ΜΑΡΩΝΕΙΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΜΑΡΟ ΣΤΑ ΖΗΡΙΝΑΙΙΚΑ
- Δηλαδή είχε και παρατσούκλι η Ίσμαρος, ρε θείο; - Δεν θα τό ‘λεγα. Απλώς, ο Μέγας Ιερέας, που άκουγε στο όνομα Μάρωνας, καθώς έριχνε το δάκρυ του καυτό κορόμηλο πάνω στα ερείπια του ζωτικού του χώρου, του ‘ρθε η θεόσταλτη έμπνευση να επανιδρύσει την Ίσμαρο και να την μετονομάσει σε Μαρώνεια. Τόσο ταπεινόφρων ήτο. Έτσι είναι οι αρχιερείς: γραπώνουν την εξουσία τους πιο πεισματικά κι από...
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, αρ. τεύχους 96/09.02.2002
Από του Ιλίου τα μέρη μ’ έριξαν στους Κίκονες οι ανέμοι,
στην Ίσμαρο, κι εγώ την πάτησα και σκότωσα τους άντρες,
κι όσα απ’ το κάστρο τους κουρσέψαμε - γυναίκες, βιός περίσσιο -
μοιράδια εγίναν, νά ‘χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
Και τότε εγώ μιάν ώρα αρχύτερα να φύγουμε ζητούσα,
όμως εκείνοι οι τρισανέμυαλοι δε θέλαν να μ’ ακούσουν.
Πινόταν το κρασί αλογάριαστο, και πλήθος βόδια σφάζαν
στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα, κι αρνιά στο ακροθαλάσσι.
Ωστόσο οι Κίκονες εφώναξαν τους...
- Θα πάει μακριά η βαλίτσα, ρε θείο;
- Ανιψιέ, γίνεσαι ασεβής, εδώ πρόκειται για μετάφραση του Καζαντζάκη, μια από τις ωραιότερες μεταφράσεις της Οδύσσειας!
- Έτερον επ’ άπειρον, θείο...
- Εκάτερον, λέγεται!..
- Πέσ’ το όπως θες αλλά αντί να μου διαβάζεις στιχάκια, που ούτε καν ομοιοκαταληξία δεν έχουν, γιατί δεν μου τα λες με δικά σου λόγια, που ‘χεις και λέγειν, ιδίως όταν βάζεις σάλτσες και υπερβολές.
- Εμμέσως πλην σαφώς μου καταλογίζεις ανιστόρητες υποκειμενικές παρεκκλίσεις!
- Ποιος, εγώ ρε θείο;
«Ακρόπολη Αρχαίας Ισμάρας» δηλώνει η πινακίδα με το βέλος, η αιχμή του οποίου είναι στραμμένη προς την κορυφή του υψώματος. Κατάλαβα: πάλι θα μου βγει η ψυχή! Κι αν έχει τουλάχιστον στη διαδρομή κάνα φωτογενές κοτρόνι να μου ποζάρει πάει στο διάολο, αλλιώς... Δεν μπορούσαν να στρέψουν την πινακίδα προς την ακτή, που ’ναι και κατηφόρα; Ουφ!
- Αφού, που λες, ο Οδυσσέας ξεμπούκαρε με τα λεφούσια του από το ξύλινο άλογο κι έκανε την Τροία στάχτη και μπούλμπερη για να μάθουν οι Τρώες τι εστί βερίκοκο και για να μην μας κουνιόνται πλέον, κι αφού αποκατέστησε την τιμή της Ελλάς, που ήταν επικεντρωμένη στα κέρατα που φύτρωσαν στο κούτελο του Μενέλαου, μπήκε στα πλοία και όρτσα τα πανιά κατά πατρίδα μεριά. Κατά Ιθάκη, για την ακρίβεια.
- Επαναλαμβάνεσαι, θείο, στους Κίκονες είχαμε φτάσει.
- Έχεις δίκιο, στους Κίκονες, όνομα κι αυτό! Θαλασσοδάρθηκαν, το λοιπόν, εδώ στο βορειοανατολικό Αιγαίο, εξαντλήθηκαν κι οι καβάτζες της νεροτροφοδοσίας τους και είπαν να κάνουν κάνα γιουρούσι να λαφυραγωγήσουν τα πέριξ για να λαδώσουν και τ’ αντεράκι τους ώστε ν’ αντέξει στις φουρτούνες. Διότι, σου λέει, ψάρια, ψάρια, στο τέλος αντίς για γένια θα φυτρώσουν λέπια στις τραχιές παρειές μας. Κι εν πάση περιπτώσει, ο Όμηρος έχει έναν περίδρομο κεφάλαια να γράψει ακόμη για την Οδύσσειά μας κι ως εκ τούτου μας θέλει χορτάτους και νταβραντωμένους για να βγάλει κι αυτός τα συγγραφικά του απωθημένα.
Κάποιος, λοιπόν, σφύριξε στο αφτί του Οδυσσέα πως η Ίσμαρος, Ισμάρα κατ’ άλλους, πόλη της φυλής των Κικόνων της Θράκης που ήσαν και σύμμαχοι τότε των Τρώων, είναι γεμάτη με χρυσάφι και με κάτι γκομενάρες μπουκιά και συχώριο. Να φάμε, να πιούμε και να... ξεχαρμανιάσουμε, ρε καπετάνιο, του λένε οι Θιακοί του, άλλως θα γυρίσουμε σεινάμενες λυγάμενες αδερφές στο νησί κι ο Όμηρος δε θα ‘χει μούτρα να τελειώσει το έργο του διότι το θέλει, λέει, ελληνοπρεπές κι όχι βρετανοπρεπές.
- Θείο παρεκτρέπεσαι!
- Γιατί; φταίω ‘γω για τις προκαταλήψεις του καθενός;
‘Ντάξει, δεν έχω μάτι αρχαιολόγου αλλά τούτες ‘δω οι πέτρες δεν μπορεί νά ‘χουν προκύψει από τα γλύφανα των βροχών και των αέρηδων. Κι ούτε μπορείς να πεις ότι και καλά η Φύση αντέγραψε τη λογική της ευκλείδειας γεωμετρίας. Το ενάντιο μπορείς να πεις, αφού η Φύση προϋπάρχει της λογικής η οποία είναι προϊόν και εργαλείο της ανθρώπινης σκέψης. Τούτες εδώ οι πέτρες, πάντως, στοίχημα ότι είναι σώματα από το σώμα της κυκλώπειας οχύρωσης της αρχαίας Ισμάρας.
ΒΟΥΡ ΣΤΟΝ ΠΑΤΣΑ!
- Πείθεται, που λες, ο Οδυσσέας, χαρμάνης και πεινάλας κι ο ίδιος, την πέφτουν στους Κίκονες της Ισμάρας και κάνουν την ακμάζουσα πόλη τους γης Μαδιάμ. Ούτε Αμερικάνοι μαρίνς στο Βιετνάμ να ήτανε. Ένα πλιάτσικο πρότυπο για την πολεμική αρετή των κοσμοκρατόρων του μέλλοντος.
- Ρε θείο, εμείς οι Έλληνες μόνο καλούς πολέμους κάναμε.
- Αυτά τα λες, ανιψιέ, για να είσαι αρεστός στους αναγνώστες του Γεωτρόπιου, είσαι οπορτουνιστής!
- ‘Ντάξει, ρε θείο, μην τσατίζεσαι, για τις επαγγελματικές σου ισορροπίες νοιάζομαι γαμώτο!
- Δεν υπάρχει Τάξη χωρίς την Α-ταξία της, ανιψιέ. Για να μη σου πω πως αυτές οι δυο πραγματικότητες είναι εσαεί συνύπαρκτες καθώς η Τάξη όχι μόνο εμπεριέχει την Αταξία της αλλά και οφείλεται σ’ αυτή. Και τούμπαλιν.
- Πάλι δύσκολα μου βάζεις!
- Αν δεν με γουστάρεις, άλλαξε θείο, εντάξει; Λοιπόν πού είχαμε μείνει; Α, ναι, στο πλιάτσικο.
Να οι ελιές, που λες, και να τα λάδια της Ισμάρας! Να τα σιτάρια και να τα κριθάρια! Να τα γελάδια και να τα αιγοπρόβατα! Να τα περίτεχνα αγγεία και να τα χρυσοποίκιλτα σκεύη! Να και το κόκκινο γλυκό κρασί της που μ’ αυτό ο Όμηρος, δια του Οδυσσέα πάντα, θα μεθύσει αργότερα τον Κύκλωπα Πολύφημο. Να κι οι χαμηλοβλεπούσες αλμυρές παρθένες!
Βουρ στον πατσά λεβέντες μου! τους λέει, κι ας περιμένουν οι Πηνελόπες. Σύζυγοι είναι στο φινάλε. Κι ορμάει κι αυτός.
Αν μη τι άλλο, η θέα από ‘δω πάνω είναι εκπληκτική. Ελιές, πουρνάρια και σκόρπιες λαξεμένες πέτρες: η διαλυμένη λιθοδομία του αρχαίου τείχους της πόλης των Κικόνων προφανώς. Στο σημείο που βρισκόμαστε, στο λόφο του Αηγιώργη, θα πρέπει να ήταν η αρχαία Ακρόπολη με το Ιερό του Απόλλωνα και κάπου ‘δω γύρω θα πρέπει να εντοπίσουμε και τους ογκόλιθους της προϊστορικής μεγαλιθικής πύλης. Κοίτα να δεις που ξεκίνησα ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης για να καταλήξω ερασιτέχνης αρχαιολόγος!
- Λέω τώρα να κατηφορίζουμε σιγά σιγά. Έχουμε και το Θέατρο. Έχουμε κι άλλα.
- Μα καλά, για τη Μαρώνεια δεν θα γράψουμε τίποτα, ρε θείο;
- Κατά πρώτον δεν γράφουμε αλλά γράφω. Κατά δεύτερον, όταν λέμε Ίσμαρος, κατ’ άλλους Ισμάρα, εννοούμε Μαρώνεια.
- Δηλαδή είχε και παρατσούκλι η Ίσμαρος;
- Δεν θα το ‘λεγα. Απλώς, ο Μέγας Ιερέας, που άκουγε στο όνομα Μάρωνας, καθώς έριχνε το δάκρυ του καυτό κορόμηλο πάνω στα ερείπια του ζωτικού του χώρου, του ‘ρθε η έμπνευση να επανιδρύσει την Ίσμαρο και να την μετονομάσει σε Μαρώνεια. Τόσο ταπεινόφρων ήτο. Έτσι είναι οι αρχιερείς: κρατούν την εξουσία τους πιο πεισματικά κι από κάτι τύπους σαν τον Τσαουσέσκου ή σαν τον Μιλόσεβιτς, θες κι άλλα παραδείγματα;
- Άσε, θείο, γιατί θα παρεκτραπείς και θα σε κράξουν από τη στήλη της αλληλογραφίας.
- Ο Μάρωνας, λοιπόν, με τους επιζήσαντες Κίκονες και πιθανόν με Χίους άποικους, εφεξής Μαρωνίτες, ξανάχτισαν την πόλη τους με την ακρόπολή της πιο γρήγορα κι απ’ όσο οι Γιαπωνέζοι το Ναγκασάκι τους. Ξανάχτισαν και τα τείχη της που φτάνανε ίσαμε τη θάλασσα και σε χρόνο μηδέν, που λέει ο λόγος, φτιάξανε μια Μαρώνεια τζιτζί! Άσε που μετά από τόσα όργια στην παραλία οι μετέπειτα Μαρωνίτες θα πρέπει να είχαν και ανάμικτο κικονικό, ιθακήσιο και χιώτικο αίμα. Η πρώτη Μαρώνεια, η παραλιακή...
- Γιατί, υπήρξε και δεύτερη;
- Όχι ακριβώς αλλά αργότερα η ίδια προσωπικώς μετακόμισε λίγο προς την ενδοχώρα, εκεί που είναι και σήμερα δηλαδή, για λόγους στρατηγικούς. Η παραλιακή Μαρώνεια, το λοιπόν, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη από τα χρόνια της ολοκλήρωσης του Παρθενώνα κιόλας. Ανεδείχθη ως κομβικό σημείο για τα καραβάνια των εμπόρων και των διερχόμενων στρατευμάτων και άρα πεδίο για μεγάλα οικονομικά και πολιτισμικά αλισβερίσια. Μου διαφεύγει εντελώς το αν διέθετε και καζίνο. Στα χρόνια όμως των Περσικών Πολέμων υποτάχτηκε στους Πέρσες και τίποτα δεν αποκλείει ν’ άφησαν κι αυτοί κάτι από το ιρανικό ντιενέι τους εδώ.
- Τώρα πώς σου ’ρθε αυτό, ρε θείο;
- Θα σου πω: ο πατέρας του πατέρα μου, και δεν ξέρω πόσοι από τους παππούδες των παππούδων μου με το ίδιο επίθετο, γεννήθηκαν στη Μαρώνεια. Αφενός. Αφετέρου, ο επιφανής γλωσσολόγος μας, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης διατείνεται πως το επίθετό μου έχει περσική καταγωγή. Προέρχεται λέει από το «Ζερίν» που στα περσικά σημαίνει λαμπερός ή και χρυσός.
- Τι λε’ ρε θείο, πολύ φάση: Κίκονες, Ιθακήσιοι, Πέρσες! μιλάμε για πολύ αχταρμά! Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ρε θείο, ούτε το λαμπερός σου ταιριάζει, ούτε το χρυσός, διότι, μάλλον απ’ την καθ’ όλα συμπαθή φυλή των Σαρακηνών φαίνεται να κρατά η σκούφια σου.
- Ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση, ανιψιέ!
Κι όταν ιδρύθηκε η πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία, το Νάτο της εποχής εκείνης δηλαδή, με την Αθήνα να το παίζει αφεντικό, η αρχαία Μαρώνεια έσπευσε να ενταχθεί κι αυτή. Μη χάσει! Διότι δεν γούσταρε, λέει, τον τσαμπουκά των ταχέως ανερχόμενων Μακεδόνων. Και κάθε που οι Αθηναίοι βάφτιζαν εχθρό της Συμμαχίας όποιον δεν έκλινε τον αυχένα του στις αξιώσεις τους, ως σύμμαχοι συνέδραμαν και οι Μαρωνίτες στο σωφρονισμό του. Άσε τα τάλαντα που τσόνταραν στο Κοινό Ταμείο το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, έδρευε στην Αθήνα.
ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΣΑΥΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΟΧΙΕΣ
Συρματόπλεγμα με ασορτί συρματόπορτα και ουδείς φύλακας ή κάποιος παρεμφερής αρμόδιος στο οπτικό μου πεδίο. Αλλά δεν γίνεται να φύγω χωρίς να φωτογραφίσω το Αρχαίο Θέατρο. Σφυρίζω σαν τσομπάνης, κοιτάζω ένα γύρω, φωνάζω: είναι κανείς εδώ;.. ψυχή ζώσα! Δεν χρειάζεται πάντως ταλέντο διαρρήκτη για να παραβιάσω αυτή την εικονική πραγματικότητα που το παίζει πόρτα, κι αν μου πει και κανείς τίποτε, περαστικός ήμουν, κύριε, βρήκα ανοιχτά και μπήκα. Κι ούτε πρόκειται να σπείρω το χώρο με πορτοκαλόφλουδες, όπως συνηθίζουν πολλοί εν των ανέτων συμπατριωτών μου. Ακούς εκεί!
Κι ένας κοινώς νοήμων θνητός αντιλαμβάνεται ότι, αυτή τη στιγμή, το Θέατρο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων βρίσκεται στο παρατεταμένα γοητευτικό στάδιο της αποκάλυψης. Και κάτω απ’ αυτά τα μάρμαρα, που ήδη φωτίζει η μέρα, περιμένουν τα πολύ περισσότερα. Κάπου διάβασα πως υπάρχουν συνολικά δέκα σειρές κλιμάκων χωρισμένες σε εννιά κερκίδες. Μιλάμε για ένα θέατρο που χώραγε δυόμισι χιλιάδες θεατές οι οποίοι ξεσάλωναν εδώ τα Σαββατοκύριακα όταν στις ντίσκο της παραλιακής υπήρχε το αδιαχώρητο. Από τα πέτρινα καθίσματα των επισήμων σώζονται ελάχιστα αφού οι απόγονοι των αρχαίων Μαρωνιτών τα τίμησαν δεόντως. Σου λέει, γιατί αυτά τα ωραία σκαλισμένα μάρμαρα να πηγαίνουν χαμένα σ’ αυτή την ερημιά παρέα με τις σαύρες και τις οχιές; Τα σήκωσαν, που λες, από δω και τα εντοίχισαν στα σπίτια τους. Μέχρι και διακοσμητικό διάζωμα στο σχολείο της τωρινής Μαρώνειας τα έκαναν. Τζάμπα δομικό υλικό, σου λέει!
- Τι λε’ ρε θείο, αυτό λέγεται βανδαλισμός!
- Ναι, αλλά αν τον χαρακτηρίσουμε ως τοιούτο θα μας ξεφωνίσουν. Σκέψου πως μερικοί σοβαροφανείς τοπικιστές διατείνονται πως μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίστηκε η ελληνικότητα της σύγχρονης Μαρώνειας. Κατάλαβες τώρα γιατί ορισμένοι πεφωτισμένοι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν την άποψη που συνοψίζεται στο «αν δεν είμαστε άξιοι να προστατεύσουμε τ’ αρχαία μας είναι καλύτερα να τ’ αφήσουμε στο χώμα»; Ας ελπίσουμε πάντως πως αυτά που αποκαλύπτονται σήμερα θα μείνουν τουλάχιστον στη θέση τους και δεν θα συληθούν από κάποιον Ελγίνο του Εικοστού Πέμπτου μετά Παρθενώνα αιώνα.
Όταν ο Φίλιππος ο Βήτα βάλθηκε ν’ απλώσει προς ανατολάς την κυριαρχία του, προσάρτησε και τη Μαρώνεια στο βασίλειο της Μακεδονίας και δεν είμαι σε θέση αυτή τη στιγμή να σου πω αν η Αθήνα έκανε τα σχετικά διαβήματα διαμαρτυρίας στον Οηέ ή όχι. Αλλά κι αν τα ‘κανε ποιος τη λογάριαζε;
Ο Φίλιππος ο Βήτα βλογούσε κι έδερνε εν ανάγκη, ξέρεις. Είπε, μάγκες εγώ θα εκδικηθώ τους Πέρσες για τις προσβολές που σας έκαναν κι επομένως δεν έχετε και πολλά περιθώρια για σούξου μούξου. Ολ’ αυτά, και καλά, για την τιμή και την αξιοπρέπεια, ανιψιέ, και ποτέ για τον μπεζαχτά και την εξουσία.
Ή είστε μαζί μου ή εναντίον μου, τους είπε, και πρόσθεσε υποτονθορύζοντας: το δεύτερο δεν σας το συνιστώ διότι θα σας αποβεί άκρως ανθυγιεινό. Και μη σας ξαναδώ να κλαψουρίζετε γιατί θ’ αλλάξω το Μαρώνεια και θα το κάνω Φίλιπποι, όπως έκανα και με τις Κρηνίδες σε προηγούμενο άρθρο του Γεώ. Τσιμουδιά οι Μαρωνίτες έκτοτε.
Αργότερα, ο Αλέξανδρος, κατά την εκστρατεία του, απ’ όπου περνούσε έντυνε στο χακί κόσμο και κοσμάκη για να ολοκληρώσει το έργο του μπαμπά. Έτσι πήρε μαζί του και Μαρωνίτες πολεμιστές τους οποίους, αργότερα, στα Σούσα νομίζω, τους έντυσε κι αυτούς στα περσικά και τους ζευγάρωσε με Περσίδες. Όχι αυτές τις πλαστικές που βάζουν οι νεοέλληνες στα παράθυρά τους, τις Ιρανές εννοώ.
Εξ άλλου πρώτος έδωσε το παράδειγμα: Φόρεσε την αυτοκρατορική κορώνα, λίγο λοξά γιατί έτσι του πήγαινε καλύτερα, έριξε μια χρυσοποίκιλτη χλαμύδα στους ώμους, και μια στους ώμους του Ηφαιστίωνα για να μην του κάνει μούτρα, παντρεύτηκε την κόρη του Δαρείου του Γάμα, Στάτειρα, κι έδωσε εντολή να κάνουν και τα στρατά του το ίδιο.
- Μα, καλά ρε θείο, έτσι την εννοούσε ο Αλέξανδρος την εξαγωγή του ελληνικού πολιτισμού;
- Μην εκτρέπεις τον ρου της σκέψης μου, ανιψιέ! Για την εξαγωγή του ελληνικού πολιτισμού έσερνε μαζί του κι έναν περίδρομο Αθηναίους διανοούμενους, τυχοδιώκτες και εμπόρους αλλά γι αυτό θα γράψω άλλη φορά. Πού είχα μείνει; α, ναι. Όπως σου ‘χω πει και σε προηγούμενη ευκαιρία, εκείνα τα χρόνια τα επίθετα δεν ήταν κληρονομικά και μάλιστα σε αρσενική γραμμή απογόνων. Σου ‘διναν ό,τι επίθετο θέλανε. Έτσι, αν τύχαινε να είσαι ωραίος και χρυσομάλλης σαν άγγελος σε κοσμούσαν με το επίθετο Ζερίν, επί παραδείγματι.
Κατά την περίοδο του αλληλοσπαραγμού ανάμεσα στους επίγονους του Αλέξανδρου για το ποιος θ’ αρπάξει το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, η Μαρώνεια, ανθούσα πάντα, πέρασε διαδοχικά στην εξουσία του Λυσίμαχου, του Πτολεμαίου του Γάμα, του Φιλίππου του Έψιλον και του Αντίοχου του Γάμα, μέχρι τα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κι όσο κι αν σου φανεί παράξενο, ανιψιέ, οι Ρωμαίοι, με την τζίφρα τους σε έγγραφο συμμαχίας και με ανάλογο αριθμό πρωτοκόλλου, την αναγνώρισαν ως ελεύθερη πόλη-κράτος.
- Καλά ξηγήθηκαν! ε θείο; Κύριοι!
- Έκτοτε, η Μαρώνεια, μέχρι τα βυζαντινά χρόνια της παπαδοκρατίας, θεμελίωσε, την υπόστασή της πάνω στο δημοκρατικό πολίτευμα: Δήμος, Βουλή, Γερουσία, ωραία πράγματα!
Εκείνο που δεν είχα συνειδητοποιήσει από παλιότερες, σύντομες πάντα, επισκέψεις μου στη Μαρώνεια είναι η πληθώρα των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ίσως γιατί η αποκάλυψη πολλών εξ αυτών είναι πολύ πρόσφατη. Όπως αυτό το μωσαϊκό δάπεδο, για παράδειγμα, στην καρδιά της αρχαίας Μαρώνειας, που μόλις τώρα έρχεται στο φως της μέρας. Και είναι ομολογουμένως καταπληκτικό! Μπορώ να μπω; ρωτώ τον επικεφαλής των εργατών καθαρισμού. Πρέπει νά ‘χετε άδεια μου λέει. Μα αφού μπορώ να το φωτογραφίσω εξ ίσου καλά και όντας έξω απ’ την περίφραξη. Δεν ξέρω, κύριε, εγώ εντολές εκτελώ. Εκτέλεσέ τες λοιπόν, αφού στο κάτω-κάτω η μάνα Φύση μού ‘δωσε ένα μπόι αρκετό για να εξέχω ένα κεφάλι πάνω από τα συρματοπλέγματά σας. Τι να πεις!
Στο πιο κάτω ανάσκαμμα, τρεις-τέσσερις εκατοντάδες μέτρα πριν από το ντοκ του λιμανιού, δεν υπάρχει ούτε συρματόπλεγμα, ούτε ευθυνόφοβοι. Φωτογράφησε ό,τι θες λεβέντημ! βγάλε και μένανε στην τηλεόραση με τον Μάκη, μου λέει ένας μυστακοφόρος και παίρνει μια αστεία στάση για την οποία δεν πρόκειται να θυσιάσω ούτε μια πόζα. ’Φχαριστώ μάστορα, του λέω και κλικ κλικ απαθανατίζω ό,τι έχει αποκαλυφτεί απ’ την αρχαία κατοικία με την περίστυλη αυλή, τα μωσαϊκά δάπεδα και τους ανδρώνες. Πάγαινε και ‘σακάτ να ιδείς και το Ρωμαϊκό Πρόπυλο με τις καμάρες! μου λέει. Θα πάω, μάστορα, θα πάω.
- Θείο, κερνάω παγωτό, είσαι;
- Με τι προσόντα, δηλαδή, θα με κεράσεις παγωτό;
- Εγώ την παραγγελία και συ την εκταμίευση, ρε θείο, πού είναι το πρόβλημα;
- Πουθενά. Είναι μια αξιέπαινη επιχειρηματική σκέψη εκ μέρους σου, εύγε, και μια καλή ευκαιρία να σουλατσάρουμε στο λιμάνι του Αγίου Χαραλάμπους, γύρω και κάτω απ’ το οποίο βρίσκονται τα ερείπια του βυζαντινού λιμανιού της Μαρώνειας.
- Θα κάνουμε και κατάδυση θείο;
- Άσε, καλύτερα.
Στα μέσα, περίπου, του Δέκατου Έκτου αιώνα από τα Χριστούγεννα ή, άλλως, του Εικοστού Πρώτου από την ολοκλήρωση του Παρθενώνα, οι Μαρωνίτες εγκατέλειψαν την παράλια πόλη τους και την ξανάχτισαν πέντε χιλιόμετρα πιο μέσα, στην πλαγιά του βουνού, στα τριακόσια μέτρα υψόμετρο.
- Και γιατί έτσι, ρε θείο;
- Γιατί είχαν απαυδήσει από τις επιδρομές των πειρατών οι άνθρωποι. Και τώρα δεν υπάρχουν πειρατές, θείο; Υπάρχουν και, μάλιστα, είναι τόσοι πολλοί και αποτελεσματικοί, που και στον Άρη να μετακομίσεις θα στην έχουν στημένη.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;...
- Η Μαρώνεια είναι ψώνιο, θείο!
- Στο ‘λεγα πως θα σ’ αρέσει, ανιψιέ.
- Καλά, μιλάμε και γαμώ τα χωριά!
- Δεν μπορούμε να μιλάμε για χωριό αν ξέρουμε το ρόλο και το ύφος που κράτησε σ’ όλη την ιστορική της διαδρομή.
- Δηλαδή;
- Δηλαδή είναι από τους πυρήνες του ελληνισμού που κράτησαν μια αδιάλειπτη ιστορική και πολιτισμική συνέχεια.
- Δεν γίνεσαι λίγο πιο σαφής!
- Θα προσπαθήσω. Τα ονόματα των κατοίκων της επί παραδείγματι: πολλά απ’ αυτά κρατούν από την προβυζαντινή περίοδο. Εδώ θα βρεις Πολυμνία, Πλάτωνα, Αθηνά, Τηλέμαχο, Μένανδρο, Φιλάνθη, Ρωξάνη...
- Καλά, και το Ρωξάνη ελληνικό είναι;
- Ρωξάνη λέγανε την πρώτη σύζυγο του Αλέξανδρου την οποία ηράσθη στη Σογδιανή...
- Μπα, συν τοις άλλοις και πολύγαμος ο δικός σου!
- Τότε, ευτυχώς, δεν απαγορευόταν!..
- Και γιατί αναστέναξες, ρε θείο;
- Άσχετο! Τι σού ‘λεγα;
Αλλά, και πέρα απ’ την ονοματολογία των κατοίκων της, η Μαρώνεια διατήρησε, ακόμα και κατά την μακρά περίοδο της τουρκοκρατίας, ενσωματωμένους στην Ιστορία της μια σειρά άγραφους κανόνες και κάποιο εθιμικό Δίκαιο που της εξασφάλιζαν μια σχεδόν δημοκρατική αυτοδιοίκηση. Διέθετε μια Δημογεροντία κι έναν πρόεδρο, μια εκκλησιαστική επιτροπή, μια Εφορία Σχολών και, ενίοτε, σε έκτακτες περιστάσεις, κι ένα είδος γενικής συνέλευσης όλων των κατοίκων της.
- Αυτό μου θυμίζει τη Λαϊκή Εξουσία, θείο! όπως μου την περιέγραφες κάποτε.
- Ε, ας μην υπερβάλλουμε, ανιψιέ, ψήγματα δημοκρατίας ήταν όλ’ αυτά αλλά για κείνες τις κοινωνικοϊστορικές συνθήκες ήταν πολύ προχωρημένα. Ένα δείγμα πολιτισμικής ευρωστίας της Μαρώνειας θα μπορούσε να θεωρηθεί και το ότι γεννούσε Έλληνες επιχειρηματικής διασποράς. Ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς ήταν καπνέμποροι που είχαν απλωθεί από την Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη μέχρι και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και όλο και κάτι τσοντάρανε για την πολιτισμική επιβίωση της γενέτειράς τους. Συντηρούσαν τη διθέσια σχολή της Μαρώνειας που θα επισκεφτούμε σε λίγο, πλήρωναν τους δασκάλους, στέλνανε βιβλία. Ένας από τους διάσπαρτους Μαρωνίτες που γεννήθηκε εδώ, ο πατέρας του πατέρα μου, μας προέκυψε πληβείος.
- Για κάν’ το μου λιανά αυτό.
- Ενώ το Ζηριναίικο έβγαζε καπνέμπορους, χρηματιστές και γενικώς «πατρίκιους», ο παππούς μου σταδιοδρόμησε ως καφετζής στην Πριγκιπόννησο της Κωνσταντινούπολης, όπου και γεννήθηκε ο πατέρας μου.
- Α, έτσι εξηγείται το γιατί δεν έχεις και πολύ αριστοκρατική εμφάνιση, θείο!
Τώρα, τι του λες!
- Τόσο ωραία πλατεία και δεν κυκλοφορεί ψυχή, ε θείο!
- Είναι που πέσαμε στην περίπτωση, ανηψιέ. Το καλοκαίρι σ’ αυτή την πλατεία γίνεται το ελαναδείς. Πανηγύρια, μουσικοχορευτικά συγκροτήματα, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις...
- Αυτά που λέμε «δρώμενα», δηλαδή;
- Δεν ξέρω τι εννοούμε κάθε φορά που λέμε «δρώμενα». Είναι από τους όρους που από τη στιγμή που γίνονται μαζική καραμέλα χάνουν και το αρχικό τους περιεχόμενο.
Πάμε τώρα να απαθανατίσουμε μερικές από τις δημόσιες κρήνες που σώζονται από τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Μια, μάλιστα, απ' αυτές είναι δωρεά των προγόνων μου με την ανάλογη εντοιχισμένη επιγραφή.
Η Μαρώνεια λες και δεν κατοικείται. Ή λες και κοιμάται βαθιά μετά από κάποιο γλεντοκόπι. Ανθούσα, λαμπερή, καλόγουστη, άξια της φήμης της οικιστικά αλλά και κλεισμένη στον εαυτό της. Είναι κανείς εδώ;... Μόνο το μουγκάνισμα μιας νεαρής αγελάδας αντιγυρίζει σαν απάντηση στην ερώτησή μου.
Η Μαρώνεια λες και είναι επιφυλακτική απέναντι στις φωτογραφικές προθέσεις μου. Σαν μουσουλμάνα απέναντι στον προτεταμένο τηλεφακό μου. Ή σαν ακατάδεκτη αρχόντισσα χριστιανικής συνοικίας της Κωνσταντινούπολης. Η Μαρώνεια μου το παίζει κρυψίνους, ίσως γιατί δεν της άνοιξα ακόμη όλα μου τα χαρτιά.
Σαν καβαφικός ήρωας, «χαμένος ξαναπηγαίνω», εκεί, στην πιο παλιά γωνιά της. Στην πιο, ίσως και τη μόνη, ερειπωμένη συνοικία της. Όπου οι εκπατρισθέντες της δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Για τα «Ζηριναίικα» μιλώ. Έτσι τα λέγανε τότε. Έτσι τα θυμούνται και σήμερα μερικοί γέροντες. Τσουκνίδες και αγριόχορτα. Ξύλινες, αποσαθρωμένες αυλόπορτες, σκουριασμένα γυφτόκαρφα και κρικέλες. Ερείπια παλιάς αρχοντιάς. Αρχαίες κακοφορμισμένες πληγές που χαίνουν περιμένοντας την μπουλντόζα. Και, στη συνέχεια, τη μπετονιέρα του εργολάβου. Είναι κανείς εδώ;..
Ένα δαντελωτό κουρτινάκι κρύβει βιαστικά τα μάτια που μ’ εξέταζαν τόσην ώρα επιφυλακτικά πίσω από το τζάμι του διπλανού σπιτιού.
Πέτρα, ξυλοδεσιές, και χορταριασμένα κεραμίδια. Φορούσια ξύλινα σκαλιστά και τώρα σάπια. Το πάνω μισό λες και όπου νά ‘ναι θα σωριαστεί. Το ισόγειο, αποθήκη ζωοτροφών. Μιλώ για το τελευταίο (ίσως) από τα «Ζηριναίικα» που επιμένει να πεθάνει όρθιο. Είναι κανείς εδώ;!...
Κάτι κότες μόνο και κάτι γουρούνια στη μέσα αυλή. Το κουρτινάκι του γείτονα ανοίγει και πάλι για να ικανοποιήσει την τρομαγμένη περιέργεια που κρύβεται πίσω του.
- Ανιψιέ, πάρε τη μηχανή, και φωτογράφισέ με μπροστά σ’ αυτό το σπάραγμα της καταγωγής μου. Τι θα’ ‘ταν Άνθρωπος χωρίς τις μνήμες του;
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν