ΦΙΛΙΠΠΟΙ, ΟΨΟΜΕΘΑ ΕΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ !
Τι ωραίοι αυτοί οι αρχαίοι! Σωστοί! Μέσα σ’ όλα τα λατρευτικά τους ενέταξαν και τον ερωτισμό. Και μάλιστα όχι τον νερόβραστο, αλλά τον αχαλίνωτο, εκείνον που ήθελε μαινάδες και σάτυρους, Πάνες και νύμφες, Πρίαπους και νυμφομανή νυμφίδια, να ξεσαλώνουν μέχρι τελικής πτώσεως. Γιατί άργησα τόσο πολύ να γεννηθώ, ρε γαμώτο!
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 84/17.11.2001
- Γουάτ ιζ γιορ νέιμ;
- Μάι νέιμ ιζ Μαρίνα.
- Γκουντ! Εντ γιου;
- Άννια.
- Άννια! τι λε’ ρε παιδάκι μου! όπως λέμε Άννια Καρένινα, δηλαδή!
- Γουάτ;
- Τίποτα, έτσι, θυμήθηκα την Άννα Καρένινα του Τολστόι.
- Γιου νόου Τολστόι;
- Τι μας περνάς κυρά μου; όταν εγώ έτρωγα με το κουτάλι τον Τολστόι εσύ δεν είχες εκτόπισμα ούτε καν γονιδίου!
- Γιου νόου Τολστόι; επιμένει.
- Γιες, οφκόρς, άι νόου Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Γκόργκι, Τσέχωφ, Μαγιακόφσκι όλσοoυ, Αϊζενστάιν, και πού ‘σαι ακόμα!
Τις κούφανα! Μέχρις εδώ όμως καλά, αλλά τι γίνεται από ‘δω και πέρα με το αγγλικό λεξιλόγιό μου που δεν διαθέτει ικανή επάρκεια αποθεμάτων;
- Εντ... γιορ νέιμ; με ρωτά τώρα η Άννια μ’ ένα αδιόρατο υπομειδίαμα όλο σημασία (ή έτσι μου φάνηκε).
- Μάι νέιμ ιζ Κώστας!
- Φιλμ νταϊρέκτορ;
- Σαμ τάιμς, της απαντώ παίρνοντας το πιο σεμνό μου.
Δράμα. Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους. Σεπτέμβρης του Δύο Χιλιάδες Ένα. Η Μαρίνα είναι καλεσμένη με την ταινία της ως διαγωνιζόμενη σκηνοθέτις και η Άννια ως πρωταγωνίστριά της. Δυο Μοσχοβίτισσες, ίδιες η Άνοιξη. Οι πρώτες που γνωρίζω από κοντά, αν θυμάμαι καλά. Και που δεν έχουν τίποτα το κοινό ούτε με την Κρούπσκαγια, τη συντρόφισσα του Λένιν, αλλά ούτε και με τις Ρωσίδες που εισάγονται ατελώς τα τελευταία χρόνια για να ξεχαρμανιάσουν τα λιγούρια της ένδοξης χώρας μου.
Τις είχε πάρει το μάτι μου στα πλαίσια του φεστιβάλ, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται εν εξελίξει και τώρα, νάτες, δίπλα μου, στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου των Φιλίππων. Δεκαοχτώμισι χιλιόμετρα μακριά από την οθόνη του φεστιβάλ όπου καταθέτουν τις ελπίδες τους νέοι σκηνοθέτες, ημεδαποί και αλλοδαποί.
- Και πώς από ‘δω, ρε κορίτσια;
- Γκρης ιζ βέρι μπιούτιφουλ, Κώστας!
Όντως. Και το πρόβλημα είναι πώς θα τη σώσουμε από τους νεοέλληνες.
ΩΔΙΝΕΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΚΕ ΧΡΥΣΟΝ
Ζέστη, φορτωμένος με τα φωτογραφικά και με δυο νεράιδες του Βορρά στο οπτικό μου πεδίο να εκστασιάζονται με το αρχαίο θέατρο δεν συνιστούν καθόλου ιδανικές για δουλειά συνθήκες.
Πρέπει, ωστόσο, ν’ αποστασιοποιηθώ από το Σήμερα, να εξαϋλωθώ και να μεταφερθώ σε μιαν άλλη εποχή κατά την οποία αυτές οι πλαγιές ήσαν φορτωμένες με πολύ περισσότερα δέντρα απ όσα σήμερα, και να φανταστώ κάπου ‘δω γύρω το Ιερό του Διόνυσου και τους πρώτους διονυσιακούς θιάσους. Διότι λέγεται πως από ‘δω ξεκίνησαν, οι πρώτοι διονυσιακοί θίασοι, ως λειτουργοί των γνωστών λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν του προειρημένου θεού.
Τι ωραίοι αυτοί οι αρχαίοι! Σωστοί! Μέσα σ’ όλα τα θρησκευτικά τους ενέταξαν και τον ερωτισμό. Και μάλιστα όχι τον νερόβραστο, αλλά τον αχαλίνωτο, εκείνον που ήθελε μαινάδες και σάτυρους, Πάνες και νύμφες, Πρίαπους και νυμφομανή νυμφίδια να ξεσαλώνουν μέχρι τελικής πτώσεως. Γιατί άργησα τόσο πολύ να γεννηθώ, ρε γαμώτο!
Κι ακόμα, λέγεται και γράφεται, πως, παρά τα τόσο γήινα θρησκευτικά των διονυσιαζόμενων αρχαιοελλήνων, άνθισαν κι εδώ τα περί αθανασίας της ψυχής. Λογικό δεν είναι; Με τέτοιο διονυσιασμό ποιος μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα της (δικής του) μη-ζωής; Αφού, σου λέει, το κορμί διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, καλά δεν θά ‘ταν να μένει και κάτι, έστω και άυλο βρε αδερφέ, που να μπορεί να συνεχίσει ν’ απολαμβάνει τα εγκόσμια; Η αξίωση για Αθανασία είναι αίτημα συνομήλικο του Χόμο Σάπιες. Και παραμένει.
Και καθώς εγώ διαλογίζομαι αραχτός στη σκιά του πεύκου τα περί διονυσιασμού και βακχικών οργίων, οι νύμφες της Μόσχας, αλλοπαρμένες από την επιβλητική σαγήνη του αρχαίου θεάτρου, εκτελούν μια αυτοσχέδια χορογραφία: η Άννια περιφέρεται σαν αερικό στις κερκίδες, στις κλίμακες και στα εδώλια του κοίλου ενώ η Μαρίνα την καταδιώκει με τη φωτογραφική μηχανούλα της για ν’ αποτυπώσει την οπτική αρμονία τωρινών και απώτατων χώρων και χρόνων.
Γη με Ιστορία τούτη ‘δω, όπως και κάθε κομμάτι του πρώιμου ελληνισμού. Ο αθηναϊκός Δήμος, που λες, είχε κι αυτό το χούι: να εξοστρακίζει καμιά φορά ακόμα και τα καλύτερα απ’ τα παιδιά του. Δημοκρατικότατα. Με αγορεύσεις, όστρακα κι ετυμηγορίες. Και πάλι καλά διότι, οπουδήποτε αλλού, όπου δηλαδή η δημοκρατία φάνταζε ως βδελυρό μίασμα, κι όπου έλυναν κι έδεναν οι απόλυτοι μονάρχες, έπεφταν κεφάλια με διαδικασίες συνοπτικές.
Οι Αθηναίοι, λοιπόν, δεν ξέρω το πότε ακριβώς και το γιατί, εξοστράκισαν στη Θάσο τον συμπολίτη τους ρήτορα Καλλίστρατο. Ο Καλλίστρατος, ανήσυχο μυαλό υποθέτω και καταφερτζής εξ επαγγέλματος, ξεσήκωσε ένα κάποιο πλήθος Θασίων και, μαζί με τα γυναικόπαιδα και το κινητό έχειν τους ήρθαν εδώ, στις πλαγιές του Παγγαίου. Ωραίος τόπος, εύφορος, έστω και με τα πολλά κουνούπια να ευδοκιμούν στα πέριξ έλη που υπήρχαν τότε. Κι επειδή, σύντροφοι Θάσιοι, τους λέει, εκτός απ τα καταραμένα έλη με τα κουνούπια τους, η περιοχή διαθέτει και μεγάλο αριθμό αναβλυζόντων υδάτων, λέω να ονοματίσουμε την πόλη μας Κρηνίδες.
Εκείνον τον καιρό, βέβαια, παντού εκτός Αθηνών, το «λέω» και το «αποφασίζω» ενός ηγέτη ήταν ένα και το αυτό. Κι έτσι, περί το Τριακόσια Πενήντα Έξι πριν από την απαρχή της χρονολογίας μας, θεμελιώθηκαν οι Κρηνίδες. Στις οποίες, μάθε και τούτο, έγραψε την περίφημη Ιστορία του ο Μέγας Θουκυδίδης. Εξόριστος κι αυτός από την Αθηναϊκή Δημοκρατία, για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.
Εκείνο όμως που φαίνεται πως δεν ήξεραν εκ των προτέρων οι Θάσιοι μετανάστες ήταν το τι υπήρχε στα έγκατα του Παγγαίου. Γι αυτό και τους φάνηκε κάπως ακατανόητη η εχθρότητα που τους έδειχναν εμπράκτως οι πέριξ θρακικές φυλές (που ήξεραν). Μέχρι που κάποιος Θραξ, ανεξάρτητος και περιπλανώμενος τύπος, το ψιθύρισε στους Θάσιους: Παίδες, κάτω απ τα δέντρα του Παγγαίου υπάρχει ένα κιτρινιάρικο μέταλλο πολύ μεγάλης αξίας, χρυσάφι το λένε, που μ’ αυτό αγοράζεις ό,τι γουστάρεις. Μα ό,τι γουστάρεις, σας λέω! Ακόμα και την ελευθερία να στερείς την ελευθερία των άλλων. Κι αυτό το τελευταίο, παίδες, απ’ ότι μού ‘πε προσφάτως ένας μάντης, η Ανθρωπότης θα το υποστεί μέχρι το Δύο Χιλιάδες Ένα και τις οίδε πόσο πέρα απ αυτό. Αυτά τους είπε ο περίεργος Θραξ κι αυτοί υποτονθόρυσαν: για φαντάσου, καλά που φύγαμε απ τη Θάσο!
Μαζεύτε τα και στρίβετε διότι άλλως θα σας την πέσουμε και θα σας κάνουμε με τα κρεμμυδάκια, τους παραγγέλνουν οι πέριξ Θράκες. Δεν πάμε πουθενά, κάφροι! τους απαντούν νταηλίδικα, και αλαζονικά τώρα πλέον, οι Θάσιοι, αυτό το κιτρινιάρικο μέταλλο, ρε σεις, είναι δικό μας και μόνο δικό μας! ‘ντάξει;
Κατόπιν τούτου, οι Θράκες έπιασαν να ξεσκουριάζουν όλα τα αποθέματα από τόξα και βέλη που διέθεταν. Πλην όμως, οι Θάσιοι δεν είχαν ούτε τόξα ούτε βέλη, ούτε πολεμική αρετή. Πού να την αποκτήσουν;
Εκείνη την εποχή έπαιρνε τα πάνω της μια χώρα ονόματι Μακεδονία, που έμελλε, μάλιστα, σύμφωνα με τα κουτσομπολιά, να εξελιχθεί σε ιμπεριαλιστική. Η Μακεδονία, λοιπόν, είχε έναν βασιλιά, λίγο κουτσό, λίγο μονόφθαλμο, μέγα αιδοιοθήρα, μέγα μπεκρή, πολύ μπρούτο στους τρόπους του αλλά μεγαλοφυή πολιτικό και πολέμαρχο, ονόματι Φίλιππο Βήτα. Ο Φίλιππος ο Βήτας άκουσε προσεκτικά τους απεσταλμένους του Καλλίστρατου κι όταν το φοβερό μυαλό του πήγε στις φήμες περί το χρυσάφι έστριψε το μουστάκι του και το βλέμμα του μοναδικού του ματιού έγινε πονηρό.
Καλά, θα σας σώσω εγώ, παιδιά, τους λέει, αλλά θα με πληρώσετε σε είδος. Κι όταν λέω «σε είδος» εννοώ εκείνο το κιτρινιάρικο μέταλλο, ξηγηθήκαμε; Άκου λέει! του απαντούν τα κορόιδα. Τα κορόιδα, αν θες να ξέρεις, δεν έλειψαν ποτέ από την Ιστορία της Ανθρωπότητας. Εξ ου και το δράμα της. Αυτά συνέβαιναν περί το Τριακόσια Πενήντα Έξι πριν από την απαρχή της χρονολογίας μας.
Ο Φίλιππος ο Βήτας, που λες, μπαίνει με τα στρατά του στις Κρηνίδες και λέει στους Κρηνιδιώτες, μην ανησυχείτε παιδιά, τώρα δεν πρόκειται να σας κουνηθεί κανείς. Εκτός απ τους γενναίους στρατιώτες μου, θα παραμείνουν στους Φιλίππους κι αυτοί οι ρεμπεσκέδες έποικοι που έφερα μαζί μου γιατί στη Μακεδονία είναι χαραμοφάηδες ενώ εδώ θα είναι οι εκπολιτιστές σας, ξηγηθήκαμε; Μα τι λες, μεγαλειότατε, του λέει κάποιος από τους αφελείς, για ποιους Φιλίππους μιλάς; εδώ είναι... Α, ξέχασα να σας ανακοινώσω, τον κόβει ο μονάρχης, πως από τούδε και στο εξής η πόλη σας, που θα την κάνω σπουδαία και τρανή, θα λέγεται Φίλιπποι. Τι θα πει Κρηνίδες και πράσιν’ άλογα; όνομα ειν’ αυτό; Μα αυτό εξοχότατε λέγεται Κατάληψη και Κατοχή! του λέει κάποιος άλλος λιγότερο αφελής. Ε, και; του αντιγυρίζει ο Φίλιππος με το μοναδικό του μάτι να γυαλίζει από ηγεμονικό κυνισμό ως ξίφος του Ισπαχάν καταμεσίς του κατακαλόκαιρου.
Με τις Κρηνίδες να γίνονται Φίλιπποι, με τόσα μακεδονικά στρατά και τόσους ξελιγωμένους Μακεδόνες έποικους, πού να σου ξανακουνηθούν οι πέριξ Θράκες. Θα μείνουν στη ναφθαλίνη της Ιστορίας μέχρι να τους βγάλει αργότερα ο Αλέξανδρος, ο επιλεγόμενος Μέγας, για να τους πάρει μαζί του στην εκστρατεία κατά της Ανατολίας. Αλλ’ αυτό είναι πόνημα για άλλο τεύχος.
Η πρώτη δουλειά που έκανε ο Βήτας ήταν να διατάξει ν’ ανοίξουν λαγούμια στα πλευρά του Παγγαίου για ν’ αρχίσει ν’ ανακουφίζεται απ το βαρύ χρυσό φορτίο του.
Την ίδια στιγμή στήνει κι ένα νομισματοκοπείο περιωπής για να κόβει απνευστί μονέδα με πρώτη και καλύτερη το «Φιλιππείον» που πέρναγε παντού. Κάτι σαν το δολάριο, να πούμε. Και τώρα που έλυσε το μέγα πρόβλημα της χρηματοδότησης της εκστρατείας εναντίον των βαρβάρων της Ανατολίας (για τις προσβολές δήθεν που έκαναν ανά τους προηγούμενους αιώνες σε βάρος της αγαπημένης του Αθήνας και των λοιπών Ελλήνων) ποιος τον πιάνει! Τα χρυσωρυχεία του αποδίδουν πάνω από χίλια τάλαντα ετησίως. Αυτό θα πει μπίζνες!
Αλλά, η Ιστορία πρέπει να του αναγνωρίσει και ορισμένα μεγάλα πολιτισμικά έργα. Κατά πρώτον αποξήρανε τα έλη για να μην του αποδεκατίζονται οι είλωτες από την ελονοσία κι επιπλέον για να τα καταστήσει καλλιεργήσιμα και κερδοφόρα. Κατά δεύτερον, έχτισε το θέατρο όπου αυτή τη στιγμή περιφέρονται οι Ρωσίδες μου σαν τρελαμένες πεταλούδες. Κατά τρίτον ανύψωσε κτίρια για τις διοικητικές, στρατιωτικές, και οικονομικές του υπηρεσίες, και, κατά τέταρτον έχτισε ένα τεράστιο προστατευτικό τείχος για την σεκιούριτι του εργοταξίου του. Αυτοί είναι ηγέτες, φίλε μου!
ΚΟΛΟΝΙΑ ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΑ ΤΖΟΥΛΙΑ ΦΙΛΙΠΠΕΝΣΙΣ
Τα κορίτσια του Βορρά βγάζουν από το μοσχοβίτικο σακιδιάκι τους δυο μπεζ χαρτοσακούλες πλήρεις νταβραντωμένων βοτρύων και τις αποθέτουν στο καλυμμένο από αφυδατωμένα βρυόφυτα θραύσμα κρηπίδας του Φόρουμ, όπου και καθόμαστε. Η πράσινη σαύρα που λιαζόταν εκεί λίγο πριν τρομοκρατείται, απομακρύνεται ταχύτατα κατά ένα μέτρο, σταματά και επιστρέφει το πανικόβλητο βλέμμα της πάνω μου. «Πανικόβλητο»; Αυτό δεν σημαίνει παρά την προβολή της ατελούς ανθρωποκεντρικής γνώσης μου πάνω στα νευρικά συστήματα των έμβιων. Ή, άλλως, πάνω στο μηχανισμό της αντανάκλασης σε λιγότερο ή περισσότερο σύνθετους βιομηχανισμούς. Η Μαρίνα μου προτείνει ένα τεράστιο τσαμπί και καθώς το παίρνω, θενκ γιου της λέω, σκέφτομαι αν σε κάποιο μέλλον, κάποιοι θα μπορούν να διαβάσουν με ακραία ακρίβεια τη σκέψη κάποιων άλλων. Προοπτική εφιαλτική. Οργουελική. Η Άννια με βλέμμα θαμπό (ή έτσι μου φαίνεται) βάζει αργά, πολύ αργά, στο στόμα της τη σφριγηλή ρόγα του βότρυος, αφημένη σε κάποιον ασαφούς υφής ευδαιμονισμό. Γκρης ιζ βέρι μπιούτιφουλ, Κώστας! Ύπαγε οπίσω μου Σατανά! Γιες, οφκόρς, της απαντώ κι αισθάνομαι (δικαιολογημένα) αμήχανος. Η Μαρίνα ανασκελώνεται στην κρηπίδα του άλλοτε Φόρουμ και αφήνεται στον ήλιο, τον ελληνικό. Αυτή τη στιγμή θά ‘θελα ν’ άκουγα το Άξιον Εστί.
Κατά τον Δεύτερο προ Χριστού αιώνα, στους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους δηλαδή, η διέλευση της Εγνατίας Οδού μέσα από την πόλη την κατέστησε διαμετακομιστικό κέντρο περιωπής κι εξ αυτού συνετέλεσε τα μάλα στην περαιτέρω άνθισή της. Άσε που το χρυσάφι του Παγγαίου δεν έλεγε να εξαντληθεί.
Οι Ρωμαίοι έκαναν τους Φιλίππους επαρχία τους το Εκατόν Σαράντα Οκτώ κι εκτός των άλλων θεάρεστων έργων τους μετέτρεψαν και το θέατρο σε αρένα βάζοντας πεινασμένα λιοντάρια να παλεύουν με διάφορους ανεγκέφαλους μονομάχους ή με κάτι φουκαράδες κατάδικους. Και οι κερκίδες να σείονται από τις αιμοχαρείς ιαχές του όχλου, γκοοολ και τέτοια. Τζάμπα μάγκες, σου λέω! Ο ρωμαϊκός πολιτισμός σ’ όλο του το μεγαλείο!
Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ (που μου καθόταν στο στομάχι απ τον καιρό που, μαθητής Δημοτικού τότε, διάβαζα την πρώτη έκδοση των «Κλασικών Εικονογραφημένων»), είχε καβαλήσει το καλάμι, κι ενώ είχε φτάσει στο ανώτατο αξίωμα μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, ένα πρωί ξύπνησε και είπε τέρμα η Δημοκρατία, είμαι ο Εις και Μόνος. Σύνελθε, ρε μεγάλε, τι είναι αυτά; του λέει έκπληκτος ο κολλητός του ο Βρούτος, εμείς, ρε συ, δώσαμε μάχες και μάχες για να στεριώσουμε τη Δημοκρατία που μας ενέπνευσε η μεγάλη Αθήνα και συ... Εγώ είμαι πεφωτισμένος απ τους θεούς, του απαντά ο Ιούλιος, και κάνε την πάπια διότι, αν δεν υπήρχα εγώ, ακόμα κι αν υπήρχαν τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης του μέλλοντος, δεν θα σε ήξερε ούτε η μάνα σου.
Αλλά ο Βρούτος (που τονε γούσταρα απ τον καιρό που διάβαζα την πρώτη έκδοση των «Κλασικών Εικονογραφημένων») δεν ήταν από κείνα τ’ ανθρωπάκια που βάζουν την ουρά στα σκέλια και την προσωπική φιλία πάνω από τα κοινωνικά ιδεώδη. Καλά, θα σε φτιάξω εγώ, σκέφτηκε, και μαζί με άλλους αποφασισμένους δημοκράτες όπως ο Κάσσιος, ας πούμε, πρωτοκλασάτος κι αυτός, του τραβάνε μια συνωμοσία που τύφλα νά ‘χει το «Εγχειρίδιο του Αντάρτη της Πόλης» του Κάρλος Μαριγκέλια. Και την ώρα που ξεψυχούσε ο μεγαλομανής απ’ το λεπίδι του πρώην κολλητού του είπε και ‘κείνο το ιστορικό «και συ τέκνον Βρούτε;». Ναι ρε φασίστα, κι εγώ! μπορεί και να του ψιθύρισε ο Βρούτος που στάθηκε πιο τυχερός απ τον παραλίγο τυραννοκτόνο Αλέκο Παναγούλη, τον δικό μας.
Κατόπιν τούτου, το ρωμαϊκό κατεστημένο χωρίστηκε στα δυο: από ‘δω οι δημοκρατικοί τυραννοκτόνοι με τους Βρούτο και Κάσσιο επικεφαλής κι από κει οι οπαδοί της μοναρχίας, οι τυραννολάτρες, ο Μάρκος Αντώνιος και ο Οκταβιανός, που τρωγόντουσαν και συναναμεταξύ τους για το ποιος θα κάτσει στο θρόνο του συχωρεμένου.
Καλά, και πού κολλάνε ολ’ αυτά με τους Φιλίππους, ρε θείο; θα με ρώταγε ο ανιψιός αν τον είχα μαζί μου αυτή τη στιγμή. Και ‘γω θα του απαντούσα πως η τελική αναμέτρηση που επηρέασε βαθιά την από ‘κει και πέρα τύχη της Ρώμης, και σε τελική ανάλυση όλης της τότε γνωστής Ανθρωπότητας, έγινε ‘δω, στους Φιλίππους. Δηλαδή, θείο; Δηλαδή, το Σαράντα Δύο προ Χριστουγέννων, εδώ, στην πεδιάδα που απλώνεται ανάμεσα στους Φιλίππους και στο Παγγαίο, αντιπαρατάχτηκαν τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα: από τη μια των δημοκρατικών μ’ επικεφαλής τους τον Βρούτο και τον Κάσσιο κι από την άλλη των αυτοκρατορικών μ’ επικεφαλής τους τον Οκταβιανό και τον Μάρκο Αντώνιο. Και οι απλοί στρατιώτες, ρε θείο; Αυτοί ήσαν με όποιον τους τ’ ακούμπαγε. Και ποιος νίκησε, ρε θείο; Οι αυτοκρατορικοί, αλλά εσύ τι ανακατεύεσαι; αφού δεν σ’ έβαλα απ την αρχή να παίξεις σ’ αυτό το κείμενο.
Αυτή η μάχη άνοιξε το δρόμο στον Οκταβιανό για τον αυτοκρατορικό θώκο αλλά και για την παραπέρα ανάπτυξη της πόλης των Φιλίππων, η οποία, καθότι πάνω στην Εγνατία Οδό, έμελλε να εξελιχτεί σ’ ένα πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο και σε ύψιστης στρατηγικής σημασίας προκεχωρημένο φυλάκιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Αντώνιος κουβάλησε δω έναν εσμό από βετεράνους λεγεωνάριους και τους λέει, αντί να παίζετε μπαρμπούτι και να τριγυρνάτε στα μπουρδέλα της Ρώμης, ελάτε δω να φτιάξετε δικά σας, κι αντί να περιφέρεστε σαν ρεμάλια από δω κι από κει κλέβοντας τον κοσμάκη ή δουλεύοντας ως φουσκωτοί στα διάφορα κωλάδικα, φροντίστε να γίνετε τζέντλεμαν για να διοικήσετε αυτή την πόλη που γεννάει χρυσάφι.
Κουβάλησε κι ένα σωρό άλλους καθωσπρέπει διανοούμενους, καλλιτέχνες και μαστόρια πρώτης επιλογής και τους λέει, κύριοι, βγάλτε τ’ απωθημένα σας, αυτό το χώμα είναι δικό μας και δικό μας, και στο εξής θ’ ακούει στο όνομα Κολόνια Αουγκούστα Τζούλια Φιλιππένσις!
Άβεεε! ουρλιάζει από κάτω ο χύδην όχλος που πάει πάντα με τους δυνατούς της ημέρας.
Και τι σημαίνει αυτό το Κολόνια Αουγκούστα πωστοείπατε, κύριε; τον ρωτά ταπεινά ένας γηγενής. Εσύ να μη μιλάς, του λέει ο Αντώνιος, κι αν είναι να μιλάς φρόντισε να είναι εις άπταιστην λατινικήν, διότι από τούδε και στο εξής κομμένα τα ελληνικά, ξηγηθήκαμε; Σι Σινιόρε, του απαντά στα ιταλικά έντρομος ο ανθρωπάκος αφού δεν είχε προλάβει να μάθει τα λατινικά.
Κι αρχίζει ένας παρατεταμένος οργασμός αλλά όχι διονυσιακός τώρα πια. Οικοδομικός οργασμός, καλλιτεχνικός, εμπορικός και δε συμμαζεύεται. Εγείρονται μεγάλα οικοδομήματα όπως το Φόρουμ, η Ρωμαϊκή Αγορά δηλαδή, το Υδραγωγείο, η Παλαίστρα αλλά και μια σειρά σπουδαία αγάλματα και μνημεία που βρίσκονται έξω από το γνωστικό μου πεδίο. Άσε που δημιουργείται κι ένας πολυπολιτισμικός αχταρμάς ανάμεσα στην αρχαία ελληνική θρησκεία, τις ρωμαϊκές λατρείες και τα ανατολικά θρησκευτικά ρεύματα.
Είναι αυτό το καταπληκτικό σκηνικό... Κάθε χρόνο τέτοια εποχή το βλέπω μεσ’ από το πούλμαν που μας πηγαίνει απ το αεροδρόμιο της Χρυσούπολης στη Δράμα και λέω, δε γίνεται, πρέπει να το περπατήσω. Είναι αυτό το καταπληκτικό σκηνικό που λέγεται Βασιλική Βήτα. Τέσσερις δομικοί πεσσοί, μια τοξωτή πύλη, να τι απόμειναν. Ένα μελαγχολικό ερείπιο με κοκκινωπή σαν σκουριασμένη τοιχοδομία που, πάντως, με κυριεύει. Η Μαρίνα είναι αποφασισμένη να γυρίσει την επόμενη μικρού μήκους της εδώ, στους Φιλίππους, με την Άννια πρωταγωνίστρια και με μένα οπωσδήποτε. Τι θες να κάνω στην ταινία σου; κάποιον τραγοπόδαρο θεό; της λέω. Τις ξέρω καλά αυτές τις εκρήξεις ενθουσιασμού. Και τις κανακεύω μάλιστα, γιατί τι θά ‘ταν ο άνθρωπος χωρίς τα όνειρά του; Ένα τίποτα.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ
Το Πενήντα μετά τα Χριστούγεννα κατέφθασε στους Φιλίππους κι ο Ρωμαίος Σαούλ, ένας πρώην στρατιωτικός καριέρας που μετονομάστηκε σε Παύλος για να ξεχάσει το αμαρτωλό παρελθόν του. Αυτός ο Παύλος, το λοιπόν, ανέλαβε το ιερό χρέος να θεμελιώσει τη χριστιανική ιδεολογία και να τη διαδώσει πάση θυσία.
Τον ακολουθούσαν δε και οι ομοϊδεάτες του Σίλας, Τιμόθεος και Λουκάς. Αυτός ο τελευταίος ήταν σπουδαίος για την εποχή του συγγραφέας αλλά και σχολαστικός πρακτικογράφος. Παρ’ ότι δεν είχε εφευρεθεί ακόμη η στενογραφία, αυτουνού δεν του ξέφευγε τίποτα από μια αφήγηση. Οι Πράξεις των Αποστόλων που, από άποψη τιράζ, είναι πάντα ανάμεσα στα μπεστ σέλλερς, είναι δικό του πόνημα. Περίπτωση ο Λουκάς!
Τα Σάββατα οι Ιουδαίοι μαζεύονταν στις όχθες του ποταμού Ζυγάκτη, λίγο πιο έξω απ την πόλη των Φιλίππων για τα δικά τους λατρευτικά. Εκεί πήγαινε κι ο Παύλος με τους προειρημένους βοηθούς του και προσπαθούσε να γυρίσει και τα πιο αγύριστα ιουδαϊκά κεφάλια.
Να τους αγαπάτε όλους έλεγε. Και τους μπατίρηδες και τους ματσωμένους. Και τους προλετάριους και τους καπιταλιστές. Και τους αρχιερείς με τα χρυσά άμφια αλλά και τους ταπεινούς παπάδες. Κι αυτούς ακόμα που παρκάρουν πάνω στη γωνία του δρόμου αδιαφορώντας για το αν χωράτε να στρίψετε. Και τους άλλους, αυτούς που λαδώνουν την πολεοδομία και χτίζουν στο πιτς φυτίλι ένα δυο ορόφους επιπλέον. Όλους να τους αγαπάτε. Κι αν κάποιος σας ρίξει μια σφαλιάρα να του λέτε, φχαριστώ, ρίξε μου κι άλλη μια σε παρακαλώ για να μπορέσω να μπω στον Παράδεισο στα σίγουρα, ή μάλλον ρίξε μου άλλες δύο για να πάρω και τη γειτόνισσά μου μαζί.
Μπορεί και να μην τά ‘λεγε έτσι ακριβώς αλλά δεν ήμουν εκεί για να ξέρω. Εξ’ άλλου ποτέ δεν δήλωσα ιστοριοδίφης. Όπως και νά ‘χει, ο Παύλος έκανε πολύ καλή δουλειά. Έπειθε κυρίως αυτούς που δεν είχαν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους, όπως έκαναν κι οι κομμουνιστές τα παλιά χρόνια. Όταν υπήρχαν αλυσίδες, διότι τώρα υπάρχουν τα κινητά και κανείς νεοκομμουνιστής δεν έχει όρεξη να χάσει τα κινητά του. Πολύ δε περισσότερο τα ακίνητα.
Μια μέρα όμως τον Παύλο τον σαγήνευσε μια εμπόρισσα πορφυρών υφασμάτων που τη λέγανε Λυδία. Την είχε από ΄δω, την είχε από ‘κει, κατάφερε να την βαφτίσει στον Ζυγάκτη και την πέρασε στην Ιστορία ως την πρώτη Ελληνίδα και ευρωπαία χριστιανή. Στη συνέχεια βάφτισε και όλο της το σόι. Τα βαφτίσια έγιναν του συρμού κι αυτό ανησύχησε πολύ τους Ρωμαίους που, ενώ στην αρχή τον είχαν για ψώνιο, τώρα άρχισαν να τον υποψιάζονται για πράκτορα των Ταλιμπάν. Και τον συνέλαβαν. Και τον κατηγόρησαν για προσηλυτισμό σε αντιρωμαϊκές δοξασίες και για σύσταση, και συμμορία, επί σκοπώ την ανατροπή της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής καθεστηκυίας τάξεως. Όνειδος!
Και, αφού του έριξαν κι ένα χέρι ξύλο (τα καθάρματα!) τον άδειασαν σαν σακί στο μπουντρούμι μαζί με τους άλλους τρεις. Αλλά ο Παύλος και οι τρεις σωματοφύλακες, γεννημένοι αγωνιστές, προσηλύτισαν και βάφτισαν ακόμα και τους δεσμοφύλακές τους. Είδαν κι απόειδαν οι Ρωμαίοι άρχοντες κι αναγκάστηκαν να έρθουν σε συμβιβασμό μαζί του. Εμείς θα σας αφήσουμε ελεύθερους αλλά, μην ξαναπατήσετε το πόδι σας στους Φιλίππους, εντάξει; Εντάξει είπαν αυτοί και ξαμολήθηκαν με το σταυρό στο χέρι για να σώσουν τον κόσμο. Και τον έσωσαν, θείο; Εσύ να μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.
Αύριο παίζεται η ταινία τους. Είναι γι αυτές μια πολύ σημαντική μέρα. Και ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει αυτό. Εγώ πάντως θα κάθομαι δίπλα τους κατά τη διάρκεια της προβολής και θα μοιραστώ την αγωνία τους. Έτσι το θέλησαν, το ζήτησαν, και ‘γω το δέχτηκα. Τώρα πρέπει να πούμε καληνύχτα. Πώς λέγεται το καληνύχτα στα ρώσικα;
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν