ΤΑΤΖΙΚΙΣΤΑΝ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΟΓΔΙΑΝΗΣ

Front Picture: 

Μεταλαμπαδευτής πολιτισμού ή σφαγέας των λαών, ο εκ Μακεδονίας Αλέξανδρος; Στην καρδιά της αρχαίας Σογδιανής, στο σημερινό Τατζικιστάν, η ίδια η Φύση δίνει την απάντηση. Κανένας άνθρωπος δεν θα ξεκίναγε πριν από κοντά δυόμισι χιλιάδες χρόνια από την άλλη άκρη του τότε γνωστού κόσμου για να διασχίσει αυτά τα απίστευτα κακοτράχαλα βουνά με τα πενιχρά μέσα της εποχής αν πάνω απ’ όλα δεν τον κινούσε μια παθιασμένη ψυχή ταξιδιώτη κι εξερευνητή.

 

Της Ισαβέλλας Μπερτράν

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 394/03.11.2007



Η μοναξιά των συνόρων


Τατζικιστάν; Πώς σας ήρθε πάλι τούτο; απορούσαν γνωστοί και φίλοι όποτε τύχαινε ν’ ακούσουν για το ταξιδιωτικό μας σχέδιο, ομολογώντας την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι τουλάχιστον, ότι δεν γνωρίζανε σχεδόν τίποτε για τη χώρα, αρχής γενομένης από το κατά πού πέφτει πάνω στον παγκόσμιο χάρτη.

Για να μην μιλήσω για κείνον τον συνάδελφο -ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε- που αγνοούσε ακόμα και το γεγονός ότι η εν λόγω ονομασία αναφέρεται σε ανεξάρτητη κρατική οντότητα και όχι ενδεχομένως σε κάποιο εξωτικό έδεσμα με βάση το τζατζίκι; (όχι, δεν αστειεύομαι, το περιστατικό είναι πραγματικό). 

Και να λοιπόν που υπακούοντας σε κάποιον ακούσιο υπόγειο συνειρμό μου’ρχεται ξανά στο νου η συγκεκριμένη στιχομυθία ενώ εγκαταλείπουμε με τον Κώστα την ουζμπέκικη επικράτεια από τη συνοριακή έξοδο λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Σαμαρκάνδης και βαδίζουμε μία από τις πιο μοναχικές πορείες της ζωής μας, με τα σακίδια στην πλάτη και έναν δολοφονικό ήλιο ντάλα στο κεφάλι, καλύπτοντας εκατοντάδες επί εκατοντάδων ερημικών μέτρων χωρίς να διαφαίνεται πουθενά το παραμικρό ίχνος τατζίκικου φυλάκιου που να υποστασιοποιεί την ύπαρξη αντίστοιχου κράτους.

Μα τι διάολο γίνεται, λες να μην… ;

 

Ώσπου, ω του θαύματος,  η (πιο) νεκρή (δεν γίνεται) ζώνη επιτέλους ζωντανεύει προσκρούοντας πάνω στη γνώριμη γκρίζα ακολουθία από αίθουσες ελέγχου όπου ως μοναδικοί πελάτες νοηματοδοτούμε επί σαράντα περίπου λεπτά το λόγο επαγγελματικής ύπαρξης έξι-εφτά συνοριοφυλάκων , πηγαινοερχόμενοι από τον ένα στον άλλο για συμπλήρωση εντύπων, υπογραφές και σφραγίδες, μέχρι ν’ ακουστεί επιτέλους το πολυπόθητο «περάστε» συνοδευόμενο μάλιστα από ένα welcome to Tajikistan.

Σκέψου δηλαδή να μην ήμασταν και welcome…!


Μια ανάδελφη περσογενής σφήνα


Μα τι προστατεύουν τέλος πάντων τόσο ζηλότυπα οι Τατζίκοι πίσω από τα σύνορα τους;  


 «Ουζμπέκοι όχι καλοί, μας έκλεψαν την Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη» δίνει ο Νασρεντίν την δική του εκδοχή για τα αίτια της  τατζίκικης καχυποψίας.


Μεσολάβησε μια κοπιώδη αναζήτηση των κατάλληλων αγγλικών λέξεων μέσα από το περιορισμένο γλωσσικό οπλοστάσιό του.


Η κουβέντα διεξάγεται περιδιαβαίνοντας τα απομεινάρια της αρχαίας πόλης του Πέντζικεντ, ή αλλιώς Μπούτζικαντ, στις όχθες του ποταμού Ζαραβσάν, βασικού τροφοδότη του Άμου Ντάρια, δηλαδή του αρχαίου 'Ωξου. Είμαστε οι μοναδικοί επισκέπτες ενός από τους σημαντικότερους υποτίθεται αρχαιολογικούς χώρους του Τατζικιστάν που ωστόσο δείχνει να τελεί υπό συνθήκες πλήρους εγκατάλειψης.  Αιτία γι αυτό η συνήθης, δηλαδή η χρόνια δυστοκία στη ροή πιστώσεων μετά τη διάλυση της πρώην Σοβιετίας.

Τα άτακτα ερείπια που απλώνονται μπροστά μας, κυρίως θεμέλια σπιτιών και υπολείμματα της αρχαίας αγοράς καθώς και δύο ζοροαστρικών ναών,  καλύπτουν  μια περίοδο από τον 5ο μέχρι τον 8ο μ.Χ. αιώνα. Στην πραγματικότητα όμως η γη πάνω στην οποία πατάμε κρύβει πολλά περισσότερα απ’ όσα κατάφερε μέχρι σήμερα ν’αναδείξει η αρχαιολογική σκαπάνη.


Γεωγραφικά βρισκόμαστε στην καρδιά της αρχαίας Σογδιανής - της γνωστής σε μας από τις αλεξανδρινές εκστρατείες - η επικράτεια της οποίας περιέκλειε όχι μόνο ολόκληρο το σημερινό Τατζικιστάν, αλλά και το νοτιοανατολικό ένα τρίτο περίπου του τωρινού ουζμπέκικου εδάφους, όπου καμαρώνουν περίλαμπρες η Μπουχάρα και η Σαμαρκάνδη.

Με καταβολές από τους Πέρσες Σαμανίδες που κατά τον 9ο και 10ο αιώνα ανέδειξαν τις δύο αυτές ιστορικές πόλεις ως τα αστραφτερότερα κοσμήματα της δυναστείας τους, δεν είναι λίγοι οι σύγχρονοι Τατζίκοι  που όπως ο Νασρεντίν επιμένουν να αναφέρονται σ’ αυτές ως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας.  Εθνικιστική εμμονή; Η πραγματικότητα είναι μάλλον πιο σύνθετη.


Ανάδελφη περσογενής σφήνα - γλωσσικά και πολιτισμικά - μέσα σε μια πλημμυρίδα από τουρκομογγολικά φύλα (Καζάκοι, Ουζμπέκοι, Τουρκομάνοι, Κιργίζιοι κλπ.), οι Τατζίκοι έχουν βάσιμο ιστορικό παράπονο από την σοβιετική διοίκηση για τον τρόπο που συνέβαλε, έστω και αθέλητα, στο κουτσούρεμα του μετέπειτα ανεξάρτητου  κράτους τους.


Η έριδα ξεκινάει από το 1929, όταν ιδρύθηκε η «αυτόνομη σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία του Τατζικιστάν» ακρωτηριασμένη εξ’ αρχής από την περιοχή της Σαμαρκάνδης και της Μπουχάρα, οι οποίες για λόγους πολιτικο-οικονομικούς εντάχθηκαν στην αντίστοιχη ΣΣΔ του Ουζμπεκιστάν, παρά την πλειοψηφικά τατζίκικη σύνθεση του πληθυσμού τους.


Τότε βέβαια ο διακανονισμός αυτός αφορούσε απλά τα εσωτερικά σύνορα της ενιαίας Σοβιετίας, δηλαδή μια διαίρεση με διοικητική μόνο σημασία.


Να όμως που με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας και την ανεξαρτητοποίηση των κεντρασιατικών δημοκρατιών, τα σύνορα αυτά απέκτησαν ξαφνικά διεθνή υπόσταση με αποτέλεσμα οι Τατζίκοι να βρεθούν ντε φάκτο απογυμνωμένοι από την ιστορική τους κοιτίδα. Εξ’ ου και η πικρία τους προς τους ευνοημένους γείτονες που από την πλευρά τους δεν ιδρώνει τ’ αυτί τους για «επανόρθωση της αδικίας» και παραχώρηση τους ενός τρίτου του εδάφους τους στους Τατζίκους για λόγους «ιστορικότητας». Κι εδώ που τα λέμε ποιο κράτος θα έπραττε διαφορετικά αυτοβούλως;


Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!


Ο Νασρεντίν είναι ο κλήρος που έφερε στο δρόμο της ζωής μας η αναγκαιότητα εύρεσης μεταφορικού μέσου.


Τραχύς και λιγομίλητος, στο τιμόνι ενός άλλοτε κυριλάτου και τώρα πλήρως ξεχαρβαλωμένου Μόσκοβα, ενσαρκώνει με τον πιο συμβολικό τρόπο το νέο ανεξάρτητο Τατζικιστάν που καλείται να επιβιώσει μέσα από τις στάχτες της άλλοτε κραταιάς σοβιετικής αυτοκρατορίας. Καθόλου εύκολη υπόθεση όπως θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ταξιδεύοντας στα ενδότερα.


Λίγα χιλιόμετρα μετά το Πέντζικεντ, η καλλιεργημένη κοιλάδα παραχωρεί τη θέση της στην οροσειρά των Φαν οπότε και ο δρόμος αρχίζει να τραβάει την ανηφόρα παρακολουθώντας από κοντά τον ρου του ποταμού Ζαραβσάν.


Με έντεκα κορυφές πάνω από τα πέντε χιλιάδες μέτρα, αν τα βουνά αυτά βρίσκονταν σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου, θα έχαιραν φυσιολογικά μια φήμης ανάλογης με το μπόι τους, ελάχιστα πιο χαμηλό απ’ αυτό του Καυκάσου, και σαφώς μεγαλύτερο από των ευρωπαϊκών Άλπεων. Γεννημένα ωστόσο στη σκιά των ξακουστών Παμίρ που σκεπάζουν ολόκληρο το ανατολικό Τατζικιστάν με τους ιλιγγιώδεις βράχινους όγκους τους των εφτά και βάλε χιλιομέτρων ύψους, τα Φαν αντιμετωπίζονται περίπου σαν μικρά αδελφάκια τους, οπότε και διαβιούν στην αφάνεια που η μοίρα επιφυλάσσει συνήθως στους φτωχούς συγγενείς.  

Καθώς όμως χωνόμαστε όλο και πιο βαθιά στην δύσβατη αγκαλιά τους αναλογίζομαι τι μπορεί να έσπρωξε τους πρώτους κάτοικους της περιοχής να επιλέξουν αυτά τα απίστευτα κακοτράχαλα μέρη ως τόπο εγκατάστασης. Γυμνή πέτρα πάνω στη γυμνή πέτρα, όσο γοητευτικό κι αν φαντάζει στα μάτια  μου αυτό το σκληρό ορυκτό τοπίο, άλλο τόσο εχθρικό στέκει αντικειμενικά προς την ανθρώπινη επιβίωση. Τι να φυτέψεις και τι να καρπίσει σ’ αυτή τη χέρσα γη που τσιγκουνεύεται ακόμα και τα λίγα αγριόχορτα για τα κατσίκια;



Και να που σε μια από τις στροφές του δρόμου, ξεπροβάλουν ξαφνικά τα τεκμήρια της πρόσφατης απόπειρας του ανθρώπου να παράγει υπερβαίνοντας τις αντιξοότητες του φυσικού περιβάλλοντος.


Πλάι σε μιαν υπέροχη σιδερένια γέφυρα με ξύλινο σανίδωμα που διασχίζει το ορμητικό ποτάμι, μια μικρή βιομηχανική μονάδα σοβιετικής κοπής παρακμάζει πλέον αδρανής ελλείψει προφανώς δυνατοτήτων διοχέτευσης της παραγωγής της.


 


Και όμως τόσο οι απλωμένες μπουγάδες όσο και ένα γιγάντιο γκράφιτι του Λένιν πρόσφατα φρεσκαρισμένο μαρτυράει ότι οι δύο παρακείμενες εργατικές πολυκατοικίες εξακολουθούν να κατοικούνται.


Από τι να ζούνε άραγε αυτοί οι άνθρωποι σε τούτην εδώ την άγρια ερημιά τώρα που έκλεισε το εργοστάσιο; Αδύνατον ν’ απαντηθεί το ερώτημά μας από τον Νασρεντίν που ωστόσο σχολιάζει:


- Κόσμος εδώ αγαπάει πολύ Λένιν.


«Κι εμείς το ίδιο», φροντίζει να δώσει το πολιτικό μας στίγμα ο Κώστας, αδυνατώντας όμως να προχωρήσει τη συζήτηση πέρα απ’ αυτό το σημείο καθώς το φράγμα της γλώσσας υψώνεται δυστυχώς απροσπέλαστο όσο και τα βουνά που μας περιτριγυρίζουν.


Το εμπόδιο αυτό δεν φαίνεται πάντως να γίνεται αντιληπτό ως τέτοιο από τον μέχρι πρότινος φειδωλό στα λόγια οδηγό μας που, φανερά συγκινημένος από την απάντηση,  εγκαταλείπει μονομιάς την εγκράτειά του για να ξεχυθεί σ έναν ακατάσχετο λεκτικό χείμαρρο στα ρωσικά χειρονομώντας ζωηρά σαν παλιός μπολσεβίκος στο βήμα εργατικής συνέλευσης.  Τα δειλά μας «we don’t understand Russian» επουδενί δεν κάμπτουν το φρόνημά του, χρωματίζοντας αντίθετα με αυξημένη ορμή και πάθος την ακατανόητη σε μας αγόρευσή του, που διανθίζεται πολλάκις με το όνομα του Λένιν και εν τέλει ολοκληρώνεται μ’ ένα πλατύ φωτεινό χαμόγελο και απανωτά φιλικά χτυπηματάκια στην πλάτη του Κώστα συνοδευόμενα από ισάριθμα «ταβάριτς». Ντα, ντα, ο,τι πεις Νασρεντίν, προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!


Ο Μέγας περίεργος


Δεν χαίρει όμως μόνο ο πρωτομάστορας της Οχτωβριανής Επανάστασης υψηλή δημοτικότητα στην πρώην ΣΣΔ του Τατζικιστάν. Την τιμητική του εδώ έχει και ένα ακόμη ιστορικό πρόσωπο, από τα μέρη μας αυτό, ο Αλέξανδρος με τ’ όνομα, που απαντάται πότε ως ποτάμι Ισκαντέρ Ντάρια, και πότε ως αλπική λίμνη Ισκαντέρ Κουλ όπου και διανυκτερεύουμε στις εγκαταστάσεις μιας θερινής κατασκήνωσης της σοβιετικής εποχής.


Τυλιγμένοι στην ομίχλη και το παγωμένο ψιλοβρόχι, με τις φλοκάτες του χιονιού ακόμα απλωμένες Ιούνιο μήνα στις απόκρημνες πλαγιές, τα πυρακτωμένα πεδινά αποτελούνε πλέον μια μακρινή ανάμνηση. Το ίδιο και το ερώτημα που με στοίχειωνε επίμονα ξεκινώντας αυτό το ταξίδι: Ήταν μόνο η ματαιοδοξία της κατάχτησης - ή αλλιώς «η φλόγα για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού» σύμφωνα με την εθνικά politically correct διατύπωση - αυτό που εν τέλει οδήγησε τον εκ Μακεδονίας ορμώμενο τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το ωραίο του παλατάκι στην Πέλλα, να τρέχει πάνω κάτω τα όρη και τις στέπες της Κεντρικής Ασίας μέχρι τις όχθες του Ινδού ποταμού;


   

 

Ξεπαγιάζοντας από το κρύο, σε υψόμετρα που ξεπερνάνε κατά πολύ αυτό της ψηλότερης κορυφής του Ολύμπου, με το αυτοκίνητο ν’ αγκομαχάει για να σκαρφαλώσει το μισοκαταστραμένο  από το χιόνι και τον πάγο δρόμο, η ίδια η πραγματικότητα έχει προ πολλού επιβάλει την απάντηση : Καμία καταχτητική φιλοδοξία δεν επαρκεί από μόνη της για να σπρώξει κάποιον να διασχίσει τα όρια του γνωστού στην εποχή του κόσμου και να περιπλανηθεί σ’ αυτά τα ύψη, χωρίς χάρτες, χωρίς γνώση των περασμάτων, με τα ελάχιστα μέσα του τότε, σε μέρη όπου τίποτε το ουσιαστικό δεν υπάρχει προς κατάχτηση, αν δεν τον κατατρώει πάνω απ’ όλα το σαράκι του εξερευνητή.



Πρόδρομος κατά δεκαοχτώ αιώνες ενός Ντιάζ, ενός Κολόμβου ή ενός Μαγγελάνου - κι ας μην μνημονεύεται γι αυτό ως όφειλε - αν ο Αλέξανδρος  υπήρξε αδιαμφισβήτητα μέγας για κάτι δεν είναι για την εξ ορισμού αντιφατική ιδιότητά του ως «στρατηλάτη εκπολιτιστή» αλλά γι αυτό που πάντα αποτέλεσε κι αποτελεί βασικό μοχλό της ιστορικής εξέλιξης στην ανθρώπινη περιπέτεια: την περιέργεια και την ακαταμάχητη έλξη για το άγνωστο.



Στην Εσχάτη Αλεξάνδρεια


Ισταραβσάν, η αλλιώς αρχαία Κυρόπολη, ένας ακόμη σταθμός στο δρόμο του γιου του Φιλίππου.


Από το οχυρό που κατέλαβε μετά από σύντομη μάχη ο Ισκαντέρ δεν απομένουν πια παρά μερικά ανάξια λόγου και φωτογράφησης διάσπαρτα θεμέλια. Στον ίδιο λόφο τώρα δεσπόζει το νεότευκτο μνημείο με τον επιβλητικό μπλε τρούλο, που εγκαινιάστηκε προσφάτως για τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια από την ίδρυση της πόλης.


Οι εικόνες της μέρας: Τα σοκάκια της παλιάς πόλης και το λασπωμένο της παζάρι, τα δεκάδες μικρομάγαζα και τα σιδηρουργεία όπου μπαινοβγαίνουμε σαν στο σπίτι μας, το τραγούδι της βροχής πάνω στα τσίγκινα υπόστεγα, ο πρόθυμος μουφτής που ξεκλειδώνει για χάρη μας την παλιά μαντρέσα, η παρακμασμένη τσαικάνα, εστιατόριο και πανδοχείο μαζί, όπου καταλύουμε εξουθενωμένοι για φαγητό και ξεκούραση. 




Και να λοιπόν που αγγίξαμε τον τελικό στόχο αυτού του οδοιπορικού.

Με θερμές χειραψίες και ανταλλαγές ηλεκτρονικών διευθύνσεων, αποχαιρετούμε τον Νασρεντίν μπροστά στην πύλη του ξενοδοχείου στην Κοτζάντ - την πρώην Λενίναμπαντ της σοβιετικής περιόδου - την πόλη που είδε το φως της μέρας πριν από εικοσιτρείς και κάτι αιώνες  φέροντας άλλοτε το όνομα του ιδρυτή της, χωρίς ωστόσο να απομείνει από εκείνη την περίοδο το παραμικρό υλικό ίχνος παρά μόνο η εσαεί εγγραφή στην ιστορική μνήμη: Αλεξάνδρεια η Εσχάτη.

Η πρώτη αναγνωριστική γύρα αποκαλύπτει μια μάλλον ευχάριστη σύγχρονη πόλη, με άνετη κυκλοφορία, φαρδιά πεζοδρόμια, χώρους πρασίνου και περιπάτου, καθώς και κάποιες ενδιαφέρουσες γωνιές όπως τα αναστηλωμένα μεσαιωνικά τείχη και το πολύχρωμο παζάρι γύρω από την πλατεία Πομπέντι.



- Τι λες, πάμε μια βόλτα και προς το ποτάμι;

Καθισμένοι σε υπερυψωμένο αναψυκτήριο με λευκές πλαστικές καρέκλες και σιντριβάνι με χρυσόψαρα πίνουμε εμφιαλωμένους χυμούς με κατ’ ευθείαν θέα πάνω στον Συρ Ντάρια, τον αρχαίο Ιαξάρτη.  Ακριβώς από κάτω μας, δυο άντρες ψαρεύουν με πετονιά από μια μικρή εξέδρα.


Στην απέναντι όχθη, με φόντο μερικές δεκάδες εργατικές πολυκατοικίες αστράφτει στον ήλιο ένας μεταλλικός Λένιν εικοσιδύο μέτρων, μάλλον το ψηλότερο διασωθέν ομοίωμά του σε ολόκληρη την πρώην αυτοκρατορία και σίγουρα το ασχημότερο που έχουν δει τα μάτια μου. Αντιλαμβάνομαι ότι η παραπάνω πραγματικότητα δεν ταιριάζει «κανονικά» με τις ρομαντικές περιγραφές που θα περίμενε  κανείς να διαβάσει για μια φορτισμένη ιστορικά τοποθεσία. Και σίγουρα δεν εξηγεί «λογικά» την παράξενη συγκίνηση και τη χαρά που μ’ έχουν παρ’ όλα αυτά  πλημμυρίσει για το γεγονός και μόνο ότι βρίσκομαι εδώ. Ίσως όμως αυτό το παράδοξο να είναι και η καλύτερη απόδειξη ότι τελικά το ταξίδι δεν είναι τόσο υπόθεση γεωγραφικής μετακίνησης όσο πριν και πάνω απ’ όλα παιχνίδι φαντασίας και κατάσταση του νου.


Για περισσότερες φωτογραφίες από τη διαδρομή στο Τατζικιστάν:

 

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...