ΚΑΜΠΟΤΖΗ 3 - ΑΝΓΚΟΡ, Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΑΩΝ
Ο Χαν που ακτινοσκοπεί εγκαίρως τα γούστα και τις προτιμήσεις μας, μας αιφνιδιάζει. Φτάσαμε, λέει.Πού φτάσαμε; Στον Τα Προμ είπαμε να πάμε, όχι στο βοτανικό κήπο. Αυτό που βλέπω δεν είναι παρά ένα θεόρατο τροπικό δέντρο με τις ρίζες του έξω, όπως λέμε βυζάκια έξω, που... στάσου να δεις! Δεν είναι δυνατόν! Τα δέντρα εδώ φύτρωσαν, ρίζωσαν και αναπτύχθηκαν επάνω στον ναό. Όλος ο Τα Προμ δεν είναι παρά ένα σύμπλεγμα ερειπίων και ριζών. Ένας φυσικός υπερρεαλισμός που μοιάζει με παραίσθηση.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 51 / 31.03.2001
Προηγούνται:
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 1 - ΠΝΟΜ ΠΕΝ, ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 2 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΟΜ ΠΕΝΧ ΣΤΗΝ ΑΝΓΚΟΡ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Εκατόν σαράντα έξι δια έντεκα και μισό ίσον: δώδεκα κόμμα εξήντα εννιά και κάτι, αποφαίνεται το ηλεκτρονικό μαραφέτι μου. Δηλαδή, από την Κομπόνγκ Τομ ίσαμε ‘δω, τη Σιεμ Ρηπ, ερχόμαστε με μια ταχύτητα μικρότερη από δεκατρία χιλιόμετρα ανά ώρα. Και μάλιστα μ’ ένα τέσσερα επί τέσσερα εξόχως ακμαίο. Του κουτιού! Μιλάμε για ένα ράλι ταλαιπωρίας από την κεντρική (και μοναδική) οδική αρτηρία που συνδέει τις δύο προειρημένες πόλεις.
Ο δρόμος αυτός είναι κατά το πλείστον ευθύς και σχεδόν ίσαλος (ως προς την επιφάνεια της γειτονικής λίμνης Τόνλε Σαπ). Καθ’ όλο σχεδόν το μήκος του διασχίζει μια γη της οποίας οι κάτοικοι κατά την ετήσια περίοδο των βροχών ψαρεύουν στα θολά νερά των χωραφιών τους. Και που τα σπίτια τους, όλα σχεδόν, είναι πασσαλόπηκτα και υπερυψωμένα κατά δύο, έως και τρία μέτρα σε μερικές περιοχές.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν να συντηρηθεί ένας δρόμος ο οποίος μια μεγάλη περίοδο της ύπαρξής του τη διάγει ως βυθός; Δεν θα μπορούσε. Γι αυτό και είναι γεμάτος λακκούβες. Ή μάλλον είναι μόνο λακκούβες, έτσι που από κάποιο αεροπλάνο να φαίνεται ως μία εξεζητημένη λωρίδα ρελιέφ.
Ευτυχώς που λίγο πριν ξεκινήσουμε γι αυτό το ταξίδι στην Καμπότζη μου ‘κοψε και ψώνισα μια ορθοπεδική ζώνη από το φαρμακείο της γειτονιάς μου, αλλιώς...
Η Τόνλε Σαπ, καθώς μαρτυρούν τα κιτάπια μου, είναι η μεγαλύτερη λίμνη της νοτιοανατολικής Ασίας και κατά τη διάρκεια της ετήσιας πλημμύρας της φτάνει να καλύψει μέχρι και το ένα έβδομο σχεδόν της συνολικής επιφάνειας της Καμπότζης. Πρόκειται για ένα τεράστιο φυσικό ιχθυοτροφείο που δίνει τα τρία τέταρτα των αλιευμάτων της χώρας και τρέφει τέσσερα εκατομμύρια Καμποτζιανούς.
Στην Ανγκόρ συγκεντρώνεται το σύνολο σχεδόν του, έτσι κι αλλιώς ισχνού, αριθμού επισκεπτών της χώρας αφού θεωρείται η πιο (αν όχι και η μόνη) αξιοθέατη περιοχή της. Κακώς, κατά τη γνώμη μου, γιατί η Καμπότζη βρίθει από φυσικές ομορφιές και αρχαιολογικά αξιοθέατα.
Η Σιεμ Ριπ, που λέγαμε, βρίσκεται στη βορειοδυτική άκρη της Τόνλε Σαπ και τα τελευταία χρόνια έχει πάρει πολύ τα πάνω της επειδή είναι ακριβώς δίπλα στην Ανγκόρ κι εξ αυτού του λόγου διαθέτει απ' ευθείας αεροπορική σύνδεση τόσο με την πρωτεύουσα Πνομ Πενχ όσο και με την όμορη Ταϊλάνδη.
Βγαίνοντας από το ξενώνα Ρόγιαλ, που δεν είναι απαραιτήτως και άξιος του ονόματός του, μας την πέφτει ένα τσούρμο «ταξιτζήδες». Τα εισαγωγικά εδώ τα θεωρώ χρήσιμα αφού πρόκειται για οδηγούς αγοραίων μοτοποδηλάτων των πενήντα κυβικών.
Στην Καμπότζη γενικώς τα αυτοκίνητα είναι ελάχιστα και τα ταξί είναι συνήθως μοτοποδήλατα με επιδόσεις που για μας είναι αδιανόητες. Δεν είναι λίγες οι φορές που πάνω σ’ ένα τέτοιο «ταξί» μετρήσαμε πέντε (ναι: πέντε) άτομα συμπεριλαμβανομένου και του οδηγού του. Και σε μιαν άλλη πάλι περίπτωση είδα ένα τέτοιο πενηνταράκι να σέρνει έναν στύλο της καμποτζιανής Δεή κι ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω.
Από τους ταξιτζήδες των μοτό διαλέξαμε εκείνον που ακούει στο όνομα Χαν διότι ήταν ο λιγότερο φορτικός και διέθετε ένα βλέμμα σοβαρό, ευγενικό και θλιμμένο. Του ζητήσαμε ν’ αποφασίσει ο ίδιος ποιοι από τους συνάδελφούς του θα ‘ναι οι άλλοι δυο οδηγοί του κονβόι μας.
Η επαγγελματική του λογική τον έκανε ν’ απορήσει τι τους θέλουμε τόσους πολλούς και δεν επιβαίνουμε όλοι μαζί, η Ισαβέλλα, ο Ορέστης και ο γράφων, στο δικό του όχημα ενώ η πρωτόγονη συνδικαλιστική του συνείδηση τον ώθησε να τους επιλέξει με τα ει δυνατόν πιο αξιοκρατικά κριτήρια εγείροντας, όπως ήταν φυσικό, και την τσαντίλα των υπολοίπων. Δύσκολο, πολύ δύσκολο το μεροκάματο στην Καμπότζη.
Η Ανγκόρ, η αρχαία πρωτεύουσα των Χμερ, καλύπτει μια επίπεδη, χωρίς γεωλογικό ανάγλυφο, επιφάνεια, ίση περίπου μ’ αυτήν της Αθήνας, σπαρμένη με περισσότερους από εκατό αρχαίους ναούς. Οι δρόμοι που θα διανύσουμε με τα μηχανάκια σήμερα και τις επόμενες μέρες είναι κατά το μάλλον χωματόδρομοι, γι αυτό και ο Χαν μας συνέστησε να τυλίξουμε τα πρόσωπά μας με κόκκινα καμποτζιάνικα μαντήλια και να φορέσουμε γυαλιά, άλλως η σκόνη θα διεισδύσει στα έσχατα των κυττάρων μας και θα βλαστημάμε την ώρα και τη στιγμή που μας καρφώθηκε η ιδέα να ‘ρθουμε ‘δω. Και είχε δίκιο.
ΟΛΙΓΗ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που είναι γνωστή ως Ινδοκίνα, και η οποία αποτελείται από τη σημερινή Καμπότζη, το Λάος και το Ανωκάτω Βιετνάμ, έχουν έρθει στην επιφάνεια ευρήματα που μαρτυρούν ότι κατοικήθηκε εδώ και έξι χιλιάδες χρόνια.
Οι εγκυρότεροι των ανθρωπολόγων διατείνονται πως σ΄ εκείνη την περίοδο κατέληξαν εδώ δύο μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, το ένα προερχόμενο από τη μαλαϊκή χερσόνησο και την Ινδονησία και το άλλο από τη νότια Κίνα.
Οι προϊστορικοί αυτοί μετανάστες, οι μετέπειτα Χμερ, έμειναν για χιλιάδες χρόνια αποκομμένοι απ τον υπόλοιπο κόσμο κι επομένως εντελώς ανεπηρέαστοι από τους γύρω πολιτισμούς.
Οι Ινδοί, κυρίως, αλλά και οι Κινέζοι, τους «ανακάλυψαν» στην αρχή της πρώτης χιλιετίας της χρονολογίας μας με αποτέλεσμα να τους μεταγγίσουν την ινδική γραφή, τον ινδουισμό, το βουδισμό, την αστρολογία, τη λατρεία του κάθε βασιλιά τους ως ημίθεου και άλλα τέτοια πνευματικά και πολιτισμικά αγαθά.
ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα, στην κοιλάδα του Μεκόνγκ ιδρύεται από φυλές νοτιοκινέζικης καταγωγής η δυναστεία του Φουνάν. Αυτό είναι και το πρώτο ινδουιστικό βασίλειο στη νοτιοανατολική Ασία.
Το Φουνάν μέχρι τον πέμπτο αιώνα έχει απλώσει την επιρροή του σ’ ολόκληρη την Ινδοκίνα καθώς και στη μαλαϊκή χερσόνησο. Γραπτές μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν περιτοιχισμένες πόλεις, ανθρώπους που κυκλοφορούσαν σχεδόν γυμνοί, φόρους που πληρώνονταν σε χρυσάφι, ασήμι και αρώματα καθώς και την ύπαρξη βιβλιοθηκών.
Το βασίλειο του Τσενλά, με κοιτίδα το σημερινό Λάος, ήταν παρακλάδι του Φουνάν, άμεσος πρόγονος της Καμπουτσέα καθώς και της μεγάλης αυτοκρατορίας των Χμερ.
Όταν όμως το πεντακόσια σαράντα ένας πρίγκιπας Φουνάν παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα Τσενλά, παντρεύτηκε συγχρόνως και την κουλτούρα της και στράφηκε ενάντια στον λαό του με αποτέλεσμα το Φουνάν να απορροφηθεί εξ ολοκλήρου από το Τσενλά.
Στην από κει και πέρα προανγκοριανή περίοδο, οι ενδοοικογενειακές φαγωμάρες των αυτοκρατορικών αυλών θα επιφέρουν πολλές ταραχές, διαιρέσεις και μια μακροχρόνια εξάρτηση από το βασίλειο της Ιάβα. Αυτά μέχρις ότου, περί το οχτακόσια, ο Τζαγιαβαρμάν ο βήτα σηκώνει δικό του μπαϊράκι και ιδρύει το βασίλειο της Ανγκόρ με έδρα την περιοχή την οποία διατρέχουμε σήμερα με τα μοτοποδήλατα.
Αυτή η σκόνη μ’ έχει τρελάνει. Αλλά όπου να’ ναι φτάνουμε στο Ανγκόρ Βατ. Κουράγιο!
O Τζαγιαβαρμάν ο βήτα, λοιπόν, εστέφθη από βραχμάνο ιερέα και αυτοανακηρύχτηκε ως «ο Πρώτος Χμερ-Νεβαράτζα. Δηλαδή Βασιλιάς-Θεός. Οποία έπαρσις! Και για ν’ αντιμετωπίσει τις επιθέσεις της ιαβανέζικης δυναστείας έπιασε να ιδρύει στην ευρύτερη περιοχή της Ανγκόρ, κι ακόμα παραπέρα, τη μια πρωτεύουσα μετά την άλλη (αυτό το βίτσιο θα το κληρονομήσουν και οι επίγονοί του). Εκείνο πάντως που η Ιστορία του αναγνωρίζει ανεπιφυλάκτως είναι η άψογη οργάνωση της αγροτικής παραγωγής. Κι εκεί διέπρεψε!
Και φτάνουμε αισίως στον Ιντραβαρμάν. Αυτός ο Ιντραβαρμάν, λοιπόν, πέρασε στην Ιστορία ως ο πρώτος από τους μεγαλοοικοδόμους Χμερ των περίφημων ναών της Ανγκόρ. Από κει και πέρα, οι διάδοχοί του θα συναγωνίζονται, ο καθένας τους προηγούμενους απ’ αυτόν, στο ποιος θα χτίσει τον μεγαλύτερο, τον ωραιότερο και τον πιο επιβλητικό ναό που θα φιλοξενήσει το βασιλικό λιγκάμ (το είδωλο του σφύζοντος πέους, για όσους δεν το γνωρίζουν). Το οποίο λιγκάμ ήταν, εκτός των άλλων, και το σύμβολο του θεού Σίβα (δουλειά δεν είχ’ ο διάολος!.. αυτά).
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
Μαυρονεροβούβαλοι, καραγωγείς και κάρα, κάποιοι πίθηκοι που τσακώνονται στριγκλίζοντας και λιμνούλες. Παντού λιμνούλες καλυμμένες από νούφαρα.
Σταματάμε σ’ ένα από κείνα τα υπαίθρια αναψυκτήρια για να δροσιστούμε με οτιδήποτε. Τα παιδιά, οι ταξιτζήδες μας, αρνούνται σταθερά κι ευγενικά το κέρασμα. Δεν είναι σωστό σε ώρα δουλειάς, εξηγεί ο Χαν, σε κάποια στιγμή που θα είσαστε απασχολημένοι με τους ναούς θα βρούμε την ευκαιρία.
Αυτός ο λαός αποτελεί μυστήριο για μένα. Ευγένεια, πραότητα και αξιοπρέπεια ενώ μέχρι πριν από μερικά χρόνια αλληλοσφάζονταν μαζικά και ακατάσχετα. Δεν μπορώ να ξεχάσω πως διατρέχω μια γη που αποτελεί το μεγαλύτερο ναρκοπέδιο παγκοσμίως. Έξι εκατομμύρια νάρκες λίγα εκατοστά κάτω από τα πόδια των κατοίκων της. Οι οποίες νάρκες χρειάζονται είκοσι έως τριάντα χρόνια για τον εντοπισμό και την απενεργοποίησή τους.
Θα κουραστώ πολύ για να γράψω, αν γράψω, πάνω στην πρόσφατη Ιστορία αυτής της χώρας. Είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη να χειριστείς το φαινόμενο των Κόκκινων Χμερ χωρίς γενικόλογους και ανιστόρητους αφορισμούς. Παρασύρθηκα.
ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
Αυτή η σήμερα καλά οργανωμένη βλάστηση από πανύψηλα δέντρα ήταν κάποτε μια πυκνή δύσβατη ζούγκλα. Για πολλούς αιώνες μετά την παρακμή του, η Ανγκόρ, ήταν γνωστή μόνο στους ντόπιους κατοίκους και στους βουδιστές μοναχούς που ζούσαν εδώ.
Ο ένας μετά τον άλλον οι βασιλιάδες που είχαν και την αξίωση να τους θεωρούν θεούς (κι εδώ που τα λέμε η θεοκρατία έχει εξ ίσου βαθιές ιστορικές ρίζες, παράλληλη πορεία και κοινές κοσμικές επιδιώξεις με κάθε άλλη απολυταρχία) έχτιζαν αδιαλείπτως ναούς και παλάτια μέχρι τις αρχές του δέκατου τρίτου αιώνα όπου και θ’ αρχίσει η παρακμή του φαινόμενου Ανγκόρ.
Η παρακμή μέχρι την πλήρη εξαφάνιση του ανγκοριανού πολιτισμού θα διαρκέσει δύο περίπου αιώνες και για τα αίτιά της παίζουν πολλές εκδοχές.
Κάποιοι μελετητές την αποδίδουν στη διείσδυση του βουδισμού που, μαζί με τη διαφθορά στους κόλπους του ινδουιστικού ιερατείου, υπέσκαψε το κύρος του θεσμού του βασιλιά και των ιερέων.
Άλλοι διατείνονται πως φταίει κάποια αιφνίδια διαταραχή του τοπικού κλίματος με καταστρεπτικές επιπτώσεις πάνω στην αγροτική οικονομία του βασιλείου.
Μια τρίτη εκδοχή (που μ’ αρέσει ιδιαιτέρως) είναι πως εξ αιτίας της μεγαλομανίας των βασιλιάδων που ήθελαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον, είχε επιστρατευτεί όλος, ή σχεδόν όλος, ο πληθυσμός του Ανγκόρ στην οικοδόμηση των ναών, ενώ παράλληλα οι εργασίες έγιναν τόσο απάνθρωπα εντατικές, ώστε σε κάποια φάση οι εξαντλημένοι είλωτες μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και είπαν άντε γεια, φτιάχτε τους μόνοι σας! Κι έφυγαν.
Όπως και να’ χει, το βέβαιο είναι πως η Ανγκόρ κατέρρευσε μετά από πεντακόσια χρόνια ακμής κάτω από το ίδιο της το βάρος.
ΑΝΓΚΟΡ ΒΑΤ
Μπροστά μας απλώνεται ο πλέον διάσημος όλων των αρχαίων ναών της Ανγκόρ. Ο Ανγκόρ Βατ. Η μεγάλη (κερδοφόρα) βεντέτα του καμποτζιάνικου τουρισμού.
Ατενίζοντάς τον εκ του μακρόθεν κατανοώ το πόσο δίκιο είχε ο Χαν όταν επέμενε να φτάσουμ’ εδώ όσο γίνεται πιο νωρίς, πριν από τα πούλμαν με τους γκρουπαρισμένους τουρίστες. Το θέαμα είναι συναρπαστικό και η γοητεία του έγκειται εν πολλοίς σ’ αυτή τη γαλήνια απεραντοσύνη. Το πώς θα δείχνει μετά από κάνα δυο ώρες με τις μυρμηγκιές των Γιαπωνέζων τουριστών μέσα στο φωτογραφικό μου κάντρο δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Να ‘σαι καλά, Χαν.
Ο Ανγκόρ Βατ οικοδομήθηκε στις αρχές του δωδέκατου αιώνα από τον «ουράνιο» αρχιτέκτονα Βισβακαρμάν κάτω από το άγρυπνο μάτι του εντολέα του, του «ημίθεου» βασιλιά Σουραγιαβαρμάν του βήτα (κάτι ονόματα!) αλλά και του θεού Βίσνου με τον οποίο ταυτιζόταν ο μεγαλομανής ηγεμόνας. Γι αυτό και δεν ήταν μόνο μαυσωλείο αλλά και ναός. Είναι ο μεγαλύτερος απ όλους τους ναούς της Ανγκόρ και ο πιο καλοδιατηρημένος αφού είχε την τύχη να μην τον στραγγαλίσει η άγρια βλάστηση της τότε ζούγκλας, όπως έγινε με όλους σχεδόν τους άλλους ναούς.
Ο Χαν εκφράζει συνεσταλμένα την επιθυμία να μας συνοδεύσει μέσα στην περιοχή του ναού για να μας ξεναγήσει, δηλώνοντάς μας την ίδια στιγμή ότι μ’ αυτό δεν αποβλέπει σε κάποια επιπλέον αμοιβή. Έτσι, για το κέφι του. Είναι συγκινητικός. Είναι φτιαγμένος γι άλλα, αλλά φαίνεται πως γεννήθηκε σε λάθος χώρο και σε λάθος χρόνο.
Ανάμεσα σε μας και στην πύλη του τείχους που περιβάλλει το ναό μεσολαβεί μια τεράστια τεχνητή λίμνη. Μια τάφρος, για την ακρίβεια, που θα πρέπει να προστάτευε τον Ανγκόρ Βατ από τους επιδρομείς την εποχή της δόξας του.
Κάτι παιδιά τσαλαβουτούν μέσα στα πράσινα νερά της ταράζοντας την ηρεμία που χρειάζονται τα νούφαρα για να είναι τόσο ωραία. Εδώ παλιά ζούσαν κροκόδειλοι, λέει ο Χαν, κι αυτή η τάφρος που βλέπετε περιβάλλει όλο το ναϊκό συγκρότημα.
Είναι τετράπλευρη, προσθέτει η Ισαβέλλα, χίλια πεντακόσια επί χίλια τριακόσια μέτρα, διακόσια φάρδος και αποτελεί τμήμα ενός τεράστιου αρδευτικού δικτύου με αμέτρητα κανάλια και τεχνητές λίμνες που κατασκεύασαν οι Χμερ για την προστασία του ναού και της γύρω περιοχής. Το δε εξωτερικό τείχος έχει εισόδους κι από τις τέσσερις πλευρές και διαστάσεις χίλια τριακόσια επί χίλια εικοσιπέντε μέτρα. Κάγκελο ο Χαν!
Είμαι στη μέση του δρόμου - γέφυρα που διασχίζει την τάφρο και οδηγεί στη μεγάλη είσοδο του τείχους. Το φως είναι ιδεώδες για φωτογράφηση πλην, ένας πάνχοντρος με τσαλακωμένο παναμά, λουλουδάτο πουκάμισο, μπλε κοντοβράκι και πέδιλα, βρίσκεται μέσα στο κάντρο μου σαν στρογγυλός παρδαλός λεκές. Υπομονή, θα φύγει, τι θα κάνει.
Δεν φεύγει ακριβώς, έρχεται κατά πάνω μας όλο χαρούλες λες και είμαστε συγγενείς κι έχουμε να ειδωθούμε χρόνια. Δεν ξέρω πόσους τόνους ζυγίζει αλλά μέσα σε χρόνο μηδέν ξέρω ότι είναι από το Τέξας, ότι έχει μια επιχείρηση παραγωγής πλακιδίων με ινδιάνικα μοτίβα, ότι ορίστε το ιμέιλ του και να μη χανόμαστε τώρα που γνωριστήκαμε και ότι χι λάικς Ακρόπολις βέρι ματς εντ μοστ οβ ολ Καρυάτιντες. Χεστήκαμε! Αλλά αυτό το τελευταίο περί Καρυάτιδων με καθησύχασε ότι το κρυφό αντικείμενο του ενδιαφέροντός του δεν ήταν ο γιος μου ο Ορέστης.
Το παίζω επαγγελματίας απορροφημένος από τη δουλειά του και ολίγον μισάνθρωπος για να γλυτώσουμε από την ογκώδη παρουσία του και συνεχίζω να φωτογραφίζω με την ελπίδα ότι θα φύγει. Αλλά δεν φεύγει. Θαυμάζει, λέει, τους φωτογράφους και θέλει να μάθει για ποια εφημερίδα δουλεύω. Λες και οι ελληνικές εφημερίδες είναι πασίγνωστες στο Αμέρικα. Άραγε, αν τον ρωτήσω από πού ψωνίζει πουκάμισα θα τον προσβάλλω;
Αλλιώς φανταζόμουν τον Ανγκόρ Βατ. Ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εντυπωσιακό. Αλλιώς. Μετά από τις αλλοιώσεις που έχουν επιφέρει οι αιώνες στην αρχική του μορφή, πρέπει να τον κοιτάς είτε εκ του μακρόθεν, είτε εκ του πολύ σύνεγγυς για να μην είναι μια άμορφη μουντζούρα. Είναι κατασκευασμένος κυρίως από λατερίτη που δεν έχει την αντοχή και τη λάμψη ούτε του πεντελικού μαρμάρου, ούτε του κόκκινου και του μαύρου γρανίτη του Ασουάν (για παράδειγμα).
Ο λατερίτης είναι ένα υλικό επιρρεπές στην αποσάθρωση και μπορεί να φιλοξενήσει μικροχλωρίδα στο σώμα του η οποία με τη σειρά της θα επιταχύνει τη διάβρωσή του αν δεν συντηρηθεί έγκαιρα. Αυτό, εν προκειμένω, σημαίνει απλώς ότι ο Ανγκόρ Βατ, όπως και κάθε ναός της Ανγκόρ, έχει μια αλλιώτικη γοητεία. Τη γοητεία της καφεπράσινης μούχλας με καλά κρυμμένα μυστικά...
Ο παρδαλός κρότωνας μας λέει ότι μένει στο τάδε πεντάστερο οτέλ, ότι είναι μόνος του στην Καμπότζη, ότι έχει ένα λαντρόβερ στη διάθεσή του και ότι αν θέλουμε το θέτει και στη δική μας διάθεση. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Χαν. Αλλά ούτε και σε μας. Γι αυτό και ο Ορέστης τον πληροφορεί ατάκα κι επιτόπου πως τον ενθουσιάζουν τα δίτροχα διότι σε κάτι τέτοια μέρη τον κάνουν να νοιώθει πολύ γουέστερν.
... Εκ του μακρόθεν αναδεικνύεται το αρχικό του σχήμα μαζί με τη μελαγχολική γοητεία των αιώνων που πέρασαν.
Οι δύο μπροστινές μαζί με την κεντρική από τις πέντε συνολικά κουπόλες του, οι οποίες εκτός των άλλων ενέπνευσαν και το χαρακτηριστικό μοτίβο της Καμποτζιανής σημαίας, αναπαριστούν το σχήμα του ιερού όρους Μερού. Πού βρίσκεται και τι ρόλο έπαιξε αυτό το όρος αγνοώ. Και δεν σκοπεύω να το μάθω. Ένα μυαλό ειν’ αυτό, τι να πρωτοχωρέσει;
... Ενώ εκ του σύνεγγυς σου αποκαλύπτονται ένα προς ένα, με τρόπο κάπως μυσταγωγικό τα καλά κρυμμένα ανάγλυφα μυστικά του.
Ο κεντρικός πύργος υψώνεται τριανταένα μέτρα πάνω από τον τρίτο όροφο ή πενηνταπέντε μέτρα πάνω από τον ισόγειο. Φωτογραφίζω τα γλυπτά της περιφερειακής βάσης με κάποια εγρήγορση διότι έχουν αρχίσει να πλακώνουν οι Γιαπωνέζοι με τις φωτογραφικές μηχανούλες τους. Είναι τα παγκοσμίως μακρύτερα συνεχόμενα γλυπτά, πληροφορεί η Ισαβέλλα τον Χαν, χίλια διακόσια μέτρα!
Έχω αγχωθεί εν όψει της επικείμενης επέλασης των Γιαπωνέζων και σκέφτομαι ν’ αναθέσω στο χοντρό να μου καθαρίζει το οπτικό πεδίο μιας και ο Ορέστης δεν διαθέτει ίχνος από το άκρως χρήσιμο για ορισμένες περιστάσεις θράσος του πατέρα του. Πουθενά ο χοντρός! Θα βρήκε άλλους για να τους γίνει τσιμπούρι. Πάνω που τον συνήθισα.
Το μειδίαμα των Απσάρων. Να τι νομίζω πως με συγκινεί περισσότερο στις ανγκοριανές αναπαραστάσεις: οι ανάγλυφες θηλύτητες, οι «ουράνιες» χορεύτριες Απσάρες που διαθέτουν το πιο αινιγματικά ερωτικό μειδίαμα που έχω δει. Ή φανταστεί.
Με υπέροχα εξώβυζα κορμιά και σε στάση χορού συνήθως σε καλούν... Υπόσχεται παραδείσους ο ινδουισμός; Δεν ξέρω.
Μπροστά μας υψώνεται η πέτρινη κλίμακα του κεντρικού ιερού που στέγαζε το χρυσό άγαλμα του Βίσνου και στη βάση της στέκεται το παρδαλό πουκάμισο του Τεξανού μέσα στο οποίο βρίσκεται και ο ίδιος. Ατενίζει προς τα πάνω, προς την κορυφή της κλίμακας, όπου για να φτάσεις πρέπει να είσαι ή πίθηκος, ή νεαρός βουδιστής μοναχός. Ή τρελός.
Θ’ ανέβεις; με ρωτά ο ογκωδέστατος μόλις με αντιλαμβάνεται. Οφκόρς, του απαντώ, τι μας πέρασες! χωρίς να μπορώ ακόμη και σήμερα να καταλάβω πώς βγήκε από το στόμα μου τέτοια κουταμάρα. Κι εγώ! αναφωνεί κατενθουσιασμένος που βρήκε συγκάτοικο στην τρέλα.
Δεν το πιστεύω! Δεν το πίστεψα ακόμα κι όταν είχα φτάσει στο δέκατο πέμπτο σκαλοπάτι και τόλμησα να κοιτάξω πίσω μου. Ανέβαινε. Άνετος. Χωρίς καμιά συναίσθηση περί των νόμων της Φύσης τους οποίους και προκαλούσε θρασύτατα μ’ αυτή του την ενέργεια. Να γιατί πρόκοψε η Αμερική, σκέφτηκα. Μετά απ αυτό αποφάσισα, αν ζήσω, να τον κάνω φίλο μου και συνέχισα ν’ αναρριχώμαι στην κλίμακα του τρόμου.
Πρέπει να διευκρινίσω πως το κάθε (φαγωμένο και λειασμένο με τα χρόνια) σκαλοπάτι έχει ύψος τριανταέξι και φάρδος δεκατρία εκατοστά (sic) και πως το μυστικό της επιβίωσης εν προκειμένω είναι να μην κοιτάς ούτε πάνω, ούτε κάτω, διότι υπάρχει ο κίνδυνος του πανικού που, στην καλύτερη περίπτωση, θα σε ακινητοποιήσει εκεί που βρίσκεσαι κι άντε μετά να βρεις τα σωστικά συνεργεία της Εμάκ για να σε κατεβάσουν.
Ο Ορέστης ακολουθώντας το κάκιστο παράδειγμα του πατέρα του προηγείται από μένα κατά δεκαπέντε σκαλοπάτια, γεγονός που επιταχύνει την παραγωγή της αδρεναλίνης μου, ενώ ο αφοσιωμένος Χαν έπεται ήρεμος, σιωπηλός και σε κατάσταση εγρήγορσης, κατά τρία. Η χειρότερη των στιγμών ήταν εκείνη που είδα και την Ισαβέλλα ν’ αρχίσει ν’ ανεβαίνει. Μια τριμελής ελληνική οικογένεια και δύο καλοί φίλοι από τις εσχατιές του πλανήτη θυσία στο βωμό του Σουραγιαβαρμάν! Τρελαθήκαμε τελείως μου φαίνεται.
ΤΣΑΪΝΑ ΤΑΟΥΝ
Ο υπότιτλος «Τσάϊνα Τάουν» δεν έχει καμία σχέση με το θέμα μας αλλά μ’ αρέσει ως τοιούτος. Δίνει μια χροιά εξωτισμού. Και τον εμπνεύστηκα από τον τίτλο του φαγάδικου που έγινε στο μεταξύ το στέκι μας για πρωινό και, καμία φορά, για βραδινό (το μεσημεριανό είναι κομμένο).
Συνήθως καθόμαστε στην ταράτσα του ατενίζοντας μια συνοικία της Σιεμ Ρηπ, που δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι λάμπει από καθαριότητα, και τον πανέμορφο ποταμό που φέρει τ’ όνομα της πόλης που διασχίζει.
Στο «Τσάϊνα Τάουν» συναντιόμαστε καμιά φορά και με τον Στήβεν, τον Τεξανό ευτραφή με τον οποίο έχουμε γίνει στο μεταξύ κολλητάρια. Και, ευκαιρίας δοθείσης, πρέπει να κάνω ταπεινά την αυτοκριτική μου για τα μύρια όσα του έσουρα την πρώτη μέρα που μπήκε στη ζωή μας. Αλλά έτσι, στριμμένος ήμουν πάντα.
Ο Χαν και η ομάδα του μας περιμένουν στην είσοδο του Ρόγιαλ για το πλάνο της ημέρας που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει το «Τα Προμ», ενώ ο Στήβεν με το λαντρόβερ του και χωρίς παρέα (θα βρει εκεί), έχει προγραμματιστεί για το ναό Ανγκόρ Τομ, στις εκτάσεις του οποίου εμείς ξεποδαριαστήκαμε χτες.
ΟΙ ΝΑΟΙ
Ο χώρος της ευρύτερης Ανγκόρ δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ από τους γηγενείς Χμερ. Μετά την παρακμή του όμως, όλοι οι ναοί, με εξαίρεση τον Ανγκόρ Βατ, παραδόθηκαν επί αιώνες στη διαβρωτική αγκαλιά της ζούγκλας και ξεχάστηκαν. Εξ ου και η τρομακτική φθορά τους.
Όταν στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα έφτασε μέχρις εδώ ο Γάλλος εξερευνητής Ανρί Μουό, ο Ανγκόρ Βατ ήταν εν ενεργεία με μια χιλιάδα, περίπου, μοναχούς βουδιστές. Έπαθε, βέβαια, την πλάκα του ο άνθρωπος μ’ αυτά που είδε κι έκατσε κι έγραψε το «Ταξίδι στο Σιάμ και στην Καμπότζη» που κυκλοφόρησε το 1868. Αυτό το βιβλίο ήταν που έκανε γνωστό στην Ευρώπη την Ανγκόρ.
Από τον Μουό και πέρα η περιοχή της Ανγκόρ γίνεται στόχος πολλών αρχαιοκάπηλων αλλά και πολλών αποστολών, χρηματοδοτούμενων, κυρίως, από το γαλλικό Δημόσιο, οι οποίες συνέβαλλαν την σ’ ένα βαθμό αναστήλωσή της.
Μέχρι και ο πολύς Αντρέ Μαρλώ συνέδεσε ανεξίτηλα το όνομά του με τα ανγκοριανά αρχαία. Το 1923 κατάφερε να βγάλει μια άδεια για ιδιωτικές ανασκαφές στην Ανγκόρ, μίσθωσε μια ομάδα από ντόπιους εργάτες, τρύπωσε στη ζούγκλα κι έφτασε στο ναό Μπαντάϊ Σρι που, παρεμπιπτόντως, είναι και ο πιο απομονωμένος. Εδώ ξήλωσε έξι-εφτά από τα πιο ωραία γλυπτά, τα φόρτωσε στα κασόνια της μεγάλης φυγής και τα κατέβασε ποταμοπλοϊκώς στην Πνομ Πενχ για να τα φυγαδεύσει στη Γαλλία. Στο σπίτι του, για την ακρίβεια. Αλλά τον τσίμπησαν οι χμεριανοί στο παραπέντε.
Δεν ήξερα, λέει, ότι απαγορεύεται, ήθελα απλώς να τα σώσω από τη φθορά της ζούγκλας. Κι έφαγε τρία χρόνια φυλακή για να μάθει. Αλλά δεν τα εξέτισε διότι η περίπτωσή του συγκίνησε την ευαίσθητη διανόηση της Ευρώπης (νέο παιδί είναι και μάλιστα τόσο ταλαντούχο!). Διαβήματα επί διαβημάτων σ’ επίπεδο διπλωματικό, και η ποινή κατά την εκδίκαση της έφεσης έπεσε στον ένα χρόνο με αναστολή. Κι έτσι ο ταλαντούχος νεαρός Αντρέ που ζήλεψε τη δόξα του Έλγιν γύρισε στην πατρίδα του ατσαλάκωτος. Χωρίς τα αρχαία, φυσικά.
Να θέμα σεναρίου: ένας Καμποτζιανός, γείτονας του δικού μας, του Χαν, κόβει λάθρα μερικά από τα γλυπτά της Νοτρ Νταμ και τα μεταφέρει στον καθαρό αέρα της Καμπότζης για να τα σώσει απ το καυσαέριο του Παρισιού!
Πήγαμε και στον Μπαντάι Σρι που βρίσκεται στου διόλου τη μάνα, εικοσιένα χιλιόμετρα κακού χωματόδρομου από τη Σιεμ Ρηπ.
Σε σχέση με τους άλλους μοιάζει με μινιατούρα ναού αλλά είναι ο πιο καλά διατηρημένος. Εκεί συνειδητοποίησα, για πρώτη φορά, ότι αυτές οι απέραντες δομικές επιφάνειες όλων των ναών ήσαν απολύτως καλυμμένες από ανάγλυφα μοτίβα και παραστάσεις. Και μάλιστα από επαναλαμβανόμενες παραστάσεις που όμως ποτέ δεν ήσαν ολόιδιες η μία με την άλλη.
Ο Μπαντάι Σρι ήταν απρόσιτος μέχρι πρόσφατα διότι βρισκόταν μέσα στην περιοχή που ήλεγχαν οι Κόκκινοι Χμερ. Και μάλιστα ναρκοθετημένη.
ΤΟ ΚΕΡΑΣΑΚΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΤΑ
Λέγεται Τα Προμ και τον κράτησα για φινάλε.
Ο Χαν που ακτινοσκοπεί ορθώς και εγκαίρως τα γούστα και τις προτιμήσεις μας, μας αιφνιδιάζει. Εδώ είμαστε, λέει, φτάσαμε.
Πού φτάσαμε, ρε μεγάλε; στον Τα Προμ σου είπαμε όχι στο βοτανικό κήπο.
Χήαρ ιζ Τα Προμ, μίστερ!
Πάντως, αυτό που βλέπω εδώ δικέ μου δεν είναι παρά ένα θεόρατο τροπικό δέντρο, ωραίο, δε λέω, με τις ρίζες του έξω, όπως λέμε τα βυζάκια έξω, που... στάσου να δεις! Δεν το πιστεύω! Δεν είναι δυνατόν! Το χμέρικο πρόσωπο του Χαν φωτίζεται από ικανοποίηση.
Κάτω από το υπέργειο τμήμα των ριζών του δέντρου βρίσκεται ένα μέρος του ναού. Ή μάλλον, αυτό το δέντρο, αυτά τα δέντρα γενικώς, φύτρωσαν, ρίζωσαν και αναπτύχθηκαν επάνω στον ναό. Όλος ο Τα Προμ δεν είναι παρά μια ενσωμάτωση, ένα σύμπλεγμα ερειπίων και ριζών. Ένας φυσικός υπερρεαλισμός που μοιάζει με παραίσθηση.
Ο Τα Προμ χτίστηκε ως μοναστήρι το 1186 επί Τζαγιαβαρμάν του έβδομου προς τιμήν της μαμάς του, της οποίας το άγαλμα ήταν ένα από τα 260 που τον κοσμούσαν και είχε τη μορφή της Παζναπαραμίτα, της πνευματικής μάνας του Βούδα.
Μια διασωθείσα σκαλιστή επιγραφή πληροφορεί τους ενδιαφερόμενους πως για τη συντήρησή του απασχολούνταν 3.140 χωριά της περιοχής, πως ιερουργούσαν 13 αρχιερείς, 2.740 ιερείς και 2.232 βοηθοί ιερέων. Καθώς και 615 ιερές χορεύτριες (για ποιες ανάγκες το υποθέτω αλλά δεν τολμώ να το διατυπώσω έτσι ωμά).
Όλοι οι ναοί του Ανγκόρ ήσαν κάπως έτσι όσο η περιοχή ήταν παρθένα ζούγκλα. Η ζούγκλα όμως αποψιλώθηκε για να διασωθούν οι ναοί και να μείνει ως μία αξιόλογη, πλην ελεγχόμενη, βλάστηση. Και μόνο τον Τα Προμ άφησαν έτσι ως δείγμα και μνημείο της φύσης συνάμα.
Το παράδοξο, αλλά όχι παράλογο, είναι ότι ναι μεν τα δέντρα έχουν εν πολλοίς καλύψει και παραμορφώσει το ναό αλλά, από την άλλη, τον στηρίζουν κι όλας. Ενσωμάτωση Φύσης και Τέχνης!
Κι όπως ήταν επόμενο, μ’ έπιασε αμόκ φωτοθηρίας....
Για περισσότερες φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 1 - ΠΝΟΜ ΠΕΝ, ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 2 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΟΜ ΠΕΝΧ ΣΤΗΝ ΑΝΓΚΟΡ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 3 - ΑΝΓΚΟΡ, Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΑΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 4 - ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΚΡΕΝΓΚ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 5 - ΑΜΦΙΒΙΑ ΧΩΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 6 - ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 7 - ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 8 – Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν