ΝΕΠΑΛ 2 - ΠΑΣΟΥΠΑΤΙΝΑΘ, ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΠΟΤΑΜΟΣ

Front Picture: 

Μόλις πενήντα μέτρα από τις πλατφόρμες καύσης, άντρες, γυναίκες και παιδιά πλένονται ή μπουγαδιάζουν στο ίδιο νερό όπου ταξιδεύει η στάχτη των νεκρών. Στο Πασουπατινάθ, ζωή και θάνατος πορεύονται εν ειρήνη, σφιχταγκαλιασμένοι και σε κοινή θέα. Χωρίς αιδώ, χωρίς απέχθεια, χωρίς φόβο, χωρίς περιέργεια και χωρίς σύνορα μεταξύ τους. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Που τις ενώνει η μολυβί ροή του ιερού ποταμού Μπαγκμάτι.

 

Της Ισαβέλλας Μπερτράν

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 179 / 13.09.2003


Map of Nepal

 

Προηγείται:

ΝΕΠΑΛ 1 - ΣΤΟΝ ΕΣΩ ΚΟΣΜΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 


Μάλλον φέρνουν κάποιον νεκρό, μου ψιθυρίζει στ’ αυτί ο Γκάουταμ καθώς το φορτηγάκι φρενάρει σχεδόν μπροστά μας, μόλις καμιά εικοσαριά μέτρα από το ποτάμι. Οι επιβάτες του πετάγονται από την καμπίνα του οδηγού κι από την πίσω κλειστή καρότσα, για να προσφέρουν χείρα βοηθείας στη μεταφορά του φορείου όπου κείται η σωρός μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Που την πάνε αλήθεια; Σε κάποιον ναό για την τέλεση νεκρώσιμης τελετουργίας ή κατ’ ευθείαν σε μία από τις πυρές που ετοιμάζονται από την αυγή στις όχθες του Μπαγκμάτι;


Όχι, όχι στην πυρά. Δεν ήρθε η ώρα της. Έκανα λάθος, απολογείται ο Γκάουταμ. Η γυναίκα δεν έχει πεθάνει. Αν προσέξατε ήταν ντυμένη με συνηθισμένα ρούχα, δεν ήταν τυλιγμένη σε πορτοκαλί σάβανο. Μάλλον πρέπει να είναι βαριά άρρωστη, ετοιμοθάνατη, αλλά πάντως ακόμα ζωντανή.  

 

Και τότε τι την κουβαλήσανε εδώ ανάμεσα στους νεκρούς που να πάρει η ευχή; Αντί άλλης απάντησης, ο Γκάουταμ μας κάνει σήμα ν’ ακολουθήσουμε την πορεία του φορείου.


Η πομπή έχει ήδη φτάσει στα αποκαλούμενα γκατς, τα σκαλοπάτια που κατηφορίζουν κατά μήκος του ποταμού και οδηγούν χαμηλά μέσα στην κοίτη του, στην άκρη του νερού.  Ανάμεσα στα γκατς και σε τακτά διαστήματα, μεσολαβούν οι πλατφόρμες καύσης. Κάπου κάπου ωστόσο τα σκαλοπάτια διακόπτονται κι από κάτι κεκλιμένες ράμπες που φτάνουν μέχρι την επιφάνεια του ποταμού. Αυτές αλήθεια, τι ρόλο παίζουν;


Η απορία μου λύνεται σχεδόν αμέσως καθώς δύο από τους νεαρούς που κουβαλάνε το φορείο κατεβαίνουν τις κλίμακες και το εναποθέτουν με μεγάλη προσοχή πάνω σε μία από τις τσιμεντένιες τσουλήθρες.  

 

Ακολουθούν αμέσως τα υπόλοιπα μέλη της συνοδείας που κυκλώνουν στοργικά την άρρωστη γυναίκα, ενώ μερικοί κινητοποιούνται αμέσως για την πρακτική φροντίδα της.

 

Κάποιος γλιστράει ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της, ένας άλλος τη σκεπάζει με μια κουβέρτα, ενώ δυο αναλαμβάνουν να τη σύρουν αργά προς το ποτάμι έτσι που τα πόδια της ν’ ακουμπάνε στο νερό.  


Μα τι γίνεται εδώ τέλος πάντων; Κουβάλησαν μιαν άρρωστη γυναίκα για να βρέχεται ξυπόλυτη, περιτριγυρισμένη από νεκρικές πυρές!

 

Ή μήπως γίνομαι μάρτυρας κάποιας (άκρως μακάβριας) βασκανίας στην οποία υποβάλλεται η γηραιά κυρία προκειμένου να γιάνει ίσως από κάποιο θαύμα;


Η χαμηλόφωνη εξήγηση του Γκάουταμ βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Η γυναίκα δεν μεταφέρθηκε από τους συγγενείς της εδώ στο Πασουπατινάθ, στα περίχωρα της Κατμαντού, στον πλέον καθαγιασμένο τόπο καύσης νεκρών σ’ ολόκληρο το Νεπάλ, για να γίνει καλά. Κάθε άλλο.

 

Αντίθετα, την έφεραν επί τούτου για να πεθάνει. Έξω από το ναό του Σίβα, στις όχθες του Μπαγκμάτι. Γιατί δεν υπάρχει, λέει, μεγαλύτερη ευλογία από το να παραδώσεις ψυχή ενόσω τα πόδια σου βαφτίζονται στα νερά του ιερότερου ποταμού της χώρας, που τροφοδοτεί με τον ρου του τον ύψιστης ιερότητας ινδικό Γάγγη. Όχι μόνο έχεις εξασφαλίσει από χέρι μια θεαματικά καλύτερη μετενσάρκωση για την επόμενη ζωή, αλλά ενδέχεται ακόμα και να κερδίσεις τη «μόκσα», δηλαδή την τελική πνευματική απελευθέρωση. Οπότε και καθαρίζεις οριστικά από τον κουραστικό κύκλο των θανάτων και επαναγεννήσεων και οδηγείσαι μια για πάντα στη νιρβάνα. Πολύ τυχερή λοιπόν αυτή η γυναίκα που η οικογένειά της κατάφερε να την οδηγήσει εδώ πάνω στα τελευταία της. Πολύ, μα πάρα πολύ τυχερή! επαναλαμβάνει με έμφαση ο Γκάουταμ.


ΠΕΡΙ ΙΕΡΟΤΗΤΑΣ


Πολύ τυχερή η αδελφή μου, αναφωνούσε τις προάλλες και η Σούντρα. Σε τρεις βδομάδες παντρεύεται έναν άντρα που έχει δικό του ολόκληρο μότο-ρίκσα!

 

Η Σούντρα και η αδελφή της είναι και οι δύο ντότι, δηλαδή πλύστρες στην πανσιόν όπου διαμένουμε στη συνοικία Τάμελ, στην καρδιά της Κατμαντού.

 

Κάθε πρωί μαζεύουν σε κάτι μεγάλα πλεκτά κοφίνια τα λερωμένα τ’ άπλυτα τα παραπεταμένα, τα φορτώνονται στην πλάτη, και τραβάνε κατά τον ποταμό Βισνουμάτι για την ημερήσια μπουγάδα. Ο οποίος Βισνουμάτι διασχίζει όλη την πρωτεύουσα του Νεπάλ από βορρά σε νότο, ώσπου στις παρυφές της πόλης συναντιέται με τον Μπαγκμάτι. Κι εφόσον ο Βισνουμάτι τροφοδοτεί τον ιερό Μπαγκμάτι, που χύνεται στον ιερό Γάγγη, και ούτω καθ’ εξής, αυτομάτως ο Βισνουμάτι πολιτογραφήθηκε κι αυτός ως ιερός για τους Νεπαλέζους. 


Τίποτε το παράδοξο εξάλλου, αφού όλα λίγο πολύ ως ιερά αντιμετωπίζονται σ’ αυτήν τη γλυκιά χώρα, με τους ιδιαίτερα πράους και φιλικούς κατοίκους.

 

Ιερά τα περισσότερα ποτάμια, ιερά τα δέντρα μπανιάν, ιερές οι πανταχού παρούσες και κυκλοφορούσες αγελάδες, ιερά τα ουκ έστιν ο αριθμός αγάλματα των θεοτήτων του πληθωρικού ινδουιστικού πανθέου, ιεροί βεβαίως και οι δεκάδες ναοί της Κατμαντού και περιχώρων.


Το μόνο που δεν φαίνεται δυστυχώς να απολαμβάνει ανάλογου στάτους ιερότητας είναι η ανθρώπινη ζωή.  Όχι σε θεωρητικό επίπεδο, αφού οι ινδουιστές και οι βουδιστές που κυριαρχούν συντριπτικά στο θρησκευτικό στερέωμα της χώρας κατ’ εξοχήν σέβονται κάθε τι το έμβιο - και όχι μόνο. Αλλά επί του πρακτέου. Γιατί με λιγότερο από δύο ευρώ την ημέρα κατά κεφαλήν εισόδημα, άντε ο μέσος Νεπαλέζος να καταφέρει να συντηρήσει την ιερή (κατά τα άλλα) ζωή του. Εδώ σε θέλω!


I DONT SMOKE!


Άμα περιορίσεις το βεληνεκές της βόλτας σου στην Κατμαντού με σημείο εκκίνησης την Ντούρμπαρ Μαργκ  (λεωφόρος του Παλατιού) - όπου και τα πολυτελή ξενοδοχεία με τις τριψήφιες σε ευρώ τιμές διανυκτέρευσης – και κατάληξης την Ντούρμπαρ Σκουέρ και τα πέριξ αυτής, όπου και συνωστίζεται η πλειονότητα των λεγόμενων αξιοθέατων, τότε πιθανόν και να μην αντιληφθείς αμέσως και σε όλο της το εύρος την πονεμένη όψη της νεπαλέζικης κοινωνικής πραγματικότητας. Όχι πως η φτώχεια δεν βγάζει μάτι ακόμα και σ’ ένα τόσο περιορισμένο σεργιάνι, αλλά η έκρηξη χρωμάτων από τα πανταχού παρόντα μικρά και μεγάλα παζάρια καθώς και η συντριπτική πληθώρα των μνημείων που σε περιστοιχίζουν από παντού ενδέχεται να μονοπωλήσουν την προσοχή σου και να σου θολώσουν προς στιγμήν τα μάτια και το νου.


Από την τριώροφη παγόδα του Ταλεζού  μέχρι το Κασταμαντάπ, κι από τους ναούς του Σίβα και του Κρίσνα ως το σπίτι της «ζωντανής θεάς» Κουμάρι Ντέβι, αναμφίβολα η παλιά Κατμαντού αποτελεί ένα παλλόμενο ανατολίτικο παραμύθι. Ένα παραμύθι φτιαγμένο από ιερά τεμένη όλων των σχημάτων και μεγεθών, περίτεχνες ξυλόγλυπτες προσόψεις, πέτρινα αγάλματα ζωόμορφων θεών, πολύχρωμες στοίβες από φρούτα και λαχανικά, βωμούς με προσφορές σε σανδαλόξυλο, ρύζι και κατιφέδες, πάγκους ξέχειλους από κάθε λογής χειροτεχνήματα, όλα αυτά διανθισμένα με την παρουσία καμιάς ντουζίνας από φυλές, η κάθε μια με τα δικά της ενδυματολογικά και φυσιογνωμικά γνωρίσματα που καλύπτουν όλη την ανθρωπολογική ποικιλία, από την ινδοευρωπαϊκή μέχρι την μογγολοειδή και θιβετοβιρμάνικη εκδοχή της.


Αυτή τη χαμογελαστή εξωτική πλευρά της ζωής πρόκρινε απ’ ό,τι φαίνεται και το συμπαθές κίνημα των χίππις, οπότε και στις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα έριξε τη σχετική ταξιδιωτική οδηγία: Αδέλφια όπου γης μαζέψτε τα, και γραμμή για Κατμαντού.  

 

Μόνο που - για να τα λέμε  όλα - στους παράγοντες που συνέβαλαν τα μέγιστα τότε στην προς ανατολάς στροφή θα πρέπει κανείς να προτάξει και το φθηνό για τα δυτικά στάνταρ κόστος διαβίωσης στο Νεπάλ. Ναρκωτικών συμπεριλαμβανομένων, για να μην ξεχνιόμαστε. Σε παρενέργεια της μαστούρας εξάλλου, και όχι σε έλλειψη ευαισθησίας, θέλω να πιστεύω πως οφείλεται η γενικευμένη απάθεια των ρομαντικών κατά τα άλλα παιδιών των λουλουδιών απέναντι στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του ντόπιου πληθυσμού.


Κεντρικό στρατηγείο των χίππις αποτέλεσε η περιώνυμη Φρηκ Στρητ, με τα δεκάδες φτηνά ξενοδοχεία και εστιατόρια, και τους ακόμα πιο πολυάριθμους ντήλερς να πλασάρουν περίπου ελεύθερα (τότε) την πραμάτειά τους.


Σκιά του εαυτού του πλέον, και με σαφώς αραιωμένη την παλιά παρδαλή πελατεία του, ο πάλαι ποτέ «δρόμος της απωλείας» δείχνει ωστόσο να κρατάει ακόμα και σήμερα κάτι από τη διεθνούς φήμης «χαλαρότητά» του.


Από την είσοδο μας κιόλας στη Φρηκ Στρητ, μας έχει πάρει στο κατόπι ένας νεαρός πλανόδιος φορτωμένος με διάφορα περιδέραια, μαχαίρια γκούρκα και καμπανούλες προσευχής, όλα προς πώληση. Άλλο όμως φαίνεται πως είναι τελικά το κύριο αντικείμενο του επιτηδεύματός του, αν κρίνω τουλάχιστον από τις λέξεις που ψιθυρίζει συνωμοτικά πίσω από την πλάτη μας, και που παρά την προφανή έλλειψη ενδιαφέροντος από μεριά μας επαναλαμβάνει μονότονα: χασίς σερ; μαριχουάνα σερ;  

 

Μετά την πέμπτη επανάληψη και καθώς το μουρμουρητό δεν λέει να καταλαγιάζει, ο Κώστας γυρίζει και του πετάει ένα μάλλον εκνευρισμένο, I dont smoke ρε φίλε. Όπου η ρελάνς που ακολουθεί είναι πιο αφοπλιστική ακόμα κι από το απολύτως αθώο συνοδευτικό χαμόγελο: Heroine sir? Cocaine? LSD? Τώρα τι του απαντάς, μου λες; 


Κατ’ αρχάς τίποτα, γιατί έχεις μείνει αποσβολωμένος και χωρίς φωνή, καθώς μόλις εκείνη τη στιγμή διαπιστώνεις πως ο φοβερός ναρκέμπορας που σ’ ακολουθεί τόσην ώρα δεν είναι παρά ένα γλυκό αγόρι όχι πάνω από δώδεκα ετών, μ’ ένα πανέξυπνο μελαψό μουτράκι που το φωτίζουν δύο σπινθηροβόλες σκουρόχρωμες σχισμές.  

 

Κατά δεύτερο, μόλις αρχίζεις να συνέρχεσαι από το σοκ, αυθόρμητα χαϊδεύεις το κατάμαυρο παιδικό κεφαλάκι και στη συνέχεια ψωνίζεις δυο-τρία μπιχλιμπίδια απ’ αυτά που κουβαλάει μαζί του για άλλοθι, μέχρι να σκεφτείς τι άλλο καλύτερο μπορείς να κάνεις.

 

Και κατά τρίτο, όταν τελικά καταφέρεις να ξαναβρείς τη λαλιά σου, τον ρωτάς πως σε λένε, εκείνος σε πυροβολεί ξανά με το φωτεινό του χαμόγελο, σου απαντάει Γκάουταμ μάνταμ, οπότε του προτείνεις μήπως θα ήθελε ν’ αναλάβει ρόλο ξεναγού για μερικές μέρες. Μπας και μ’ αυτόν τον τρόπο τον επαναπροσανατολίσεις έμμεσα σε κάποια ευγενέστερη ενασχόληση για να κερδίζει τα προς το ζειν. Μπας και...



ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΚΑΟΥΤΑΜ


Oh yes! Thank you madam. Thank you sir. Τώρα το χαμόγελο κοντεύει να του φύγει από τ’ αυτιά. Δεν συζητάει καν για το μεροκάματό του. Παρά ρίχνει ατάκα την περιηγητική του πρόταση:  Do you know Swayambunath?

 

Όχι δεν έχουμε ακόμα επισκεφτεί τη μεγάλη στούπα. Ε τότε να πάμε, λέει, κι οι τρεις μαζί. Να πάμε τώρα. Είναι τόσο ωραία η δύση από κει ψηλά, μάνταμ.

 

 

Κι αμέσως ορμάει στο πρώτο μότο-ρίκσα που περνάει, διαπραγματεύεται τη τιμή της κούρσας, μας καλεί να καθίσουμε στο πίσω κάθισμα του τρίκυκλου κι ο ίδιος κρεμιέται απ’ έξω πιασμένος από το κουβούκλιο. Κι ύστερα, μόλις ξεπεζεύουμε στη ρίζα της μεγάλης σκάλας, εκείνος αρχίζει αμέσως να σκαρφαλώνει σαν ζαρκαδάκι τα απότομα σκαλοπάτια που οδηγούν εκεί ψηλά, στον αποκαλούμενο Ναό των Πιθήκων.


Τριακόσιες εξήντα πέντε είναι λέει οι κλίμακες μέχρι το ναό, όσες και οι μέρες του χρόνου, κι όποιος τις ανεβαίνει βελτιώνει το κάρμα του, μάνταμ.

 

Και η λευκή στούπα με το χρυσό επιστέγασμα και τα χαραγμένα πάνω του μάτια του Βούδα είναι η αρχαιότερη όλης της κοιλάδας της Κατμαντού, μίστερ. Πάνω από χίλια πεντακόσια χρόνια παλιά. Κι αποτελεί τόπο προσκυνήματος τόσο για τους Ινδουιστές όσο και για τους Βουδιστές.  

 

Να, κοιτάχτε εδώ: Αυτός ο μικρός βωμός είναι αφιερωμένος σε ταντρικές και σαμανιστικές θεότητες του ινδουισμού. Κι αυτός είναι ο ναός της Χαράτι, θεάς της ανεμοβλογιάς και των επιδημιών. Κι εδώ δεξιά, οι μύλοι προσευχής χρησιμοποιούνται από τους θιβετιανούς λαμαϊστές...



Αστείρευτος. Αεικίνητος. Πανταγέλαστος. Όχι, ο μικρός Γκάουταμ από την Κατμαντού δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί.

 

Και πρωτ’ απ’ όλα για ν’ ακριβολογούμε δεν είναι, δεν υπήρξε ποτέ κυριολεκτικά παιδί. Γιατί ποτέ δεν έζησε ως τέτοιο. Όπως τουλάχιστον ζούνε τα δικά μας παιδιά την παιδικότητά τους, στη χορτάτη Δύση.

 

Ο μικρός Γκάουταμ λοιπόν, με την σπάνια ευστροφία και κοινωνικότητα, αν λεγόταν Πήτερ, Φρανσουά, ή Χανς, αν είχε γεννηθεί στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, ή στο Μόναχο, αν..., ίσως τότε και να γινόταν επιστήμονας, ή μουσικοσυνθέτης, ή δάσκαλος - ποιος ξέρει; Κάτι άλλο τέλος πάντων, από βαποράκι.  Αλλά ο μικρός Γκάουταμ, δυστυχώς γι αυτόν, λέγεται Γκάουταμ και γεννήθηκε στην Κατμαντού. Και κει του μέλλει και να πεθάνει μάλλον. Σε κάποιο πεζοδρόμιο κατά πάσα πιθανότητα, δίπλα στους ανοιχτούς υπόνομους όπου πλαγιάζει τα βράδια.


Come sir. Come madam. Από δω. Ο Γκάουταμ καλπάζει στα σοκάκια της Κατμαντού. Θέλει να μας τα δείξει όλα. Θέλει να τα εξηγήσει όλα στους δυο ξένους που του δώσανε δουλειά για μια μέρα.

 

Δείτε, αυτός είναι ο βωμός του Κάλα Μπαιράμπ. Τον λέμε και μαύρο Σίβα, καταστροφέα της αμάθειας και του ψέματος. Παλιότερα όταν κάποιος δικαζόταν και υπήρχε η υποψία πως δεν έλεγε την αλήθεια τον έφερναν εδώ και του ζητούσαν να επαναλάβει τα λόγια του ακουμπωντας το χέρι του πάνω στο μνημείο. Γιατί κανείς δεν τολμάει να πει ψέματα μπροστά στον Κάλα Μπαιράμπ. Ξέρει πως μπορεί να πεθάνει επί τόπου.   


Εσύ τα πιστεύεις αυτά Γκάουταμ; Γελάει. Δεν ξέρω σερ. Μάλλον όχι. Ίσως, λιγάκι… Κι αμέσως σοβαρεύει: έτσι κι αλλιώς είναι κακό πράγμα να λες ψέματα.


Στρατιές ολόκληρες οι Γκάουταμ αυτού του πλανήτη, που ανάβουν και σβήνουν στις οθόνες μας, χρόνια τώρα. Στην Παλαιστίνη, το Ιράκ, την Κολομβία, τη Ρουάντα, την ... Μα ακριβώς επειδή είναι εκατομμύρια, ξεχνιούνται κιόλας την επόμενη στιγμή. Πως να χωρέσει μέσα σου ένας ωκεανός από ανώνυμες δυστυχίες;


Αν βρεθείς όμως στην Κατμαντού και σε πάρει ένας και μόνο Γκάουταμ από το χέρι για να σε οδηγήσει εκεί όπου ζει, στις απερίγραπτης βρόμας όχθες του απερίγραπτης βρόμας Βισνουμάτι, εκεί όπου ολόκληρες οικογένειες επιβιώνουν (;) σκαλίζοντας βουνά από σκουπίδια λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από το παραμυθένιο ιστορικό κέντρο με τους ναούς και τις παγόδες, εκεί στον Βισνουμάτι όπου η Σούντρα και η αδελφή της κάθε πρωί πλένουν (;) τα λερωμένα τ’ άπλυτα τα παραπεταμένα ... ε τότε δεν γίνεται πια να ξεχάσεις. Ποτέ.

 

Γιατί η έσχατη φτώχια έχει αποκτήσει πλέον πρόσωπο και όνομα για σένα: λέγεται Γκάουταμ.

 

Γιατί η απύθμενη ανέχεια έχει σημαδέψει πάνω σου το ανεξίτηλο αποτύπωμά της: αυτό της αφής ενός παιδικού χεριού που αφέθηκε μ’ εμπιστοσύνη μέσα στην παλάμη σου.   

 

Και γιατί το ύστατο στάδιο της ανθρώπινης εξαθλίωσης έχει κολλήσει στα ρουθούνια σου την άσβεστη μυρουδιά της: αυτή που αναδύεται από τις χιλιάδες ζωές που συνωστίζονται σε κάτι λιγότερο κι από παράγκες, σε υπολείμματα κτιρίων, σε αυλές μισογκρεμισμένων ναών ή – ελλείψει άλλης επιλογής – κατ’ ευθείαν στο δρόμο. Παλεύοντας παρ’ όλα αυτά να υπάρξουν. Έστω κι έτσι. Έστω και έρποντας σε μερικά τετραγωνικά μέτρα χώματος. Έστω και με μισή χούφτα ρύζι την ημέρα. Να υπάρξουν, για φαντάσου! Γιατί η θέληση για ζωή είναι εν τέλει πιο δυνατή. Ακόμα και για τέτοια ζωή...


Αυτά και άλλα πολλά βαρέθηκαν ωστόσο να βιώνουν κατά πως φαίνεται κάποιοι ζωηροί Νεπαλέζοι που - εκτός των άλλων - στερούνταν και της σχετικής υπομονής να περιμένουν την επόμενη μετενσάρκωση για ενδεχομένως καλύτερες μέρες. Οπότε από το 1996 και πέρα άρχισαν να παίρνουν τα βουνά.

 

Και τι βουνά! Εδώ μιλάμε για Ιμαλάια, με δέκα από τις δεκατέσσερις ψηλότερες κορυφές της οροσειράς, όλες πάνω από τα οκτώ χιλιάδες μέτρα, μέσα στην επικράτεια του Νεπάλ. Άντε μετά τράβα κατά κει αν σε παίρνει, να συλλάβεις τους ανυπότακτους. Πιάσε τ’ αυγό και κούρευτο, κατά τα κοινώς λεγόμενα. Ιδιαίτερα όταν εκατοντάδες σπαρμένα μέσα στο χιόνι χωριά, τρεις, πέντε ή και δέκα μέρες δρόμο με τα πόδια από την πλησιέστερη στάση υπεραστικού λεωφορείου προσφέρανε αφειδώς γη και ύδωρ στο μαοϊκό αντάρτικο.

 

Και γιατί να μην τα προσφέρουν δηλαδή, όταν τη γη τη μοίρασαν πρώτα οι ίδιοι οι μαχητές στους φτωχούς χωρικούς, απαλλοτριώνοντας τους κατά τόπους γαιοκτήμονες που αποτελούν τον βασικό κορμό του φεουδαρχικού καθεστώτος στο Νεπάλ. Αυτά προς ενημέρωση όσων απορούν για την μετέπειτα ανάδειξη των μαοϊκών ανταρτών στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής της χώρας …



ΕΝΑΣ ΕΡΩΔΙΟΣ ΡΑΜΦΙΖΕΙ ΤΟ ΕΛΟΣ


Επιστροφή στο Πασουπατινάθ. Εκεί απ’ όπου άρχισε αυτή η αφήγηση - στην πραγματικότητα από το τέλος – της περιπλάνησής μας στην Κατμαντού.

 

Όρθιοι στις όχθες του ιερού Μπαγκμάτι, συνεχίζουμε να περιμένουμε. Να ξεκινήσει κάποια κηδεία, για να παρακολουθήσουμε το τελετουργικό της από την αρχή ως το τέλος, όπως υπαγορεύει το ένστιχτο - ή η διαστροφή -  του φωτογράφου.


Στο μεταξύ, όλο και κοιτάζω στα κλεφτά τη βαριά άρρωστη γυναίκα που προσβλέπει καρτερικά να συναντήσει το θάνατό της, προσπαθώντας από την πλευρά μου να συμφιλιωθώ με τη σκηνή.  

 

 

Σε οποιαδήποτε χώρα της Δύσης – και όχι μόνο - οι συγγενείς της ασφαλώς θα φρόντιζαν σε ανάλογη περίσταση να φιλοξενηθεί σε κάποιον θάλαμο εντατικής. Σε συνθήκες αποστείρωσης, σ’ ένα αναπαυτικό καθαρό κρεβάτι, με γιατρούς και νοσοκόμες να πασχίζουν μέχρι την ύστατη ώρα να της παρατείνουν ζωή. Εδώ αντίθετα, ένας άνθρωπος αργοπεθαίνει σε δημόσια θέα, ξαπλωμένος σε μια κρύα τσιμεντένια ράμπα, ανάμεσα σε αποκαϊδια ανθρώπινης σάρκας και σε πυρές έτοιμες να υποδεχτούν τα επόμενα πτώματα. Σαν κάποιος στην Ελλάδα να είχε οδηγηθεί αντίστοιχα να περάσει τις τελευταίες του ώρες κατάχαμα, στον περίβολο ενός νεκροταφείου, ανάμεσα σε ανοιχτά φέρετρα και φρεσκοσκαμμένους λάκκους. Και να θεωρείται μάλιστα άκρως τυχερός γι αυτό!


Του λόγου το αληθές ωστόσο το επιβεβαιώνει η έκφραση στο πρόσωπο της ετοιμοθάνατης. Αδύνατο να φανταστείς πιο γαλήνιο χαμόγελο, πιο ευτυχισμένο βλέμμα. Να πέθανε άραγε ποτέ κανείς σε κρεβάτι νοσοκομείου με τέτοια έκσταση στα μάτια; Δύσκολο να το πιστέψω.

 

Δίπλα στην ηλικιωμένη στέκουν οι δικοί της. Παιδιά, εγγόνια, αδέλφια, της κρατάνε το χέρι, της χαϊδεύουν τα μαλλιά, της ψιθυρίζουν στ’ αυτί. Θα μείνουν μαζί της μέχρι να ξεψυχήσει. Ίσως αυτό πάρει ώρες, ακόμα και μέρες, ποιος μπορεί να το πει με βεβαιότητα;  

 

Την ίδια στιγμή, λίγο πιο πέρα, κάποιες άλλες οικογένειες ήδη καίνε ή ετοιμάζονται να παραδώσουν στις φλόγες τις σωρούς των αγαπημένων τους.  Και μόλις πενήντα μέτρα απόσταση από τις πλατφόρμες καύσης, άντρες, γυναίκες και παιδιά πλένονται ή μπουγαδιάζουν, με τη μεγαλύτερη φυσικότητα του κόσμου, στο ίδιο νερό όπου ταξιδεύει η στάχτη των νεκρών.


Ένας καμπουριασμένος γέρος περπατάει αργά μέσα στο βούρκο αναζητώντας τυχόν πολύτιμα υπολείμματα της αποτέφρωσης. Χρυσά δόντια ή σκουλαρίκια.

 

Αν βρει κάτι δικαιούται να το κρατήσει, μου ψιθυρίζει ο Γκάουταμ. Έχει νοικιάσει επί τούτου το χώρο μπροστά στα γκατς, πληρώνοντας τέλος στο γειτονικό ναό.

 

Σκυφτός πάνω στα άσαρκα και λεπτά σαν καλάμια πόδια του, θυμίζει ερωδιό που ραμφίζει το έλος τσιμπολογώντας σκουλήκια. Ζωή και θάνατος πορεύονται εν ειρήνη, σφιχταγκαλιασμένοι και σε κοινή θέα. Χωρίς αιδώ, χωρίς απέχθεια, χωρίς φόβο, χωρίς περιέργεια και χωρίς σύνορα μεταξύ τους. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Που τις ενώνει η μολυβί ροή του ιερού Μπαγκμάτι. 


Για περισσότερες φωτογραφίες από το Νεπάλ:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα... 

 

Διαβάστε επίσης: 

ΝΕΠΑΛ 1 - ΣΤΟΝ ΕΣΩ ΚΟΣΜΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 

ΝΕΠΑΛ 3 - ΜΠΑΚΤΑΠΟΥΡ, ΕΝΑ ΜΥΘΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΝΕΠΑΛ 4 - ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν