγών να έχουν προέλευση από εκεί.


Η Αλυσιδωτή Γέφυρα, που συνδέει τις δύο όχθες εκεί ακριβώς όπου το ποτάμι βρίσκεται στο πιο ορμητικό του σημείο, δικαιολογημένα θεωρήθηκε, στην εποχή του, ως μέγιστο επίτευγμα τεχνικής αλλά και τέχνης. Γι αυτό και σήμερα εξακολουθεί ν’ αποτελεί το σήμα κατατεθέν της πόλης, έστω κι αν από τότε χτίστηκαν άλλες εφτά γέφυρες, εξασφαλίζοντας πέρασμα πάνω από τον Δούναβη σε διάφορα σημεία των 28 χιλιομέτρων της εντός Βουδαπέστης διαδρομής του. Επειδή όμως οι αισθητικές επιλογές είναι υποκειμενική υπόθεση και δεν συνάδουν υποχρεωτικά με την κυρίαρχη άποψη, η δική μου προσωπική προτίμηση κλίνει πρός τη Γέφυρα της Ελευθερίας (ή της Απελευθέρωσης κατά μια άλλη εκδοχή).


 Απλή σιδηροκατασκευή που εγκαινιάστηκε το 1896  από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ (του οποίου το όνομα αρχικώς έφερε), με μόνο διακοσμητικό στοιχείο κάποια μυθικά πουλιά της μαγυάρικης παράδοσης, πρόκειται για έναν θρίαμβο λιτότητας και δωρικής αδρότητας. Η επίσης λιτή κρεμαστή Γέφυρα Ελισάβετ, που ολοκληρώθηκε το 1903, καταστράφηκε το 1945 και ξαναχτίστηκε εξ’ ολοκλήρου το 1964, έχει κι αυτή τους οπαδούς της που υποστηρίζουν ότι είναι η πιο αέρινη από όλες. Όλες οι γνώμες βεβαίως σεβαστές, αλλά εγώ επιμένω. Παρόμοιες κρεμαστές γέφυρες βρίσκεις κι αλλού, αλλά γέφυρα της Ελευθερίας είναι μόνο μία! Ανεξάρτητα πάντως από προσωπικά γούστα και προτιμήσεις, το σίγουρο είναι ότι αν η πόλη είχε ψυχή, θα φώλιαζε κάπου εκεί στις γέφυρες της, αφού χωρίς αυτές η ζωή θα έπεφτε σε μαρασμό. Όπως ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, όταν οι Γερμανοί ανατίναξαν όλα τα περάσματα πάνω από το Δούναβη και οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να πηγαινοέρχονται με βάρκες από τη μια όχθη στην άλλη.


Εικόνες θαμμένες για περισσότερο από μισό αιώνα ξύπνησαν στις μνήμες των ηλικιωμένων της Βουδαπέστης όταν οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ τίναξαν στον αέρα τις γέφυρες του Νόβισαντ στη Βόρεια Σερβία. Τα αισθήματα αλληλεγγύης για τους κατοίκους της γειτονικής χώρας παρέμειναν ωστόσο μάλλον χαμηλότονα, στα μέτρα της αδυναμίας μιας γενιάς που τα έδωσε όλα, κι αργοπεθαίνει σήμερα στο περιθώριο της ζωής, με συντάξεις και προσδοκίες που πλησιάζουν το απόλυτο μηδέν.


Πίσω από τη λαμπερή Βουδαπέστη των ιστορικών μνημείων και των αριστοκρατικών λεωφόρων, στριμώχνεται η Βουδαπέστη των απόκληρων και ιδιαίτερα των απόμαχων της ζωής, που σιωπηρά λιμοκτονούν, αρνούμενοι πολλοί απ’ αυτούς, για λόγους αξιοπρέπειας (μια “παρωχημένη” έννοια, απομεινάρι κι αυτή άλλων εποχών), τη φιλανθρωπία των γειτόνων και την ελεημοσύνη της κοινωνικής πρόνοιας.

Αυτά, και πολλά άλλα, μου εκθέτει ο πληθωρικός Λάσλο ενώ με περιφέρει με το ταξί του στην παραποτάμια λεωφόρο από την πλευρά της Πέστης. Ο Λάσλο είναι κοκκινοπρόσωπος, με τεράστιο ξανθό μουστάκι σαν Γαλάτης πολέμαρχος, και ομιλητικότατος σαν Έλληνας ταξιτζής. Τα δε αγγλικά του είναι απροσδόκητα καλά. Τα έμαθε, λέει, όταν δούλευε παλιά στο τμήμα εξαγωγών κρατικού εργοστασίου. Με τις ιδιωτικοποιήσεις όμως και τις μειώσεις προσωπικού, βρέθηκε στους απολυμένους. Έτσι λοιπόν, το γύρισε στο ταξί.  


Σταθμεύουμε το όχημα κοντά στην πλατεία Lajos Kossuth, όπου δεσπόζει το νεογοτθικό-νεομπαρόκ κτίριο του Κοινοβουλίου, μάρτυρας περασμένων μεγαλείων, τότε που το ουγγρικό τμήμα της αυτοκρατορίας των Αψβούργων απλώνονταν από τα Καρπάθια έως την Αδριατική, κι από τη λίμνη Fertod μέχρι την Τρανσυλβανία. Έτσι εξηγείται η μεγαλεπήβολη σύλληψη του κτιρίου, που ξεπερνάει σε μέγεθος το αντίστοιχο βρετανικό αλλά το θυμίζει έντονα, με εμφανείς και καθόλου συμπτωματικές ομοιότητες στη σχεδίαση. Επίδειξη ισχύος και προσπάθεια εντυπωσιασμού εκ μέρους μιας αυτοκρατορίας που έμελλε, μόλις είκοσι χρόνια αργότερα, να υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη του Τριανόν, αποδεχόμενη, θέλοντας και μη, την ήττα της στον Πρώτο Παγκόσμιο και τον αναπόφευκτο διαμελισμό της.


Ο Λάσλο, που εκτός από καλά αγγλικά κατέχει και πλούσιες ιστορικές γνώσεις, με πυροβολεί μ’ ένα καταιγισμό στοιχείων για το ύψος, το πλάτος και το μήκος του κτιρίου, των κουπολών και των πυργίσκων. Το δικό μου βλέμμα όμως έχει αιχμαλωτιστεί από το άγαλμα ενός άντρα, που ξαποσταίνει, με το καπέλο του στο χέρι και μια κάπα ριγμένη πλάι του στο έδαφος.

Πρόκειται για τον μεγάλο Ούγγρο ποιητή Jozsef Attila, ποιητή της φτώχειας και της μοναξιάς, αχώριστοι σύντροφοί του σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωή του, που τερμάτισε ο ίδιος αυτοκτονώντας στα 32 του χρόνια. Είναι ο καθρέπτης της ουγγρικής ψυχής, διατείνεται ο Λάσλο. Συναισθηματικός, κρυστάλλινος, παράφορος, και μελαγχολικός μέχρι θανάτου. Ως προς το τελευταίο, κυριολεκτικά …


Οι βιτρίνες των μαγαζιών στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της Πέστης δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν ούτε σε ποιότητα, αλλά ούτε και σε … τιμές από τις αντίστοιχες κάποιας μεγάλης δυτικοευρωπαϊκής πόλης. Όλες οι μεγάλες δυτικές φίρμες είναι εδώ παρούσες, από Κριστιάν Ντιορ μέχρι Γκούτσι. Όρεξη (καταναλωτική) να ’χεις και βεβαίως λεφτά.


Σε ό,τι όμως αφορά το δεύτερο σκέλος για τους περισσότερους Ούγγρους, η προσγείωση στον δυτικό καταναλωτικό “παράδεισο” υπήρξε μάλλον οδυνηρή. Τελικά οι  θεωρητικά άπειρες επιλογές της ελευθερίας, για τους πολλούς πρακτικά συνοψίζονται στο “φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο”, “όποιος προλάβει, τον Κύριον οίδε” και “μακάριοι οι έχοντες”, ενώ την ίδια στιγμή έχουν χαθεί οι θετικές κατακτήσεις (ε ναι, υπήρξαν και τέτοιες!) από το προηγούμενο καθεστώς. Τέρμα η δια βίου εξασφαλισμένη εργασία με το ισχνό, αλλά πάντως σίγουρο εισόδημα, τέρμα τα χαμηλά ενοίκια, η δωρεάν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, η δωρεάν παιδεία και οι δωρεάν διακοπές για όλους. Σήμερα τριάντα τοις εκατό των Ούγγρων  ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και άλλοι τόσοι και παραπάνω παλεύουν με νύχια και με δόντια για να κρατηθούν οριακά με το κεφάλι έξω από το νερό. Οι υπόλοιποι περίπου τα καταφέρνουν (σ’ αυτούς ανήκει κι ο Λάσλο, σύμφωνα με τα λεγόμενά του), ενώ ένα πέντε τοις εκατό πλουτίζει προκλητικά κι ανερυθρίαστα σε βάρος όλων των υπολοίπων.


Πάντως, στην τελευταία αυτή κατηγορία σίγουρα δεν εντάσσονται οι “άνθρωποι-σάντουιτς” που περιφέρονται στους πεζόδρομους της Vorosmartyr ter, διαφημίζοντας στριπτιζάδικα και άλλα ανάλογα αγαθά με πινακίδες κρεμασμένες στην πλάτη και στο στήθος. Είναι κι αυτοί φαινόμενο της “απελευθέρωσης της αγοράς”. Όπως και οι άστεγοι που άρχισαν πια να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στους δρόμους της πόλης, “παράπλευρη απώλεια” για τις ολοκαινούργιες βίλες που ξεφύτρωσαν στο μεταξύ σαν μανιτάρια στο Rozsadomb, την βουδαπέστια εκδοχή των δικών μας βορείων προαστίων. Τα παλιά σπίτια όμως και όχι οι πρόσφατες βίλες, είναι που έχουν ιστορίες να μου διηγηθούν. Κι αυτά φωτογραφίζω περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της ιστορικής πόλης.



Σπίτια με πληγές και σημάδια από σφαίρες, σιωπηροί μάρτυρες των αιματηρών μαχών του Δεύτερου Παγκόσμιου, με τις ανυπολόγιστες θυσίες των φαντάρων του Κόκκινου Στρατου στο πλευρό των κατοίκων της Βουδαπέστης, αλλά και της εισβολής του ίδιου στρατού 21 χρόνια αργότερα, αυτή τη φορά ενάντια στους εξεγερμένους κατά της σοβιετικής κυριαρχίας Ούγγρους. Γυρίσματα της ιστορίας.  


Ανηφορίζω για μια τελευταία βόλτα ψηλά στο λόφο Gellert απ’ όπου το άγαλμα της Ελευθερίας ατενίζει την πόλη εδώ και 53 χρόνια. Έχω βγάλει απ’ την τσέπη του μπουφάν τον “κύβο του Ρούμπικ” που αγόρασα το πρωί και για μια ακόμη φορά πασχίζω μάταια να λύσω το γρίφο. Τζίφος. Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να παραδώσω τα όπλα και να παραδεχτώ την ήττα μου από τον διαπρεπή Ούγγρο μαθηματικό.


Κοιτάζω την κενή θέση στη βάση του αγάλματος της Ελευθερίας. Ο Σοβιετικός στρατιώτης που κάποτε έστεκε στα πόδια του έχει πλέον αφαιρεθεί. Δρυός πεσούσης …Για πολλοστή φορά η ιστορία ξαναγράφεται από τους εκάστοτε νικητές.


Για περισσότερες φωτογραφίες της Βουδαπέστης:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...