ΚΑΙΜΑΚΤΣΑΛΑΝ, ΑΦΡΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ

Front Picture: 

 

Να ‘μαστε λοιπόν, μια πετριά απόσταση από τη συνοριακή γραμμή που μας χωρίζει από την ακατονόμαστη γείτονα. Την Φύρομ ντε. Δύο χιλιάδες πεντακόσια είκοσι τέσσερα μέτρα πάνω από την επιφάνεια του Αιγαίου. Εδώ πάνω! Όπου, το απόλυτο λευκό συναντιέται με το βαθύ μπλε. Το απειλητικό με το άγιο. Το ύπουλο με το θείο. Καμιά κίνηση, κανένας ήχος. Κάποιο ρυάκι μόνο, από χιόνι που άρχισε να λειώνει στο σημείο όπου η άσφαλτος συναντιέται με την υπέρβαση των απλών αισθήσεων.

Του Κώστας Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 57/12.05.2001

 

 «Καϊμακτσαλάν; και πού ειν’ αυτό;» «Στην Τουρκία, πού αλλού; εκεί κατά Αρμενία μεριά». «Μα τι λες τώρα; το μπερδεύεις με τον Οτσαλάν, οροπέδιο στη Μογγολία είναι». «Κύριοι, είστε όλοι αγεωγράφητοι, το Καϊμα... τέτοιο, δεν είναι παρά μια από τις κορυφές των Ιμαλαϊων!» «Ένσταση!..»  Κουβέντες του κρασιού και του μεζέ στην ταβέρνα της Μαρίνας.

Το ραντεβού μας κανονίζεται για το χωριό Παναγίτσα. Δύο από τους ξενώνες της είναι στη διάθεσή μας, ή κάπως έτσι. Εικοσιτόσοι  νοματαίοι, ενήλικες συν το αναπόφευκτο παιδομάζωμα. Οι μισοί δεν γνωρίζουμε τους άλλους μισούς. Ε, και; Για ένα βουκολικό Πάσχα πρόκειται, με κρασί, εισυγείαν, σούβλες τρεις και κόκκινα αυγά από αλανιάρες όρνιθες. Χώρια το κοκορέτσι και τα συμπαρομαρτούντα. Και μερικές φωτογραφίες, έτσι, για την απαθανάτιση του περιστατικού. Τα οργανωτικά θα τα ρυθμίσει ο Μήτσος, ο ακραιφνής Βλάχος μας, που έχει και τις δέουσες διασυνδέσεις.

Αφήνουμε την Έδεσσα «για μιαν άλλη φορά» (όλο έτσι λέω γιατί φοβάμαι μήπως και βλέποντάς την μου ακυρώσει τη φαντασιακή εικόνα που χρόνια τώρα φιλοτεχνώ γι΄ αυτήν) και παίρνουμε το δρόμο για βόρεια, κατά Αριδαία μεριά. Είναι γιατί άκουσα από το Μήτσο τη μαγική λέξη «φαράγγι», σα να λέμε της Φύσης πτύχωση ερωτική, που πάντα με αποπλανεί. Μα πάντα!

Στην απόληξη της πτύχωσης, αποδεσμεύονται ορμητικά τα νερά του ορεινού όγκου με τις ωραίες καμπύλες. Νερά καυτά και νερά παγωμένα, φερμένα από διαφορετικές φλέβες και αρτηρίες, που συναντιόνται στον τελικό καταρράκτη με απόλυτο χρέος τη γονιμότητα του μακεδονικού κάμπου.

Η εμπορευματοποιημένη διευκόλυνση μάς υποδέχεται με πάγκους μικροπωλητών, εστιατόρια, μπαρ και μία πισίνα με πολύ ζεστό νερό. Δεν μπήκα. Οι μισοί από μας παρέδωσαν το σαρκίο τους στην ηδονική (είπαν) βία του πίπτοντος νερού, που από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του καταρράκτη παίζει σε όλη την κλίμακα του Κελσίου. Και οι άλλοι μισοί χωθήκαμε στο μονοπάτι της γήινης πτυχής με την οργιώδη χλωρίδα. Άλλα ποτάμια με τόσο καθαρό νερό δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί. Και μιλώ, βεβαίως, για το νερό που αναβλύζει από τα σωθικά του Καϊμακτσαλάν.

Καϊμάκ τσαλάν τουρκιστί σημαίνει αφρός της κορφής και δω, εν προκειμένω, ως καϊμάκ νοείται το χιόνι. Ως «όρος Βόρας» αναφέρεται μόνο στους χάρτες αλλά ποιός νοιάζεται γι’ αυτούς όταν η συνείδηση του ανθρώπου έχει εμποτιστεί με μια τόσο μουσική λέξη: Καϊμάκτσαλάν!

«Παναγίτσα Άλφα Έψιλον» μας πληροφορεί στο έμπα η πινακίδα με τα ιμέϊλ και με τα όλα της. Πού να το φανταζόταν η Μαρία, η μοναδική αειπάρθενος μητέρα που υπήρξε ποτέ, ότι είκοσι αιώνες αργότερα θα έδιναν το άγιο επίθετό της σε ανώνυμη εταιρία. Η οποία έχει συσταθεί από κατοίκους του χωριού, μας λέει ο πάντα καλά πληροφορημένος Μήτσος, και καλύπτει μια σειρά από επιχειρηματικές δραστηριότητες, τουριστικές κυρίως. Κι ο παπάς; πώς να την είδε άραγε ο παπάς αυτή την καπιταλιστική ασέβεια; Ποιός ξέρει; πιθανόν να την κατηράσθη, πιθανόν και να την ευλόγησε. Άσε που μπορεί και νά ‘ναι μέτοχος. Μπερδεμένα πράγματα! Άγνωσται αι βουλαί του επουράνιου Πατρός! λέει κάποιος. Και τι θα του κόστιζε του Πατρός να τις κάνει γνωστές και σε μας; πετιέται κάποιος τσόγλανος απ τη νεώτερη γενιά. Παιδιά, τι να πεις!

Η Παναγίτσα εποικίστηκε από Πόντιους πρόσφυγες το Εικοσιτρία με τη Συνθήκη της Λωζάννης, μου λέει η Πελαγία, την οποία εδώ και μισή ώρα ανακρίνω μπροστά στο αναμμένο τζάκι εκμεταλλευόμενος την προσήνεια και τη φυσική της ευγένεια. Ο καλόγουστος και πεντακάθαρος ξενώνας που φέρει τ’ όνομά της, από τη λειτουργικότητα μέχρι και την τελική του αισθητική, είναι ουσιαστικά έργο δικό της. Έργο ζωής. Που το βλέπει περισσότερο σαν  δημιουργική απασχόληση παρά σαν δραχμομηχανή. Η αδηφάγα φωτιά αποσυνθέτει τα κούτσουρα και ‘γω την ανεφοδιάζω αδιαλείπτως. Δεν αισθάνομαι πελάτης εδώ. Αισθάνομαι καλύτερα κι από καλεσμένος. Αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Και με τι άλλο γεμίζεις το χρόνο σου Πελαγία; Είμαι και δασκάλα του σκι στο χιονοδρομικό. «Για όλες τις ηλικίες», προσθέτει με το φωτεινό της χαμόγελο, «αν θες...» Άσε καλύτερα, Πελαγία, δεν μου φτάνουν τρεις ζωές για να κάνω όλα όσα θά ‘θελα.


Κι αφού χάραξα με ροδιές από τζιπ τα όσα χιλιόμετρα λασπόδρομο πάνω από ράχες και ραχούλες, ιδού η στάνη, μου λέει ο Μήτσος, ενώ ο Στέλιος από απέναντι καταστέλλει μ’ ένα του επιφώνημα το απειλητικό αλύχτισμα του ποιμενικού του σκύλου κι έρχεται προς το μέρος μας.

Ο Στέλιος είναι ο τελευταίος των Βλάχων που απέμεινε στην Παναγίτσα. Κι όταν λέμε βρήκε ο Βλάχος τη γενιά του, εννοούμε πως ο Μήτσος βρήκε στο Στέλιο (σ’ ένα προηγούμενο ταξίδι του) το άλτερ έγκο του σε βουκολική εκδοχή. Μετά τις συστάσεις και τις χαιρετούρες αρχίζουν οι δυο τους να μιλούν στα βλάχικα για να μπορέσω κι εγώ επί τη ευκαιρία ν’ αναλογιστώ το από πόσες εθνοτικές ιδιαιτερότητες αποτελείται αυτό που σήμερα συμπυκνώνεται στη λέξη Πατρίς.


Τρία αρνιά, λέει τώρα ελληνιστί ο Μήτσος, τέσσερα, το τέταρτο και το κρασί τα κερνάω εγώ, επιμένει ο Στέλιος. Πιάσανε τώρα τις βλάχικες αβρότητες και τις φιλοτιμίες ενώ εγώ έχω τη βεβαιότητα πως ο ποιμενικός που με πλησιάζει ύπουλα από πίσω με την τρίχα της ράχης ορθωμένη δεν μ’ έχει πάρει και με πολύ καλό μάτι. Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως είμαι υπερβολικά ζωόφιλος.

Ο Στέλιος με τον Μήτσο στο αγροτικό του πρώτου μπροστά και ‘γω με την Ισαβέλλα και την Έφη στο τζιπ από πίσω τραβάμε την ανηφορική όλο στροφές και χαίνουσες νεροτριβιές λασπουριά κι όλο λέω, πάει, εδώ θα κολλήσω, εκεί θα τσακιστώ. Κι όλο σταματάμε. Σταματάμε εκεί που αρμέγει τ’ αρνιά του, σταματάμε εκεί που τα σφάζει, σταματάμε στ’ άλογά του, σταματάμε στα μουλάρια του, σταματάμε στα χαλάσματα του πατρικού του, σταματάμε στις κερασιές του, σταματάμε ακόμα και στον τάφο του πατρός του δίπλα στο ξωκλήσι. Θα ‘θελα να ‘ξερα το από πού και, κυρίως, το πώς θα φτάσουμε εν τέλει στο καϊμάκ του τσαλάν.


Το ό,τι λατρεύω τους χωματόδρομους με το τέσσερα επί τέσσερα είναι μια ειλικρινής, πλην βαρετή, δήλωση που την διατυπώνω μονότονα, ή την πληκτρολογώ στο πισί μου, ευρισκόμενος όμως (και ονειρευόμενος) εν Αθήναις. Ή... δέκα λεπτά από τη στιγμή που θα τους αφήσω πίσω μου πατώντας πλέον στην (οποιαδήποτε) άσφαλτο. Για να επανέλθει η αδρεναλίνη μου στις σωστές της τιμές.

Και, μετά, πάλι ξαναγυρίζω σ’ αυτούς. Νικημένος από την έλξη τους. Χαμένος. Σαν σε ποίημα του Καβάφη.

Να ‘μαστε, μια πετριά απόσταση από τη συνοριακή γραμμή που μας χωρίζει από την ακατονόμαστη γείτονα. Την Φύρομ ντε. Δύο χιλιάδες πεντακόσια είκοσι τέσσερα μέτρα πάνω από την επιφάνεια του Αιγαίου. Εδώ πάνω όμως τα μέτρα του Ανθρώπου χάνουν το νόημά τους. Εδώ πάνω! Όπου, το απόλυτο λευκό συναντιέται με το βαθύ μπλε. Το απειλητικό με το άγιο. Το ύπουλο με το θείο. Καμιά κίνηση, κανένας ήχος. Κάποιο ρυάκι μόνο, από χιόνι που άρχισε να λειώνει στο σημείο όπου η άσφαλτος συναντιέται με την υπέρβαση των απλών αισθήσεων.

Αν το ‘ξερα πως με περίμενε θα’ χα έρθει από χτες, από προχτές, από... Όχι, το ραντεβού ήταν σωστό. Το Καϊμακτσαλάν με περίμενε σήμερα. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Τη μοναδική. Εμένα. Τον διψασμένο εραστή του σπάνιου.


Η Έφη που δεν με ξέρει και πολύ υποθέτει πως έχει να κάνει με σαλεμένο. Η Ισαβέλλα όμως που με ξέρει πολύ καλά δεν το υποθέτει. Το ξέρει. Ο Στέλιος με τη σοφία του ορεσίβιου καταλαβαίνει πως η κινούμενη μουτζούρα του αγροτικού του πρέπει να βρίσκεται έξω από το οπτικό μου πεδίο, μακριά από το ευρυγώνιο βλέμμα μου, πίσω μου. Γι’ αυτό και έπεται. Οι συνήθεις συνωθούμενοι πελάτες του καταφύγιου με τα παρδαλά ανοράκ δεν είναι ‘δω. Κανείς τους δεν γλιστρά αυτή τη στιγμή στο λευκό ακυρώνοντας το απόλυτο. Κανένα γλύφανο δεν ραγίζει το τέλειο. Καμιά στριγκιά «Παναγιώτηηη πρόσεχε μη τσακιστείς γιατί θα σε σκοτώσω» δεν έρχεται από τον κόσμο των άσοφων. Εγώ, εμείς, και το Καϊμακτσαλάν. Δεν μιλώ. Μπαίνω μέχρι το γόνατο στο απόλυτο λευκό, σαν βιαστής. Χορεύω σαν Βάκχος και βρυχώμαι σαν Σάτυρος σε οργασμό επάνω από παιδούλα. Υποκλίνομαι ταπεινά στη δική μου θεότητα: τη Φύση. Εξόριστος από τους θεούς των άλλων. Αλλιώς δεν θα ‘χε νόημα. Όχι, ρωτώ, τι νόημα θά ‘χε;



Δεν με νοιάζει αν κάνω λάθος, μια εντύπωση είναι αυτή και την καταθέτω ως τέτοια: Αν η Παναγίτσα (το χωριό και όχι η θεομήτωρ) έχει ψυχή, αυτή η ψυχή λέγεται Ανάστω.

Κόρη προσφύγων από τον Πόντο, δεν παντρεύτηκε ποτέ, ζει μόνη και δεν είναι πια κοριτσόπουλο. Έχει μια ακατάβλητη ενεργητικότητα που ξεχειλίζει  και συμπαρασύρει. Βρίσκεται συγχρόνως παντού και μέσα σ’ όλα. Ντροπαλή σαν κοριτσάκι και ορμητική σαν θύελλα.

Κατασκευάζει κομπόστες, γλυκά του ταψιού και του κουταλιού, τουρσιά και περίεργα αφεψήματα. Μαζεύει βότανα απ’ το βουνό, συγκεντρώνει αντικείμενα, φωτογραφίες και κειμήλια των προγόνων απ’ τον Πόντο για να στήσει μια μικρογραφία μουσείου και είναι πρόεδρος του συλλόγου. Στα μέσα και στα έξω. Και τι δεν κάνει για την Παναγίτσα. Για τη μικρή της κοινωνία. Για τον μικρό και απέραντο κόσμο της.


Είμαστε στο λιλιπούτειο πεντακάθαρο μαγαζάκι της και δεν εννοεί να δεχτεί τα λεφτά μας. Είστε επισκέπτες μου, λέει, δεν θέλω λεφτά, δοκιμάστε κι αυτό το νερατζάκι. Μ’ εντυπωσιάζουν οι χειροποίητες συσκευασίες της. Πώς τα καταφέρνεις και φτιάχνεις τόσο όμορφα πράγματα; Κοκκινίζει. Μιλάμε, ή μάλλον μιλάει, για τα πάντα. Για τον Βασιλιά («αχ!»), για τον «συμμοριτοπόλεμο», για το νόμο «Καποδίστρια», για τον Πάπα που θα ‘ρθει ως εντεταλμένος του Σατανά, για τον μέντορά της τον Καντιώτη. Έχει για όλα κάτι να πει και μάλιστα με πάθος. Δεν θέλω να την πικράνω γιατί πιστεύω πως η πραγματική ιδεολογία της εδράζεται στη μεγάλη της καρδιά. Αυτή η καρδιά είναι που αποφασίζει για τη στάση της στη ζωή. Η Ανάστω μού θύμισε πως μόνο ταξιδεύοντας γνωρίζω πραγματικά τον πολιτισμό της χώρας μου.


 


Άγιος Αθανάσιος. Ένας ακόμη άγιος που είναι και χωριό. Οι κάτοικοί του τον εγκατέλειψαν πριν από χρόνια γιατί οι χειμώνες τούς καταδίκαζαν στην απόλυτη απομόνωση. Λευκά κελιά. Τον εγκατέλειψαν, με γενναία, απ’ ό,τι λέγεται, κρατική αποζημίωση, για να χτίσουν και να εγκατασταθούν σε εδάφη πιο χαμηλά και πιο ήπια.


 


Τώρα όμως που το χιονοδρομικό του Καϊμακτσαλάν παίρνει τα πάνω του, τα ερείπια του παλιού Άγιου Αθανάσιου είναι σαν σωριασμένα πάνω σε φλέβες χρυσού. Γι’ αυτό και οι παλιοί ιδιοκτήτες τους επιστρέφουν, επισκευάζουν, αναστηλώνουν και... πουλούν. Χωρίς τίτλους, φυσικά. Τι κι αν ρωτήσω το «γιατί» και το «πώς»; Θα με κοιτάξουν ως αφελή και θα μου πούνε, μα πού ζεις; Στην Ελλάδα (νομίζω ότι) ζω. Αλλά φαίνεται πως δεν την ξέρω ακόμα τόσο καλά.



Φωτογραφίζω την ομορφιά της γκρίζας ξερολιθιάς για να’ ναι και δική μου. Σαν καθυστερημένη δεκοχτούρα που τσιμπολογά τα τελευταία σπυριά σταριού που άφησαν οι χορτάτες. Αθάνατε Έλληνα! Κι έρχονται μετά οι εθνολόγοι ν’ αμφισβητήσουν την ιστορική συνέχεια του πολιτισμού σου. Καραγκιόζη και Χατζηαβάτη μαζί.



Απαξάπαντες είναι σε αναμονή του Χριστός Ανέστη και του Αληθώς ο Κύριος. Κι εγώ φυσικά. Μόνο που βρίσκομαι εκτός ναού για τον ίδιο λόγο που δεν μπαίνω στα αστικά λεωφορεία. Δεν μπορώ να συγκαίγομαι με κάποιους που δεν επέλεξα επιτούτου. Προτιμώ το πάνω κάτω πέρα δώθε εν βροχή. Μ’ αρέσει να βρέχομαι. Και πρέπει να παραδεχτώ πως ο παπάς δεν είναι φάλτσος. Άξιος ο μισθός του!

Δώδεκα παρακάτι. Βγαίνουν. Οι ομπρέλες ανοίγουν. Το χριστεπώνυμο πλήθος μετατοπίζεται εκατό μέτρα πιο κει, στην πλατεία. Οι ιερείς ανεβαίνουν στο πρόχειρο ικρίωμα για το ετήσιο κρεσέντο τους. Η μεγάλη στιγμή. Τα παιδιά ετοιμάζουν τα πυρομαχικά τους. Θυμάμαι τα παιδικάτα μου. Τα βαρελότα μου. Το χλωρικό και το θειάφι. Η βροχή δυναμώνει. Θέλω να γίνω μούσκεμα. Σαν για κάθαρση, δεν ξέρω από τι. Θα στεγνώσω αργότερα, μπροστά στο τζάκι της Πελαγίας.


Δώδεκα ακριβώς. Χριστός Ανέστη στην Παναγίτσα χωρίς Άλφα Έψιλον. Τα βεγγαλικά κάνουν τη νύχτα μέρα. Τα βαρελότα θυμίζουν στην Ανάστω (υποθέτω) τη νίκη των καλών εθνικοφρόνων επί των κακών  κομμουνιστο-συμμοριτών. Ένα απ’ αυτά τα πυρομαχικά προσγειώνεται στο ξύλινο ικρίωμα. Αστοχία!

Οι ομπρέλες αραιώνουν. Απομακρύνονται. Ο παπάς θυμώνει κι αρπάζει το μικρόφωνο. «Ο Χριστός Ανέστη» κραυγάζει εν οργή «και σεις το βάζετε στα πόδια για λίγη βροχή, δε ντρέπεστε!» Κι έχει δίκιο, δεν έχει;

Τη μια μαγειρίτσα την έφτιαξε η μαμά της Πελαγίας και την άλλη η Τούλα, η δικιά μας. Δε θα γράψω ποιά μ’ άρεσε περισσότερο γιατί μπορεί να το διαβάσουν και οι δυο.

Σημασία έχει ότι, σε μια πλαγιά του Καϊμακτσαλάν, από το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας μέχρι τα Παιδιά της Σαμαρίνας κι από το Τραμ το Τελευταίο μέχρι το Άξιον Εστί αναδύθηκαν οι ξεχασμένοι εαυτοί μας όπως ήσαν πριν φλουταριστούν από την ηλεκτρονική γκριζάδα που αφήνει πίσω της η προϊούσα έκπτωση των ανθρώπινων aξιών.

 Κυριακή του Πάσχα. Ξύπνησα νωρίς σαν από ένοχη συνείδηση. Από το ζεστό μου δωμάτιο βλέπω τον πατέρα της Πελαγίας ν’ απλώνει ένα σκέπαστρο από καραβόπανο πάνω από το χώρο όπου σε λίγο θα στηθούν οι σούβλες του Στέλιου. Συννεφιά και παγωμένη ψιχάλα. Το χιόνι, λέει η Πελαγία, έφτασε μέχρι λίγο πιο έξω απ’ το χωριό. Θα πάω να το συναντήσω, της λέω. Κι αν όχι το χιόνι, την καταχνιά. Θα μπω να χαθώ μέσα της. Τώρα που αι γενεαί πάσαι ακόμη κοιμούνται. Και βγήκα.


Για περισσότερες φωτογραφίες:

Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν